Οι Θέσεις σωστά θέτουν το ζήτημα της κρίσης με τους κινδύνους που αυτή επιφυλάσσει για τους λαούς και την εργατική τάξη παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, πως η μοναδική διέξοδος για το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό από την κρίση δεν είναι άλλη από “τη βι?αιη αναμε?τρηση μεταξυ? των ιμπεριαλιστικω?ν δυνα?μεων, με?σα απο? νε?ους οδυνηρου?ς κυ?κλους αι?ματος, βι?ας και πολεμικω?ν αναμετρη?σεων”, προχωρώντας στη διατύπωση και της θέσης περί κινδύνου γενικευμένου πολέμου. Εάν αυτό συνδυαστεί με παλαιότερες θέσεις μας αναφορικά με το ότι η ιμπεριαλιστική παρέμβαση έχει διαμορφώσει ένα άκρως επικίνδυνο πλαίσιο στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή, με την ανάδειξη των πιο τυχοδιωκτικών πολιτικών ηγεσιών σε μια σειρά από κράτη και με τις εξελίξεις σε μια σειρά από χώρες (Ουκρανία, Συρία κ.τ.λ.), τίθενται μια σειρά ζητήματα και καθήκοντα όχι μόνο για το ΚΚΕ(μ-λ) ή για το κίνημα στη χώρα μας αλλά για το κίνημα της ευρύτερης περιοχής. Ζητήματα και καθήκοντα στα οποία οφείλει η συνδιάσκεψη να πάρει θέση και από την επόμενη μέρα να τεθούν επί τάπητος και σε ευρύτερες δυνάμεις, εντός κι εκτός Ελλάδας.
Στις Θέσεις υπάρχουν γενικά σωστές θέσεις τόσο για τον πόλεμο όσο και για το ζήτημα της “πατρίδας”. Παρ” όλα αυτά γίνεται ένα μεγάλο λάθος. Το γεγονός πως οι θέσεις αυτές δεν συνδυάζονται και μπορούν να οδηγήσουν σε λαθεμένα συμπεράσματα, που μπορεί να μετασχηματιστούν σε τραγικές τοποθετήσεις/θέσεις όχι μόνο για εμάς αλλά και για το λαό της Ελλάδας. Το βασικό ερώτημα είναι το εξής: στην περίπτωση αδυναμίας ανατροπής ενός διακρατικού πολέμου, πιθανότητα που βάσει της σημερινής κατάστασης του κινήματος δεν μπορεί να αποκλειστεί, παλεύεις για την “εθνική κυριαρχία” (θέση 18, σ. 65-66) ή παλεύεις με μια φιλειρηνική-αντιμιλιταριστική τακτική, σε επίπεδο προπαγάνδας, προκειμένου να αποτρέψεις τον πόλεμο και να υπονομεύσεις τις φιλοπολεμικές προθέσεις των αστών και την εξουσία τους εν γένει; Κι εφόσον τελικά αυτός ο πόλεμος ξεσπάσει, θέτεις ως στρατηγικό στόχο τη μετατροπή του πολέμου από εθνικό σε ταξικό, συνεχίζοντας να παλεύεις για (διακρατική) ειρήνη, βάζοντας τέλος στον πόλεμο άνευ προσαρτήσεων και όρων; Ισχυρίζομαι το δεύτερο, ακόμη κι αν το ελληνικό κράτος δέχεται την επίθεση, γιατί πρόκειται για ένα άδικο πόλεμο, με τη λενινιστική έννοια, υποκινούμενο είτε από τον ιμπεριαλισμό είτε από τις αστικές τάξεις είτε κι από τους δυο, για τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά μαζί με αυτό τον ισχυρισμό μπαίνει κι ένας δεύτερος, ότι αυτό οφείλει να πράξει και το επαναστατικό κίνημα του άλλου εμπλεκόμενου κράτους, χωρίς βέβαια αυτό να αποτελεί προϋπόθεση για τη δική μας στάση.
