Η εισήγηση του ΚΚΕ(μ-λ) στη δεύτερη συζήτηση του διήμερου για τη Μ.Π.Π.Ε. με θέμα: ΜΠΠΕ: Ένας σημαντικός σταθμός στην προώθηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Πως συγκρούστηκε ο σοσιαλιστικός με τον καπιταλιστικό δρόμο. Παρουσιάστηκε από τον σ. Νίκο Παπαβασιλείου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ανάγκη της μελέτης, της κατανόησης, της ανάδειξης και εκλαΐκευσης της ΜΠΠΕ δεν είναι ένα ακαδημαϊκό ζήτημα, ή ένα ζήτημα απόδοσης της οφειλόμενης τιμής στην Ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Η κατανόηση των όρων, εσωτερικών και διεθνών, στη βάση των οποίων ξέσπασε αυτή η πρωτόγνωρη επανάσταση, των στόχων που έθεσε και πάλεψε, του περιεχομένου και των μορφών που ανέδειξε σε όλα τα πεδία και επίπεδα, των αδυναμιών της και των ορίων που δεν ξεπέρασε, όλα αυτά αποτελούν αναπόσπαστα ζητήματα των πολιτικών καθηκόντων και αναγκών που βάζει η σημερινή κατάσταση για την επαναστατική κομμουνιστική υπόθεση. Για τις δυνάμεις εκείνες που δεν υπέγραψαν το «τέλος της Ιστορίας» το 89-91 και συνέχισαν και συνεχίζουν να θεωρούν πως αυτή γράφεται από τους εργάτες και τους λαούς. Για τις δυνάμεις εκείνες, δηλαδή, που απέναντι στην ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, δεν έσπευσαν να συνταχθούν ανοιχτά με τη λασπολογία και την κατασυκοφάντηση του συστήματος ενάντια στις επαναστατικές εφόδους των μαζών του 20ου αιώνα, ή να γίνουν «κανονικοί αριστεροί», ούτε να στρουθοκαμηλίσουν απέναντι στα πραγματικά δεδομένα. Αλλά αντίθετα επιμένουν από τις εφόδους αυτές να αντλήσουν απαντήσεις και συμπεράσματα για τα αίτια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και να τα εντάξουν στη γραμμή και τη φυσιογνωμία της σημερινής πάλης τους. Αυτή η προσπάθεια αποτελεί απαράβατο και αναγκαίο όρο για να φωτιστεί ξανά και με σημερινούς όρους το όραμα της επαναστατικής σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής προοπτικής των μαζών, και να τροφοδοτηθεί έτσι η αντίσταση, η διεκδίκηση και η πάλη στα δεδομένα του σημερινού συσχετισμού.
Η ιδιαίτερη δική μας προσπάθεια και κατεύθυνση, ο «δικός μας δρόμος» -πρόταση και πολιτική κατεύθυνση για την εργατική τάξη και τον λαό της χώρας μας- είναι διαλεκτικά δεμένος με αυτή την αναγκαιότητα, με την οποία εξάλλου αναμετριόμαστε ήδη από την 4η Συνδιάσκεψή μας (1992). Σε αυτή την προσπάθεια εντάσσεται και η όλη κίνηση μας με αφορμή τα 50χρονα της ΜΠΠΕ, η οποία ΜΠΠΕ παρουσιάζει και μια κρίσιμη ιδιαιτερότητα. Από τη μια, αποτελεί την «τελευταία αιχμή» (μέχρι σήμερα) των απαντήσεων που επιχείρησε το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα απέναντι στη ρεβιζιονιστική στροφή και την καπιταλιστική παλινόρθωση, εμπεριέχει έναν ολόκληρο πλούτο ζητημάτων (φιλοσοφικών, θεωρητικών, ιδεολογικών, πολιτικών, πρακτικών) σχετικά με το τιτάνιο έργο που απαιτείται από τις μάζες σε όλη την ιστορική μεταβατική φάση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Από την άλλη, όχι μόνο συνάντησε, από την πρώτη της στιγμή, ποταμούς συκοφαντίας από τον ιμπεριαλισμό, τον σοσιαλιμπεριαλισμό και την παγκόσμια αντίδραση αλλά και με βάση την εξέλιξη του συσχετισμού που υπήρξε στα επόμενα χρόνια -και με δεδομένο ότι δεν απέτρεψε τελικά την καπιταλιστική παλινόρθωση στην Κίνα- η σκυτάλη της δεν βρήκε παραλήπτες! Ο πλούτος της, τα διδάγματά της, οι δρόμοι που άνοιξε παραμένουν κατά βάση ανεξερεύνητοι και αναξιοποίητοι!
Τέλος, με το κείμενο αυτό επιχειρούμε να δώσουμε ένα πρώτο πλαίσιο προσέγγισης της ΜΠΠΕ στην Κίνα και των ζητημάτων που αυτή έθεσε για το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα. Να διαμορφώσουμε δηλαδή μια αφετηρία συζήτησης και προετοιμασίας για την Οργάνωση και ευρύτερα, που δεν θα έχει ως κορύφωση αλλά ως ένα σημαντικό σταθμό της το πανελλαδικό διήμερο στην Αθήνα. Οι εισηγήσεις του διημέρου και η όλη οργανωμένη συζήτηση στην Οργάνωση μέχρι το διήμερο επιδιώκουμε να αποτελέσουν μια πιο συνολική βάση και ένα υλικό που θα ενταχθεί με έναν ουσιαστικό και μόνιμο τρόπο στον ιδεολογικοπολιτικό εξοπλισμό μας.
Α. Όροι και αιτίες της ΜΠΠΕ
Την 1η Οκτώβρη του 1949, από την Τιεν Αν Μεν του Πεκίνου, ο Μάο ανακηρύσσει σε όλο τον κόσμο την ίδρυση της ΛΔ της Κίνας. Είναι η «απελευθέρωση», όπως την ονόμαζαν οι Κινέζοι. Είναι η νίκη μιας πολύχρονης και πολυκύμαντης επανάστασης, μια εποποιία της εργατικής τάξης και του λαού της Κίνας, που με επικεφαλής το ΚΚΚ νίκησε το γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό και γκρέμισε τη φεουδαρχία και τον γραφειοκρατικό καπιταλισμό. Ανοίγει έτσι μια νέα περίοδος πάλης, στην οποία ζητούμενο είναι να αποκτήσει το προλεταριάτο την ηγεμονία και να μπει η Κίνα στον σοσιαλιστικό δρόμο. Μια περίοδος που σε αυτή την αχανή χώρα ξεκινάει από βαθιά φτώχεια, εξαθλίωση και καθυστέρηση, με βιομηχανική βάση και υποδομή μικρότερη από αυτή που είχε η Ρωσία το 1914. Και έχει οπωσδήποτε μεγάλη αξία να δει κανείς τα τεράστια βήματα που πραγματοποιήθηκαν τόσο στη φάση της ανόρθωσης (1949-1952) όσο και στο πρώτο πενταετές πλάνο (1953-1957). Για να κατανοήσει μέσα από την πραγματική ζωή και τους όρους των αντιθέσεων που αυτή βάζει τις δυνατότητες και τις νέες απαιτήσεις που άνοιξε η νίκη της επανάστασης στα 1949. Ή αλλιώς, για να κατανοήσει αυτά που ο Μάο έλεγε στην εθνική Συνδιάσκεψη του ΚΚΚ το 1937: «Το ζήτημα τίθεται ως εξής: το προλεταριάτο θα ακολουθήσει την αστική τάξη ή η αστική τάξη θα ακολουθήσει το προλεταριάτο;[…] Στις σημερινές συνθήκες, χωρίς την πολιτική ηγεσία του προλεταριάτου και του κόμματός του, το Ενιαίο Εθνικό Αντι-ιαπωνικό Μέτωπο δεν θα μπορέσει να δημιουργεί, η ειρήνη, η δημοκρατία και η ένοπλη αντίσταση δεν θα γίνει δυνατόν να επιτευχθούν, δεν θα μπορέσουμε να υπερασπίσουμε την πατρίδα και δεν θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μια ενιαία λαοκρατική δημοκρατία. […] Αυτό καθορίζεται από το γεγονός πως η αστική τάξη, που εκπροσωπείται από το Κουομιντάνγκ, παραμένει παντού παθητική και συντηρητική. […] Αυτό μεγαλώνει τις ευθύνες του προλεταριάτου και του πολιτικού του κόμματος σε ότι αφορά την ηγεσία. Η ανύψωση του στο επίπεδο του γενικού επιτελείου στην αντίσταση εναντίον της Ιαπωνίας και για τη σωτηρία της πατρίδας, αυτή είναι η ευθύνη που δεν μπορεί το Κομμουνιστικό Κόμμα να τη μεταθέσει σε άλλους και γι’ αυτό είναι υποχρεωμένο να την αναλάβει και να την κρατήσει ως το τέλος». [….] «Πολλοί σύντροφοι έχουν ερωτηματικά σχετικά με τον χαρακτήρα της λαοκρατικής δημοκρατίας και τις προοπτικές της. Σε αυτά έχουμε να απαντήσουμε ως εξής: σε ότι αφορά τον ταξικό της χαρακτήρα, η δημοκρατία αυτή είναι μια συμμαχία όλων των επαναστατικών τάξεων, και σε ότι αφορά τις προοπτικές της, αυτή κατευθύνεται προς τον σοσιαλισμό. Η εγκαθίδρυσή της θα γίνει στη διάρκεια της εθνικής ένοπλης αντίστασης, κάτω από την ηγεσία του προλεταριάτου, μέσα σε νέες διεθνείς συνθήκες, νίκης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και εισόδου της παγκόσμιας επανάστασης σε μια νέα περίοδο. Γι’ αυτό, παρόλο που, με βάση τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, παραμένει κράτος που δεν ξεπερνάει τα αστικοδημοκρατικά πλαίσια, πρέπει να γίνει, χάρη στις σημερινές πολιτικές συνθήκες, ένα κράτος που θα στηρίζεται στη συμμαχία της εργατικής τάξης, της αγροτιάς, της μικροαστικής τάξης των πόλεων και της αστικής τάξης και σε αυτό θα διαφέρει από τις γνωστές αστικές δημοκρατίες. Έτσι, παρόλο που, από άποψη προοπτικών, υπάρχει η δυνατότητα να ακολουθήσει τον καπιταλιστικό δρόμο, υπάρχει ταυτόχρονα η δυνατότητα να προχωρήσει στον δρόμο του σοσιαλισμού και το κόμμα του κινέζικου προλεταριάτου οφείλει να αγωνισθεί για να προχωρήσει στον δρόμο του σοσιαλισμού». […] «Αγωνιζόμαστε για τον σοσιαλισμό κι αυτό μας διακρίνει από οποιονδήποτε οπαδό των τριών επαναστατικών αρχών του λαού[1]. Οι σημερινές μας προσπάθειες πρέπει να κατευθύνονται προς αυτόν τον μελλοντικό σκοπό. Αν τον χάναμε από τα μάτια μας, θα παύαμε να είμαστε κομμουνιστές. Ωστόσο, θα παύαμε όμοια να είμαστε κομμουνιστές, και αν καθυστερούσαμε στις προσπάθειές μας για την εκτέλεση των άμεσων καθηκόντων μας. Είμαστε οπαδοί της θεωρίας της εξέλιξης της επανάστασης, είμαστε υπέρ της εξέλιξης της δημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική επανάσταση. Η δημοκρατική επανάσταση θα περάσει από πολλά στάδια της εξέλιξής της με το σύνθημα της λαοκρατικής δημοκρατίας. Η μετάβαση από την υπεροχή των αστικών δυνάμεων στην υπεροχή των προλεταριακών δυνάμεων θα είναι μια μακρόχρονη διεργασία αγώνα, του αγώνα για την ηγεμονία. Ο ρυθμός αυτής της διεργασίας θα εξαρτηθεί από τη δραστηριότητα του κομμουνιστικού κόμματος, για να ανυψώσει το επίπεδο συνείδησης και οργάνωσης της αγροτιάς και της μικροαστικής τάξης των πόλεων. Σταθερός σύμμαχος του προλεταριάτου είναι η αγροτιά και ύστερα έρχεται η μικροαστική τάξη των πόλεων, ενώ η αστική τάξη είναι αντίπαλός μας στον αγώνα για την ηγεμονία. Για να νικήσουμε τους δισταγμούς και την ασυνέπεια της αστικής τάξης, πρέπει να στηριχτούμε στις δυνάμεις των λαϊκών μαζών και να ακολουθούμε σωστή πολιτική. Διαφορετικά η αστική τάξη θα νικήσει το προλεταριάτο. Αυτή η εξέλιξη θέλουμε να γίνει χωρίς αιματοχυσίες και πρέπει να ενισχύσουμε τον αγώνα μας προς αυτή την κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από τη δύναμη των λαϊκών μαζών. Είμαστε οπαδοί της θεωρίας της εξέλιξης της επανάστασης και όχι της τροτσκιστικής θεωρίας της “διαρκούς επανάστασης”. […] Το να αρνούμαστε να συνεργαστούμε με την αστική τάξη, με το πρόσχημα πως η συμμετοχή της στην επανάσταση έχει προσωρινό χαρακτήρα, ή να χαρακτηρίζουμε ως συνθηκολόγηση την πολιτική του συνασπισμού, με τους οπαδούς της αντίστασης εναντίον της Ιαπωνίας, που βρίσκονταν στις γραμμές της αστικής τάξης (σε μια ημιαποικιακή χώρα), είναι τροτσκιστική θέση που δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε μαζί της. Σήμερα, ο συνασπισμός με τους οπαδούς της αντίστασης εναντίον της Ιαπωνίας που βρίσκονται στις γραμμές της αστικής τάξης, είναι για μας η αναγκαία γέφυρα που θα μας οδηγήσει στον δρόμο του σοσιαλισμού».
Τα βήματα αυτά αφορούσαν σε όλους τους τομείς της οικονομίας και συγκροτούσαν ήδη μια τεράστια αλλαγή για την καθημερινή ζωή των μαζών. Ταυτόχρονα, ωστόσο, τα βήματα αυτά έκαναν ζήτημα της ημερήσιας διάταξης το ζήτημα της ανάπτυξης στη σοσιαλιστική κατεύθυνση, έβαζαν ήδη ερωτήματα πχ για τον ρυθμό προώθησης της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, ή για την ανάπτυξη σε συνδυασμό με την αποκέντρωση της βιομηχανίας.
Μια προσπάθεια απάντησης σε αυτά επιχειρήθηκε με το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός το 1958, οπότε δημιουργήθηκαν οι κομμούνες και η βιομηχανική πολιτική «βαδίσματος στα δύο πόδια», που σήμαινε την ταυτόχρονη ανάπτυξη της μικρής, μεσαίας και της μεγάλης βιομηχανίας, με την ταυτόχρονη χρησιμοποίηση της ντόπιας τεχνικής και των σύγχρονων μεθόδων. Η προσπάθεια αυτή -που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως προάγγελος της ΜΠΠΕ, από την άποψη μιας πρώτης προσπάθειας κινητοποίησης των μαζών- έδωσε αποτελέσματα αλλά συνάντησε και μεγάλες δυσκολίες. Είτε αυτές αφορούσαν τις πλημμύρες, τις ξηρασίες και τους τυφώνες που χτύπησαν τη χώρα το 1959-1961 με καταστρεπτικά αποτελέσματα στην παραγωγή. Είτε –ακόμα περισσότερο- τη ρεβιζιονιστική στροφή στην ΕΣΣΔ (1956), που σταθεροποιείται όλα αυτά τα χρόνια και το 1960 διέκοψε τη βοήθεια στην Κίνα και απέσυρε τους τεχνικούς της, ακυρώνοντας την υλοποίηση περίπου 150 εργοστασίων όλων των ειδών που είχαν συμφωνηθεί από το 1953. Παράλληλα, κλιμακωνόταν η πίεση των ΗΠΑ στην περιοχή -στους 600.000 στρατιώτες έφτασε η δύναμη που είχαν εγκαταστήσει ως το 1966 στο Νότιο Βιετνάμ, αλλά όχι μόνο για το Βιετνάμ.
Όλα αυτά -τα ζητήματα των εσωτερικών αντιθέσεων πριν από όλα αλλά και οι εξωτερικοί εκβιασμοί και απειλές- αποτελούσαν όρους συγκρότησης, ενίσχυσης και ενθάρρυνσης των δεξιών και αντιδραστικών δυνάμεων μέσα στην Κίνα. Ήδη το 1959 αναδεικνύεται ο Λιου Σάο Σι πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Πενγκ Τε Χουάι (μέλος του ΠΓ του ΚΚΚ, υπουργός άμυνας και υπεύθυνος της στρατιωτικής επιτροπής της ΚΕ) επιτίθεται ανοιχτά και σφοδρά στην πολιτική του Μεγάλου Άλματος. Στα χρόνια που ακολουθούν και πριν το ξέσπασμα της ΜΠΠΕ, η αντιπαράθεση είναι ανοιχτή και οξεία, με τη δεξιά πτέρυγα να σπεύδει να δημιουργήσει δεδομένα. Ενδεικτικά αναφέρουμε από την πολιτική της περιόδου 1961-64, που ονομάστηκε και «Νέα Οικονομική Πολιτική», την πολιτική του «Σαν ζι γι μπάο» στη Γεωργία (δηλαδή: επαναφορά ιδιωτικών αγροκτημάτων, χρήση του νοικοκυριού σαν κύρια λογιστική μονάδα στις κομμούνες και ανάληψη της μοναδικής υπευθυνότητας για τις κομμούνες από τους συντελεστές του κέρδους και της παραγωγής από τη μεριά των επιχειρήσεων) και τον νέο «Καταστατικό χάρτη της Βιομηχανίας» (που έδινε τον έλεγχο από τα Συνδικάτα και τις Επιτροπές του Κόμματος στους τεχνοκράτες και εισήγαγε εκτεταμένο σύστημα πριμ και βραβείων πριμοδοτώντας τον διαχωρισμό και τη διάσπαση των εργατών), τον οποίο «Χάρτη» οι εξεγερμένοι εργάτες στη ΜΠΠΕ ονόμαζαν «τα 70 καταστροφικά σημεία του Λιου Σάο Σι».
Συνοψίζοντας, την περίοδο αυτή είναι ορατά -από το (μειοψηφικό!) προλεταριακό τμήμα της ηγεσίας του ΚΚΚ- τέσσερα ζητήματα: α) Οι κοινωνικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της Κίνας, όχι βασικά εξ αιτίας των υπολειμμάτων της παλιάς αστικής τάξης, αλλά κυρίως από την άποψη της δυναμικής που μπορούσε να διαμορφωθεί ή και διαμορφωνόταν ήδη (μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στον αγροτικό τομέα που έβλεπαν τη δυνατότητα να πλουτίσουν, επίσης διαμορφώνονταν και «αυτονομούνταν» διευθυντικά και τεχνοκρατικά στρώματα στη βιομηχανία, το κράτος, την εκπαίδευση, συνολικά στο εποικοδόμημα). β) Η σταθεροποίηση της ρεβιζιονιστικής στροφής στη ΣΕ και τα κανάλια επικοινωνίας που αυτή είχε με αντίστοιχες δυνάμεις που είχαν διαμορφωθεί ήδη στο ΚΚΚ. γ) Η πίεση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Ινδοκίνα, που αποτελούσε τουλάχιστον αντικειμενικά παράγοντα ενθάρρυνσης των δεξιών-αντιδραστικών δυνάμεων μέσα στην Κίνα και δ) η συγκρότηση μιας ανοιχτά δεξιάς γραμμής στο επίπεδο του κόμματος από ισχυρές δυνάμεις του και σε όλη την κλίμακά του.
