Σχεδόν δύο χρόνια έχουν περάσει από την έναρξη της πανδημίας και ο λαός μας μετρά πάνω από 17.000 θανάτους. Ο αριθμός αυτός γίνεται τρομακτικά μεγαλύτερος αν υπολογίσουμε τους θανάτους ανθρώπων με άλλα προβλήματα υγείας, που αποκλείστηκαν από το σύστημα περίθαλψης καθώς τα περισσότερα νοσοκομεία μετατράπηκαν σε νοσοκομεία μίας νόσου. Και τώρα, μετά τη συσσώρευση επιστημονικής και «επιστημονικής» γνώσης για τη λοίμωξη covid και την αντιμετώπισή της, η κατάσταση γίνεται τραγικότερη από ποτέ, με χιλιάδες κρούσματα κι εκατοντάδες διασωληνωμένους.
Στις 22/11, με έγγραφό της προς τα νοσοκομεία της χώρας, η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Γκάγκα, διατάζει τον περιορισμό των τακτικών χειρουργείων κατά 80%. Γι’ άλλη μια φορά, ασθενείς που περιμένουν σε πολύμηνες λίστες αναμονής για ένα χειρουργείο θα πρέπει να το αναβάλουν για άγνωστη ημερομηνία ή να απευθυνθούν σε ιδιωτικές κλινικές. Αυτή η απόφαση είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, που αναδεικνύει τη δραματική κατάσταση στα νοσοκομεία. Η πραγματικότητα είναι πως, εδώ και τουλάχιστον ένα μήνα, ολόκληρες κλινικές αναστέλλουν τη λειτουργία τους προκειμένου να μετατραπούν σε κλινικές covid. Οι ασθενείς, που υπό «κανονικές» συνθήκες θα περιθάλπονταν σ’ αυτές τις εξειδικευμένες κλινικές (χειρουργικές, ορθοπεδικές, ενδοκρινολογικές, ρευματολογικές), τώρα είτε στριμώχνονται δεξιά κι αριστερά σε όποιο κρεβάτι ή ράντζο περισσεύει στα νοσοκομεία είτε στέλνονται σπίτι με την υπόσχεση της ίασης στο αβέβαιο μέλλον.
Αλλά και στα ίδια τα τμήματα covid, οι συνθήκες είναι ασφυκτικές. Είτε μιλάμε για 10, είτε για 50, είτε για 100 ασθενείς covid, ο αριθμός των γιατρών που καλούνται να τους περιθάλψουν παραμένει ο ίδιος. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις, η υλικοτεχνική υποδομή των νοσοκομείων δεν επαρκεί ώστε να καλύψει τις ανάγκες των ασθενών. Πολλές καταγγελίες έχουν γίνει για νοσοκομεία στα οποία δεν επαρκεί το οξυγόνο ή τα υλικά για τη διασωλήνωση βαρέως πάσχοντων.
Μέσα σε τέτοιες τραγικές συνθήκες καλούνται ν’ αντέξουν οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία, οι οποίοι εδώ και δύο χρόνια δουλεύουν ασύλληπτες υπερωρίες, με πετσοκομμένα ρεπό, με αναστολή αδειών, με υποχρεωτικές μετακινήσεις σε άλλα τμήματα, σε άλλα νοσοκομεία, σε άλλες πόλεις. Κι όλα αυτά υπό το πρίσμα της προϋπάρχουσας και μεθοδευμένης από όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις υποστελέχωσης και αδιοριστίας.
Είναι χαρακτηριστικό πως σε αυτό το κύμα πανδημίας, το πιο θανατηφόρο, οι πολιτικές επιλογές του συστήματος στοχεύουν στο βάθεμα της επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα και έχουν ως αποτέλεσμα να σπέρνουν θάνατο στο λαό. Γι’ αυτό, ενώ θα έπρεπε τα νοσοκομεία να ενισχυθούν με χιλιάδες εργαζόμενους, αντ’ αυτού 7.000 εργαζόμενοι μπήκαν σε αναστολή. Πρόκειται για τους ανεμβολίαστους εργαζόμενους, οι οποίοι βρέθηκαν εν μία νυκτί σχεδόν απολυμένοι, χωρίς μισθό και με αβέβαιη την επιστροφή τους στη δουλειά. Μάλιστα, η καθολική ανανέωση των συμβάσεων των επικουρικών εργαζόμενων δεν ίσχυσε για όσους τελούσαν σε αναστολή, με αποτέλεσμα να υπάρξουν πραγματικές απολύσεις. Το σύστημα, θέλοντας να δώσει ένα ακόμα γερό χτύπημα στο δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά, επιχείρησε να λοιδορήσει τους ανεμβολίαστους συναδέλφους ως δήθεν επικίνδυνους για τους ασθενείς και ανεύθυνους, και να διαχωρίσει, για ακόμη μία φορά, τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία. Κατάφερε, ως ένα βαθμό, να περάσει το μήνυμα πως οι συνθήκες της δουλειάς θ’ αλλάξουν καθώς η μονιμότητα θ’ απειλείται οποιαδήποτε στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο με αναστολές. Κατάφερε, επίσης, να εντατικοποιήσει περισσότερο τη δουλειά των εργαζόμενων που παρέμειναν. Με τον τρόπο αυτό, κυβέρνηση και σύστημα επιχείρησαν να καλύψουν τις εγκληματικές ευθύνες τους, που αφορούν στη διαχείριση της πανδημίας. Μεγάλος χαμένος ο λαός, που έχει αφεθεί εκτεθειμένος στην πανδημία, την ώρα που τα νοσοκομεία καταρρέουν.
