Αυτός είναι ο τίτλος του άρθρου-ρεπορτάζ στην ηλεκτρονική έκδοση της Le Monde μετά την 63ωρη διαδικασία δημοπράτησης των τεσσάρων αδειών. Πολλές φορές η πραγματικότητα είναι τόσο κυνική που μόνο η «ξύλινη» γλώσσα μπορεί να την αποτυπώσει με τον πιο δόκιμο τρόπο.
Πρόκειται, πράγματι, για μια σοβαρή μάχη, στο πλαίσιο ενός «πολέμου» οικονομικοπολιτικών συμφερόντων μεταξύ μερίδων της ντόπιας κεφαλαιοκρατικής τάξης για τον έλεγχο των ΜΜΕ στο σύνολο τους, που υπόβοσκε για χρόνια, αλλά που εντάθηκε με το ξέσπασμα της κρίσης και κλιμακώθηκε με τα νέα δεδομένα που δημιουργήθηκαν από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως διαχειριστή του συστήματος. Μια μάχη που, ακόμη και στον ελληνικό εξαρτημένο καπιταλισμό, απαιτεί «ρυθμιστή», δηλαδή τη μεσολάβηση του αστικού κράτους και των μηχανισμών του. Μια μάχη που δεν έχει τελειώσει, αλλά βρίσκεται σε εξέλιξη με τις τέσσερις άδειες να αποτελούν σημείο καμπής.
Αυτό το γνωρίζουν καλύτερα οι ίδιοι οι κεφαλαιοκράτες. Σίγουρα αυτοί που βγήκαν ως «υπερθεματιστές» έχουν δημιουργήσει έναν συσχετισμό δύναμης υπέρ τους και πιέζουν την κυβέρνηση και τη δικαστική εξουσία να τον παγιώσει-νομοθετήσει. Βέβαια, αυτό σημαίνει ότι οι ψευτοευαισθησίες τους για «κανένα κανάλι να μη κλείσει» είναι φούμαρα. Γι’ αυτό, άλλωστε, συμμετείχαν στο διαγωνισμό που κατήγγειλαν, κάνοντας τις συγκεκριμένες προσφορές. Για να μην κλείσουν αυτοί και να κλείσουν οι άλλοι.
Ομως και οι υπόλοιποι επιδιώκουν να μεταβάλουν αυτόν τον συσχετισμό προς όφελός τους και να παραμείνουν στο παιχνίδι, ασκώντας, με τη σειρά τους, πιέσεις προς τις ίδιες κατευθύνσεις. Με αυτή την έννοια αναμένεται και η απόφαση του ΣτΕ για τη συνταγματικότητα του σχετικού νόμου της κυβέρνησης, που θα δείξει προς τα πού θα γύρει η ζυγαριά της «ανεξάρτητης» και «τυφλής» δικαιοσύνης. Ωστόσο, η κυβέρνηση έχει προϊδεάσει πως από τη μια θα υπάρχουν νικητές, αλλά, από την άλλη, θα υπάρχει χώρος για όλους. Είτε μέσω των θεματικών καναλιών, είτε μέσω των περιφερειακών, ακόμη και με την προκήρυξη νέων αδειών σε δεύτερη φάση.
Προσπερνώντας τις ανοησίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ περί «χτυπήματος της διαπλοκής και της διαφθοράς των καναλαρχών» και άλλων τέτοιων γελοίων ανυπόστατων επιχειρημάτων που επιστρατεύονται στο πλαίσιο της προπαγανδιστικής πολιτικής της για να βαφτίσει το κρέας ψάρι, ας δούμε τι ώθησε την ενδοαστική σύγκρουση, που ούτως ή άλλως υπάρχει σε ένα νέο επίπεδο.
