Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 873)
Αυξάνεται η επικινδυνότητα του ελληνοτουρκικού αντιδραστικού ανταγωνισμού
Οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο διανύουν φανερά μια περίοδο κλιμακούμενης έντασης και ρευστότητας, που τροφοδοτείται από την ανοιχτή παρέμβαση όλων σχεδόν των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσίας, Ευρωπαίων), τις παρεμβολές φιλοδοξιών επέκτασης αλλά και φόβων απώλειας κυριαρχίας από τις αστικές τάξεις της περιοχής και τις προσπάθειες ανανέωσης ή αποδόμησης τακτικών συμμαχιών, σε ένα τοπίο παγκόσμιο και τοπικό στο οποίο οι ισορροπίες ισχύος έχουν διαταραχθεί. Χαρακτηριστικά που προοιωνίζονται μικρότερες και μεγαλύτερες ανατροπές και φυσικά μεγάλους κινδύνους για τους λαούς της περιοχής.
Αυτό το πλαίσιο τροφοδοτεί και τον αντιδραστικό ανταγωνισμό των αστικών τάξεων Ελλάδας – Τουρκίας, που γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνος για τα λαϊκά συμφέροντα, έχοντας ταυτόχρονα εξελιχθεί σε έναν από τους κόμπους για τον δυτικό ιμπεριαλισμό και ειδικά τις ΗΠΑ.
Η τούρκικη ανακοίνωση για γεωτρήσεις
Στην ιδιαίτερη φάση που διανύουμε, τις εξελίξεις επιτάχυνε η προκλητική ανακοίνωση της Τουρκίας ότι θα προχωρήσει σε γεωτρήσεις κοντά σε ελληνικά νησιά τον προσεχή Σεπτέμβρη με βάση το επίσης προκλητικό τουρκολιβυκό σύμφωνο, που πάτησε πάνω στην τυχοδιωκτική και μαξιμαλιστική σύλληψη της «γαλάζιας πατρίδας». Πάντα σε συνδυασμό με τις επιτυχίες Σαράτζ-Τουρκίας (με την ανοχή; στήριξη; των ΗΠΑ) στο μέτωπο των συγκρούσεων στην Λιβύη κόντρα σε Χάφταρ-Αίγυπτο-Ρωσία, αλλά και με το πρόσφατο φιάσκο της επιχείρησης «ΙΡΙΝΙ» της ΕΕ. Και φυσικά με καθοριστικό ρόλο να διαδραματίζει στις εξελίξεις, το άνοιγμα του δρόμου για μια επαναπροσέγγιση ΗΠΑ-Τουρκίας, για την «επανάκαμψη» της Τουρκίας στους στρατηγικούς σχεδιασμούς του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, που φυσικά συνοδεύεται από τη διαπραγμάτευση της τουρκικής άρχουσας τάξης για έναν ρόλο περιφερειακής δύναμης στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.
Έτσι η αστική τάξη της Ελλάδας, που είχε θεωρήσει την κρίση στις σχέσεις της Τουρκίας με Δύση-ΗΠΑ σαν μια ευκαιρία για να ανταμειφθεί από τους ιμπεριαλιστές και κυρίως από την Ουάσιγκτον για τις υπηρεσίες που προσφέρει σαν «καλό παιδί», με το στρίμωγμα της τουρκικής αστικής τάξης στα μικρασιατικά παράλια, είδε για μια ακόμη φορά τις ελπίδες και τις μωροφιλοδοξίες της να σκορπίζονται στον αέρα. Μωροφιλοδοξίες που, σημειωτέον, ενισχύθηκαν από τις τυχοδιωκτικές κινήσεις της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης που νόμιζε πως αν φτιάχνει νέες βάσεις και ανακοινώνει μονομερώς ΑΟΖ για να παραδώσει τις θάλασσές της στα δυτικά ενεργειακά μονοπώλια θα τύχει και της ανάλογης προστασίας. Ενώ με τον ίδιο σκοπό και το ίδιο τυχοδιωκτικά ρυμούλκησαν η μια την άλλη στους τριμερείς –made in USA- άξονες με το φασιστικό Ισραήλ και τη χούντα της Αιγύπτου.