Προκειμένου να μην γίνουν παρανοήσεις, πρέπει να ξεκαθαριστεί πως μιλάμε για πόλεμο μεταξύ της Ελλάδας κι ενός μη-ιμπεριαλιστικού κράτους, όπως αυτά τα οποία μας περιτριγυρίζουν χωρικά. Όπως ορθά διατυπώθηκε από τον Κλαούζεβιτς και χρησιμοποιήθηκε έπειτα και από επαναστάτες παγκοσμίως, ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα κι εμείς οφείλουμε να αντιστρατευόμαστε -με στόχο την ανατροπή- στις πολιτικές του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, με όποια μορφή κι αν αυτές εμφανίζονται, ασχέτως ποια αστική τάξη βρίσκεται σε φάση άμυνας και ποια σε φάση επίθεσης. Διότι ιδίως το τελευταίο δεν είναι κάτι το σταθερό αλλά το μεταβαλλόμενο, με πιο τραγικό παράδειγμα την Κύπρο του 1974, όπου η επίθεση της ελληνικής αστικής τάξης (όπως αυτή εκφραζόταν από τη Χούντα) με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου μετατράπηκε όχι σε άμυνα αλλά σε άτακτη φυγή, κάτι που οδήγησε και στην πτώση της Χούντας, και η υποτιθέμενη άμυνα της τουρκικής αστικής τάξης οδήγησε στην κατοχή του 40% της Κύπρου μέχρι σήμερα.
Επίσης θα πρέπει όταν διαβάζουμε την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος σε σχέση μ” αυτά τα ζητήματα, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών. Δεν γίνεται να επιστρατεύεται ο Ζαχαριάδης και το γράμμα του (ποιο από τα τρία άραγε;) χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ότι η Ελλάδα σήμερα δεν δέχεται εισβολή από κάποια φασιστική-ιμπεριαλιστική δύναμη όπως η Ιταλία, ο μεγάλος πατριωτικός πόλεμος του Στάλιν χωρίς η Ελλάδα να αποτελεί κάποιο σοσιαλιστικό κράτος (ούτε και να αποτελεί προϊόν εισβολής και πάλι) κ.ο.κ. Εκτός βέβαια εάν κάποιος θεωρεί -και υπάρχουν αρκετοί-πως η Ελλάδα αποτελεί κάποιου τύπου (νεο)αποικία, βρίσκεται υπό κατοχή κ.τ.λ., θέσεις που με βάση τις μέχρι τώρα τοποθετήσεις μας όχι μόνο δεν μας βρίσκουν σύμφωνους αλλά οφείλουν να μας βρίσκουν κάθετα αντίθετους.
Το ζήτημα της εξάρτησης αποτελεί μια δυναμική σχέση μεταξύ διαφορετικών ιμπεριαλιστικών κέντρων και των διαφόρων τμημάτων της ελληνικής αστικής τάξης και των αστικών τάξεων της περιοχής, μια σχέση που σε πολύ μεγάλο βαθμό καθορίζει και τους όρους διεξαγωγής και εξέλιξης των όποιων περιφερειακών πολέμων. Η πάλη ενάντια στον πόλεμο αποτελεί πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εξάρτηση και αντίστροφα. Υπό το πρίσμα της κρίσης, η ελληνοκυπριακή και η ελληνική αστική τάξη είδαν με καλό μάτι την αμερικανικής, πιθανόν, εμπνεύσεως, σαφώς όμως εγκρίσεως, συμμαχία με το Ισραήλ. Μια συμμαχία που αφορά τόσο στρατιωτική συμμαχία αλλά στην περίπτωση της Κύπρου και οικονομικής φύσεως (ζήτημα φυσικού αερίου). Θεωρήθηκε, τουλάχιστον στην περίπτωση της κυπριακής αστικής τάξης, ότι αυτό θα διασφαλίσει τα όποια συμφέροντά της έναντι της Τουρκίας, μιας χώρας που για μια σειρά λόγους βρίσκεται μάλλον σε τροχιά σύγκρουσης με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, σε αντίθεση με τον τοποτηρητή των ΗΠΑ που λέγεται Ισραήλ, ο οποίος παραμένει σταθερή αξία. Τυχοδιωκτισμός ολκής που δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός πως ο ιμπεριαλισμός δεν υπερασπίζεται τα συμφέροντα των “συμμάχων” του, εάν δεν θεωρήσει πως η μη υπεράσπισή τους θα του στοιχίσει στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα.