Απέναντι σε όλα αυτά, η Μαοϊκή πλευρά επιχειρούσε βέβαια όλο αυτό το διάστημα απαντήσεις. Για παράδειγμα, ο Πενγκ Τε Χουάι καθαιρέθηκε από τις θέσεις του και την ευθύνη των στρατιωτικών δυνάμεων ανέλαβε ήδη από το 1959 ο Λιν Πιάο. Δόθηκαν αντιπαραθέσεις στην πολιτική του Σαν ζι γι μπάο και συνολικά στην πολιτική που έβαζε το κέρδος και τους τεχνοκράτες στο τιμόνι. Η Λαϊκή Ημερήσια επεσήμανε σε άρθρα της τις ομοιότητες της κατάστασης που διαμορφωνόταν στην οικονομία με τη Γιουγκοσλαβία! Όλη δηλαδή η περίοδος αυτή (και μέχρι το 1966) είναι μια περίοδος μιας «ακήρυκτης» σύγκρουσης και αντιπαράθεσης, κατάληψης θέσεων και διαμόρφωσης όρων ανάμεσα στις δύο γραμμές. Και ίσως δεν θα ήταν λάθος να εκτιμηθεί ότι ήταν μια περίοδος που η δεξιά γραμμή, η γραμμή του καπιταλιστικού δρόμου, ήταν αυτή που ενίσχυσε παραπάνω τα δεδομένα της και τις δυνάμεις της στα διάφορα πεδία της κοινωνικής και πολιτικής πάλης. Σε κάθε περίπτωση, ο Μάο και το προλεταριακό επιτελείο αντιλαμβάνονταν το βάθος και την κρισιμότητα του ζητήματος. Είχαν εξάλλου και το «πλεονέκτημα» της στροφής στην ΣΕ που πολύ έγκαιρα την αξιολόγησαν σωστά στο εσωτερικό του Κόμματος (στην ολομέλεια της ΚΕ του 8ου Συνεδρίου, στις 15/11/1956, στον λόγο του ο Μάο διατύπωσε τη θέση για τα «δύο σπαθιά» -Λένιν και Στάλιν- που πετάχτηκαν από τη Σοβιετική ηγεσία μαζί με τον λενινισμό). Παρόλα αυτά, η δημόσια αντιπαράθεση του ΚΚΚ στη στροφή του ΚΚΣΕ εγκαινιάζεται μόλις το 1960 με το βιβλίο «Ζήτω ο Λενινισμός», δηλαδή μετά τη διακοπή βοήθειας από τη ΣΕ. Και η πολεμική (ενάντια στο ειρηνικό πέρασμα, την ειρηνική συνύπαρξη, το παλλαϊκό κράτος κλπ που διακήρυξε το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ) αρχίζει με τα γνωστά άρθρα, μόλις το 1963. Αυτή η καθυστέρηση –καθώς, δημόσια και διεθνώς, το ΚΚΚ, τουλάχιστον ως το 1961, εμφανιζόταν με τη γραμμή της ενότητας και πάλης έναντι του ΚΚΣΕ- είχε τις προφανείς αρνητικές επιπτώσεις της στις διεργασίες και τον συσχετισμό που διαμορφωνόταν παγκόσμια στο κομμουνιστικό κίνημα. Αιτία της ή εξήγησή της ήταν ότι η ηγεσία του ΚΚΚ δεν ήταν ενιαία απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις, με βάση τις ανάλογες διαμορφώσεις που εξελίσσονταν και σε αυτήν. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η καθυστέρηση αντεπιδρούσε ενισχυτικά για τις ρεβιζιονιστικές δυνάμεις στο εσωτερικό του ΚΚΚ. Και έτσι η καθυστέρηση αυτή «επαναλήφθηκε» όσον αφορά τη μαζική και με όρους ταξικής πάλης απάντηση στη δεξιά πτέρυγα και τον καπιταλιστικό δρόμο που άνοιγε και προωθούσε. Επαναλήφθηκε, δηλαδή, η καθυστέρηση στην «κήρυξη» της ΜΠΠΕ! Είναι αξιοσημείωτη η 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΚ (φθινόπωρο του 1962), όπου αφενός υιοθετείται η ανάλυση του Μάο για τον χαρακτήρα του ρεβιζιονισμού, για την αρνητική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ και για τα μέτρα που απαιτούνταν για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Κίνα, αλλά αφετέρου η εξουσία περνάει στα χέρια των Λιου Σάο Σι και Τενγκ Χσιάο Πινγκ, που υπονόμευαν τον προσανατολισμό του Μάο! Σε αυτή τη βάση, η διατύπωση του Χίντον «Το 1965 και το 1966, η αντιπολίτευση έσπρωξε για μια αναμέτρηση», στο «Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα», με την οποία αναγγέλλει την έναρξη της Πολιτιστικής Επανάστασης (ΠΕ), είναι τουλάχιστον σωστή!
Το 1964, εκδίδεται στην Κίνα, για πρώτη φορά, η μπροσούρα «Τρεις μεγάλες διαμάχες στο φιλοσοφικό μέτωπο στην Κίνα (1949-1964)». Πρόκειται για τέσσερα άρθρα που πραγματεύονται τον πυρήνα των αντιθέσεων που είχαν διαμορφωθεί στους κόλπους του ΚΚΚ, σε φιλοσοφικό αλλά και πολιτικό επίπεδο. Αφορούν δηλαδή στα μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα [σχετικά με την ταυτότητα των αντιθέτων και αν «το ένα διαιρείται σε δύο» (Μάο) ή «τα δύο ενώνονται σε ένα» (Λιου Σάο Σι), για τη «θεωρία της σύνθετης Οικονομικής Βάσης», δηλαδή τη Θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων, για το ζήτημα της «ταυτότητας ανάμεσα στη συνείδηση και στο είναι», όπου ο Μάο ανέπτυξε τη θέση «η ύλη μπορεί να μετατραπεί σε συνείδηση και η συνείδηση σε ύλη»]. Δεν πρόκειται βέβαια για «ακαδημαϊσμό» αλλά για το εντελώς αναγκαίο υπόβαθρο για να δοθεί η μεγάλη ταξική πολιτική μάχη που βρίσκεται μπροστά στους Κινέζους κομμουνιστές, την εργατική τάξη και τον λαό. (Ας θυμηθούμε και τον Λένιν, που προετοιμάζοντας την επανάσταση του 1917, έγραφε στον «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», λίγα χρόνια πριν την επανάσταση, πως ο αγώνας στο φιλοσοφικό επίπεδο «σε τελευταία ανάλυση, αντικατοπτρίζει τις τάσεις και την ιδεολογία των ανταγωνιστικών τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία».) Εξάλλου, τα τέσσερα άρθρα της μπροσούρας έχουν ανοιχτό και ονοματισμένο μέτωπο ενάντια στον Λιου Σάο Σι και τον ρεβιζιονισμό που αυτός υπηρετεί, και η φιλοσοφική τους διάσταση έχει ευθεία και προσδιορισμένη αντιστοίχιση σε πολιτικό δια ταύτα. Για τη σχέση αλληλεπίδρασης βάσης–εποικοδομήματος και την ανάγκη στις συγκεκριμένες συνθήκες να ανοίξει η πάλη στο εποικοδόμημα, για την άρνηση και την ανατροπή του διευθυντικού-διοικητικού-αστικού τελικά στρώματος που διαμορφώνεται, ώστε να αντεπιδράσει στην κατεύθυνση του σοσιαλιστικού δρόμου στη βάση. Για τη σχέση παραγωγικών σχέσεων-παραγωγικών δυνάμεων και την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στον μετασχηματισμό των πρώτων, ενάντια στο μπουχαρινικό «πλουτίστε» που αναπαρήγαγαν οι Κινέζοι ρεβιζιονιστές με την θεωρία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Για τη σχέση ύλης-συνείδησης και το πώς η δεύτερη μετασχηματιζόμενη μέσα στην ταξική πάλη «μετατρέπεται σε ύλη», όπως έγινε στο Τατσάι και στα εργοστάσια της Σανγκάης, τα επόμενα χρόνια, όταν στις κομμούνες και τους εργάτες κυριάρχησε η γραμμή «η πολιτική στο τιμόνι». Για την ακατάπαυστη ανάγκη στη διάρκεια του σοσιαλισμού να «διαχωρίζεται το ένα στα δύο», να αναπτύσσεται η ταξική πάλη για να απορρίπτεται ξανά και ξανά ο καπιταλιστικός δρόμος, δηλαδή να ενισχύεται ξανά και ξανά η δικτατορία του προλεταριάτου. Πρόκειται δηλαδή για τα αγκωνάρια πάνω στα οποία θεμελιώθηκε αυτό το πρωτόγνωρο επαναστατικό κίνημα της ΜΠΠΕ, που συγκλόνισε τα επόμενα χρόνια την αχανή αυτή χώρα.
Β. Οι στόχοι της ΜΠΠΕ και οι αντίπαλοί της
Καταρχάς και για να προσδιορίσουμε από «το πρόβλημα», τους στόχους της ΜΠΠΕ, για το ότι υπήρχε αντίπαλος της επανάστασης δεν υπάρχει καμιά και από κανέναν πραγματική αμφισβήτηση! Αντίπαλος που δεν εκδήλωνε μόνο επιφυλάξεις ή ενστάσεις για το προχώρημα της πάλης στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Αλλά μορφοποιημένος και στο πολιτικό επίπεδο πια (κόμμα και κράτος), με κανάλια επικοινωνίας οπωσδήποτε με τους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές και σε μια πορεία (φάνηκε αυτό στη διάρκεια της ΜΠΠΕ) και με τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές. Και κυρίως, αντίπαλος που είχε διαμορφώσει πολιτική γραμμή (με θεωρητική-φιλοσοφική αναφορά, για αυτό εξάλλου και η φιλοσοφική αντιπαράθεση που αναφέραμε) η οποία είχε κοινωνική βάση (που εν δυνάμει θα ήταν μεγαλύτερη) για να απευθυνθεί και να στηριχθεί.
Ακριβώς σε σχέση με το ζήτημα αυτής της εν δυνάμει διευρυνόμενης υπέρ του καπιταλιστικού δρόμου κοινωνικής βάσης και για την υπεράσπιση αυτής της εκδοχής των εξελίξεων, οι Κινέζοι ρεβιζιονιστές συγκρότησαν τη θεωρία της «Σύνθετης οικονομικής βάσης», δηλαδή τη θεωρία σύμφωνα με την οποία «η οικονομική βάση της κρατικής εξουσίας σοσιαλιστικού τύπου περιλάμβανε το σοσιαλιστικό μαζί με τον καπιταλιστικό τομέα όπως επίσης και τον τομέα της ατομικής αγροτικής ιδιοκτησίας». Το δια ταύτα αυτής της θέσης (που μπορεί κανείς να τη δει και με «αθώα» ματιά, στο βαθμό που διαπιστώνει κάτι που αντικειμενικά ισχύει αρχικά στην επανάσταση και οπωσδήποτε ήταν η συνθήκη της Νέας Δημοκρατίας) ήταν… αμιγώς καπιταλιστικό: «Η παραγωγή της χώρας μας είναι υπανάπτυκτη και καθυστερημένη. Σήμερα τα εργοστάσια που διαχειρίζεται το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν είναι πολλά, αντίθετα είναι πολύ λίγα. Τώρα όχι μόνο πρέπει να επιτραπεί στον ιδιωτικό καπιταλισμό να υπάρχει αλλά επιβάλλεται η ενθάρρυνση και η ανάπτυξή του». Με τη σύγκρουση και την απόρριψη τέτοιων και ανάλογων θέσεων καταπιάνονται τα άρθρα στο «Οι τρεις μεγάλες διαμάχες» και η αναφορά μας γίνεται μόνο ενδεικτικά για να καταφανεί με τι και ποιους ήρθε να τα βάλει η ΜΠΠΕ.
Όμως, ταυτόχρονα, χρειάζεται να πούμε, πως η ΜΠΠΕ, εκτός από τους ανοιχτούς εχθρούς του σοσιαλιστικού δρόμου και της δικτατορίας του προλεταριάτου, ήρθε να τα βάλει και με την ίδια την επανάσταση! Αυτή που νίκησε και απελευθέρωσε την Κίνα το 1949, αυτή που είχε την εξουσία στη χώρα, έχοντας διώξει τους ιμπεριαλιστές και συντρίψει τη φεουδαρχία και τη μεγαλοαστική τάξη! «Ήρθε να τα βάλει» με τις ανεπάρκειες και τις αδυναμίες της! Ήρθε όχι μόνο να καταγγείλει και να αρνηθεί τον καπιταλιστικό δρόμο που στήριζαν και προωθούσαν οι Λιου Σαο Σι, Τενγκ Χσιάο Πινγκ και πολλοί άλλοι, αλλά και να δώσει απαντήσεις στα πολλά και πραγματικά ερωτήματα και σε όλα τα πεδία της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, για το πώς μπορεί να προωθηθεί ο σοσιαλιστικός δρόμος. Γιατί βέβαια οι ρεβιζιονιστές είχαν το παρελθόν με το μέρος τους. Είχαν έτοιμες απαντήσεις για το πώς χτίζεται και αναπτύσσεται μια καπιταλιστική κοινωνία. Και είχαν –αν και αυτό δεν ήταν διεθνώς αντιληπτό εκείνη την εποχή- με το μέρος τους, επίσης, τον διεθνή συσχετισμό που εξελισσόταν ολοένα πιο αρνητικά για την επαναστατική υπόθεση. Από την άλλη, οι κομμουνιστές έπρεπε μέσα σε αυτό τον συσχετισμό των απειλών, των εκβιασμών και των πιέσεων που αντιμετώπιζε η Κίνα, να βγάλουν νέες δυνάμεις και νέες απαντήσεις μέσα από την επανάσταση και για να συνεχίσει η επανάσταση. Έπρεπε για παράδειγμα –γιατί επέλεγαν να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις και απέρριπταν την τεχνολογική αλλά και κάθε είδους εξάρτηση- να βρουν τρόπο να μετατρέπουν τους ρύπους των διυλιστηρίων που έπνιγαν τη Σανγκάη σε πρώτες ύλες για τα υφαντουργεία και τα εργοστάσια πλαστικών και φαρμάκων. Έπρεπε –ένα άλλο παράδειγμα- όχι μόνο να αρνηθούν το σύστημα των πριμ και των βραβείων στην παραγωγή, τη διεύθυνσή της από ένα στρώμα στελεχών και ειδικών, αλλά και να συγκροτήσουν τους όρους για να διαμορφωθεί ο «παραγωγικός συλλογικός εργάτης» και ακόμα περισσότερο: να είναι ο ίδιος ο εργάτης και «κόκκινος και ειδικός», ή όπως αλλιώς έχει ονομαστεί, «συνδυασμένος εργάτης». Αυτό επιχείρησε η ΜΠΠΕ στα (και με τα) «εργοστασιακά Πανεπιστήμια», με όλη την τεράστια κίνηση που έφερνε «τον κόσμο του εποικοδομήματος κάτω στην οικονομική βάση», ή αντίστροφα, που «έβαζε τον κόσμο της δουλειάς (εργάτες, φτωχούς αγρότες) μέσα στο εποικοδόμημα», με σάρκα και οστά και με την κατεύθυνση να ασκηθεί από τους ίδιους η προλεταριακή πολιτική μέσα στο εποικοδόμημα. Συνοπτικά, εξαπολύοντας τη ΜΠΠΕ, ο Μάο και οι Κινέζοι επαναστάτες κομμουνιστές επιδίωξαν να απαντήσουν στο πώς θα προχωρήσει η επανάσταση, στο πώς θα ενισχυθεί η δικτατορία του προλεταριάτου, βάζοντας για λύση και ζητήματα που αφορούσαν την αντίθεση πόλης-χωριού, την αντίθεση πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας. Αυτό ήταν το αναγκαίο περιεχόμενο της «επανάστασης μέσα στην επανάσταση», για να κλείσουν το δρόμο στις δυνάμεις που επιδίωκαν την καπιταλιστική παλινόρθωση, αυτό ήταν και το περιεχόμενο της σύγκρουσης και της πάλης που διεξήχθη στα πλαίσια της ΜΠΠΕ. Το πρωτόγνωρο και η κύρια πλευρά της ΜΠΠΕ ήταν, ότι με αυτό το περιεχόμενο και τη γραμμή της ΜΠΠΕ, το προλεταριακό επιτελείο της δεν επιδίωξε μια ζύμωση-αντιπαράθεση στα πλαίσια της ηγεσίας του Κόμματος ή έστω μέσα στο Κόμμα συνολικά. Αλλά τη γραμμή της ΜΠΠΕ την «έδωσε» πλατιά μέσα στις μάζες, και στη βάση αυτής της γραμμής, κινητοποιήθηκαν εκατομμύρια εργάτες, αγρότες, εργαζόμενοι, σπουδαστές. Η επιλογή αυτή οπωσδήποτε αξιοποίησε και την αρνητική εμπειρία από τη δικτατορία του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ και ιδιαίτερα την περίοδο 1936-38 όπου οι απαντήσεις της ηγεσίας (Στάλιν) σε ανάλογα, ας πούμε, ζητήματα, δόθηκαν βασικά με εργαλείο τους μηχανισμούς, με το κόμμα και βέβαια τις μάζες έξω από την αντιπαράθεση. Αυτό βέβαια καθόλου δεν δικαιολογεί τις κατασκευές διάφορων πλευρών περί αντίθεσης Μάο-Στάλιν, που χρησιμοποιούν διάφορα ζητήματα (όπως την καθυστέρηση του ΚΚΚ να πάρει δημόσια θέση για τη στροφή του 20ου Συνεδρίου, στην οποία αναφερθήκαμε, ή ζητήματα προηγούμενων δεκαετιών για «διαφωνίες» του Στάλιν σχετικά με τον χαρακτήρα της Κινέζικης επανάστασης). Όπως, επίσης, ακριβώς το γεγονός της εξαπόλυσης ενός κινήματος εκατομμυρίων ανθρώπων καθιστά τις εκτιμήσεις που θέλουν να εμφανίσουν τη ΜΠΠΕ ως ένα «παλατιανό πραξικόπημα», μια «σύγκρουση για την εξουσία», ανεδαφικές. Οι απαντήσεις σε αυτές τις εκτιμήσεις (στην πραγματικότητα, «εκτιμήσεις») για τη ΜΠΠΕ έχουν να κάνουν είτε με τα συγκεκριμένα ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά και αδιέξοδα των δυνάμεων που τις υποστηρίζουν (πχ ΚΚΕ), είτε γενικότερα με την κυρίαρχη σήμερα πια κατεύθυνση της «προσαρμογής-υποταγής» και όπως αυτή έχει αναδειχθεί στο έδαφος της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος.
Επιστρέφοντας στους ανοιχτούς εχθρούς της ΜΠΠΕ -και πριν περάσουμε σε αυτή καθεαυτή και τις φάσεις που πέρασε- έχουμε τη γνώμη πως έχει μια σημασία για να κατανοήσουμε το τι αντιμετώπιζε από το ξεκίνημα της και την εξέλιξή της, να μεταφέρουμε «τους υπολογισμούς της CIA», για το ποιοι ήταν οι οπαδοί του καπιταλιστικού δρόμου, όπως τους καταγράφει ο Χίντον στη σχετική μπροσούρα του: Αυτοί λοιπόν ήταν τουλάχιστον τα δύο τρίτα του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΚ, και περίπου το μισό της ΚΕ. Καθοδηγούσαν όλα τα περιφερειακά γραφεία και έλεγχαν τα τρία τέταρτα των επαρχιακών διευθύνσεων και των επαρχιακών επιτροπών του κόμματος. Ανάμεσά τους ήταν βαριά ονόματα του κόμματος και του κράτους: Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Λιου Σάο Σι, ο γγ του Κόμματος Τεγκ Χσιάο Πινγκ, ο ανώτατος προσωπάρχης του στρατού Λο Τζουί Σινγκ (και ο αντικαταστάτης του Γιανγκ Τσε Βου), ο στρατάρχης Χο Λουνγκ, ο αρχηγός του τμήματος προπαγάνδας του Κόμματος Λου Τινγκ-Γι και ο αναπληρωτής του Τσου Γιανγκ, οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης Ταν Τσεν-Λιν και Πο Γι Πο. Αλλά και «παρακάτω», σε κρίσιμες θέσεις βρίσκονταν επίσης άνθρωποι της δεξιάς, του καπιταλιστικού δρόμου: Οι δήμαρχοι του Πεκίνου (Πενγκ Τσεν), της Σαγκάης (Τσάο Τι Σιου), του Τιεντσιν, του Βουχάν, της Καντώνας. Και ακόμα πρυτάνεις πανεπιστημίων (όπως του Πεκίνου, ο Λου Πινγκ), διευθυντές εργοστασίων, πρόεδροι κοινοβίων και πολλοί άλλοι.