Η ελληνοϊταλική σύμφωνία για τις ΑΟΖ και τα επόμενα δύσκολα βήματα
Η αναγγελία ερευνητικών γεωτρήσεων σχεδόν έξι μίλια από ελληνικά νησιά χτύπησε το καμπανάκι του κινδύνου για την άρχουσα τάξη της Ελλάδας και έτσι επισπεύσθηκε η συμφωνία Ελλάδας- Ιταλίας για την ΑΟΖ, η οποία επέκτεινε τη συμφωνία του 1977 ανάμεσα στις δύο πλευρές για την υφαλοκρηπίδα. Η κυβέρνηση της ΝΔ, χωρίς να ξεφεύγει ούτε κατά γράμμα από την αμερικανόστροφη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, αναζήτησε στηρίγματα και σε άλλες πλευρές, όπως αυτή του «κουρελή ιμπεριαλισμού» της Ιταλίας. Άλλωστε, για τους ίδιους λόγους έχει βαθύνει τις σχέσεις εξάρτησης και με τον γαλλικό ιμπεριαλισμό.
Να σημειώσουμε εδώ πως η Ιταλία με τη συμφωνία αυτή θέλει να αναβαθμίσει το ρόλο της εντός της ΕΕ και κυρίως να δηλώσει «παρούσα» στον έντονο ανταγωνισμό που εξελίσσεται στην περιοχή (ενεργειακά, Λιβύη) στέλνοντας ένα μήνυμα και προς την Τουρκία. Διότι, χωρίς να θέλει να περιορίσει τους ανοιχτούς διαύλους που έχει με την Άγκυρα, έχει τελευταία προσεγγίσει την, γνωστή για την αντιπαλότητά της στην ερντογανική Τουρκία, Αίγυπτο του στρατηγού Αλ Σίσι.
Όσον αφορά τη συμφωνία, η ελληνική άρχουσα τάξη -και τα κόμματά της, από τη ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ έως το ΚΙΝΑΛ- από τη μια θεωρεί ότι η λογική της «μέσης γραμμής» και της επήρειας των νησιών σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ δημιουργεί γι’ αυτήν θετικά προηγούμενα στην εξελισσόμενη ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Από την άλλη, η άρχουσα τάξη της χώρας, προσπερνώντας γρήγορα τις φανερές ή κρυφές υποχωρήσεις που έγιναν έναντι των ιταλικών απαιτήσεων (δικαιώματα Ιταλών αλιέων, 12 μίλια), προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τη «δημιουργική εφαρμογή» της «μέσης γραμμής» και κυρίως την αναγνώριση μειωμένης –και όχι πλήρους- επήρειας σε ελληνικά νησιά όπως τα Διαπόντια (70%) και οι Στροφάδες (32%) σαν «οδηγό» για το «αύριο». Έτσι, από μεγάλο τμήμα του πολιτικού προσωπικού της αστικής τάξης –πλην Κοτζιά- θεωρήθηκαν ειδικά αυτά τα τελευταία ως θετικό στοιχείο επίδειξης πνεύματος ευελιξίας και προσαρμοστικότητας. Πράγμα που θεωρείται ότι μπορεί να χρησιμεύσει στην ελληνική αστική τάξη τόσο ως προς τα επόμενα δύσκολα βήματά της στο πεδίο των ΑΟΖ με Αλβανία και κυρίως με Αίγυπτο. Αλλά και να ανοίξει κάποιον δίαυλο επικοινωνίας με την Τουρκία, όπως φάνηκε και από τη διφορούμενη τοποθέτηση Τσαβούσογλου.
Θυμίζουμε ότι την προηγούμενη συμφωνία οριοθέτησης των ΑΟΖ Ελλάδας –Αλβανίας την ακύρωσε το συνταγματικό δικαστήριο της γειτονικής χώρας ένα χρόνο μετά τη σύναψή της, το 2010, με παρέμβαση –όπως παραδέχτηκε την περασμένη εβδομάδα ο πρώην ναύαρχος και εμπευστής της «Γαλάζιας Πατρίδας» Γιαϊτσί- της Τουρκίας. Η προσπάθεια μιας νέας συμφωνίας, αν έχει σήμερα ένα επιπλέον ατού –που όμως δεν προδικάζει τίποτε για το παραπέρα-, είναι αυτό της πίεσης που μπορεί να ασκεί η Αθήνα στα Τίρανα όσον αφορά την πορεία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας στην ΕΕ. Ενδεικτική από αυτή την άποψη είναι η σχετική διαφορά «κλίματος» στην τοποθέτηση του πρωθυπουργού Έντι Ράμα στο φετινό Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, που πρωτοστάτησε ως αρχηγός αντιπολίτευσης στην ακύρωση της συμφωνίας πριν από ακριβώς δέκα χρόνια.
