Οι εκλογές τέλειωσαν, δίνοντας το προκαθορισμένο και αναμενόμενο αποτέλεσμά τους. Προκαθορισμένο από την άποψη ότι όποιο κόμμα κι αν εκλεγόταν θα εφάρμοζε την ίδια αντιδραστική, αντιλαϊκή πολιτική. Αυτή που είχαν ήδη αποφασίσει τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της Ουάσινγκτον και των Βρυξελλών. Αυτή που απαιτούσε και επέβαλλε το μεγάλο κεφάλαιο, ντόπιο και ξένο. Αυτή που είχε δρομολογηθεί εδώ και χρόνια και εφαρμοζόταν ήδη από τις κυβερνήσεις τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ. Αυτή που πλασαρόταν, «εκλαϊκευόταν» με καθημερινή καταιγιστική προπαγάνδα από τους βαρόνους των ΜΜΕ.
Αυτή την αντιδραστική αντιλαϊκή πολιτική αναλαμβάνει πλέον να προωθήσει η κυβέρνηση της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κ. Καραμανλή. Αυτόν που αναμενόταν και να κερδίσει. Η ΝΔ κατόρθωσε να εισπράξει τη φθορά του ΠΑΣΟΚ και το κύριο μέρος της δυσαρέσκειας, της οργής και της αγανάκτησης των λαϊκών μαζών. Καθοριστικό ρόλο σ” αυτό έπαιξε το γεγονός της αδυναμίας του κινήματος να προβάλει με πειστικό και αποφασιστικό τρόπο μια άλλη διέξοδο για το λαό. Λιγότερη σημασία (και αφορά περισσότερο το εύρος της νίκης της ΝΔ παρά τη νίκη καθεαυτή) είχε η -επιτυχής όπως αποδείχτηκε- επιλογή του Κ. Καραμανλή να προβάλει ένα «ήπιο» πρόσωπο.
Είχαμε διατυπώσει προεκλογικά και ξαναθέτουμε ένα ερώτημα. Το ΠΑΣΟΚ «ήθελε» να κερδίσει; Η αυτονόητη ωστόσο απάντηση (πως ασφαλώς και ήθελε) μπαίνει υπό αίρεση αν δούμε ορισμένες κινήσεις. Πρώτον, την καθαίρεση -ουσιαστικά- του Κ. Σημίτη και την ανάδειξη του Γ. Παπανδρέου στην ηγεσία. Πέραν όλων των άλλων, την «απάρνηση» ουσιαστικά των όποιων πεπραγμένων του ΠΑΣΟΚ στα προηγούμενα 8-10 χρόνια, πράγμα που φάνηκε και στο είδος της προεκλογικής προπαγάνδας και αντιπαράθεσης που προκρίθηκε: Την υπόθεση Πάχτα. Την «πρόσληψη» των Ανδριανόπουλου, Μάνου. Τις διακηρύξεις του Γ. Παπανδρέου για «ανανέωση»-εκκαθάριση του ΠΑΣΟΚ από τα ιστορικά του στελέχη. Ολα αυτά σημαίνουν ότι κύριος στόχος του Γ. Παπανδρέου (και βασικά αυτών που τον προωθούν) ήταν η παραπέρα μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ στην προοπτική αναμόρφωσης συνολικά του πολιτικού σκηνικού στη χώρα μας.
Είναι γεγονός ότι το μπαλόνι που ανύψωσαν προεκλογικά με τη βοήθεια των ΜΜΕ ξεφούσκωσε σχετικά σύντομα και άδοξα. Ταυτόχρονα το εύρος της νίκης της ΝΔ ισχυροποιεί αρκετά τον Κ. Καραμανλή. Ολα αυτά όμως είναι σχετικά. Νομίζουμε πως το βασικό είναι η πορεία των σχέσεων-αντιθέσεων ΗΠΑ-ευρωπαίων ιμπεριαλιστών και το πώς αυτή θα «μεταφερθεί»-εκφραστεί στη χώρα μας. Το ανησυχητικό εδώ είναι η πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν σαν μοχλοί αναμόρφωσης ζητήματα σαν το Κυπριακό, το Αιγαίο, ακόμη και η επικείμενη Ολυμπιάδα. Ηδη το πρώτο που δήλωσε ο Γ. Παπανδρέου ήταν η πρόθεσή του να «συμβάλει» στην «επίλυση» του Κυπριακού. Και εδώ είναι που αρχίζουν να μας ζώνουν τα φίδια.