Απέναντι σε όλους αυτούς, αρχικά τουλάχιστον, το προλεταριακό επιτελείο του Μάο Τσε Τουνγκ περιελάμβανε τον Λιν Πιάο (υπουργό άμυνας, με τον ΛΑΣ να έχει σε όλη τη διάρκεια της ΜΠΠΕ κρίσιμο ρόλο), μέλη του ΠΓ όπως τους Χσιε Φου Σιχ, Κανγκ Σενγκ και Τσεν Πο Τα, τον πρωθυπουργό Τσου Εν Λάι, τον υπουργό εξωτερικών Τσεν Γι, και αρκετούς σημαντικούς στρατιωτικούς. (Ας κάνουμε μια αναγκαία επισήμανση. Ο ΛΑΣ, τα μέλη του, τα στελέχη του και η ηγεσία του δεν προσομοίαζαν καθόλου σε έναν αστικό στρατό. Μέσα από τα χρόνια της επανάστασης, ως το 1949, είχε αναδειχτεί και διαμορφωθεί σαν αγκωνάρι της επαναστατικής-προλεταριακής πάλης και κατεύθυνσης. Και ήδη από το 1959 αλλά και στη διάρκεια της ΜΠΠΕ, παλεύτηκε και επικράτησε η αντιστροφή της τάσης για «επαγγελματισμό», η κατάργηση προνομίων και στολών για τους αξιωματικούς οι οποίοι υπηρετούσαν περιοδικά στις γραμμές των στρατιωτών, η ανάδειξη του στρατού σε μια πολύ ισχυρή παραγωγική δύναμη, με την πολιτική και ιδεολογική εκπαίδευση να προηγείται της τεχνικής εκγύμνασης και την πολιτική δουλειά μέσα στο λαό να αποτελεί σημαντικό μέρος της στρατιωτικής ζωής.) Αυτό το προλεταριακό επιτελείο είχε την υποστήριξη του ενός τετάρτου των επαρχιακών κυβερνήσεων, πολλών αναπληρωτών κυβερνητών και συνδέσμων (κομισάριων) μέσα στο στρατό και δεκάδων χιλιάδων μεσαίων πολιτικών και στρατιωτικών στελεχών. Και βέβαια, η βασική επιδίωξη της ΜΠΠΕ ήταν να απευθυνθεί, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τις μυριάδες των «από κάτω»: Τους απλούς στρατιώτες, τα εκατομμύρια των φοιτητών, τις δεκάδες εκατομμυρίων των εργατών, τις εκατοντάδες των εκατομμυρίων των αγροτών. Μόνο με αυτούς θα μπορούσε να εξαπολυθεί η απαιτούμενη πάλη και στο εποικοδόμημα και στην ίδια την παραγωγική βάση. Αυτοί ήταν το «σώμα» της ΜΠΠΕ, μέσα από την πάλη των μαζών επιδιώχθηκε η ανατροπή του συσχετισμού που είχε διαμορφωθεί στο ηγετικό επίπεδο, η ανάδειξη νέων δυνάμεων για τη συνέχιση της επανάστασης. Και θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την εκτίμηση, ότι για τον Μάο Τσε Τουνγκ και για όσους σε ηγετικό επίπεδο είχαν μια καθαρή προσέγγιση της ΜΠΠΕ, ελάχιστος στόχος της θα μπορούσε να είναι η ανάδειξη αυτών που ονόμαζε «διαδόχους της επανάστασης». Δυνάμεων δηλαδή που θα συγκροτούνταν και θα διαμορφώνονταν σε καταρχήν μεσαίο επίπεδο (στο κόμμα, συνολικά στο εποικοδόμημα αλλά και την παραγωγή), οι οποίες θα μπορούσαν να ανοίξουν έναν νέο γύρο αντιπαράθεσης και σύγκρουσης με την ηγεσία, μετά την «πρώτη ολοκλήρωση» της ΜΠΠΕ.
Η γνωστή, δηλαδή, άποψη του Μάο ότι θα χρειαστούν «πολλές ΜΠΠΕ» δεν είναι μόνο μια γενική θεωρητική τοποθέτηση, που πηγάζει από τη θέση του ότι η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη είναι η κύρια αντίθεση σε όλη τη διάρκεια της μεταβατικής σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αλλά και μια συγκεκριμένη πολιτική θέση και εκτίμηση απέναντι στα δεδομένα που αντιμετώπιζε πριν αλλά και κατά τη διάρκεια και μετά τη ΜΠΠΕ. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτησή του στην πρώτη ολομέλεια της Κ.Ε. μετά το 9ο Συνέδριο (το οποίο έγινε τον Απρίλη του 1969): «Φαίνεται ότι δεν γίνεται τίποτε αν δεν κάνουμε τη ΜΠΠΕ, γιατί τα θεμέλιά μας δεν είναι στέρεα. Κρίνοντας από τις παρατηρήσεις μου, φοβάμαι ότι στη μεγάλη πλειοψηφία των εργοστασίων-δεν εννοώ σε όλα ή στη συντριπτική τους πλειοψηφία- η καθοδήγηση δεν είναι στα χέρια γνήσιων μαρξιστών ούτε στα χέρια των εργαζόμενων μαζών. Όχι ότι δεν υπάρχουν καλοί ανάμεσα στους υπεύθυνους των εργοστασίων. Υπάρχουν. Υπάρχουν καλοί ανάμεσα στους γραμματείς, τους αναπληρωτές γραμματείς και τα μέλη των κομματικών επιτροπών και ανάμεσα στους γραμματείς των κομματικών πυρήνων. Αλλά αυτοί ακολουθούν τη γραμμή που είχε εφαρμόσει ο Λιου Σάο Σι -που σημαίνει ότι από τη μεριά τους καταφεύγουν στα υλικά κίνητρα, δίνουν πρωταρχική σημασία στο κέρδος και αντί να προωθούν την προλεταριακή πολιτική δίνουν επιδόματα και άλλα… Αλλά πραγματικά, υπάρχουν και κακά στοιχεία στα εργοστάσια. Αυτά δείχνουν ότι η επανάσταση μας δεν έχει τελειώσει». (Έχει επίσης τη σημασία του το γεγονός, ότι η άποψη αυτή του Μάο δημοσιεύεται σε άρθρο του Τσιανγκ Τσανκιάο -ενός δηλαδή από τη λεγόμενη από τους αντιδραστικούς και τους ρεβιζιονιστές «συμμορία των τεσσάρων»- με τίτλο «Για την ολοκληρωτική δικτατορία πάνω στην αστική τάξη», το 1975, όταν είναι σε άνοδο η δύναμη της δεξιάς και είναι έντονες οι ανησυχίες για το μέλλον της δικτατορίας του προλεταριάτου.)
Πρέπει τέλος να επισημάνουμε -μιας και αναφερθήκαμε στις δυνάμεις που συγκροτούσαν τα δύο επιτελεία- ότι αυτό που αποκαλούμε προλεταριακό επιτελείο δεν ήταν καθόλου σταθερό και ενιαίο στην όλη εξέλιξη της ΜΠΠΕ. Αντίθετα, χαρακτηρίστηκε από πολιτικές διαφορές, αντιθέσεις και διασπάσεις. Κορυφαία ίσως έκφραση αυτών των ζητημάτων υπήρξε η περίπτωση του Λιν Πιάο, που βρέθηκε απέναντι στους «4» (η γυναίκα του Μάο, Τσιάνγκ Κινγκ και οι Γιάο Βενγιουαν, Τσιανγκ Τσανκιάο και Βανγκ Χονγκ Βεν, που αγωνίστηκαν και μετά το τέλος της πρώτης φάσης της ΜΠΠΕ για τη συνέχιση της γραμμής της) και τελικά χρεωμένος ως «πραξικοπηματίας» ενάντια στο Μάο, σκοτώνεται πέφτοντας με το αεροπλάνο στη Μογγολία, πηγαίνοντας στη Μόσχα, το 1971.
Γ. Η εξέλιξη της ΜΠΠΕ
Σχετικά με τη διάρκεια της ΜΠΠΕ, υπάρχει μια πολιτική «ασάφεια», που σχετίζεται βέβαια με την ίδια την εξέλιξή της, τα όρια που έφτανε από την άποψη των συσχετισμών και των προβλημάτων που έμπαιναν. Το φανερό ξεκίνημα της ήταν βέβαια στις 25 Μάη του 1966, όταν η Νιε Γιουαν-Τζε, στέλεχος του Φιλοσοφικού Τμήματος του Πανεπιστημίου του Πεκίνου, μαζί με έξι άλλους συναδέλφους της, τοιχοκόλλησαν το πρώτο τατζεμπάο, το οποίο επιτιθόταν στο Λου Πινγκ (πρόεδρο του Πανεπιστημίου και γραμματέα της Επιτροπής του Κόμματος σε αυτό) και τον κατηγορούσαν άμεσα και επώνυμα ότι «καταστέλλει τη γενική εξέγερση των μαζών» και ότι μετέτρεψε την πάλη σε ακαδημαϊκή διαμάχη. Αυτή ήταν η πρώτη πράξη που πυροδότησε το κίνημα των ερυθροφρουρών και όλα όσα ακολούθησαν.
Όμως, ήδη από το Νοέμβριο της προηγούμενης χρονιάς, το 1965, είχαμε το προοίμιο της έκρηξης της ΜΠΠΕ, με άρθρο του Γιάο Βενγιουαν –και την στήριξη της Τσιανγκ Κινγκ- σε εφημερίδα της Σαγκάης, του οποίου η αναδημοσίευση καταρχήν απαγορεύτηκε στο Πεκίνο. Αντικείμενο της κριτικής του Γιάο Βενγιουαν ήταν ο δήμαρχος του Πεκίνου Πενγκ Τσεν, ο Βου Χαν (αντιδήμαρχος του Πεκίνου) και άλλα ανάλογα στελέχη της δεξιάς γραμμής, που είχαν ήδη επιτεθεί με τα έργα τους («Ο Χάι Τζουι απολύθηκε», «Σημειώματα από ένα χωριό τριών οικογενειών», «Βραδινές συζητήσεις στο Γιενσάν») στον «αυτοκράτορα» Μάο και την πολιτική του γραμμή.
Η «ασάφεια» αφορά στο πότε τελείωσε η ΜΠΠΕ, αν και είναι αρκετά σαφές ότι μετά το 9ο Συνέδριο (Απρίλης του 1969), δεν υπάρχουν καλέσματα και κινητοποιήσεις μαζών τουλάχιστον της κλίμακας που είχαμε στο διάστημα 1966-1969. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, έχει οπωσδήποτε την αξία της η επίσημη ρεβιζιονιστική τοποθέτηση και όπως αυτή γίνεται στην «Ανάλυση της Ιστορίας του ΚΚΚ 1949-81» που υιοθετήθηκε από την ολομέλεια της ΚΕ στις 27/6/1981, όταν δηλαδή είχε κριθεί η επικράτηση της ρεβιζιονιστικής γραμμής και ήταν σε πλήρη εξέλιξη η καπιταλιστική παλινόρθωση. Εκεί λοιπόν, οι Κινέζοι ρεβιζιονιστές θεωρούν πως η ΜΠΠΕ διήρκεσε ως τον Οκτώβριο του 1976 (ένα μήνα μετά τον θάνατο του Μάο), όταν πια συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν οι «4», δηλαδή όταν «το Π.Γ. της ΚΕ εκτελώντας τη θέληση του Κόμματος και του Λαού, συνέτριψε αποφασιστικά την κλίκα και έδωσε τέλος στην καταστροφική “Πολιτιστική Επανάσταση”». Αλλά, επιπλέον, στο ίδιο ρεβιζιονιστικό ντοκουμέντο, μπορεί κανείς να δει τη διαπίστωση, πως παρά τη συντριβή της «κλίκας», η «διόρθωση των λαθών» της ΜΠΠΕ στους διάφορους τομείς (βιομηχανία, γεωργία, επιστήμη, παιδεία) «συναντούσε σοβαρή αντίσταση» και τα χρόνια μετά το 1976! Και ότι ακόμη, στην ολομέλεια της ΚΕ το Δεκέμβριο του 1978, ασχολούνταν με τον εξοβελισμό της θέσης του Μάο «χρησιμοποίησε τον ταξικό αγώνα σαν κλειδί του προβλήματος», η οποία θέση γίνεται βέβαια «ακατάλληλη στη σοσιαλιστική κοινωνία», και η ΚΕ «έλαβε τη στρατηγική απόφαση να μεταστρέψει την εργασία προς το σοσιαλιστικό εκσυγχρονισμό».
Θα μείνουμε λοιπόν καταρχάς στην «καρδιά» αυτής της πρωτόγνωρης επανάστασης. Στο διάστημα 1966-1969, στη διάρκεια του οποίου εκδηλώνεται και αναπτύσσεται το κίνημα της ΜΠΠΕ, η πάλη των εκατομμυρίων των μαζών για να κλείσουν το δρόμο στις δυνάμεις της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, επιχειρώντας συγκεκριμένες απαντήσεις και με όρους ταξικής πάλης, στο άνοιγμα του σοσιαλιστικού δρόμου, στην ενίσχυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Και θα επιχειρήσουμε μια συνοπτική αναφορά στις βασικές εξελίξεις του διαστήματος αυτού καταθέτοντας προκαταβολικά μια βασική διαπίστωση: Κανένα επαναστατικό κίνημα δεν εξελίσσεται βέβαια ευθύγραμμα, χωρίς πισωγυρίσματα, «άνισες» καταστάσεις στη δυναμική του και την πολιτικοποίηση που φέρνει και χωρίς ταλαντεύσεις, υποχωρήσεις και μεταστροφές σε τμήματα της ηγεσίας του. Αυτή η αλήθεια ισχύει ακόμα παραπάνω για την ΜΠΠΕ εξαιτίας του πρωτόγνωρου χαρακτήρα της. Δηλαδή, ισχύει για την επανάσταση που καλούσε να «βομβαρδιστούν τα επιτελεία», να «χτυπηθούν οι άνθρωποι του Κόμματος που πήραν τον καπιταλιστικό δρόμο» και την ίδια ώρα στόχευε και χρειαζόταν την ανασύνθεση ενός επαναστατικού επιτελείου, την ενίσχυση της δικτατορίας του προλεταριάτου και άρα ένα Κόμμα με ισχυρούς δεσμούς με τις μάζες. Αυτή η «αντίφαση», που επεδίωκε μέσα από την πάλη των μαζών η επανάσταση να βρει τις νέες της δυνάμεις και να χαράξει τον σοσιαλιστικό δρόμο, έκανε τη ΜΠΠΕ πολιτικά σύνθετη και περίπλοκη και στην εξέλιξή της έβγαζε απαιτήσεις και ερωτήματα για τα οποία σίγουρα δεν ήταν στο σύνολό τους έτοιμες να ανταποκριθούν οι δυνάμεις που αρχικά ανέλαβαν την καθοδήγησή της. Ας δούμε, λοιπόν, πόσο «βασανιστικά» ξεκίνησε η ΜΠΠΕ!
Ήδη, όπως έχουμε αναφέρει, από τα τέλη του 1965, η αντιπαράθεση έχει αρχίσει να εκδηλώνεται, με τη γυναίκα του Μάο και τον Γιάο Βενγιουαν να βάλλουν καταρχάς εναντίον του αντιδημάρχου του Πεκίνου, Βου Χαν, αλλά και του δημάρχου Πενγκ Τσεν. Τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1966, συγκροτείται για να κρίνει την υπόθεση μια πρώτη «ομάδα της πολιτιστικής επανάστασης της Κεντρικής Επιτροπής», υπό την καθοδήγηση του Πενγκ Τσεν! Χρειάστηκε να συγκροτηθεί και να παρέμβει μια άλλη ομάδα στη Σανγκάη, υπό τον Λιν Πιάο και την Τσιανγκ Κινγκ, ώστε να αντιμετωπιστεί το «μαύρο ρεύμα» του Φλεβάρη, και σε νέα συνεδρίαση του ΠΓ τον Μάιο του 1966, να αποκηρυχτεί η ομάδα του Πενγκ Τσεν και με το ντοκουμέντο «εγκύκλιος της 16ης Μαΐου» να εκκινήσει η ΜΠΠΕ. Το τατζεμπάο της 25ης Μάη ήταν η πρώτη δημόσια εκδήλωσή της, που πυροδότησε μαζική φοιτητική έκρηξη και ιδιαίτερα μετά της 2 Ιούνη, οπότε κατορθώνεται το τατζεμπάο της Νιε να δημοσιευτεί στη «Λαϊκή Ημερησία» (επίσημο όργανο της ΚΕ του ΚΚΚ) και να πάρει το ζήτημα πανεθνική διάσταση. Ακολουθούν οι «50 μέρες της άσπρης τρομοκρατίας» του Ιούνη-Ιούλη. Η Δεξιά στέλνει στα Πανεπιστήμια «ομάδες εργασίας» που (με αριστερά συνθήματα) επιχειρούν την καταστολή της εξέγερσης, κλείνουν τις πόρτες του ιδρύματος και διώχνουν τους φοιτητές (αλλά και τις αντιπροσωπείες εργατών-αγροτών που έρχονται να διαβάσουν τα τατζεμπάο), για να μελετήσουν το «πώς να είσαστε καλοί κομμουνιστές» του Λιου Σάο Σι στις τάξεις τους και στα οικοτροφεία τους!
Με την «Απόφαση στα 16 σημεία» που πήρε η Κ.Ε. του ΚΚΚ στις 8 Αυγούστου του 1966, επανεκκινείται στην πραγματικότητα η ΜΠΠΕ, και δίνεται αποφασιστική ώθηση και πολιτική νομιμοποίηση -έναντι της δεξιάς πτέρυγας- στη μεγάλη εξέγερση που έχει ήδη ξεσπάσει: «Στη ΜΠΠΕ οι μάζες δεν μπορούν παρά να απελευθερωθούν μόνες τους και κανείς δεν μπορεί να ενεργήσει στη θέση τους. Εμπιστευτείτε τις μάζες, στηριχτείτε σε αυτές και σεβαστείτε τις πρωτοβουλίες τους. Μη φοβάστε τις ταραχές. Ο Πρόεδρος Μάο μας έχει διδάξει πολλές φορές ότι η επανάσταση δεν μπορεί να είναι τόσο πολύ εκλεπτυσμένη, τόσο εγκρατής, καλοσυνάτη, αβρή και μεγαλόψυχη. Αφήστε τις μάζες να αυτοδιαπαιδαγωγηθούν μέσα σε αυτό το μεγάλο επαναστατικό κίνημα και να μάθουν να ξεχωρίζουν μεταξύ καλού και κακού, μεταξύ σωστού και λαθεμένου τρόπου δράσης». Ταυτόχρονα, με το ντοκουμέντο αυτό, δίνονται απαντήσεις και προσεγγίσεις σε ζητήματα που ήδη έχουν ανακύψει. Ανάμεσά τους βρίσκονται η απόλυτη επιλογή της μαζικής πολιτικής αντιπαράθεσης και η απόρριψη της βίας («Να χειριζόμαστε σωστά τις αντιθέσεις μέσα στους κόλπους του λαού»), το ζήτημα της συγκρότησης μονίμων οργανώσεων που θα εκφράζουν και θα προωθούν την πάλη των μαζών, το ζήτημα της ταυτόχρονης ανάγκης να «προωθούμε την επανάσταση και να αυξάνουμε την παραγωγή», το ζήτημα του ρόλου των ενόπλων δυνάμεων στη ΜΠΠΕ, των στελεχών, της Εκπαίδευσης και άλλα, που ήταν όλα κρίσιμα για τη συνέχιση και την εξέλιξη της ΜΠΠΕ. Ένα ιδιαίτερο και κρίσιμο ζήτημα που είχε προκύψει και χρειαζόταν αντιμετώπιση -και σε αυτή τη φάση και στη συνέχεια- και το οποίο τίθεται έντονα στα «16 σημεία» ήταν αυτό των «μοναρχικών ερυθροφρουρών». Των δυνάμεων εκείνων δηλαδή που συγκροτήθηκαν σε πόλεις αλλά και σε πανεθνική κλίμακα (όπως πχ η «16η ταξιαρχία του Μάη» ή το «Σύνταγμα των ερυθροφρουρών» στη Σανγκάη) από «τους γιους και τις κόρες» των δεξιών ηγετικών κομματικών στελεχών και με στόχο την υπεράσπιση των δεξιών δυνάμεων! Με αριστερές ονομασίες, με επιχειρήματα σε αναφορά με το μαρξισμό-λενινισμό και τις θέσεις του Μάο και –κυρίως- με σημαία την υποστήριξη του Κόμματος και των στελεχών που θίγονταν από τις επιθέσεις των άλλων, των (υποτίθεται) «αντεπαναστατών», οι συγκροτήσεις αυτές έσπειραν σύγχυση και αποτέλεσαν ισχυρές δυνάμεις αντιπαράθεσης στον αγώνα των επαναστατημένων μαζών.