Όσον αφορά την Αίγυπτο, όπου μια συμφωνία μαζί της θα αμφισβητούσε άμεσα και έμπρακτα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, το τουρκολιβυκό σύμφωνο, τα πράγματα είναι ακόμη δυσκολότερα. Δεν είναι μόνο ότι η Τουρκία δελεάζει ακόμα και τώρα την Αίγυπτο με μια οριοθέτηση που της δίνει πολύ παραπάνω «χώρο». Η Αίγυπτος έχει αρκετά ζητήματα εκκρεμή, ενώ δέχεται ισχυρή πίεση από την αλλαγή των συσχετισμών στη Λιβύη, που ευνοούν για την ώρα την Τουρκία. Θα επιλέξει έναν αντιπερισπασμό προς την Άγκυρα, διακινδυνεύοντας να εμπλακεί στην ελληνοτουρκική κόντρα; Ενώ επιπλέον θεωρεί γενικά την ελληνική εκδοχή και ειδικά την επήρεια που αυτή δίνει στο Καστελόριζο μαξιμαλιστική και εξωπραγματική. Γι’ αυτό και πιθανολογείται ότι ο Δένδιας κατά την επίσκεψή του στο Κάιρο έθεσε το ζήτημα ακόμα και μιας μερικής οριοθέτησης των ΑΟΖ με την Αίγυπτο, δηλαδή μιας οριοθέτησης που δεν θα περιλαμβάνει το Καστελόριζο, γεγονός που ίσως διευκολύνει τη διαπραγμάτευση αλλά που δεν θα αναιρέσει τη συνολική δυσκολία της.
Στον ίδιο καμβά, της δημιουργίας όσο το δυνατόν περισσότερων όρων διπλωματικής πίεσης προς την τούρκικη αστική τάξη με τελικό στόχο να την αποτρέψει από τη διακηρυγμένη πρόθεσή της να κάνει τις εν λόγω γεωτρήσεις, εντάσσεται και η επίσκεψη Μητσοτάκη – Δένδια- Παναγιωτόπουλου στο Ισραήλ, που έχει στα υπόψη της και το πύκνωμα δηλώσεων και κινήσεων επαναπροσέγγισης Τουρκίας – Ισραήλ. Γι’ αυτό η ελληνική πλευρά, θέλοντας και μη, αρκέστηκε στις γενικές διατυπώσεις της κοινής ανακοίνωσης που δείχνουν αλλά δεν κατονομάζουν την Τουρκία.
Το πολύγωνο Ελλάδα - δυτικοί ιμπεριαλιστές - Τουρκία
Σοβαρότερα ζητήματα και ερωτηματικά όσον αφορά την αποτροπή των επικείμενων γεωτρήσεων έχει η άρχουσα τάξη της χώρας όσον αφορά τους δυτικούς προστάτες της. Οι φραστικές καταδίκες δεν αναιρούν την ουσιαστική ουδετερότητα που κρατούν η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες, και η οποία προκαλεί στον αστικό κόσμο της χώρας -που είναι εθισμένος να στηρίζεται σε ξένες πλάτες- έντονη ανησυχία και ανασφάλεια.
Έκδηλη είναι η αγωνία και για τις ασυνέχειες που έχει η επικοινωνία με τον αμερικανικό παράγοντα, που μπορεί να χρεώνονται στον Τραμπ, όμως εν τέλει έχουν τις ρίζες τους στο διχασμό του αμερικανικού κατεστημένου και τις πολύπλοκες διευθετήσεις στις οποίες καλείται η Ουάσιγκτον να προβεί στην περιοχή. Το παζλ συμπληρώνει η εμφανής αδυναμία της ΕΕ να χαράξει μια γραμμή έναντι της Τουρκίας, ενώ το μεταναστευτικό-προσφυγικό έχει μετατραπεί σε εργαλείο μόνιμου εκβιασμού της από την Άγκυρα. Αν η ΕΕ έχει να συγκεράσει τις διαφορετικές προτεραιότητες των ιμπεριαλιστικών χωρών που κυριαρχούν σ’ αυτήν, εξίσου ερωτηματικό –από τα μέχρι τώρα δείγματα- αποτελεί και το αν ο γαλλικός ιμπεριαλισμός θα θελήσει να χρησιμοποιήσει με πιο καθαρό τρόπο την ελληνοτουρκική αντίθεση για να περιορίσει το εκνευριστικό για το Παρίσι άπλωμα της Άγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο και ειδικότερα στη Βόρεια Αφρική.