Ένα άλλο ζήτημα που θέλω να θίξω αφορά τα ζητήματα της τάξης και της πατρίδας, συγκεκριμένα το γεγονός πως δεν είναι ούτε ταυτόσημα ούτε ισοδύναμα ούτε και βρίσκονται σε καμιά διαλεκτική σύνδεση, όπως ορισμένοι ισχυρίζονται. Ας μην ξεχνάμε πως οι Μπολσεβίκοι θυσίασαν τη δεύτερη για χάρη της πρώτης με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, όχι επειδή το ήθελαν ή επειδή δεν τους ενδιέφερε η εδαφική ακεραιότητα της Ρωσίας, αλλά προφανώς επειδή το εάν χαθεί η επανάσταση θα χαθεί και η όποια πατρίδα κι αυτό έχει σημασία για το προλεταριάτο και για την εργατική τάξη. Προφανώς αυτό δεν γράφεται για να ισχυριστώ ότι δεν έχει σημασία η εδαφική ακεραιότητα αλλά για να τονιστεί ότι πρόκειται για ζητήματα που κάθε φορά κρίνονται ξεχωριστά με βάση την υπάρχουσα συγκυρία και πάντα με γνώμονα την υπεράσπιση των προλεταριακών και εργατικών συμφερόντων.
Ο δεύτερος ισχυρισμός θέτει σε πρώτη γραμμή την ανάγκη ανάπτυξης σχέσεων και δεσμών με τα επαναστατικά κινήματα της περιοχής, στη βάση των αρχών του προλεταριακού διεθνισμού. Κινήματα με τα οποία οφείλουμε να συζητήσουμε ακριβώς αυτό το ζήτημα του ενδεχόμενου πολέμου στην περιοχή μας. Προφανώς με στόχο την ανάπτυξη ενός αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος που θα αποτρέψει έναν τέτοιο πόλεμο, αφετέρου όμως και το τι κάνουμε εφόσον ο πόλεμος δεν μπορεί να αποτραπεί. Αυτά είναι ζητήματα που έπρεπε να είχαν αντιμετωπιστεί ήδη, ιδίως εφόσον σωστά διαβλέψαμε το χαρακτήρα της κρίσης εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα. Παρ” όλα αυτά, δεν τα κινούμε ενεργητικά ούτε τώρα. Αντιθέτως, έχουμε υποβαθμίσει τον ούτως ή άλλως υποβαθμισμένο τομέα της διεθνούς δουλειάς, ο οποίος αντιμετωπίζεται σαν πολυτέλεια.
Πέραν του γεγονότος ότι ο προλεταριακός διεθνισμός αποτελεί συστατικό στοιχείο για μια κομμουνιστική οργάνωση, οι σημερινές συνθήκες επιβάλλουν την αναβάθμιση των διεθνών σχέσεων σε μια ουσιαστική βάση που θα έχει και πρακτικές απολήξεις. Όπου θα συζητούνται τα φλέγοντα ζητήματα, θα λαμβάνονται αποφάσεις και θα επιχειρούνται στο κάθε κράτος ξεχωριστά, αλλά και σε συνεργασία, κινήσεις για συγκρότηση αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού μετώπου, αναδεικνύοντας κάθε φορά τις αιχμές που -δυστυχώς- προέρχονται από τις κινήσεις του αντιπάλου, μέχρι τη στιγμή που αυτό το μέτωπο θα πάρει ουσιαστικά υλικά χαρακτηριστικά και θα μπορεί να καθορίζει αυτό την ατζέντα. Δεν μιλάμε εδώ για ένα όργανο, ούτως ή άλλως οι συνθήκες στην κάθε χώρα διαφέρουν, ή ακόμη κι από περιοχή σε περιοχή. Αλλιώς καθορίζονται τα καθήκοντα σε περιοχές με βάσεις (λ.