Μια τέτοια δύναμη («Η Εργατική Κατακόκκινη Φρουρά της Σανγκάης για την υπεράσπιση της σκέψης Μάο Τσε Τουνγκ»!) συγκρότησε ο δήμαρχος της πόλης της Σανγκάης και η Επιτροπή του Κόμματος της πόλης (που αριθμούσε πάνω από ένα εκατομμύριο) για να αντιμετωπίσει τους επαναστάτες εργάτες, η οργάνωση των οποίων («Γενικό Αρχηγείο των Επαναστατών Εργατών της Σανγκάης») έφτασε τα δύο εκατομμύρια. Τα γεγονότα και οι εξελίξεις γύρω από αυτή την αντιπαράθεση και τις συγκρούσεις στην πόλη της Σανγκάης (Δεκέμβρης 1966-Γενάρης 1967) αποτέλεσαν σταθμό για τη ΜΠΠΕ, έδειξαν ως πού θα μπορούσε να πάει αυτό το μεγάλο επαναστατικό κίνημα. Οι επαναστατημένοι εργάτες, φοιτητές και κομματικά στελέχη (καθοδηγητικό ρόλο είχε ο Τσιανγκ Τσανκιάο των μετέπειτα «4») κατόρθωσαν να αποκρούσουν τις πολλαπλές επιθέσεις των ισχυρών κατεστημένων δυνάμεων (ανάμεσα στις οποίες η προσπάθεια διάσπασης και προσεταιρισμού των επαναστατημένων εργατών με αναπροσαρμογές μισθών και διάφορα άλλα υλικά ωφελήματα), να κρατούν μέσα στη φωτιά του συγκλονιστικού αυτού αγώνα την παραγωγή της μεγαλύτερης βιομηχανικής πόλης της Κίνας και τελικά να διώξουν πολιτικά ηττημένους το Δήμαρχο Τσάο και τον επικεφαλής του Γραφείου της Ανατολικής Κίνας Τσεν. Η παλιά Επιτροπή του Κόμματος διαλύθηκε και την εξουσία της πόλης συνολικά -μετά τα εργοστάσια- πήραν οι επαναστάτες εργάτες.
Η Σανγκάη, λοιπόν, σηματοδότησε το πέρασμα της ΜΠΠΕ σε μια νέα φάση. Από τη μαζική πολιτική κριτική και αντιπαράθεση, πέρασε στο πάρσιμο της εξουσίας. Στην εκδίωξη δηλαδή των δυνάμεων του καπιταλιστικού δρόμου από τις θέσεις ελέγχου και ευθύνης και στην ανάδειξη σε αυτές των επαναστατικών δυνάμεων. Και αυτό γινόταν με όρους ταξικής πάλης, σφοδρής ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης (δεν έλειψαν οι μάχες και οι τραυματισμοί, αλλά δεν χαρακτήρισαν αυτές τα γεγονότα της Σανγκάης) στη βάση του περιεχομένου που έφερνε και του δρόμου που άνοιγε η ΜΠΠΕ. Και όπως είδαμε, ο αγώνας δεν αφορούσε πια μόνο τα Πανεπιστήμια και τις αστικής γραμμής διοικήσεις τους. Ήταν αγώνας μέσα στα εργοστάσια και αγώνας για την πολιτική εξουσία σε πόλεις και περιοχές. Χτυπούσε και εξουδετέρωνε τα πολιτικά στηρίγματα των δυνάμεων που στην ηγεσία εξέφραζαν ο Λιου Σάο Σι, ο Τενγκ Χσιάο Πινγκ και όλοι οι άλλοι. Η πάλη και η νίκη της Σανγκάης –και με τη βαρύτητα που είχε αυτή η πόλη- τροφοδότησε τη συνέχιση της ΜΠΠΕ σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση σε όλη την Κίνα. Ο Χίντον αναφέρει σχετικά: «Γίνανε τρομαχτικοί αγώνες σε όλα αυτά τα μέρη (σ.σ.: αναφέρει μια σειρά επαρχίες της Κίνας), ανάμεσα στο Γενάρη του 1967 και την άνοιξη του 1968, οπότε οι επαναστατικές δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να ενώσουν την πλειοψηφία των ενεργών μαζών και τελικά κατάφεραν να πάρουν την εξουσία και να την εδραιώσουν».
Θα ήταν όμως λάθος να θεωρηθεί, πως αυτή η εξέλιξη ήταν απρόσκοπτη και σαρωτική και κυρίως ότι αυτή ακριβώς η «σειρά νικών» δεν έφερνε νέα προβλήματα και ζητήματα μέσα στο ίδιο το προλεταριακό επιτελείο.
Πρώτον, αντιδρούσαν με όλες τις δυνάμεις τους και με όλα τα διαθέσιμα μέσα οι δεξιές δυνάμεις. Γράφει πάλι ο Χίντον χαρακτηριστικά: «Όταν οι άνθρωποι του Κόμματος με εξουσία που έπαιρναν τον καπιταλιστικό δρόμο είδαν ότι οι επαναστάτες το ‘χαν πάρει στα σοβαρά, ότι πραγματικά είχαν σκοπό να καταλάβουν την εξουσία, τότε χρησιμοποίησαν κάθε μέσο που μπορούσαν για να το εμποδίσουν συμπεριλαμβανομένου του οικονομισμού και του ψεύτικου παρσίματος της εξουσίας (σ.σ.: σε μια σειρά περιοχές, οι υποτιθέμενες «Επαναστατικές Επιτροπές» που πήραν την εξουσία ήταν, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, δυνάμεις των συντηρητικών που είχαν «αποσύρει» γνωστά ηγετικά τους πρόσωπα και τα είχαν αντικαταστήσει με άλλους που δεν είχαν εκτεθεί στην προηγούμενη περίοδο). Έτσι κατέστειλαν τις δραστηριότητες των επαναστατών στο όνομα των νέων επαναστατικών επιτροπών χρησιμοποιώντας ακόμα και ένοπλες δυνάμεις σε μερικά μέρη».
Ας σταθούμε λίγο σε αυτό. Οι δεξιές δυνάμεις ήταν στην πραγματικότητα αποφασισμένες να κάνουν οτιδήποτε για να ανακοπεί και να ηττηθεί η ΜΠΠΕ. Ο εκβιασμός που ασκούσαν είχε πραγματική βάση. Με τον «οικονομισμό» κατασπαταλούσαν τα δημόσια ταμεία και δεν δίσταζαν να υπονομεύσουν και να μπλοκάρουν την παραγωγή. Τις συνέπειες αυτών των επιλογών τους (θα) τις χρεωνόταν η ΜΠΠΕ. Αυτή ήταν η αταξία, ο εξτρεμισμός, η αναρχία, εξαιτίας της οποίας η χώρα «απειλούνταν με διάλυση». Σε αυτό συνέδραμαν (και ενθάρρυναν, υπέθαλπαν) με την προπαγάνδα τους όλες οι αντιδραστικές δυνάμεις έξω από τη χώρα και πιο συγκεκριμένα ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Η επαναστατική πλευρά ήθελε βέβαια να υπερασπιστεί, να διατηρήσει και να ενισχύσει ότι είχε συγκροτήσει η επανάσταση στην Κίνα όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η παραγωγή, η οικονομία ήταν «δικιά της». Η ΜΠΠΕ στόχευε το προλεταριάτο να την κατακτήσει ολόπλευρα, όχι να την καταστρέψει. Εδώ συνίσταται ο εκβιασμός που αντιμετώπιζε η ΜΠΠΕ και η ανάγκη απάντησής του.
Το άλλο ζήτημα που θέτει ο Χίντον στο παραπάνω απόσπασμα («χρησιμοποιώντας ακόμα και ένοπλες δυνάμεις σε μερικά μέρη») είναι προφανώς ακόμα πιο σοβαρό. Δεν πρόκειται για υπερβολή αλλά για πραγματικά γεγονότα με κορυφαία όλα όσα εξελίχθηκαν στο Βουχάν, τον Ιούλη του 1967. Εκεί, ο κυβερνήτης Τσεν-Τσαι-Τάο απέναντι στους επαναστάτες εργάτες χαλυβουργίας και τους φοιτητές δεν παρέταξε μόνο τους «Ένα εκατομμύριο Ήρωες», μια ακόμα ψευδεπίγραφη οργάνωση που χρησιμοποιούνταν για να υπερασπίσει τις κατεστημένες δυνάμεις. Αλλά επιπλέον διέταξε τα τοπικά στρατεύματα που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του να διαλύσουν τις διαδηλώσεις των επαναστατών και να συλλάβουν τους ηγέτες τους. Στη συνέχεια, συνέλαβε, κακοποίησε και έβαλε σε απομόνωση τους εκπροσώπους (Βανγκ Λι και Χσιε Φου Τσιχ) που έστειλε η Επιτροπή της Πολιτιστικής Επανάστασης από το Πεκίνο για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα, αρνούμενος την πρότασή τους να συγκροτηθεί συμμαχία ανάμεσα στους «Ένα εκατομμύριο Ήρωες» και τις οργανώσεις των επαναστατών. Τελικά, μόνο με την άφιξη του ίδιου του Τσου Εν Λάι και κυρίως την έγκαιρη περικύκλωση των στρατιωτικών δυνάμεων του Τσεν από τις δυνάμεις του ΛΑΣ, αποφεύχθηκε μια ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση. Ο Τσεν παραδόθηκε και πήγε στο Πεκίνο για κριτική και επανεκπαίδευση, αλλά βέβαια το ότι υπήρξε -ως το «παρά ένα»- απειλή ανοιχτής σύγκρουσης κανονικών στρατευμάτων προστέθηκε στα δεδομένα των εξελίξεων.
Δεύτερο, και σαν αποτέλεσμα της πίεσης και των εκβιασμών που ασκούσε στη ΜΠΠΕ η δεξιά, αναδείχθηκε η λεγόμενη «υπέρ-αριστερή», «αναρχική» τάση μέσα από τους κόλπους των δυνάμεων του προλεταριακού επιτελείου. Η επίσημη ανάδυσή της στην κεντρική σκηνή γίνεται με τα γεγονότα της κατάληψης του Υπουργείου Εξωτερικών στο Πεκίνο για δύο περίπου εβδομάδες, τον Αύγουστο του 1967. Πρόκειται για την προέκταση-συνέπεια των γεγονότων στο Βουχάν και πρωταγωνιστής είναι ο Βανγκ-Λι, που έχει επιστρέψει στο Πεκίνο με πολύ αναβαθμισμένο το προσωπικό του κύρος. Μαζί με τον Γιάο Τενγκ Σαν (πρώην διπλωματικό υπεύθυνο στη Τζακάρτα), τίθενται επικεφαλής μιας φοιτητικής εξέγερσης στις σχολές ξένων γλωσσών (που είναι στην εποπτεία του ΥΠΕΞ) και βασικά της οργάνωσης «Ομάδα της 16ης του Μάη». Μαζί με τους Λιου, Τένγκ, καταγγέλλουν και τον υπουργό εξωτερικών Τσεν Γι που βρισκόταν στις γραμμές του προλεταριακού επιτελείου. Σκοπεύουν να μετατρέψουν τις πρεσβείες και τα προξενεία του εξωτερικού σε πολιτικά κέντρα ενάντια στις χώρες που βρίσκονταν. Καίνε τη Βρετανική πρεσβεία στο Πεκίνο και επιδρούν μέχρι του σημείου Κινέζοι ναύτες να χτυπήσουν, σε ιταλικά λιμάνια, ντόπιους λιμενεργάτες που αρνήθηκαν να φορέσουν το σήμα του Μάο! Ουσιαστικά, δυναμιτίζουν τη διεθνή κρατική υπόσταση της Κίνας, στην οποία φτάνουν πολλά διαβήματα από ασιατικές χώρες για να κλειστούν πρεσβείες και να απελαθούν διπλωμάτες. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια «γραφική» κατάσταση αλλά για έναν σοβαρό κίνδυνο για την εξέλιξη της ΜΠΠΕ και την υπόθεση της επανάστασης στη χώρα. Η Τσιανγκ Κινγκ καταγγέλλει σε ομιλία της ότι οι δυνάμεις της «16ης Μάη» αρπάζουν όπλα από τις αποθήκες του ΛΑΣ και επιτίθενται σε στρατιωτικές μονάδες που οι ίδιοι τις έκριναν ως συντηρητικές. Ο Χίντον αναφέρει ότι για τον Βανγκ Λι μετά το τέλος της κατάληψης του Υπουργείου «οι έρευνες απέδειξαν ότι είχε σχέσεις με το Λιου Σάο Σι». Επίσης, καταγράφει μια σειρά σημαντικά στελέχη της Κεντρικής Επιτροπής της Πολιτιστικής Επανάστασης αλλά και του ΛΑΣ ως στελέχη της «16ης Μάη» για να δείξει το αυξημένο πολιτικό βάρος που είχε η ομάδα αυτή. Για μας, είναι προφανές, ότι από πολιτική άποψη -πέρα από τις όποιες βάσιμες ή όχι διασυνδέσεις του Βανγκ Λι με τις δεξιές δυνάμεις- η γραμμή «ανατρέψτε τους όλους» με την οποία κινήθηκε η «υπερ-αριστερή» τάση δεν ήταν η γραμμή της ΜΠΠΕ. Ήταν γραμμή υποταγής απέναντι στη δεξιά, γραμμή παραίτησης μπροστά στα προβλήματα που αναπηδούσαν ενόψει της συνέχισης της ΜΠΠΕ και υποτίμησης των μαζών, και από αυτή την άποψη εύστοχα ο Χίντον παραλληλίζει την πολιτική κατεύθυνση της υπερ-αριστερής τάσης με αυτήν του Τρότσκι στην ΣΕ τη δεκαετία του ‘30. Αλλά –καθώς θα επανέλθουμε σχετικά με αυτά- ας επιστρέψουμε στην εξέλιξη της ΜΠΠΕ από το 1968 και μετά.
Στα τέλη του 1967-αρχές του 1968, μπορούν να γίνουν δύο βασικές επισημάνσεις σχετικά με την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο εσωτερικό της Κίνας.
Από τη μια, η εξαπόλυση της ΜΠΠΕ έχει εμπνεύσει, κινητοποιήσει, πολιτικοποιήσει εκατοντάδες εκατομμύρια μαζών. Είναι οι εργάτες, οι αγρότες, οι φοιτητές, οι απλοί στρατιώτες που έχουν κάνει θέμα τους και έχουν πάρει στα χέρια τους την υπόθεση της συνέχισης της επανάστασης, της ενίσχυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Δίνουν απαντήσεις στην πράξη για το πώς θα συνεχίσει η χώρα τους στον σοσιαλιστικό δρόμο, αντιμετωπίζοντας κάθε ερώτημα και σε κάθε πεδίο (γεωργία, βιομηχανία, εκπαίδευση, κουλτούρα, εξωτερική πολιτική και στρατιωτικές υποθέσεις) από αυτήν ακριβώς τη σκοπιά.
Όλα αυτά έχουν μια πρώτη αποκρυστάλλωση, καθώς μέσα από τις συγκρούσεις και τη σκληρή πάλη, οι επαναστατημένες μάζες έχουν πάρει την εξουσία στη μεγάλη πλειοψηφία των περιοχών και έχουν συγκροτήσει τις «τρισυπόστατες» Επαναστατικές Επιτροπές. Πρόκειται για μια νέα μορφή συγκρότησης-οργάνωσης της πάλης των μαζών, στην οποία συναντώνται και συνενώνονται οι επαναστατημένες μάζες, οι κομματικές δυνάμεις (που ήταν ή κερδίζονταν στην σοσιαλιστική υπόθεση) και οι επαναστατικές δυνάμεις του στρατού. Προφανώς πρόκειται για τη μορφή εκείνη που αφενός δημιουργεί ένα ευρύ πεδίο ενότητας στους από κάτω και αφετέρου ανοίγει το δρόμο για την επαναστατική ανασυγκρότηση του Κόμματος.
Από την άλλη, και στη βάση των επιθέσεων της δεξιάς, που έφτασε να απειλεί, όπως είδαμε, ακόμα και με εμφύλιο πόλεμο, έχουν ήδη εκδηλωθεί προβλήματα και στους από πάνω (το προλεταριακό επιτελείο) και στους «από κάτω». Ουσιαστικά, η σύγκρουση και η αντιπαράθεση, έχοντας διανύσει με επιτυχία την πρώτη και τη δεύτερη φάση τους, βρίσκονται στο σημείο που αντιμετωπίζουν άμεσα τις πιο μεγάλες απαιτήσεις που έθετε στον εαυτό της η ΜΠΠΕ.
- Η ενότητα του επιτελείου δοκιμάζεται στην πραγματικότητα απέναντι σε ένα βασικό ερώτημα: Πώς προχωράμε; Το ερώτημα είναι μεγάλο και πραγματικό, τίθεται στις καμπές κάθε επανάστασης, τέθηκε με το παραπάνω και στην «ιδιόμορφη» περίπτωση της ΜΠΠΕ που έπρεπε να βρει δρόμους, όρους και μορφές για να κάνει εξουσία τις νίκες του αγώνα της, ενώ δεν έπρεπε να χάσει και ότι ως τότε είχε χτίσει και κατακτήσει. Η πίεση από την πάλη και τα ζητήματα που αυτή θέτει ας μην ξεχνάμε ότι ενισχύεται διαρκώς από τους «έξω», που με τα κανάλια τους βρίσκονται και «μέσα». Είναι χαρακτηριστικό πως ο αμερικάνικος τύπος (και ενώ οι ΗΠΑ κορύφωναν τη συσσώρευση στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή) παρακολούθησε τις εξελίξεις στη ΜΠΠΕ παρουσιάζοντας πχ τους μοναρχικούς ερυθροφρουρούς ως «αγνούς ιδεαλιστές» και τους επαναστάτες ως «τεντυμπόηδες», έχοντας δηλαδή επίγνωση των όσων διακυβεύονταν. Από την άλλη, στα 1967-68, ο ρεβιζιονισμός στη ΣΕ μετατρέπεται σε σοσιαλιμπεριαλισμό (επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία, ένταση αντιπαράθεσης με ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή, κ.ά.) και ενισχύει την εχθρότητα του απέναντι στην Κίνα, που θα κλιμακωθεί το 1969, με την παράταξη ενός εκατομμυρίου στρατιωτών της ΣΕ στα βόρεια σύνορα της Κίνας και με εκτεταμένα πολεμικά επεισόδια με εκατοντάδες νεκρούς, τον Μάρτη της ίδιας χρονιάς στο νησί Ζενμπάο του ποταμού Ουσούρι. Η περίπτωση λοιπόν του Βανγκ Λι, που αναζήτησε απαντήσεις στον τυχοδιωκτισμό και έξω από τις μάζες και τους όρους της ταξικής πάλης, δεν είναι τυχαία ούτε βέβαια και μοναδική. Συνολικά, η διάσπαση του προλεταριακού επιτελείου και τα όσα ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια με άλλα ηγετικά στελέχη, όπως τον Τσε-Πο–Τα και βέβαια τον Λιν Πιάο, όσο και αν μας λείπουν πιο συγκεκριμένα δεδομένα, δεν μπορούμε παρά να τα δούμε και να τα ερμηνεύσουμε πολιτικά στο φόντο αυτών των δεδομένων που αναφέραμε.