Τις τραγικές ελλείψεις που διογκώθηκαν με τις αναστολές εργασίας το σύστημα επέλεξε να τις καλύψει με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι το «αποφασίζουμε και διατάζουμε» των επιτάξεων ιδιωτών γιατρών. Τη συνταγή τη δοκίμασε και στο προηγούμενο κύμα πανδημίας, εξαναγκάζοντας δεκάδες ιδιώτες γιατρούς σε εργασία στα νοσοκομεία. Το εγχείρημα δεν απέδωσε τότε και, μάλιστα, στέρησε τους γιατρούς αυτούς απ’ τις γειτονιές όπου εργάζονται παρέχοντας υπηρεσίες πρωτοβάθμιας περίθαλψης, δεδομένου ότι οι δημόσιες πρωτοβάθμιες δομές είναι ανεπαρκείς. Ο δεύτερος ανακοινώθηκε στο διάγγελμα του πρωθυπουργού με την ανακοίνωση πως οι εργαζόμενοι που τέθηκαν σε αναστολή θα «αντικατασταθούν». Αυτή η προοπτική γεννά ερωτήματα και προβληματισμούς. Άραγε η αντικατάσταση θα σημάνει απόλυση για τους εργαζόμενους σε αναστολή; θα αντικατασταθούν και οι 7.000 εργαζόμενοι; Μάλλον απίθανο, δεδομένου ότι πριν λίγους μήνες ο πρωθυπουργός διεμήνυε κλείσιμο νοσοκομείων, καθώς περισσεύουν! Με τι όρους και συμβάσεις θα εργαστούν οι αντικαταστάτες; Σίγουρα όχι σε μόνιμες θέσεις. Θα είναι, όμως, συμβασιούχοι όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα ή μήπως θα προχωρήσουν τα σχέδια του συστήματος για ΣΔΙΤ στα νοσοκομεία, γεμίζοντάς τα με εργολάβους; Το σίγουρο είναι πως το σύστημα δεν ενδιαφέρεται ούτε για την ευημερία των εργαζόμενων ούτε για την υγεία του λαού. Το αντίθετο συμβαίνει. Προσπαθεί με κάθε τρόπο και μέσο, ακόμα και σε μία τόσο σκληρή περίοδο, να βαθύνει την επίθεση σε κάθε κεκτημένο δικαίωμα. Οπότε, η όποια εξέλιξη αναμένεται στο ζήτημα των εργαζόμενων σε αναστολή καθώς και αυτών που θα τους αντικαταστήσουν, μόνο ευχάριστη δεν θα είναι.
Καθώς εξελίσσεται η πανδημία και η επίθεση του συστήματος, οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία βλέπουμε τις συνθήκες δουλειάς να χειροτερεύουν όλο και περισσότερο. Οι αριθμοί μας μειώνονται διαρκώς και αυτό σημαίνει πιο εντατικούς ρυθμούς δουλειάς. Η κόπωση φτάνει στα όρια της εξουθένωσης και σ’ αυτήν προστίθεται το ψυχολογικό βάρος που έχει η ανεπαρκής περίθαλψη των ασθενών, οι θάνατοι ανθρώπων που θα προλαμβάνονταν αν το προσωπικό ήταν περισσότερο. Η μόνιμη και σταθερή δουλειά αμφισβητείται, με γιγάντωση των ελαστικών μορφών εργασίας, τις αναστολές και τα σχέδια για ΣΔΙΤ. Παρά τις ανθυγιεινές και απροστάτευτες συνθήκες δουλειάς, ο χώρος των νοσοκομείων δεν έχει χαρακτηριστεί ως ανθυγιεινός, ώστε οι εργαζόμενοι να καρπωθούν τις μισθολογικές, εργασιακές και συνταξιοδοτικές απολαβές που τους αναλογούν. Αντ’ αυτού ανακοινώνεται έκτακτο επίδομα, στο ύψος του μισού μισθού, που εμπαίζει τους εργαζόμενους, οι οποίοι έχουν υποστεί πετσόκομμα των μισθών και κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού.
Μέσα σ’ αυτές τις ζοφερές συνθήκες, ο μαζικός απεργιακός αγώνας φαντάζει η μοναδική προοπτική. Κάτω από την πίεση των εξελίξεων και της οργής των εργαζόμενων, η ΠΟΕΔΗΝ αναγκάστηκε να προκηρύξει κινητοποίηση στις 1/12, με το κλασικό μοτίβο της στάσης εργασίας στην Αττική και απεργία στην επαρχία. Είναι βέβαιο πως με την κίνηση αυτή θα προσπαθήσει, για άλλη μια φορά, να αποσβέσει την αγωνιστική διάθεση των εργαζόμενων και να την εξαργυρώσει σε τραπέζια διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση. Η απάντηση, από την πλευρά των εργαζόμενων, πρέπει να είναι διαφορετική. Με μαζικές συνελεύσεις σε κάθε νοσοκομείο να διασφαλίσουμε τη μαζική συμμετοχή στην απεργία. Να μην επιτρέψουμε η αγανάκτησή μας να γίνει βορά στα χέρια ξεπουλημένων, συστημικών συνδικαλιστών, αλλά να δώσουμε συνέχεια και πνοή, ώστε ο αγώνας για τα εργασιακά μας δικαιώματα και την περίθαλψη του λαού να έχει προοπτική.