Γι’ αυτό, τόσο οι υποστηρικτές του «ρεαλισμού» (προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο) όσο και οι θιασώτες της σκληρής γραμμής («η Ελλάδα θα δείξει τα δόντια της») συνεχίζουν να παραδέχονται ότι τα αδιέξοδα της αστικής «μας» τάξης παραμένουν στο ακέραιο. Ομολογούν έτσι ότι είναι αδιέξοδα σύμφυτα με το καθεστώς της εξάρτησης που κουβαλάει η χώρα από ιδρύσεώς της, τα οποία «λύνονται» ή περιπλέκονται ανάλογα με τις βουλές των μεγάλων αφεντικών και όχι μέσα από «τακτικές» κινήσεις των υποτακτικών.
Ερωτηματικά, δυσκολίες και κίνδυνοι
Ενόσω λοιπόν προχωρούν οι εξελίξεις, πληθαίνουν τα ερωτηματικά για την ελληνική άρχουσα τάξη, τόσο για το ποια θα είναι ή ποια μπορεί να είναι η αντιμετώπιση των γεωτρήσεων όσο και για το είδος των ανταλλαγμάτων που θα ζητηθούν από την πλευρά της Τουρκίας για να αποδεχθεί μια αναβολή των ανακοινωμένων γεωτρήσεων.
Φυσικά, αναφερόμενοι στους ιμπεριαλιστές, οφείλουμε να ξεδιαλύνουμε μέσα στα άλλα δύο βασικά ζητήματα για να έχουμε ένα μέτρο της πολυπλοκότητας και της δυναμικής των εξελίξεων.
Το πρώτο αφορά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, πέρα από το ότι χρησιμοποιούν κατά το δοκούν είτε παλιότερα τις καθ’ υπόδειξη «ελληνοτουρκικές φιλίες» των αστών εκατέρωθεν του Αιγαίου είτε τώρα τις αντιπαραθέσεις τους για να επαυξήσουν τον ρόλο του επικυρίαρχου, τόσο γενικά όσο και ειδικά σ΄ αυτήν τη φάση δεν θέλουν να «καεί» κανένας από τους περίφημους δύο πυλώνες της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Στη σημερινή περίοδο μάλιστα που το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχει ενταχθεί –όπως καθαρά δήλωσε ο Πάιατ- με έναν καθοριστικό τρόπο στη στρατηγική αντιμετώπιση της Ρωσίας.
Το δεύτερο αφορά το γεγονός ότι η θέληση των ΗΠΑ για στοίχιση Ελλάδας- Τουρκίας έναντι της Ρωσίας σε συνθήκες σαν τις σημερινές, με ισχυρά τα στοιχεία ανταγωνισμού και ρευστότητας που περιγράφηκαν στην αρχή του άρθρου, δεν αρκεί για να απομακρύνει τον κίνδυνο ενός θερμού επεισοδίου. Οι ισορροπίες ισχύος έχουν διαταραχθεί για τα καλά στην περιοχή, ενώ οι προσπάθειες των ΗΠΑ για επανακατάκτηση του ελέγχου της και περιορισμού/εξοβελισμού της ρωσικής επιρροής συναντούν σημαντικά προβλήματα και αντιφάσεις. Μάλιστα το ιδιαίτερο κεφάλαιο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων και της τακτικής σφήνας που έχει βάλει η Ρωσία σ’ αυτές έχει τη δική του δυναμική και απαιτήσεις που περιπλέκει τη διαμόρφωση ενός πλαισίου συνεννόησης των δύο αλλά και των κινήσεων των ΗΠΑ. Επιπλέον, οι προσπάθειες των δύο πλευρών να ανταποκριθούν στις ευκαιρίες για επέκταση της ισχύος τους αλλά και να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους απώλειας κυριαρχίας αυξάνει τον κίνδυνο ενός θερμού επεισοδίου και γενικότερα προσθέτει κι άλλο εύφλεκτο υλικό σε μια ιστορικά ανταγωνιστική σχέση/αντίθεση.
Τους επόμενους μήνες, πιθανά με ορίζοντα τον Σεπτέμβρη, αν όχι πιο πριν, θα αναδεικνύεται όλο και πιο έντονα και πιο δραματικά η έλλειψη που υπάρχει για την αντιμετώπιση αυτής της επικίνδυνης τροπής που παίρνουν οι εξελίξεις: η οικοδόμηση από την πλευρά των ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαών της περιοχής ενός κινήματος που θα φράξει το δρόμο στον κίνδυνο του πολέμου, ενός κινήματος που θα βάλει στο στόχαστρό του τους ιμπεριαλιστές και τις εξαρτημένες αστικές τάξεις της περιοχής.