- Τα ζητήματα που εκδηλώθηκαν με τους «από κάτω» θα μπορούσαν καταρχάς να εντοπιστούν με βάση το γεγονός ότι η Δεξιά κατάφερνε τόσο με τους «μοναρχικούς ερυθροφρουρούς» όσο και με τις κίβδηλες «επαναστατικές επιτροπές» που έσπευδε να στήνει απέναντι στο ογκούμενο κίνημα της ΜΠΠΕ, να συσπειρώνει εκατομμύρια φοιτητών αλλά και εργατών! Οπωσδήποτε πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα μεγέθη και την κλίμακα της χώρας, αλλά όπως και να το δούμε, η διάσταση αυτή αναδεικνύει αυτό που ονομάστηκε «άνιση πολιτικοποίηση» αναφορικά με τις μάζες. Και επιπλέον και κυρίως, η κατάσταση αυτή πρέπει να ιδωθεί σε συνδυασμό με τις επιδιώξεις της Δεξιάς πτέρυγας και τους τυχοδιωκτισμούς της υπέρ-αριστερής τάσης που ανατροφοδοτούσαν την «ανισότητα της πολιτικοποίησης», χωρίς να διστάζουν να φτάσουν σε γεγονότα σαν το Βουχάν ή την κατάληψη του Υπουργείου στο Πεκίνο. Η απειλή του εμφυλίου ή οι επιθέσεις στον ΛΑΣ δεν ήταν από τα ζητήματα που μπορεί και να αγνοηθούν ή να προσπεραστούν. Ειδικά για το ρόλο του ΛΑΣ και για να αποκτηθεί μια «αίσθηση» της σημασίας του, καταφεύγουμε και πάλι στον Χίντον: «Καθώς οι Επιτροπές του Κόμματος και οι κυβερνήσεις (σ.σ.: οι τοπικές) ανατρέπονταν η μια μετά την άλλη, συχνά εκείνος που απέμενε σαν η μοναδική συνεκτική κοινωνική δύναμη ήταν ο στρατός. Ο στρατός χρειάστηκε ταυτόχρονα να αποτρέψει σοβαρές μάχες, να προσπαθήσει να ενώσει τις διάφορες φράξιες, να φροντίσει να συνεχιστεί η παραγωγή και οι επικοινωνίες, να διατηρήσει ένα μίνιμουμ κοινωνικής τάξης, να υποστηρίξει την αριστερά και να καταστείλει την αντεπανάσταση. Αν και, τουλάχιστον μετά τις 5 Σεπτέμβρη του 1967, είχαν εξουσιοδοτηθεί να αμυνθούν όταν τους επιτίθενται, οι στρατιώτες πήραν μέρος στην πολιτική πάλη άοπλοι. Πολλοί σκοτώθηκαν και χιλιάδες τραυματίστηκαν καθώς μπήκαν ανάμεσα στις αντιμαχόμενες φράξιες για να τις παροτρύνουν να συζητήσουν και να μελετήσουν τη σκέψη Μάο Τσε Τουνγκ αντί να χρησιμοποιούν τη βία […]».
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα ότι ήταν σημαντικές οι δυνάμεις των «από κάτω» που συγκροτούνταν και αξιοποιούνταν είτε από τη Δεξιά είτε από την υπέρ-αριστερή τάση, η έξαρση του φαινομένου των φραξιονισμών (κυρίως στις φοιτητικές ομάδες και δυνάμεις αλλά όχι μόνο σε αυτές), των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών στο επίπεδο των μαζών, αντανακλούσαν και έβαζαν σοβαρά προβλήματα για το πώς θα προχωρήσει η ΜΠΠΕ από το 1968 και μετά. Ας περάσουμε λοιπόν να δούμε, πώς με αυτούς τους όρους, ο Μάο και οι δυνάμεις γύρω από αυτόν προχώρησαν στην επόμενη φάση της ΜΠΠΕ ως το 9ο Συνέδριο του 1969.
Στην περίοδο από τις αρχές του 1968 ως το 1969, η πλευρά του Μάο και είδε και επιχείρησε απαντήσεις στα προβλήματα που παραπάνω επισημάναμε. Η βασική κατεύθυνση με την οποία κινούνταν σε σχέση με αυτά θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνοψιζόταν στα εξής δύο και ένα σημεία: α) Αποκλεισμός του παραμικρού ενδεχομένου πυροδότησης εμφυλίου πολέμου, διατηρώντας τον ΛΑΣ μέσα στην πολιτική πάλη αλλά με τους όρους που ήδη έχουμε δει. β) Η κριτική και αντιπαράθεση σε στελέχη και δυνάμεις σε κόμμα και κράτος που πήραν ή υπηρέτησαν τον καπιταλιστικό δρόμο να έχει στόχο το ξανακέρδισμά τους στην υπόθεση, στους στόχους της ΜΠΠΕ και όχι την εξόντωσή τους. Για τα μεγέθη της χώρας (αλλά και ανεξάρτητα από αυτά), το δεύτερο αυτό σημείο είχε μεγάλη σημασία. Όλη η θεωρητική ανάλυση του Μάο για «τις αντιθέσεις στους κόλπους του λαού» (δηλαδή τις μη ανταγωνιστικές) είχε επιστρατευτεί –και σωστά!- για να εξοπλίσει την πάλη της ΜΠΠΕ. Ο Μάο και οι επαναστατικές δυνάμεις δεν ήθελαν βέβαια να ορίσουν ως «εχθρούς» κομματικές δυνάμεις και τμήματα των λαϊκών μαζών που είχαν βρεθεί σε κάποιον βαθμό και με όρους σύγχυσης και πιέσεων προς την άλλη πλευρά. Στόχευαν να «ξαναχτίσουν» το Κόμμα και τις σχέσεις του με τις μάζες στην κατεύθυνση του δυναμώματος της δικτατορίας του προλεταριάτου και όχι βέβαια να το «μικρύνουν» και να το απομονώσουν. Τα σημεία αυτά που αναφέραμε δεν είναι βέβαια καινούρια. Υπάρχουν διατυπωμένα με σαφήνεια στην απόφαση της Κ.Ε. των «16 σημείων», τον Αύγουστο του 1966. Η εξαπόλυση της ΜΠΠΕ δεν ήταν σε καμιά περίπτωση μια «τυχοδιωκτική» κίνηση. Εξάλλου, παρόμοια –σαφώς μικρότερης έκτασης και περιεχομένου- κινήματα σοσιαλιστικής διαπαιδαγώγησης είχαν πολλές φορές επιχειρηθεί τα χρόνια πριν τη ΜΠΠΕ και όπως έχουμε αναφέρει το Μεγάλο Άλμα ήταν ένας προάγγελός της. Με βάση αυτά, με την εξαπόλυση της ΜΠΠΕ, ο Μάο και τα στελέχη που την υποστήριζαν γνώριζαν και αντιλαμβάνονταν πολύ καλά , ότι «σημείο ισορροπίας» θα έπρεπε διαρκώς να αναζητείται ανάμεσα στον μαζικό ξεσηκωμό και την επανάσταση που δεν θα ήταν τόσο «αβρή και καλοσυνάτη» από τη μια, και την ανάγκη η επανάσταση αυτή να χτίζει και να αναπτύσσει την ενότητα της δύναμής της από την άλλη. Στις συνθήκες λοιπόν που έχουν διαμορφωθεί, τα σημεία αυτά επανέρχονται με ένταση μαζί με ένα τρίτο σημείο: Την ανάγκη να ξεπεραστούν οι φράξιες, οι ομαδοποιήσεις και οι αντιπαραθέσεις μέσα στις δυνάμεις που βρίσκονταν στην πάλη. Το ζήτημα αυτό απευθύνεται πριν από όλα στους εργάτες («δεν υπάρχει καμιά αντικειμενική βάση για να υπάρχουν δύο ή και περισσότερες αντιμαχόμενες φράξιες ανάμεσα στους εργάτες» δήλωνε, ήδη από το Σεπτέμβρη του 1967, ο Μάο) αλλά βέβαια και στους φοιτητές, όπου και με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους είχαν αναπτυχθεί πολύ περισσότερο ανταγωνισμοί και πολώσεις. Για να πάρουμε μια ιδέα αυτών των πολώσεων, ας δούμε ένα ακόμα απόσπασμα από το Χίντον: «Οι επαναστάτες Ερυθροφρουροί, που είχαν αντιτεθεί και καταπιεστεί από τις ομάδες εργασίας του Λιου Σάο Σι, το 1966, αρνήθηκαν να ενωθούν μαζί με κείνους τους μοναρχικούς Ερυρθροφρουρούς που είχαν υποστηρίξει αυτές τις ομάδες εκείνη την εποχή, με τη δικαιολογία ότι είχαν ακολουθήσει μια αντιδραστική γραμμή κι ότι είχαν καταπατήσει το δικαίωμα της εξουσίας τους. Εκείνοι πάλι οι Ερυθροφρουροί, από την άλλη μεριά, που είχαν υποστηρίξει λόγω άγνοιας τις ομάδες εργασίας σαν αντιπροσώπους του Κομμουνιστικού Κόμματος και του προέδρου Μάο, δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν τους επαναστάτες για τις υπέρ-αριστερές “ανατρέψτε τους όλους” θέσεις που πήραν αργότερα. Στα δικά τους τα μάτια, οι επαναστάτες είχαν συμβιβαστεί με αντεπαναστατικές πράξεις υπέρ-αριστερής φύσης και δεν άξιζαν να παίξουν ηγετικό ρόλο».
Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε, πως η κρισιμότητα του προβλήματος δεν συνίσταται σε αυτές καθαυτές τις εντάσεις και συγχύσεις που έχουν συσσωρευτεί τα προηγούμενα χρόνια, σαν αυτές που περιγράφει ο Χίντον στο παραπάνω απόσπασμα. Αυτές θα μπορούσαν και να εκτονωθούν και να σβήσουν σε μια πορεία, αν δεν υπήρχε ένας ενεργός πολιτικός παράγοντας που τις ενεργοποιούσε και τις τροφοδοτούσε εκ νέου. Αυτός δεν ήταν άλλος από την υπερ-αριστερή γραμμή και τάση που είχε διαμορφωθεί στην ομάδα της Κ.Ε. που ήταν επιφορτισμένη με την ΜΠΠΕ. Η γραμμή λοιπόν του Μάο στο διάστημα αυτό -και ήδη από το φθινόπωρο του 1967, μετά τα γεγονότα στο Πεκίνο και αλλού- για την υπέρβαση των φραξιών από τη μια επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στο επίπεδο των μαζών και της πάλης τους, αλλά ταυτόχρονα είναι και πάλη ενάντια στην υπέρ-αριστερά, που με τις θέσεις της υπονόμευε τη συνένωση και την πάλη των μαζών ενισχύοντας τη δεξιά. Και στις εφημερίδες της Κίνας υπάρχουν συχνά-πυκνά αυτό το διάστημα ανοιχτές παρεμβάσεις ενάντια στην τάση αυτή: «Αν συνεχιστεί η αναρχική τάση, η προλεταριακή δικτατορία θα εξασθενίσει τόσο πολύ που η παραγωγή και η επανάσταση θα υποχωρήσουν» έγραφε, για παράδειγμα, στις 13/2/68, η «Ημερησία» της Χουπέχ.
Η μάχη αυτή τελικά κερδήθηκε αλλά αποτελούσε μια μόνο -αν και κρίσιμη- πλευρά του συνολικού ζητήματος. Το συνολικό ζήτημα ήταν –αν επιχειρήσουμε ένα συγκεκριμένο προσδιορισμό του, στις αρχές του 1968- πώς θα συνεχίσει η ΜΠΠΕ από το σημείο που βρισκόταν, το οποίο σημείο μορφοποιούνταν -σύμφωνα με το «Ο Κινέζικος δρόμος για τον σοσιαλισμό»- στο ότι είχαν καταληφθεί 23 από τις 27 περιφερειακές κυβερνήσεις από το προλεταριακό επιτελείο του Μάο Τσε Τουνγκ. Πώς θα συνέχιζε λοιπόν η επανάσταση, που «τα είχε πάει καλά» μέχρι τότε, στο επίπεδο του παρσίματος της –περιφερειακής- εξουσίας; Πώς θα σταθεροποιούσε αυτή την εξουσία που με τόσους αγώνες είχε καταλάβει; Η σταθεροποίηση της κρινόταν από την προώθηση των στόχων που είχε θέσει η ΜΠΠΕ, στόχοι που συνοψίζονται στην ενίσχυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Και η απάντηση που δόθηκε στο ερώτημα αυτό για τη συνέχιση της επανάστασης σε αυτή τη φάση, συνοψίστηκε από την πλευρά του Μάο στο τρίπτυχο «Πάλη-Κριτική–Μετασχηματισμός». Αναμφίβολα η κατεύθυνση αυτή έπαιρνε υπόψη της τα δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί στον συσχετισμό δυνάμεων μέσα στην Κίνα και την κλιμάκωση των εξωτερικών πιέσεων και απειλών. Ωστόσο, δεν θα συμφωνήσουμε με τις πλευρές εκείνες (όπως πχ ο Μπαντιού) που επιχειρούν να την εμφανίσουν ως μια κατεύθυνση «υποχώρησης» και «παραίτησης» από την πάλη που είχε ξεκινήσει η ΜΠΠΕ. Το περιεχόμενο αυτής της κατεύθυνσης συνίσταται στην προσπάθεια να εκφραστούν και να αποκρυσταλλωθούν στο εποικοδόμημα και μέσα στην παραγωγή οι πολιτικές επιτυχίες της ΜΠΠΕ των προηγούμενων χρόνων. Αυτό ήταν βέβαια μια αλλαγή της μέχρι τότε ροής των εξελίξεων. Ήταν μια ανακοπή της ανοιχτής πολιτικής πάλης και μια μεταφορά της στην επιδίωξη να χτίσει τους αναγκαίους μετασχηματισμούς. Και αυτό ήταν αναγκαίο για τη διαμόρφωση όρων για να επανέλθει ξανά -σε μια επόμενη φάση- η μαζική και ανοιχτή πολιτική πάλη.
Ο ίδιος ο «μετασχηματισμός» δεν ήταν καθόλου μια «απλή» επιδίωξη που δεν συναντούσε αντιστάσεις. Για να κατανοηθούν καλύτερα οι στόχοι που προωθούνταν, ας δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα ένα βασικό ζήτημα που παλεύτηκε σε αυτή τη φάση. Μέσα στο 1968, αποφασίζεται και προωθείται η είσοδος ομάδων προπαγάνδας από εργάτες αρχικά στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο του Πεκίνου και στη συνέχεια σε όλα τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κίνας. Η επιλογή αυτή υπαγορεύεται καταρχάς από την ανάγκη να ξεπεραστεί ο φραξιονισμός μέσα στα Πανεπιστήμια, που λειτουργούσε διαιρετικά και παραλυτικά για την πάλη των φοιτητών. Όμως ταυτόχρονα η επιλογή αυτή πάει και πολύ πιο μακριά. Σε ένα σχετικό άρθρο του Γιαο Βενγιουαν (από τους μετέπειτα «4»), με τίτλο «Η εργατική τάξη πρέπει να καθοδηγεί τα πάντα», αναφέρεται: «Η είσοδος των εργατικών ομάδων προπαγάνδας στον τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης αποτελεί ένα γεγονός που θα αναστατώσει γη και ουρανό». Ενώ η σχετική καθοδηγητική εντολή του Μάο, που περιέχεται στο ίδιο άρθρο, είναι πολύ σαφής για τον επιδιωκόμενο μετασχηματισμό: «Για να πραγματοποιηθεί η προλεταριακή επανάσταση στην εκπαίδευση, πρέπει η εργατική τάξη να αναλάβει την καθοδήγηση, πρέπει οι εργατικές μάζες να πάρουν μέρος σε αυτήν και να πραγματοποιήσουν, με τη συνεργασία των μαχητών του ΛΑΣ, την τριπλή ένωση των επαναστατικών στοιχείων, που να περικλείουν επίσης τα δραστήρια στοιχεία ανάμεσα στους φοιτητές, στο διδακτικό προσωπικό και στους εργαζόμενους στις Σχολές, που να είναι αποφασισμένοι να διεξάγουν την επανάσταση ως το τέλος. Οι εργατικές ομάδες προπαγάνδας θα πρέπει να παραμείνουν στις σχολές για πολύ καιρό και να πάρουν μέρος σε όλα τα καθήκοντα της πάλης-κριτικής–μετασχηματισμού. Ακόμα, θα πρέπει να καθοδηγούν πάντα τις σχολές».
Η αντιπαράθεση –για το αν έτσι θα γίνουν τα πράγματα- ήταν οξύτατη και ο Γιαο Βενγιουαν κρίνει σκόπιμο να προσθέσει: «Όλοι αυτοί που θεωρούν τους εργάτες σαν ξένη δύναμη “σε αυτές τις ίδιες” τις μάζες, είτε είναι ταραχοποιοί είτε ξένα στοιχεία για την εργατική τάξη και κατά συνέπεια η εργατική τάξη έχει ολοκληρωτικά δίκιο να ασκήσει τη δικτατορία πάνω τους […]». Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η σύγκρουση αυτή δεν αφορούσε –και δεν αφορά- «απλώς» το θίξιμο –από την είσοδο των εργατών- των συμφερόντων των «μικρών βασιλειών» που υπήρχαν μέσα στα Πανεπιστήμια. Το ζήτημα ήταν βαθύτερο και συνολικότερο. Αφορούσε το τι και πώς πρέπει να είναι τα Πανεπιστήμια, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό και στην κατεύθυνση να γίνει πλήρης η δικτατορία της, στην πάλη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αν τα πανεπιστήμια δεν είχαν τη δικιά της καθοδήγηση και δεν γίνονταν δικά της, τότε και σε μια πορεία δεν θα μπορούσε να είναι δικά της και τα εργοστάσια. Αν τα πανεπιστήμια δεν γίνονταν «βάση» της εργατικής τάξης, αλλά παρέμειναν αποσπασμένα από αυτήν, δεν θα μπορούσε να κατακτήσει και να εδραιώσει την εξουσία της και στην παραγωγή. Πρόκειται δηλαδή για το ζήτημα που θεωρητικά περιγράφεται ως αντίθεση πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας (που έχει μια σειρά εκφράσεις και πραγματώσεις μέσα στην παραγωγική διαδικασία). Πρόκειται για την «ενιαία-διπλή» (και στα εργοστάσια και στο εποικοδόμημα) πάλη που η εργατική τάξη έχει να δώσει μέσα στο σοσιαλισμό για να «αφαιρεί το έδαφος» στις δυνάμεις της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Όμως εδώ –δηλαδή σε αυτή τη φάση της ΜΠΠΕ- όλο αυτό το ζήτημα δεν είναι θεωρητικό, αλλά ένα εξόχως πολιτικό ζήτημα που η ΜΠΠΕ το θέτει με όρους ταξικής πάλης. Το θέτει με την είσοδο των εργατών στα Πανεπιστήμια (καθόλου «αβρό» και αυτό, για να θυμηθούμε ξανά τα «16 σημεία») που ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων. Και επίσης, το θέτει πιο ολοκληρωμένα και με τη «διπλή» του διάσταση ο Μάο, με την καθοδηγητική εντολή του Ιούλη του 1968, γνωστή και ως εντολή της «21 Ιούλη»:
«Οι ανώτατες σχολές είναι ακόμα αναγκαίες. Με αυτό εννοώ κύρια τις πολυτεχνικές σχολές. Όμως πρέπει να μειωθεί η διάρκεια των σπουδών, να διεξαχθεί η επανάσταση στην Εκπαίδευση, να μπει η προλεταριακή πολιτική στο τιμόνι και να πάρει το δρόμο που ακολουθεί το Εργοστάσιο Εργαλειομηχανών της Σανγκάης, δηλαδή να συγκροτηθεί ένα τεχνικό προσωπικό που να προέρχεται από τις εργατικές γραμμές. Οι φοιτητές πρέπει να επιλεγούν ανάμεσα στους εργάτες και αγρότες που έχουν αποχτήσει μια πρακτική πείρα. Ύστερα από μερικά χρόνια σπουδών, θα ξαναγυρίζουν στην πράξη της παραγωγής». (Από αυτή την οδηγία του Μάο, που ως πρότυπο Πανεπιστημίου δεν ορίζει κάποιο ίδρυμα αλλά το εργοστάσιο Εργαλειομηχανών της Σανγκάης, που από χρόνια πριν την ΜΠΠΕ επιχειρούσε την αναίρεση των διαχωρισμών μεταξύ τεχνικών και στελεχών από τη μια και εργατών από την άλλη, έχει προκύψει και ο όρος «Εργοστασιακά Πανεπιστήμια,» που αναφέρεται στη σχετική μπροσούρα του Μπενζαμέν Κοριά).