χ., Χανιά, Σούδα) κι αλλιώς στην υπόλοιπη χώρα, γιατί υπάρχει άλλο επίπεδο συνείδησης αλλά και ιστορικό αγώνων. Δεν μπορούμε όποτε οι εξελίξεις γίνονται εκρηκτικές στην περιοχή να γράφουμε για αντιιμπεριαλιστικά μέτωπα των λαών της περιοχής και να τα βάζουμε στο συρτάρι μέχρι το επόμενο επεισόδιο. Ούτε γίνεται να χρησιμοποιείται ως άλλοθι ή ως δικαιολογία πως κάνουμε ό,τι μπορούμε σχετικά με το θέμα στη χώρα μας, κι αυτό ναι είναι αρκετό. Δεν είναι, ποτέ δεν ήταν, ποτέ δεν θα είναι. Οφείλουμε σε συνεργασία με τους λαούς της περιοχής να τεθούμε στην πρώτη γραμμή κατά του πολέμου και των πάσης φύσεως σοβινισμών, εθνικισμών και αλυτρωτισμών, και υπέρ της ειρήνης στην περιοχή μας. Να αναδείξουμε τόσο τον τυχοδιωκτισμό της κάθε αστικής τάξης ξεχωριστά όσο και της τροφοδότησης τέτοιων τάσεων από τον ιμπεριαλισμό, προκειμένου να βρίσκει χρήσιμους και πρόθυμους ηλιθίους ως πιόνια, που δεν το έχει σε τίποτα να τα θυσιάσει προκειμένου να κερδίσει την παρτίδα. Η υπονόμευση της αστικής μας τάξης δεν αποτελεί μονάχα ένα ‘αντικαπιταλιστικό’ αλλά κι ένα ‘αντιιμπεριαλιστικό’ καθήκον. Επιπλέον, οφείλουμε να αποκαλύπτουμε και να καταγγέλλουμε τυχόν σοσιαλπατριωτικές τάσεις και απόψεις στο κίνημα της χώρας μας, διότι σε αυτή τη συγκυρία δεν μιλάμε απλώς για κάποια λαθεμένη θέση αλλά για μια εγκληματική θέση. Από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη μέχρι τη Μέση Ανατολή, η διεθνιστική συνεργασία ενάντια σε κάθε λογής σοβινισμούς και εθνικισμούς, πόλεμο, κεφάλαιο και ιμπεριαλισμό αποτελεί πρώτιστο καθήκον μας. Και τα παραπάνω (ζήτημα πολέμου, αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού μετώπου) οφείλουν να συμπεριληφθούν υπό τον τύπο προσθηκών στα αντίστοιχα σημεία των θέσεων, τόσο για μεγαλύτερη σαφήνεια των Θέσεών μας όσο και ως οδηγός για δράση στο αντιιμπεριαλιστικό-αντιπολεμικό κίνημα.
Χρίστος Μάης
Σχολιασμός από την πλευρά το ΚΟ του ΚΚΕ(μ-λ)
Από πού αλήθεια προκύπτει η μεγάλη ανησυχία του συντρόφου ότι από τις γενικά σωστές θέσεις για τον πόλεμο και για το ζήτημα της «πατρίδας» (αλήθεια, γιατί τα εισαγωγικά;), μπορεί να προκύψει μεγάλο λάθος; Ως προς τι αυτοί οι δραματικοί τόνοι ότι οι θέσεις μας μπορεί να μετασχηματιστούν σε τραγικές τοποθετήσεις;
Ας διευκρινίσουμε ότι τα σημεία των θέσεων που βρίσκει γενικά σωστές ο σύντροφος αφορούν αυτά που και ο ίδιος επισημαίνει και όχι για τον χαρακτήρα ενός ενδεχόμενου πολέμου Ελλάδας – Τουρκίας. Μέσα στα σημεία των θέσεων που αναφερόμαστε δεν ανοίγουμε το ζήτημα του χαρακτήρα των αντιθέσεων των μεγαλοαστικών τάξεων Ελλάδας – Τουρκίας, ούτε τη στάση που πρέπει να έχει το κίνημα μπροστά στον κίνδυνο ενός τοπικού πολέμου και όταν αυτός ξεσπάσει. Και δεν το κάναμε, διότι τα ζητήματα αυτά (πολύ σοβαρά, είναι αλήθεια), που σχετίζονται και με την τρέχουσα κατάσταση στη χώρα και στην περιοχή, τα συμπεριλαμβάνουμε στο τελευταίο εισαγωγικό κείμενο για τη διεθνή και εσωτερική κατάσταση που θα συζητηθεί και θα εγκριθεί στο ΚΟ στις 29-30 Νοεμβρίου.
Επί της ουσίας λοιπόν, ούτε οι θέσεις που έχουν διατυπωθεί ούτε οι μέχρι τώρα συζητήσεις του ΚΟ δείχνουν ότι το ΚΚΕ(μ-λ) σκοπεύει να αλλάξει τις βασικές εκτιμήσεις και κατευθύνσεις που έχει υιοθετήσει από τον Μάρτη του 1987 όσον αφορά τον τοπικό πόλεμο, όταν με αφορμή τις τότε έρευνες των Τούρκων στην υφαλοκρηπίδα άναψε ξανά ο «ελληνοτουρκικός» καβγάς με το πατρονάρισμα των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών.