Ηδη μέσα από πιέσεις και εκβιασμούς προωθείται η «επίλυση» του Κυπριακού βάσει αμερικανονατοϊκών προδιαγραφών και στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός κράτους-προτεκτοράτου. Ενα «κράτος» που τους όρους συγκρότησης και λειτουργίας του θα τους αποφασίσει τελικά ο Ανάν (και φυσικά με βάση τις υποδείξεις των ΗΠΑ). Μια «δημοκρατία» όπου την αρμοδιότητα της αρμοδιότητας θα την έχουν για κάθε σοβαρό ζήτημα «τρεις δικαστές» ξένης εθνικότητας. Από κει και πέρα, το μοντέλο «λύσης» του Κυπριακού θα αποτελέσει οδηγό-μοχλό πίεσης και για ανάλογες ρυθμίσεις στο πρόβλημα του Αιγαίου.
Μπροστά μας βρίσκεται και η πραγματοποίηση της Ολυμπιάδας, «τιμή και δόξα του έθνους». Τώρα αυτά περί ολυμπιακών ιδεωδών τα αφήνουμε στην άκρη γιατί κανείς δεν τα πιστεύει. Τα πραγματικά γεγονότα είναι: Η παραπέρα καταστροφή του λεκανοπεδίου. Η ενίσχυση της τάσης μετοίκησης του κόσμου στην Αττική, η παραπέρα ανατροπή-διαστροφή των αναλογιών ανάμεσα σε κέντρο-περιφέρεια σε τερατώδη επίπεδα. Η διασπάθιση εκατομμυρίων σε ιλιγγιώδη επίπεδα, τα οποία κατέληξαν στις τσέπες ντόπιων και ξένων εργολάβων (αλλά και άλλων «μεσαζόντων») και τα οποία θα κληθεί να πληρώσει ο ελληνικός λαός στο επόμενο διάστημα. Η εισβολή χιλιάδων ξένων πρακτόρων και βασικά Αμερικάνων, η απαλλοτρίωση ουσιαστικά της κυριαρχίας και της αρμοδιότητας του ελληνικού κράτους για τη διεξαγωγή των Αγώνων. Η προώθηση σειράς αντιδημοκρατικών μέτρων τα οποία θα εφαρμοστούν, δοκιμαστούν με πρόσχημα την ασφάλεια των Αγώνων, θα «νομιμοποιηθούν» μέσα απ” αυτή την εφαρμογή και θα.παραμείνουν σαν θώρακας του συστήματος ενάντια στις δίκαιες διεκδικήσεις του λαού και της νεολαίας.
Ταυτόχρονα είναι καθαρό ότι θα συνεχιστεί η πολιτική της επίθεσης ενάντια στον εργαζόμενο λαό σε όλα τα μέτωπα, το χτύπημα των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών του δικαιωμάτων. Ηδη οι προθέσεις και της νέας κυβέρνησης είναι με σαφήνεια εκφρασμένες σε αναφορά με όλα τα κρίσιμα ζητήματα. Στο ζήτημα της προώθησης των νέων -»ελαστικών»- σχέσεων εργασίας, του χτυπήματος του δικαιώματος στη δουλειά, της συνέχισης των απολύσεων. Της προώθησης ρυθμίσεων στο ασφαλιστικό στα μέτρα και σύμφωνα με τις επιθυμίες του κεφαλαίου. Της παροχής περισσότερων προνομίων στο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο, φοροαπαλλαγών και άλλων «κινήτρων» με πρόσχημα την τόνωση της επιχειρηματικότητας. Της συνέχισης της πολιτικής της λιτότητας για το λαό στο όνομα του πληθωρισμού και των «αντοχών» της οικονομίας.
Είναι συνεπώς πολύ καθαρό το τι μας περιμένει, τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε και σε όλα τα πεδία. Αλλο τόσο είναι φανερό το πώς θα πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε. Για το λαό, για τους εργαζόμενους, για τη νεολαία δεν υπάρχει άλλος δρόμος από αυτόν του επίμονου, καθημερινού, ασυμβίβαστου αγώνα.