Δεν θα επεκταθούμε στα πλαίσια αυτού του κειμένου για το πόσα σήμαινε η εντολή της «21 Ιούλη» και για όσα προωθήθηκαν σχετικά με αυτή σε μια σειρά ζητήματα (σύνθεση σπουδαστών, ύλη διδασκαλίας και σχέση θεωρίας-πράξης, σύνθεση διδακτικού σώματος και άλλα), στη βάση της κατεύθυνσης να καθοδηγήσει τα Πανεπιστήμια και συνολικά την Εκπαίδευση η εργατική τάξη. Πρόκειται για έναν ολόκληρο πλούτο πάλης που είναι αναπόσπαστα δεμένη με την παράλληλη πάλη που εξελίσσεται στα εργοστάσια. Δηλαδή την πάλη που σε όλα τα ζητήματα (διαχείριση, κανονισμούς, προώθηση καινοτομιών στην τεχνική, κοκ) δεν επιδιώκει απλώς να αντικαταστήσει τους παλιούς τεχνικούς και τα παλιά στελέχη από νέους με εργατική προέλευση. Την πάλη δηλαδή που στοχεύει να μην συγκροτηθεί ένα νέο στρώμα που δεν θα έχει την ιδιοκτησία, αλλά θα έχει την «αρμοδιότητα» της παραγωγής και έτσι θα αποτελέσει κοινωνική βάση και φορέα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. (Αναμφίβολα πολύτιμη υπήρξε για τους Κινέζους η σχετική αρνητική εμπειρία από τη Σ.Ε.) Αλλά αντίθετα πρόκειται για την πάλη που κινείται στην κατεύθυνση άρσης αυτών των αντιθέσεων (σύλληψη/εκτέλεση, χειρωνακτική/πνευματική εργασία), επιδιώκοντας καταρχήν να δημιουργήσει τους όρους ώστε ο έλεγχος που θα ασκούν οι εργάτες να είναι πραγματικός και διαρκής.
Σε σχέση με όλα αυτά –και για να «επιστρέψουμε» στην περιγραφή των εξελίξεων της ΜΠΠΕ- θα αρκεστούμε εδώ σε δύο επισημάνσεις. Η πρώτη είναι η «υπενθύμιση» πως αυτή η προωθημένη πάλη της ΜΠΠΕ δεν γινόταν σε «ελεύθερο πεδίο» αλλά με τις δεξιές δυνάμεις απέναντί της να προωθούν ανοιχτά και έμπρακτα την πολιτική του Λιου Σάο Σι «το κέρδος και η τεχνική στο τιμόνι». Η οποία πολιτική είχε ήδη πριν τη ΜΠΠΕ προωθήσει, ανάμεσα στα άλλα, τον λεγόμενο «Καταστατικό Χάρτη» του Λιου Σάο Σι (που έχουμε ήδη αναφέρει στην ενότητα Α) και μια σειρά κανονισμών (όπως το βιβλιάριο του «παραγωγικού εργάτη», που περιείχε πάνω από 170 διατάξεις που ζητούσαν από τους εργάτες να τους αποστηθίσουν και να τους τηρούν κατά γράμμα!). Κανονισμοί που μεγάλωναν το χάσμα εργατών-τεχνικών και διέσπασαν τους εργάτες. Η δεύτερη επισήμανση σχετίζεται με την πρώτη, όσον αφορά την ανάπτυξη της πάλης των εργατών ενάντια σε αυτούς τους «παράλογους κανονισμούς», όπως τους έλεγαν οι Κινέζοι εργάτες στην ΜΠΠΕ, αλλά ταυτόχρονα αφορά σε ένα βασικό χαρακτηριστικό της ίδιας της «φύσης» αυτής της πάλης. Η ανατροπή αυτών των κανονισμών, των όρων ουσιαστικά που έχει κληροδοτήσει ο καπιταλισμός για το «τι είναι και πώς λειτουργεί» ένα εργοστάσιο -άρα η πάλη κατάκτησης των νέων σοσιαλιστικών όρων- δεν είναι υπόθεση «ενός» αγώνα. Είναι υπόθεση μιας ολόκληρης διαδικασίας πάλης που χρειάζεται να «επανέλθει», ξανά και ξανά, για να διαμορφώσει τους όρους (κοινωνικούς, τεχνικούς και όποιους άλλους) για να ξεριζώσει το παλιό και να συγκροτηθεί και να ριζώσει το καινούριο.
Αυτή η πάλη (που την ονομάσαμε «διπλή και ενιαία») δινόταν από τη μια στα Πανεπιστήμια με την είσοδο των εργατών σε αυτά και από την άλλη στα εργοστάσια όλο αυτό το διάστημα, από τις αρχές του 1968 ως το 1969, με πλαίσιο το τρίπτυχο πάλη-κριτική-μετασχηματισμός. Ωστόσο, ταυτόχρονα πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή η φάση της ΜΠΠΕ δεν χωρίζεται με «σινικά τείχη» από την προηγούμενη, η οποία χαρακτηρίστηκε από τον αγώνα ανατροπής των δεξιών δυνάμεων και κατάληψης της εξουσίας από τις επαναστατικές-προλεταριακές δυνάμεις. Και στη διάρκεια του 1968, γεγονότα «κατάληψης και ανακατάληψης» της εξουσίας και συγκρούσεων με τις δεξιές δυνάμεις υπάρχουν πολλά στις –ας μην ξεχνάμε- περίπλοκες συνθήκες που υπήρχαν. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο Σινκιάγκ και στο Θιβέτ το πάρσιμο της εξουσίας έγινε το Σεπτέμβρη του 1968. Και ειδικά για την περίπτωση του Θιβέτ –μια περιοχή με έκταση περίπου ίση με τη μισή των ΗΠΑ, που είχε ξεκινήσει από συνθήκες απόλυτης απομόνωσης και καθυστέρησης πριν το 1949- αξίζει να μελετήσει κανείς το τι «έφερε» η ΜΠΠΕ με μια άγρια και σκληρή πάλη, στην πρώτη γραμμή της οποίας βρέθηκε το πιο καταπιεσμένο στρώμα, οι γυναίκες, που για πρώτη φορά στην ιστορία του Θιβέτ κατέκτησαν μαζικά ρόλους στελεχών στην πάλη και στον αγώνα για την ανατροπή των αντιδραστικών κοινωνικών σχέσεων και τον συνολικότερο μετασχηματισμό.
Με το τέλος του 1968-αρχές του 1969, οι βασικοί όροι που έχουν διαμορφωθεί από την εξαπόλυση της ΜΠΠΕ και τις γενικότερες εξελίξεις θα μπορούσαν να καταγραφούν ως εξής:
Παράλληλα, είχαν αναδειχτεί προβλήματα στο προλεταριακό επιτελείο που δεν αφορούσαν μόνο τις δυνάμεις που «έφυγαν» προς την «υπέρ-αριστερά». Αλλά αφορούσαν και τα ζητήματα που θα εκδηλώνονταν (όπως το μέγα ζήτημα με το Λιν Πιάο και τον Τσεν-Πο-Τα ή τις ταλαντεύσεις και τον κεντρισμό του Τσου Εν Λάι). Βέβαια ως τότε (τέλη 1968-αρχές 1969), δημόσια δεν έχει τίποτε εκφραστεί σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Θεωρούμε όμως δύσκολο –αν όχι απίθανο- ο Μάο και τα στελέχη γύρω από αυτόν να μην είχαν καμιά αντίληψη και καμιά ανησυχία, ιδιαίτερα για την περίπτωση του Λιν Πιάο, ανεξάρτητα από το ποιες (λαθεμένες) εκτιμήσεις είχαν για το πώς θα εξελιχθεί ο ρόλος και η στάση των στελεχών αυτών. Εξάλλου, στο 10ο συνέδριο του ΚΚΚ (το 1973 πια!), επισήμως «αποκαλύπτεται» και καταγγέλλεται πως οι Λιν Πιάο και Τσεν-Πο-Τα αντιτίθονταν στην κατεύθυνση της συνέχισης της επανάστασης στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου και θεωρούσαν πως μετά το 9ο Συνέδριο το κύριο καθήκον ήταν η ανάπτυξη της παραγωγής. Δηλαδή υιοθετούσαν ουσιαστικά τη θεωρία των «παραγωγικών δυνάμεων» του Λιου Σάο Σι και συνολικά της δεξιάς πτέρυγας.
Παράλληλα, στο ζήτημα αυτό -των ηγετικών στελεχών- μέσα από την πάλη της ΜΠΠΕ, έχουν αναδειχθεί οι «4» που είχαν πρωτοπόρο καθοδηγητικό ρόλο σε όλη τη διάρκειά της. Πρόκειται βέβαια για νέα στελέχη, δηλαδή για στελέχη που δεν ανήκαν στη γενιά της επανάστασης. Μέσα στην ΜΠΠΕ, με την στάση τους, «διάνυσαν» ένα σημαντικό τμήμα της διαδρομής για την κατάκτηση κύρους και μεγάλου ειδικού βάρους μέσα στο κόμμα και σε επίπεδο Κ.Ε. και μπορούσαν πλέον, στη βάση και της μετατόπισης του αρνητικού συσχετισμού, να διεκδικήσουν και να κατοχυρώσουν –και εδώ σε συνάρτηση με τον χρόνο- την ηγετική τους παρουσία.
Η ρεβιζιονιστική στροφή της ΣΕ και η σύντομη εξέλιξή της σε σοσιαλιμπεριαλιστική δύναμη (ενός μικρότερου αλλά παρόμοιας τάξης μεγέθους με τις ΗΠΑ), με ανοιχτά εχθρική-επιθετική στάση απέναντι στην Κίνα, πρόσθεσε μια απειλή στα βόρεια σύνορα της, ανάλογου μεγέθους με αυτή που είχε από τη συσσώρευση των δυνάμεων των ΗΠΑ στην Ινδοκίνα. Απέναντι σε αυτή τη διπλή πίεση από τις δύο υπερδυνάμεις, η κινέζικη ηγεσία αναζητούσε απαντήσεις. Βέβαια διαφορετικής προοπτικής και χαρακτήρα απαντήσεις είχαν ή σκόπευαν να διαμορφώσουν τα διάφορα τμήματά της, ανάλογα με τον ιδεολογικό, πολιτικό, ταξικό προσανατολισμό που υπηρετούσαν και προωθούσαν για την ίδια τη χώρα. Από αυτή την άποψη, το ζήτημα της διαμόρφωσης μιας καταρχήν επιλογής ήταν κοινό –στο βαθμό που είχε έναν τακτικό χαρακτήρα- και ταυτόχρονα ήταν αντιτιθέμενο από την άποψη της προοπτικής, της στρατηγικής που επεδίωκε η κάθε πλευρά.
Επειδή στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω, ας μείνουμε εδώ στα στοιχεία των εξελίξεων που υπάρχουν σε αυτή τη φάση (τέλη 1968-αρχές 1969). Η προσπάθεια διαπραγματεύσεων με τη ΣΕ που η κινέζικη κυβέρνηση έχει ξεκινήσει ήδη από το 1960, για την αποκατάσταση μιας συμφωνίας σεβασμού των υπαρχόντων συνόρων, έχει οδηγηθεί σε ναυάγιο. Οι σχετικές συνομιλίες που έγιναν το 1964 στο Πεκίνο κατέληξαν σε αποτυχία, καθώς η πλευρά της ΣΕ απαιτούσε να πάρει κινεζικά εδάφη. Ακολουθούν η επέμβαση στη Τσεχοσλοβακία (1968) και κυρίως η εγκατάσταση τεράστιων στρατιωτικών δυνάμεων στα βόρεια σύνορα της χώρας, μαζί με τα σοβαρά γεγονότα στο νησί Ζενμπάο του ποταμού Ουσούρι, που «πείθουν» την κινέζικη πλευρά ότι δεν υπάρχουν περιθώρια συνεννόησης με τη ΣΕ. Παράλληλα, με βάση την εθνικοαπελευθερωτική πάλη του Βιετνάμ, εκτιμούσαν πως αυξάνονται οι δυσκολίες και οι αποτυχίες για τις ΗΠΑ, οι οποίες βέβαια δεν θα ήθελαν μια πετυχημένη επίθεση της ΣΕ ενάντια στην Κίνα. Με βάση αυτά, η επιλογή που προέκυπτε (σχεδόν) σε όλες τις πλευρές της κινέζικης ηγεσίας ήταν η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με τις ΗΠΑ.
Αυτοί ήταν οι βασικοί όροι που είχαν διαμορφωθεί στις αρχές του 1969 στην Κίνα, αυτοί ήταν οι όροι που υπαγόρευσαν και στην πλευρά του Μάο την αποδοχή (ή την ανάγκη) πραγματοποίησης του 9ου Συνεδρίου του ΚΚΚ που συγκλήθηκε τον Απρίλη του 1969. Πρόκειται για έναν συμβιβασμό στον βαθμό που αυτή καθαυτή η σύγκλιση συνιστά αντικειμενικά αναστολή της γραμμής «βομβαρδίστε τα επιτελεία». Δεν μπορούμε βέβαια -ούτε έχουμε τη λογική να το επιδιώξουμε- να «αντιπροτείνουμε» τι θα «έπρεπε να είχε γίνει» αντί για αυτή την επιλογή. Επιχειρούμε, με βάση τα δεδομένα (και με ελλείψεις σε σχέση με αυτά), να κατανοήσουμε τους όρους εξέλιξης της ΜΠΠΕ και να κατακτήσουμε τα συμπεράσματα που μπορεί να μας δώσει και με τα οποία μπορεί να μας εξοπλίσει αυτή η σπουδαία επανάσταση. Ταυτόχρονα, βλέποντας και τις εξελίξεις στη συνέχεια, έχουμε την άποψη ότι ο συμβιβασμός αυτός δεν έκλεισε τη δυνατότητα να επανέλθει και να ανοίξει ξανά η πάλη της ΜΠΠΕ με νέους όρους και μορφές. Ας δούμε λοιπόν τις επόμενες εξελίξεις.
Δ. Εξελίξεις μετά το 1969
Από τις εξελίξεις αυτής της περιόδου θα επιχειρήσουμε μια αναφορά και αξιολόγηση (και με τη χρονολογική σειρά τους) στα εξής: Το 9ο Συνέδριο, τα γεγονότα σχετικά με τον Λιν Πιάο, την επίσκεψη Νίξον στην Κίνα και το 10ο Συνέδριο του ΚΚΚ, που πραγματοποιείται τον Αύγουστο του 1973. Στο διάστημα που ακολουθεί ως το 1976 (θάνατος Μάο) και λίγο μετά, αφενός εξελίσσεται μια σημαντική πάλη για την οποία έχουμε περιορισμένα δεδομένα και αφετέρου προστίθεται και το πρόβλημα της «θεωρίας των 3 κόσμων». Ας τα δούμε.
Το 9ο Συνέδριο πραγματοποιήθηκε τον Απρίλη του 1969, στη βάση των όρων που παραπάνω αναφέραμε. Θεωρούμε ότι η εισήγηση εκ μέρους της Κ.Ε. (που συντάχτηκε, όπως τότε τουλάχιστον εμφανίστηκε, από τον Λιν Πιάο), η οποία έγινε και απόφαση του Συνεδρίου, απηχεί τον συμβιβασμό που διαμόρφωναν αυτοί οι όροι. Επίσης, στη νέα σύνθεση της ΚΕ και του Π.Γ. που εκλέχτηκαν, είναι αποτυπωμένος ο νέος συσχετισμός που προέκυψε από την πάλη της ΜΠΠΕ, με την ανάδειξη της Τσιαννγκ Κινγκ, του Κανγκ Σεκ και άλλων.
Πιο συγκεκριμένα, για βασικά πολιτικά σημεία αυτής της απόφασης:
- Αναδεικνύεται η ύπαρξη των δύο γραμμών, με ονομαστική αναφορά στον Λιου Σάο Σι και την αντιπαράθεσή του με τον Μάο, από τη δεκαετία του 1930. Ο Λιου Σάο Σι επικρίνεται και καταγγέλλεται ανοιχτά και συνολικά (ως αποστάτης, πράκτορας του εχθρού, προδότης της εργατικής τάξης…) και η απόφαση του Συνεδρίου επικυρώνει την απόφαση καθαίρεσής του και «διαγραφής του για πάντα από το κόμμα», που είχε πάρει η 12η πλατιά ολομέλεια της ΚΕ του 8ου Συνεδρίου. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει άλλη ονομαστική αναφορά σε ηγετικά στελέχη της ομάδας του Λιου Σάο Σι, παρόλο που καταγγέλλει ότι ο Λιου συγκρότησε «παράνομο αστικό στρατηγείο» και σε διάφορα σημεία υπογραμμίζει πως η αντίθεση-αντιπαράθεση εξακολουθεί να υπάρχει, όπως πχ «Αυτή τη στιγμή, στην εφαρμογή των πολιτικών αρχών, η πάλη των δύο γραμμών συνεχίζει να υπάρχει το ίδιο όπως και οι αλληλεπιδράσεις που έρχονται είτε από τα “αριστερά” είτε από τα δεξιά».
- Αναδεικνύει και υπερασπίζεται τη ΜΠΠΕ, τον «πυρήνα» της λογικής της για την αντίθεση εργατικής τάξης-αστικής τάξης ως κύρια στον σοσιαλισμό. Προβάλλει τις επαναστατικές επιτροπές της τριπλής συμμαχίας και αναδεικνύει ως βασικό καθήκον να «συνεχιστεί ως το τέλος ο αγώνας-κριτική-μετασχηματισμός». Ενώ προσδιορίζει ως «κλειδί» για το αν η «ΜΠΠΕ μπορεί να οδηγηθεί ως το τέλος», το ερώτημα «αν το προλεταριάτο μπορεί να κρατήσει σταθερά τις θέσεις της κουλτούρας και της εκπαίδευσης και να τις μετασχηματίσει με τη βοήθεια της σκέψης Μάο Τσε Τουνγκ […]» Η διατύπωση αυτή μπορεί προφανώς να διαβαστεί με διαφορετικούς και αντίθετους τρόπους. Αυτό που αποφεύγει με αυτή τη διατύπωση και με άλλες η απόφαση του 9ου Συνεδρίου, αυτό δηλαδή που λείπει –όχι τυχαία- από την απόφαση, είναι μια σαφής εκτίμηση για τον κίνδυνο να πάρει την εξουσία ο ρεβιζιονισμός. Ήταν ένας ορατός –τότε, όχι τώρα από εμάς- και άμεσος κίνδυνος. Ας μην ξεχνάμε, ότι ο Μάο, στην πρώτη ολομέλεια της ΚΕ που εκλέχτηκε από το 9ο Συνέδριο (δηλαδή στις 28 Απρίλη 1969!), τον έθεσε ανοιχτά. Όμως είναι σαφές πως τέτοια θέση δεν μπορούσε να έχει το Συνέδριο.
- Το κομμάτι της απόφασης για «Τις σχέσεις της Κίνας με τις ξένες χώρες» αποτελεί ουσιαστικά τον προάγγελο της επιλογής που έγινε περίπου τρία χρόνια αργότερα για την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με τις ΗΠΑ. Κυρίως αναδεικνύονται τα αδιέξοδα (σε κάθε προσπάθεια μιας ειρηνικής διευθέτησης του ζητήματος των συνόρων) που συναντούσε η Κίνα από τη ΣΕ και οι κίνδυνοι που είχαν ανακύψει (ήταν μόνο μερικών ημερών το επεισόδιο στο νησί Ζενμπάο). Από την άλλη, προβάλλεται η (τακτικά σωστή) γραμμή της «προσπάθειας ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ χωρών με διαφορετικά κοινωνικά συστήματα», στη βάση «πέντε συγκεκριμένων αρχών». Ο ίδιος ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός χαρακτηρίζεται ως «ο πιο άγριος εχθρός των λαών που γνωρίζει μια επιταχυνόμενη παρακμή». Τέλος, επειδή σε αυτά θα αναφερθούμε παρακάτω με αφορμή την επίσκεψη Νίξον στο Πεκίνο, αυτό που επίσης αξίζει να σημειωθεί είναι ότι η ονομαστική αναφορά στον ένοπλο αγώνα του λαού στο Νότιο Βιετνάμ υπάρχει τη μια φορά που «καταγράφονται» οι χώρες με αυτούς τους αγώνες και δεν υπάρχει τη δεύτερη!