Άλλωστε, με αυτές τις βασικές εκτιμήσεις πορευτήκαμε όλες τις δεκαετίες μετά και οριοθετηθήκαμε τόσο απέναντι στις τροτσκίζουσες υπεραπλουστεύσεις όσο και στις τότε μονόπλευρες «εθνικοπατριωτικές» ανησυχίες του ΚΚΕ και όχι μόνο, όσον αφορά την επιθετική πολιτική της Άγκυρας και την ανάγκη της Ελλάδας να αμυνθεί απέναντι στον επεκτατισμό.
Ας σταθμίσουμε λοιπόν ξανά τα σημερινά δεδομένα και, εάν χρειαστεί, ας συμπληρώσουμε τις κατευθύνσεις μας. Ας αφήσουμε λοιπόν σε δεύτερο πλάνο τις επιλεκτικές αναφορές πότε στον Λένιν και πότε στον Ζαχαριάδη και ας ακολουθήσουμε τη σωστή κατεύθυνση να κάνουμε συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.
Για τη διευκόλυνση της συζήτησης, με ευθύνη του ΚΟ θα ανέβει στο site το εσωτερικό τότε κείμενο του 1987 για τον πόλεμο.
Απάντηση από τον σ. Χρίστο Μάη:
Σύντροφοι, επειδή υπήρξαν παρανοήσεις σε σχέση με το κείμενό μου, διευκρινίζω τα εξής:
1. Η μεγάλη μου ανησυχία προφανώς προκύπτει από τη στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής αριστεράς. Όταν βλέπεις εκδηλώσεις όπου συνυπάρχουν λ.χ. μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ., όταν έχουν προηγηθεί μορφώματα όπως η Σπίθα και το Ε.ΠΑ.Μ. με συμμετοχή κόσμου της αριστεράς, όταν γίνεται ακριβώς από την αριστερά η επιλεκτική χρήση του Λένιν, του Ζαχαριάδη, κ.ά. προκειμένου να προαχθούν εθνικο-πατριωτικές θέσεις, δεν μπορείς παρά να ανησυχείς, εκτός εάν θεωρείς πως αυτά είναι αμελητέα και δεν σε αφορούν ή δεν επηρεάζουν τον κόσμο (της αριστεράς).
2. Το πατρίδα σε εισαγωγικά υπάρχει και στο κείμενο των Θέσεων. Πολύ απλά αντιλαμβάνομαι ως δόκιμη την χρήση των εισαγωγικών σε όρους οι οποίοι είναι τουλάχιστον αμφίσημοι, και ως προς τον όρο αυτό, η αμφισημία του αναγνωρίζεται και από τις Θέσεις, κάτι που ασπάζομαι κι εγώ.
Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.?
3. Οι Θέσεις βάζουν γενικά το ζήτημα του πολέμου και γενικά το καθήκον των κομμουνιστών στην υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας. Με βάση τις θέσεις της υπόλοιπης αριστεράς και με βάση το γεγονός πως και σε αυτό το θέμα πάμε κόντρα στο ρεύμα, οφείλουμε να έχουμε όσο το δυνατό πιο ξεκάθαρη διατύπωση στα γραπτά μας. Από τη στιγμή που δεν διευκρινίζεται, ο καθένας μπορεί να υποθέσει πως σε περίπτωση “άμυνας’, καθήκον των κομμουνιστών είναι να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, αφού η τελευταία αναφέρεται στις θέσεις όπως και ο κίνδυνος πολέμου. Κι αυτό παρότι δεν είναι θέση μας. Και αυτό δεν σχετίζεται μόνο με έναν πιθανό ελληνο-τουρκικό πόλεμο, όπως αναφέρεται απαντητικά αλλά είναι πιο γενικό ζήτημα και ως τέτοιο το έθεσα.
4. Δεν ισχυρίστηκα πουθενά πως αλλάξαμε θέσεις, απλά ότι το γεγονός πως δεν διευκρινίζονται ορισμένα πράγματα μπορούν να οδηγήσουν τρίτους, που δεν έχουν την δυνατότητα να έρχονται σε συχνή επαφή μαζί μας ή που δεν έχουν υπόψην του όλες μας τις θέσεις μέχρι σήμερα, να βγάλουν λαθεμένα συμπεράσματα. Διότι
?δεν έχει σημασία τι εννοείς εσύ, αλλά τι αντιλαμβάνεται ή μπορεί να αντιληφθεί ο άλλος από τον τρόπο που το διατυπώνεις, κάτι που έχουμε επισημάνει και στην κριτική μας προς άλλες δυνάμεις, σε σχέση με το τι γράφουν και τι εννοούν?.
?συντροφικά,
Χρίστος Μάης?