Της αντίστασης στην επίθεση του συστήματος.
Της αντιπαράθεσης με τις αστικές δυνάμεις είτε αυτές βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε στην «αντιπολίτευση».
Της πάλης για ειρήνη, δουλειά, δημοκρατία.
Των καθημερινών προσπαθειών για την οικοδόμηση του Μετώπου Αντίστασης στην προοπτική της συνολικής ανασυγκρότησης του λαϊκού κινήματος.
Οσον αφορά την ευρύτερη, ας την πούμε έτσι, Αριστερά, δεν μπόρεσε και ούτε ήταν δυνατό να μπορέσει να αποτρέψει -στις εκλογές- μια τέτοια εξέλιξη, να πετύχει ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Ούτε «ενωμένη» ούτε χώρια. Η σχετική φιλολογία σαν μόνο αποτέλεσμα (και στόχο για πολλούς) έχει τον αποπροσανατολισμό για τις πραγματικές αιτίες της κατάστασης και κυρίως σε αναφορά με το ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε από δω και πέρα. Η Αριστερά, για να υπάρξει, πρέπει να αλλάξει. Η Αριστερά όπως είναι σήμερα κουβαλάει τα χαρακτηριστικά της οπισθοχώρησης, της ήττας, της μακροχρόνιας κυριαρχίας των ρεβιζιονιστικών και ρεφορμιστικών αντιλήψεων. Μια πρώτη προϋπόθεση για να προχωρήσει είναι να αποτινάξει όλη αυτή τη σαβούρα. Δεύτερο, η Αριστερά θα «ανοικοδομηθεί» στο «δρόμο». Στα μέτωπα της αντίστασης και της πάλης. Τρίτο, αυτή η διαδικασία δεν θα είναι μόνο μια διαδικασία ενότητας, αλλά και πάλης. Ενότητας και διαχωρισμών. Δεν θα «ενωθούμε» «όλοι». Αυτό είναι μια ακόμη αυταπάτη που σερβίρεται, ένας ακόμα αποπροσανατολισμός. Θα ενωθούμε μέσα στην πάλη και μέσα από την πάλη εκείνοι που θέλουμε να προχωρήσουμε και θα αφήσουμε στο τέλμα τους όσους επιμένουν να βλέπουν τη διέξοδο στη συνεργασία με τις δυνάμεις του συστήματος. Τέλος, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι η μικρή έστω άνοδος των αριστερών κομμάτων, ιδιαίτερα η ενίσχυση των εξωκοινοβουλευτικών σχηματισμών, σηματοδοτεί μια συγκεκριμένη τάση και κυρίως υπογραμμίζει τις δυνατότητες που υπάρχουν αν κινηθούμε αποφασιστικά στη σωστή κατεύθυνση και με σωστό τρόπο.
Το ΚΚΕ(μ-λ) θα ήθελε πρώτα απ” όλα να ευχαριστήσει όσους το τίμησαν με την ψήφο του. Τις φίλες και τους φίλους, τις συναγωνίστριες και τους συναγωνιστές, τις συντρόφισσες και τους συντρόφους, για τις προσπάθειες που κατέβαλαν, τον αγώνα που έδωσαν. Θεωρεί τη σημαντική εκλογική του άνοδο σαν το αποτέλεσμα των δικών τους προσπαθειών, σαν αναγνώριση του αγώνα που δίνει με συνέπεια επί σειρά ετών, της συνολικής του προσφοράς.
Θεωρεί την υποστήριξή τους σαν ενίσχυση της αγωνιστικής κατεύθυνσης στο κίνημα, σαν συμβολή στην προσπάθεια συνολικής ανασυγκρότησης του λαϊκού κινήματος.
Πάνω απ” όλα τη θεωρεί εντολή αγώνα. Εντολή συνέχισης της πάλης που με συνέπεια και επιμονή διεξάγει όλα αυτά τα χρόνια για την ανασυγκρότηση του επαναστατικού, εργατικού, κομμουνιστικού κινήματος σαν δύναμης-κορμού της πάλης των λαών.
φ.497, 13/3/04