- Ο ορισμός στο σχέδιο Καταστατικού –που επίσης ψηφίστηκε στο Συνέδριο- του Λιν Πιάο ως διαδόχου του Μάο, αποτελεί αναμφίβολα ένα ιδιαίτερα μελανό σημείο για το ΚΚΚ και συνολικά μια πρακτική ξένη για το κομμουνιστικό κίνημα! Η θέση μας αυτή προφανώς ισχύει ανεξάρτητα από την εξέλιξη που είχε η περίπτωση Λιν Πιάο, θα ήταν ίδια ακόμα και στην υποθετική περίπτωση που αυτός θα άξιζε και θα αναδεικνυόταν ένας σπουδαίος επαναστάτης ηγέτης. Συναφές με το ζήτημα αυτό και τα ερωτήματα που προκαλεί είναι και το ζήτημα της προσωπολατρίας που είναι διάχυτη και στην απόφαση του 9ου Συνεδρίου. Διαβάζουμε, λόγου χάρη, σε αυτήν: «Σε οποιαδήποτε στιγμή και κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, αυτός που αντιτίθεται στον πρόεδρο Μάο και στην σκέψη Μάο Τσε Τουνγκ θα στιγματιστεί από ολόκληρο το Κόμμα και θα καταδικαστεί από ολόκληρο το έθνος». Δεν θεωρούμε αναγκαίο να επιχειρηματολογήσουμε γιατί είναι απαράδεκτο το παραπάνω απόσπασμα και ακόμα καταφανώς αντίθετο από τη θέση της ίδιας απόφασης «Πρέπει να διαπαιδαγωγήσουμε τον πιο μεγάλο αριθμό και να μειώσουμε έτσι τον στόχο της επίθεσης», που είναι θέση του Μάο στη βάση της γενικότερης τοποθέτησής του για τις αντιθέσεις στους κόλπους του λαού και τον τρόπο επίλυσής τους. Βέβαια, το ζήτημα της προσωπολατρίας δεν εκδηλώνεται αιφνίδια στην απόφαση του 9ου Συνεδρίου (και ο Λιν Πιάο συνέβαλε σημαντικά σε αυτήν αλλά δεν μπορεί να τη χρεωθεί συνολικά) αλλά έχει εμφανιστεί ήδη στη διάρκεια της ΜΠΠΕ με διάφορες μορφές (το «κόκκινο βιβλίο», αποσπάσματα του οποίου αποστηθίζονταν, οι ευχές για τον Μάο «να ζήσει χίλια χρόνια» και άλλα ανάλογα). Όλα αυτά και στην έκταση που έγιναν ήταν σαφώς παραπάνω από αυτό που θα έδινε η φυσιολογική αγάπη του λαού για τον μεγάλο και σπουδαίο ηγέτη του. Οι διάφορες αυτές εκδηλώσεις προσωπολατρίας (όπως με το μικρό κόκκινο βιβλίο που για να διαδοθεί παντού εξαφανίστηκαν τα έργα των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν) έφταναν στο σημείο να αντικρούουν τα πραγματικά και ουσιαστικά χαρακτηριστικά της πολιτικής του ίδιου του Μάο και του Κόμματος. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η Κίνα ήταν η μόνη χώρα όπου κυκλοφόρησαν τα άπαντα του Χρουστσόφ, και ο ίδιος ο Μάο, στην κορύφωση της αντιπαράθεσης με το Λιου Σάο Σι, συνιστούσε να διαβαστεί το βιβλίο του «Η θεωρία της ατομικής τελειοποίησης του κομμουνιστή» για να κριτικαριστεί το μεταφυσικό και αντιδραστικό περιεχόμενό του.
Η πολιτική διάσταση συνεπώς του ζητήματος της προσωπολατρίας συνδέεται και αφορά στο ζήτημα της συλλογικής ηγεσίας, που ενώ ήταν άποψη του ΚΚΚ στη φάση της ΜΠΠΕ, δεν έγινε και πρακτική. Από τη μια, η αναμφίβολα μεγάλη και δεσπόζουσα παρουσία του Μάο, από την άλλη -και κυρίως!- οι πιέσεις της κατάστασης «έβγαλαν» και τροφοδότησαν αυτή την πρακτική, που στη συνέχεια τροφοδοτήθηκε και από άλλες, αντίπαλες πλευρές. Και όπως έχει γραφτεί για εκείνη την περίοδο -όχι από αντικομμουνιστική πλευρά- «η Κίνα έδινε την αίσθηση ότι δεν έχει επόμενη μέρα χωρίς τον Μάο». Μπορεί να είναι υπερβολική μια τέτοια διατύπωση αλλά δεν είναι και χωρίς καμιά βάση. Από αυτή την άποψη, μπορούμε και να «καταλάβουμε» γιατί ήταν «αναγκαίο» να έχει οριστεί ο διάδοχος…
Στα επόμενα χρόνια (1970-71), εξελίσσονται τα γεγονότα σχετικά με τον Λιν Πιάο. Σύμφωνα με την επίσημη κομματική ενημέρωση και όπως αυτή κατατέθηκε αργότερα στο 10ο Συνέδριο, ο Λιν Πιάο «Έφτασε ως το σημείο να εξαπολύσει τον Αύγουστο του 1970, στη δεύτερη ολομέλεια της ΚΕ που εκλέχτηκε από το 9ο Συνέδριο, ένα αντεπαναστατικό πραξικόπημα που απέτυχε, επεξεργάστηκε τον Μάρτη του 1971 το σχέδιο του ένοπλου αντεπαναστατικού πραξικοπήματος “Σχέδιο Εργασιών 571” και εξαπέλυσε στις 6 Σεπτέμβρη το αντεπαναστατικό ένοπλο πραξικόπημα, με τον απαίσιο σκοπό να δολοφονήσει τον μεγάλο μας ηγέτη, τον πρόεδρο Μάο, και να φτιάξει μια νέα κεντρική επιτροπή. Αφού η συνωμοσία απέτυχε, ο Λιν Πιάο επιβιβάστηκε λαθραία, στις 13 Σεπτέμβρη 1971, σε ένα αεροπλάνο για να πάει στους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές, προδίδοντας έτσι το Κόμμα και την πατρίδα, και συντρίφτηκε στο έδαφος στο Οντορ Χαάν, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας». Επιπλέον και όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η απόφαση του 10ου συνεδρίου αναφέρει ότι ο (εισηγητής στο 9ο συνέδριο) Λιν Πιάο είχε αντίθετη ουσιαστικά θέση με τις αποφάσεις του και επιπλέον με σαφήνεια τον εμφανίζει ως βασικό εκφραστή της τάσης για συνθηκολόγηση με τον σοβιετικό σοσιαλιμπεριαλισμό, που μπορεί και να εξηγεί τη «βιασύνη» του και τα απανωτά «πραξικοπήματα» που του χρεώνονται (όσο και όπως ευσταθούν) ενόψει των εξελίξεων που θα ακολουθούσαν με την επίσκεψη Νίξον στην Κίνα. Το προφανές είναι ο αιφνιδιασμός, το λιγότερο που θα προκάλεσαν τότε οι εξελίξεις αυτές στις κομματικές μάζες, τους εργάτες και τον λαό της Κίνας αλλά και διεθνώς. Είναι χαρακτηριστικό, ότι η ίδια η απόφαση του 10ου Συνεδρίου αναφέρει, ότι μετά το 9ο Συνέδριο, ο Μάο και η ΚΕ προσπάθησαν –ανεπιτυχώς- να τον αναδιαπαιδαγωγήσουν. Και ακόμα περισσότερο χαρακτηριστική είναι η (σαφώς καθυστερημένη αλλά κυρίως λειψή πολιτικά) αυτοκριτική διαπίστωση του 10ου Συνεδρίου: «Ο Λιν Πιάο ακολούθησε ένα προτσές στη διάρκεια του οποίου εξελίχθηκε και αποκαλύφθηκε. Χρειάστηκε και εμείς επίσης να περάσουμε από ένα προτσές για να τον γνωρίσουμε» (σ.σ.: η υπογράμμιση δική μας).
Αργότερα, όταν από την πλευρά των «τεσσάρων» και απέναντι στην ισχυροποίηση της δεξιάς, αναπτύχθηκε μια πολιτική καμπάνια «κριτικής κατά του Λιν Πιάο και του Κομφούκιου», δημοσιεύτηκε στην «Κόκκινη Σημαία» (1975) άρθρο του Γιάο Βενγιουάν, με τίτλο «Για την κοινωνική βάση της αντικομματικής κλίκας του Λιν Πιάο». Όπως φαίνεται και από τον τίτλο του άρθρου, επιχειρείται μια συνολική πολιτική τοποθέτηση για το ζήτημα, που απαλλαγμένη από τις «αστυνομικές διαστάσεις» ή τους προσδιορισμούς προσωπικών χαρακτηριστικών (αριβίστας, διπρόσωπος κ.ά.) του Λιν Πιάο, που κυριαρχούν στην αντίστοιχη τοποθέτηση του 10ου Συνεδρίου, βάλλει κατά του κύριου εχθρού: του ρεβιζιονισμού. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γιαο Βενγιουαν, σχετικά με το «Σχέδιο των εργασιών 571»: «Με αυτό, η αντικομματική κλίκα του Λιν Πιάο χρησιμοποίησε ακριβώς την ιδέα του αστικού δικαίου και τίποτε άλλο για να παροτρύνει ή να υποκινήσει μερικά άτομα διαφόρων τάξεων ενάντια στη δικτατορία του προλεταριάτου. Με άλλα λόγια, τα ταξικά συμφέροντα που αντιπροσωπεύει το πρόγραμμα, πέρα από τα συμφέροντα της παλιάς αστικής τάξης, είναι τα συμφέροντα ενός αριθμού νέων αστικών στοιχείων και μερικών που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το αστικό δίκαιο για να αναπτύξουν τον καπιταλισμό. Αυτό εξηγεί γιατί το πρόγραμμα κατευθύνει την επίθεσή του ενάντια στην προλεταριακή επαναστατική γραμμή του προέδρου Μάο και γιατί δείχνει μίσος για μερικούς περιορισμούς που μπαίνουν πάνω στο αστικό δίκαιο από τη σοσιαλιστική επανάσταση, κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου στη χώρα μας». Παρακάτω καταγράφει την έντονη και πλήρη αντίθεση του Λιν Πιάο σε σημαντικές κατευθύνσεις που ανέδειξε η ΜΠΠΕ (για την κατάργηση των «υλικών κινήτρων» και των κάθε είδους διαχωρισμών στους εργάτες, για την «συγχώνευση» των μορφωμένων νεολαίων με τους εργάτες και τους αγρότες, για τη συμμετοχή των στελεχών στη συλλογική παραγωγική εργασία κ.α.) αναδείχνοντας τα κρίσιμα μέτωπα της ταξικής αντιπαράθεσης αλλά και της πολιτικής διαπάλης μέσα στο κόμμα. Και ανάμεσα στα άλλα προσθέτει: «Το καθήκον μας είναι από τη μία, να υποσκάψουμε βαθμιαία το έδαφος που τρέφει την αστική τάξη και τον καπιταλισμό και από την άλλη, να μπορούμε να διακρίνουμε έγκαιρα τη νέα αστική τάξη, σαν τον Λιν Πιάο, όταν εμφανίζεται ή αρχίζει να φαίνεται. […] Όλοι οι σύντροφοι στο Κόμμα, ιδιαίτερα τα ανώτατα στελέχη, πρέπει […] να διακρίνουν τη διάβρωση από τον καπιταλισμό και να τολμούν να αντιστέκονται σε αυτή τη διάβρωση».
Για τους όρους της αντιπαράθεσης και πώς αυτή εξελίχτηκε μετά το 1969, θα επανέλθουμε και στη συνέχεια. Το βέβαιο είναι ότι η θέση του Γιαο Βενγιουαν «να διακρίνεται έγκαιρα η αστική τάξη» και «να τολμούν τα ανώτατα στελέχη να αντιστέκονται στη διάβρωση» δεν αφορά μόνο το παρόν (1975) για το οποίο κατά κύριο λόγο γράφεται το άρθρο του. Αλλά αποτελεί τουλάχιστον αντικειμενικά –αν όχι και εκ προθέσεως- και μια κριτική στο παρελθόν. Στο 1969, όταν ο Λιν Πιάο εκλέγεται όχι «απλώς» στο ΠΓ αλλά και ως «διάδοχος ηγέτης» του κόμματος! Αλλά και μια κριτική στο πιο παλιό παρελθόν, τουλάχιστον στη διάρκεια της ΜΠΠΕ (αλλά και αρκετά πιο πριν, όταν ανέλαβε την ευθύνη του στρατού και συνεργάζεται με την πλευρά του Μάο ενάντια σε Λιου Σάο Σι και τους άλλους). Σε ποια βάση, άραγε, υπήρχε αυτή η συνεργασία; Μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις. Όπως πχ ότι προσβλέποντας στην προοπτική σύνδεσης-υπαγωγής της Κίνας στη ΣΕ, ο Λιν Πιάο συνεργάστηκε με την πλευρά του Μάο για να εμποδίσει την «αμερικάνικη εκδοχή» που εξέφραζε ο Λιου Σάο Σι. Όπως και να έχει, σε αυτή ή όποια ανάλογη εκδοχή, και με δεδομένο ότι τα πράγματα δεν έφτασαν στο «παρά ένα» αλλά πολύ μετά και από το «και πέντε» με την εξέλιξή τους, από μόνη της η περίπτωση του Λιν Πιάο βάζει σοβαρά ερωτήματα για το «τι γινόταν» σε επίπεδο ηγεσίας στο ΚΚΚ.
Το ταξίδι του Νίξον στην Κίνα πραγματοποιήθηκε στις 21-28/2/ 1972, ενώ τον χρόνο που προηγήθηκε, η ΛΔ της Κίνας αναγνωρίστηκε διπλωματικά από δεκάδες χώρες στον κόσμο και μπήκε στον ΟΗΕ. Από γενική άποψη πρέπει να είναι προφανές ότι η ΛΔ της Κίνας επεδίωκε την διπλωματική αναγνώριση, ή αλλιώς τις ομαλές εξωτερικές σχέσεις, όπως δημόσια είχε τονίσει από το 1949 αλλά και αρκετές άλλες φορές στη συνέχεια. Ή αντίστροφα, ήταν επίσης αναμενόμενη η επίσημη αμερικάνικη θέση αμέσως μετά την επανάσταση στην Κίνα («η εξουσία του Μάο είναι πρόβλημα μηνών»), με την οποία επί 23 χρόνια πίεζε στην κατεύθυνση της διπλωματικής απομόνωσης της Κίνας, σαν ένα ακόμα μέσο περικύκλωσής της και με τον στόχο της ανατροπής της επανάστασης.
Σε αυτή τη βάση, το ερώτημα δεν είναι αυτή καθαυτή η επίσκεψη του Νίξον και η αναγνώριση της ΛΔ της Κίνας, που από μόνη της αποτελεί διπλωματική επιτυχία, αλλά οι όροι στη βάση των οποίων έγινε.
Υπάρχουν τρία επίσημα ντοκουμέντα-προϊόντα της επίσκεψης αυτής. Το «κοινό ανακοινωθέν» των δύο πλευρών και οι επίσημες χωριστές δηλώσεις της κάθε πλευράς μετά την επίσκεψη Νίξον. Σε κανένα από τα τρία δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο με βάση το οποίο θα μπορούσε να προσαφθεί στην κινέζικη πλευρά ότι απέσπασε την αναγνώριση έναντι υποχωρήσεων στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.
«Εκεί όπου υπάρχει καταπίεση, υπάρχει αντίσταση, οι χώρες θέλουν την ανεξαρτησία, τα έθνη θέλουν την απελευθέρωση και οι λαοί θέλουν την επανάσταση. Στο εξής είναι το ακατανίκητο ρεύμα της Ιστορίας». Έτσι ξεκινάει η κινέζικη δήλωση διαβεβαιώνοντας με αυτό τον τρόπο τα έθνη και τους λαούς του κόσμου, ότι παραμένει δίπλα τους στους αγώνες τους, ενώ στη συνέχεια της δήλωσης αναφέρονται ονομαστικά όλοι οι αγώνες των λαών της περιόδου (και ιδιαίτερα αυτών της Ινδοκίνας, στην οποία έχει επιτεθεί ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός) στους οποίους δηλώνεται η στήριξη της Κίνας. Επιπλέον, στην αμερικάνικη δήλωση, και προφανώς μετά από απαίτηση της κινέζικης πλευράς, υπάρχει η εξής τοποθέτηση σχετικά με το ζήτημα της κατοχής της Ταϊβάν: «Οι ΗΠΑ έχουν συνειδητοποιήσει πως οι Κινέζοι που βρίσκονται στις δύο απέναντι ακτές του στενού της Ταϊβάν υποστηρίζουν την άποψη που λέει ότι υπάρχει μια Κίνα και ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας. Η αμερικάνικη κυβέρνηση δεν προβάλλει καμιά αντίρρηση σχετικά με αυτή τη θέση. Δηλώνει ακόμα μια φορά ότι ενδιαφέρεται για τον ειρηνικό διακανονισμό του θέματος της Ταϊβάν από τους ίδιους τους Κινέζους. Έχοντας υπόψη αυτήν την προοπτική, επιβεβαιώνει ότι τελικός της σκοπός είναι να αποσύρει όλα τα στρατεύματα και τις αμερικάνικες στρατιωτικές εγκαταστάσεις από την Ταϊβάν […]». Ενώ το απόσπασμα των αντίστοιχων κοινών δηλώσεων επισημαίνει «Η Ταϊβάν είναι κινέζικη επαρχία που αποδόθηκε στην πατρίδα από πολύ παλιά. Η απελευθέρωση της Ταϊβάν αφορά τις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας και σε αυτές καμιά άλλη χώρα δεν έχει το δικαίωμα να επέμβει. Όλες οι δυνάμεις και οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις πρέπει να αποσυρθούν από τη Ταϊβάν […]» Ακόμα, η αμερικάνικη δήλωση περιλαμβάνει τις «5 αρχές» (που υπήρχαν και στο 9ο Συνέδριο) στη βάση των οποίων «πρέπει να ρυθμίζονται» οι σχέσεις κρατών με διαφορετικά κοινωνικά συστήματα: «Σεβασμός των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εδαφικής ακεραιότητας όλων των χωρών, μη επίθεση ενάντια στις άλλες χώρες, μη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων χωρών, ισότητα και αμοιβαία οφέλη καθώς και ειρηνική συνύπαρξη».
Όλα αυτά και συνολικά το περιεχόμενο των τριών αυτών ντοκουμέντων έχουν τη σημασία τους, στον βαθμό που αναδεικνύουν με ποιες θέσεις διαμορφώθηκε καταρχάς η «διπλωματική εκτόνωση». Δεν είναι επίσης δύσκολο να κατανοηθεί, στις δοσμένες συνθήκες της εποχής, γιατί οι ΗΠΑ δέχτηκαν-αναγκάστηκαν να υπογράψουν αυτές τις θέσεις, που προφανώς δεν εξέφραζαν τα συμφέροντά τους και τις επιδιώξεις τους. Ως προς αυτό, οι Κινέζοι επαναστάτες-κομμουνιστές, η πλευρά του Μάο, δεν είχε αυταπάτες. Και είναι γνωστό πως το ΚΚΚ είχε ανάμεσα στα άλλα πρωτοστατήσει στον αγώνα ενάντια στη χρουστσοφική θεωρία της ειρηνικής συνύπαρξης, που σήμαινε την κατάπνιξη των αγώνων εθνών και λαών, την απόκρυψη της επιθετικής και πολεμικής φύσης του ιμπεριαλισμού
Το «πρόβλημα» συνεπώς, σχετικά με την επίσκεψη Νίξον στο Πεκίνο, δεν ήταν η ίδια η επίσκεψη ούτε τα αποτελέσματά της, όπως αυτά καταγράφηκαν τότε. Και το αν η εξέλιξη αυτής της επίσκεψης και της σχέσης που σηματοδότησε μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας, θα ήταν σε βάρος της εργατικής τάξης και του λαού της Κίνας, ενάντια στην πάλη των λαών και των κινημάτων τους παντού στον κόσμο, εάν με άλλα λόγια η σχέση αυτή θα γινόταν σημαντικός παράγοντας επιδείνωσης του διεθνούς συσχετισμού σε βάρος του κομμουνιστικού-εργατικού–λαϊκού κινήματος, αυτό δεν μπορούσε βέβαια να το εγγυηθεί η αμερικάνικη πλευρά! Αυτό κρινόταν και καθοριζόταν αποκλειστικά από το ποιες θα ήταν οι εξελίξεις μέσα στην Κίνα, από το ποιον δρόμο θα ακολουθούσε το ΚΚΚ, από το πώς θα εξελισσόταν δηλαδή η πάλη που ήδη υπήρχε, με κορυφαία έκφρασή της τη ΜΠΠΕ.