Γενικά και εν συντομία, καταλύτης για την επιτάχυνση και την κλιμάκωση τέτοιων διαδικασιών είναι η δομική, βαθιά και αθεράπευτη κρίση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος, στο πλαίσιο της οποίας μέρος του κεφαλαίου αναπόφευκτα καταστρέφεται. Σε εθνικό επίπεδο, ο οξυμένος ανταγωνισμός των κεφαλαιοκρατών πυροδοτεί διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων, που εκφράζεται είτε με μια βίαιη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης είτε με την ολοκληρωτική «εξόντωση» του αντιπάλου. Ωστόσο, για την ελληνική μεταπρατική αστική τάξη, το ποιες μερίδες της θα ενισχυθούν και ποιες θα αποδυναμωθούν ή ακόμη και το αν θα δημιουργηθούν νέα τζάκια έχει σύνθετο χαρακτήρα λόγω της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Θα λέγαμε ότι, στη βάση των παραπάνω, δυο είναι οι παράγοντες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο:
Πρώτον, η κατάρρευση του αστικού πολιτικού σκηνικού, η πολιτική ρευστότητα και αβεβαιότητα και η ανάγκη του συστήματος για αναδιαμόρφωσή του, «έφερε» την κρίση στο χώρο των ΜΜΕ, επιβάλλοντας και τη δική του αναδιαμόρφωση, ώστε να εξυπηρετήσει την νέα κατάσταση και να εξυπηρετηθεί από αυτή. Μάλιστα, για να λειτουργήσει σωστά η σχέση αυτή, απαιτείται η διαπλοκή και η διαφθορά. Βέβαια, η αναδιαμόρφωση-ανασύσταση του αστικού πολιτικού σκηνικού εξελίσσεται και με αυτή την έννοια έχουμε να δούμε αρκετές ανακατατάξεις στο συγκεκριμένο χώρο. Ηδη από την πρώτη στιγμή είχαμε το κλείσιμο πολλών ΜΜΕ (Ελευθεροτυπία, Βήμα, ALTER, κ.α.), αλλαγές στην ιδιοκτησία κάποιων εφημερίδων και καναλιών, αλλά και νέες κυκλοφορίες εντύπων. Επίσης, μια άλλη κόντρα που περνάει στα ψηλά είναι αυτή του ΔΟΛ με το ίδρυμα Νιάρχου, που εκφράζεται στον «Πολιτισμό», αλλά ακουμπά και την αναδιαμόρφωση του χώρου των ΜΜΕ. Να σημειώσουμε εδώ ότι την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τα 246 εκατομμύρια που ΘΑ πάρει, χαρίζει 150 εκατομμύρια στο Ι. Νιάρχου για έργα στο φαληρικό δέλτα μέσω της Περιφέρειας. Οι εργαζόμενοι πλήρωσαν και πληρώνουν το μάρμαρο με χιλιάδες απολύσεις και πετσόκομα μισθών, για τα οποία τηρήθηκε ευλαβικά σιγή ιχθύος.
Να τονίσουμε εδώ ότι ο ανταγωνισμός των κεφαλαιοκρατών για τα ΜΜΕ δεν είναι τόσο για το άμεσο οικονομικό όφελος, όσο για το πολίτικο. Αλλωστε, όσοι συμμετείχαν στο διαγωνισμό είναι εφοπλιστές, βιομήχανοι, μεγαλοκατασκευαστές και αντίστοιχα είναι τα πεδία κερδοφορίας τους από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Ωστόσο, ο έλεγχος των ΜΜΕ τους δίνει τη δυνατότητα να διαμορφώνουν πολιτικές εξελίξεις και, βέβαια, να μετατρέπουν το πολιτικό όφελος και σε οικονομικό.
Δεύτερον, η ανάγκη του ΣΥΡΙΖΑ να στήσει συνολικά τον δικό του κρατικό μηχανισμό, αλλά και να οικοδομήσει δεσμούς με αντίστοιχες μερίδες του κεφαλαίου που θα του παρέχουν στήριξη και θα τον διατηρούν στην κυβερνητική εξουσία. Αυτή η ανάγκη θα εκφραζόταν και στο χώρο των ΜΜΕ. Εδώ θα λέγαμε ότι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, όχι το μόνο, είναι ο Καλογρίτσας, ο οποίος εξαργυρώνει το «αριστερό» παρελθόν του, τις σχέσεις του με το ΚΚΕ και το ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ, τη στήριξή του στις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα μέσω του ΕΝΙΑΙΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, που έβαλε φαρδιά πλατιά την υπογραφή του για την ιδιωτική τηλεόραση με τους όρους που ξέρουμε.
Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές τηρούν στάση «ουδετερότητας», αφήνοντας, προς το παρόν, τη διαδικασία να εξελιχθεί. Αλλωστε, τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα εκφράζονται ποικιλοτρόπως και έχουν πολλά νήματα διασύνδεσης με διαφορετικές μερίδες της ντόπιας αστικής τάξης. Βέβαια, για τα 246 εκατομμύρια, που ο Τσίπρας υποσχόταν ότι θα πάνε στο λαό, του τράβηξαν το αυτί, υπενθυμίζοντας ότι αυτά θα τα πάρουν αυτοί σύμφωνα με το Μνημόνιο που υπέγραψε. Το ερώτημα, πριν από όλα αυτά, είναι αν τελικά τα δώσουν οι κεφαλαιοκράτες.
Τέλος, οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ και ιδιαίτερα στα κανάλια πρέπει να μπουν μέσα από γενικές συνελεύσεις σε απεργιακό αγώνα για την υπεράσπιση του δικαιώματος στη δουλειά. Να ξεπεράσουν τις ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες τους και τους μεγαλοδημοσιογράφους που παίζουν ρόλο διαμετακομιστή είτε της κυβέρνησης είτε των συμφερόντων της εργοδοσίας. Να μην αποδεχτούν να γίνουν πολιορκητικός κριός στα χέρια των κεφαλαιοκρατών στην αντιπαράθεσή τους με την κυβέρνηση, ούτε βέβαια να γίνουν έρμαια των ανταγωνισμών τους. Το δικαίωμα στη δουλειά μπορούν να το υπερασπιστούν μόνο με τον αγώνα τους και στη σύγκρουσή τους με το κεφάλαιο και την κυβέρνηση.