Η κινέζικη δήλωση μετά την επίσκεψη Νίξον, ανάμεσα στα άλλα, ανέφερε «Η Κίνα δεν θα γίνει ποτέ υπερδύναμη. Είναι ενάντια στις ηγεμονικές τάσεις και στην κάθε μορφής πολιτική του ισχυρότερου». Η θέση αυτή απευθυνόταν -ως όφειλε- στους λαούς και τα κινήματα της περιοχής και όλου του κόσμου. Ταυτόχρονα απευθυνόταν –από την πλευρά του Μάο- στο εσωτερικό του ΚΚΚ, στην εργατική τάξη και τον λαό της Κίνας, γιατί το ζήτημα ήδη υπήρχε, γιατί οι δεξιές δυνάμεις αυτή την προοπτική επεδίωκαν, σε αυτή την προοπτική ενέτασσαν και την αποκατάσταση των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Και σε τελική ανάλυση, οι ίδιες οι ΗΠΑ από τη μια πλευρά ήθελαν τη συμφωνία με την Κίνα με βάση την αντίθεσή τους (ενδοϊμπεριαλιστικού χαρακτήρα) με την ΕΣΣΔ. Αλλά από την άλλη, την ήθελαν στη βάση της άλλης τους αντίθεσης. Αυτή της ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης απέναντι σε ένα σοσιαλιστικό κράτος, και για να τη χρησιμοποιήσουν ως ένα ακόμα στήριγμα και μέσο ενθάρρυνσης των δεξιών δυνάμεων που επεδίωκαν την καπιταλιστική παλινόρθωση και με τις οποίες είχαν κανάλια επικοινωνίας, όπως έχουμε αναφέρει ήδη από τη ΜΠΠΕ.
Τον Αύγουστο του 1973, πραγματοποιείται το 10ο Συνέδριο του ΚΚΚ, με πολιτική εισήγηση από τον Τσου Εν Λάι και εισήγηση για την τροποποίηση του Καταστατικού του Κόμματος από τον Βαν-Χονγκ Βεν. Η ίδια η μοιρασιά των εισηγήσεων (ανάμεσα στον κεντριστή και ένα βασικό ηγετικό στέλεχος της ΜΠΠΕ, που είναι βέβαια μέλος του ΠΓ και αντιπρόεδρος του Κόμματος) είναι ενδεικτική της κατάστασης στο κόμμα, ενώ το περιεχόμενο (και οι αντιθέσεις) των δύο εισηγήσεων, που έγιναν και οι δύο αποφάσεις, είναι αποκαλυπτικό της κατάστασης αυτής. Αυτό που μπορούμε να εκτιμήσουμε μέσα από αυτές τις δύο εισηγήσεις, είναι ότι η Δεξιά ισχυροποιείται σε επίπεδο ηγετικών στελεχών και –με βάση το συσχετισμό που έχει ενδιάμεσα διαμορφωθεί και στις μάζες- κρατά στάση αναμονής για το πότε θα δώσει πιο αποφασιστικά χτυπήματα. Ο Τσου Εν Λάι, με το κύρος του ηγετικού στελέχους που προέρχεται από την πρώτη γενιά της επανάστασης (ανάμεσα σε πολλά άλλα, ηγήθηκε της εξέγερσης στην Καντόνα το 1927) και με προβλήματα υγείας, δεν μπορεί ή/και δεν θέλει να ανοίξει την αντιπαράθεση και ουσιαστικά χρησιμοποιείται από τις δεξιές δυνάμεις. Ας δούμε όμως κάποια στοιχεία αυτών των εισηγήσεων.
Η εισήγηση του Τσου Εν Λάι:
- Αναφορικά με τη διεθνή κατάσταση, αναδεικνύει την επιθετικότητα του σοβιετικού σοσιαλιμπεριαλισμού στην οποία δίνει πολύ σαφές προβάδισμα έναντι των ΗΠΑ, για τις οποίες εκτιμά ότι βγαίνοντας ηττημένες από τον πόλεμο στην Κορέα «άρχισαν από τότε να καταρρέουν». Η επιθετικότητα της ΣΕ -που είναι υπαρκτή σε εκείνη τη φάση- χρησιμοποιείται για να θεμελιωθεί μια εκτίμηση που αφορά άμεσα την Κίνα: «[…] να είμαστε ολότελα έτοιμοι για την πιθανή εξαπόλυση ενός επιθετικού πολέμου από τον ιμπεριαλισμό και κυρίως την εξαπόλυση μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης ενάντια στη χώρα μας από τον σοβιετικό ρεβιζιονιστικό σοσιαλιμπεριαλισμό». Θεωρούμε ότι αυτή η εκτίμηση κατά κύριο λόγο επιστρατεύεται για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους. Για να μην αφήνει έδαφος στο άνοιγμα της αντιπαράθεσης μέσα στο ΚΚΚ -πολύ περισσότερο σε επιλογές σαν τη ΜΠΠΕ- και να προκριθεί η αναγκαία «ενότητα» ενόψει ενός τέτοιου μεγάλου και καθοριστικού κινδύνου. Αποτελεί δηλαδή η εκτίμηση αυτή έναν τρόπο «φίμωσης» της αριστερής πλευράς μέσα στην ηγεσία του κόμματος, που διαμόρφωνε σε όλη την κλίμακά του και στην εργατική τάξη και τον λαό συνολικά όρους «ήσυχης απομάκρυνσης» από τη ΜΠΠΕ και όσα αυτή είχε θέσει και ανοίξει.
- Η ίδια η ΜΠΠΕ αναφέρεται και «εκθειάζεται». Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς στον βαθμό που είναι ζωντανή πραγματικότητα. Για παράδειγμα, ο Μπενζαμέν Κοριά αναφέρει στη σχετική μπροσούρα του, πως στη Σανγκάη, το 1974, υπήρχαν 240 εργοστασιακά Πανεπιστήμια! Όμως, η αναφορά σε αυτή δεν γίνεται στη βάση των κρίσιμων επίδικων πολιτικών και πρακτικών ζητημάτων που «έχουν μείνει στη μέση». Αλλά με έναν «θεωρητικό» τρόπο που από τη μια υιοθετεί γενικά την ύπαρξη των αντιθέσεων αλλά ως μια φιλοσοφική προσέγγιση που δεν έχει πολιτικό δια ταύτα σήμερα για το Κόμμα και τις μάζες. Το ίδιο το ζήτημα του Λιν Πιάο –που όπως αναφέραμε προηγούμενα εκτίθεται στο συνέδριο αυτό- παρουσιάζεται ουσιαστικά αποσπασμένο από τις ταξικές αντιθέσεις και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις που αυτές παράγουν μέσα στο Κόμμα.
- Ακόμα πιο σαφής είναι η γραμμή που υπηρετεί η εισήγηση του Τσου Εν Λάι, αναφορικά με τη θέση που προβάλλει για την κατάσταση του Κόμματος: «Το Κόμμα μας έχοντας απορρίψει το παλιό και υιοθετώντας το καινούριο είναι τώρα ένα προλεταριακό απόσπασμα του προλεταριάτου, ακόμα πιο δυναμικό και ισχυρό, με 28 εκατομμύρια μέλη». Το Κόμμα λοιπόν –σύμφωνα με τον Τσου Εν Λάι και τις δυνάμεις μέσα στο κόμμα που διαμόρφωσαν και υποστήριξαν αυτή την εισήγηση- είναι «μια χαρά»! Το ότι η θέση αυτή κάθε άλλο παρά ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα το αποδεικνύουν βέβαια οι εξελίξεις μετά από λίγα χρόνια. Αλλά επίσης η θέση αυτή ήταν σε πλήρη διάσταση με τις εκτιμήσεις του ίδιου του Μάο, όπως πχ τις είδαμε να διατυπώνονται αμέσως μετά την πραγματοποίηση του 9ου Συνεδρίου, τον Απρίλη του 1969. Και βέβαια από τότε (1969) ως τώρα (1973), οι εξελίξεις στο ηγετικό επίπεδο υπήρξαν αρνητικές και όχι θετικές. Αυτό αποτυπώνεται και στη μετατόπιση του συμβιβασμού προς μια πιο αρνητική κατεύθυνση μεταξύ των δύο συνεδρίων, όπως εμείς τουλάχιστον εκτιμάμε και όπως φαίνεται και από την εισήγηση του Βαν-Χονγκ Βεν, που είναι σε πλήρη αντίθεση με αυτή του Τσου Εν Λάι. Ας περάσουμε όμως να δούμε βασικά στοιχεία αυτής της δεύτερης εισήγησης.
Η εισήγηση του Βαν-Χονγκ Βεν
Ας κάνουμε καταρχάς μια συνολική επισήμανση σχετικά με την εισήγηση αυτή. Μια εισήγηση για το Καταστατικό ενός Κομμουνιστικού Κόμματος είναι βέβαια ένα πολιτικό κείμενο. Διατυπώνει τους στρατηγικούς και βασικούς στόχους του Κόμματος και κυρίως επιδιώκει να διαμορφώσει τους όρους λειτουργίας του Κόμματος, στη βάση της γραμμής που το Κόμμα έχει διαμορφώσει εκτιμώντας τα δεδομένα και τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης και των διεθνών εξελίξεων. Αυτή η γραμμή είναι το βασικό περιεχόμενο της πολιτικής εισήγησης και το Καταστατικό χτίζεται στη βάση που αυτή έχει διαμορφώσει. Όλα αυτά ισχύουν –γενικά και σε αδρές γραμμές- σε κανονικές συνθήκες! Εδώ, η εισήγηση του Βαν-Χονγκ Βεν είναι στην πραγματικότητα μια πολιτική (αντί)εισήγηση που καταλήγει και σε καταστατικές διατάξεις. Μια εισήγηση δηλαδή που βρίσκεται πολιτικά απέναντι σε ένα προς ένα όλα τα βασικά σημεία της εισήγησης του Τσου Εν Λάι. Επιπλέον, στις ίδιες τις διατάξεις του Καταστατικού, καταγράφει πολιτικές θέσεις που αφορούν στα βασικά ζητήματα της γραμμής του ΚΚΚ. Πρόκειται –όπως τώρα πια ξέρουμε- για την τελευταία φορά που η μαοϊκή πλευρά έχει λόγο σε συνέδριο του ΚΚΚ, τουλάχιστον σε αυτό το επίπεδο. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα μερικά βασικά της στοιχεία, κρατώντας για τη συνέχεια τα ερωτήματα, τι εκτιμούσε και πού στόχευε η επαναστατική πλευρά στις δοσμένες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί μέσα στο ΚΚΚ.
- Σχετικά με τη διεθνή κατάσταση, το ζήτημα του πολέμου κλπ, ο Βαν-Χονγκ Βεν, μέσω του… Καταστατικού, λέει «Να επιμένουμε στον προλεταριακό διεθνισμό που είναι μια συνεπής αρχή του Κόμματός μας. Γράψαμε στο σχέδιο τροποποίησης του Καταστατικού αυτή τη φράση: “Να αντιστεκόμαστε στον σωβινισμό μεγάλης δύναμης”. Θα σταθούμε αμετάκλητα στο πλευρό του προλεταριάτου και όλων των επαναστατικών λαών του κόσμου, για να χτυπήσουμε τον ιμπεριαλισμό, τον σύγχρονο ρεβιζιονισμό και όλη την αντίδραση και σήμερα, για να χτυπήσουμε ιδιαίτερα τον ηγεμονισμό των δύο υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της ΣΕ. Ο κίνδυνος ενός νέου παγκοσμίου πολέμου εξακολουθεί να υπάρχει και μας είναι απόλυτα αναγκαίο να κάνουμε όλες τις προετοιμασίες για να αντισταθούμε σε έναν επιθετικό πόλεμο και να προλάβουμε μια ξαφνική επίθεση του ιμπεριαλισμού και του σοσιαλιμπεριαλισμού». Δεν χρειάζεται, νομίζουμε, να σχολιάσουμε το πόσο απέναντι στις αντίστοιχες θέσεις του Τσου Εν Λάι βρίσκονται τα παραπάνω και το πού στοχεύει και τι δείχνει η εισαγωγή στο καταστατικό του κόμματος της θέσης «να αντιστεκόμαστε στον σωβινισμό μεγάλης δύναμης».
- Το ζήτημα της ΜΠΠΕ βρίσκεται στην «πρώτη γραμμή» της εισήγησης του Βαν-Χονγκ Βεν και προφανώς στην πραγματική της διάσταση. «Η ΜΠΠΕ που διεξάγεται (σ.σ.: η εισήγηση χρησιμοποιεί ενεστώτα χρόνο) είναι εντελώς απαραίτητη και πέρα για πέρα ευνοϊκή (σ.σ.: και εδώ απαντά σε «φόβους», φόβους και δισταγμούς) για να στερεωθεί η δικτατορία του προλεταριάτου, για να αποφευχθεί η παλινόρθωση του καπιταλισμού και να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός». Η ΜΠΠΕ εισάγεται μάλιστα και αυτή στο καταστατικό! Επιπλέον, ο εισηγητής επιχειρεί να «φέρει» τη ΜΠΠΕ στο συνέδριο. Σε μια σειρά σημεία στα οποία προτείνει προσθήκες και τροποποιήσεις, επικαλείται τις υποδείξεις σχεδίων καταστατικών που «ήρθαν από κάτω», σύμφωνα με τη διαδικασία που υπήρχε στο ΚΚΚ. Στην πραγματικότητα –και μπροστά στο σώμα των αντιπροσώπων του Συνέδριου- επικαλείται τον συσχετισμό που υπάρχει στο επίπεδο των κομματικών μαζών και που σίγουρα δεν είναι ίδιος στο επίπεδο της ΚΕ.
- Για την κατάσταση που αντιμετωπίζει το Κόμμα, ο εισηγητής είναι παραπάνω από σαφής: «Ο ρεβιζιονισμός παραμένει για την ώρα ο κύριος κίνδυνος», είναι η κεντρική διαπίστωση της εισήγησης και επικαλούμενος «τη γνώμη που διατυπώθηκε από τους συντρόφους εργάτες, αγρότες και στρατιώτες στις συζητήσεις που έγιναν στο Πεκίνο […] και τις προτάσεις που προήλθαν από ορισμένες επαρχίες και πόλεις», προσθέτει στο Καταστατικό, στο άρθρο για τα βασικά καθήκοντα των κομματικών οργανώσεων βάσης, τη θέση «να κριτικάρουμε τον ρεβιζιονισμό»!
Όμως, το ζήτημα για την κατάσταση του Κόμματος δεν τελειώνει εδώ. Ο εισηγητής, ξεκινώντας από την αναφορά στη θέση του Μάο «Το να πηγαίνει κανείς ενάντια στο ρεύμα είναι μια αρχή του μαρξισμού-λενινισμού», συνεχίζει επικαλούμενος και πάλι την κομματική βάση, η οποία, λέει ο ίδιος, υποστηρίζει ότι η παραπάνω θέση του Μάο είναι «ένα θέμα πολύ μεγάλης σημασίας στην πάλη ανάμεσα στις δύο γραμμές στους κόλπους του Κόμματος», και προχωράει στο εξής: «Όταν πρόκειται για τη γραμμή, όταν η κατάσταση στο σύνολό της μπαίνει σε κίνδυνο, ένας αληθινός κομμουνιστής πρέπει να ενεργεί χωρίς καμιά εγωιστική σκέψη και να τολμά να πηγαίνει ενάντια στο ρεύμα, χωρίς φόβο να απαλλαχθεί, να διωχτεί από το Κόμμα, να ριχτεί στις φυλακές, να υποχρεωθεί να χωρίσει ή να εκτελεστεί» (οι υπογραμμίσεις δικές μας)! Πώς προέκυψαν όλα αυτά; Άραγε πρόκειται για πρόβλεψη αυτών που θα ακολουθούσαν μετά τον θάνατο του Μάο; Ή υπάρχουν ήδη διώξεις (αυτής ή της άλλης μορφής) όσων πηγαίνουν ενάντια στο ρεβιζιονιστικό ρεύμα; Να τι λέει παρακάτω η εισήγηση του Βαν-Χονγκ Βεν: «Η εργατική τάξη, οι φτωχοί και φτωχομεσαίοι αγρότες και οι άλλες εργαζόμενες μάζες είναι οι κυρίαρχοι της χώρας. Έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν σε επαναστατικό έλεγχο τα στελέχη του Κόμματός μας και του Κράτους μας στις διάφορες βαθμίδες. Με τη ΜΠΠΕ, αυτή η έννοια σταθεροποιήθηκε σε όλο το Κόμμα. Αλλά τώρα, υπάρχει ακόμα ένας μικρός αριθμός στελεχών, κυρίως μερικά ηγετικά στελέχη που δεν ανέχονται τις παρατηρήσεις που διατυπώνονται από τις μάζες τόσο μέσα όσο και έξω από το Κόμμα. Φτάνουν ως την κατάπνιξη της κριτικής και τη χρησιμοποίηση αντιποίνων, κατάσταση που γίνεται αρκετά σοβαρή σε ορισμένες ατομικές περιπτώσεις. Η πειθαρχία του Κόμματος δεν επιτρέπει καθόλου την προσφυγή σε αυτή τη λαθεμένη τακτική “χρησιμοποίηση πιέσεων αν η πειθώ είναι ανίκανη και φυλάκιση αν η πίεση είναι ανίκανη”, για να λυθούν τα προβλήματα που υπάρχουν στους κόλπους του λαού» (η υπογράμμιση δική μας). Για να μην υπάρχει αμφιβολία για την πολιτική διάσταση (και ποια είναι αυτή) αυτού του τεράστιου ζητήματος που θέτει και καταγγέλλει, ο Βαν-Χονγκ Βεν συμπληρώνει: «Πρέπει να δούμε αυτό το πρόβλημα στο επίπεδο της πάλης των δύο γραμμών και να χτυπήσουμε αποφασιστικά αυτού του είδους τις παρανομίες στην πειθαρχία του Κόμματος. Πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στις μάζες και να στηριζόμαστε σε αυτές, να χρησιμοποιούμε ταχτικά αυτό το όπλο που είναι η πλατιά και ελεύθερη έκφραση γνώμης, με τη μορφή εφημερίδας τοίχου και μεγάλων συζητήσεων […]». Και βέβαια, εισάγει και στο καταστατικό τη θέση «Απαγορεύεται αυστηρά να καταπνίγεται η κριτική και να χρησιμοποιούνται αντίποινα». Φυσικά είναι σαφές ότι τα ζητήματα που καταθέτει ο Βαν-Χονγκ Βεν (δηλαδή η ενίσχυση των ρεβιζιονιστικών τάσεων μέσα στην ηγεσία του ΚΚΚ) δεν είναι από αυτά που αντιμετωπίζονται με καταστατικές προβλέψεις και οπωσδήποτε ούτε και ο ίδιος είχε τέτοιες αυταπάτες.
- Υπάρχουν πολλά ακόμα σημεία της εισήγησης αυτής που θα άξιζε να καταγραφούν αναλυτικά, γιατί δίνουν δεδομένα για την κατάσταση στο ΚΚΚ σε αυτή τη φάση και επίσης για πλευρές των επιδιώξεων-στοχεύσεων της επαναστατικής-προλεταριακής πλευράς που εκφράζει ο εισηγητής. Από τη μια, είναι αναφορές, όπως «για να ενισχυθεί η ενιαία καθοδήγηση του Κόμματος, δεν πρέπει να υποκατασταθεί η καθοδήγηση που εξασκείται από την επιτροπή του Κόμματος από “παράλληλες συνεδριάσεις” πολλών τομέων… Η επιτροπή του Κόμματος πρέπει να εφαρμόζει τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και να δυναμώσει τη συλλογική καθοδήγηση», που αν μη τι άλλο μαρτυρούν μεθοδεύσεις στη λειτουργία του Κόμματος με τις οποίες η δεξιά πλευρά επιχειρεί προφανώς να αποφύγει μια συγκροτημένη και συντεταγμένη αντιπαράθεση στα πλαίσια της ΚΕ ή ακόμα και της επιτροπής του ΠΓ. Ο λόγος είναι ότι υπάρχει ακόμα ένας σημαντικός αριθμός στελεχών που βρίσκεται σε κατάσταση ταλάντευσης ή /και σύγχυσης. Σε αυτούς απευθύνεται σε πολλά σημεία της εισήγησής του ο Βαν-Χονγκ Βεν, όταν αναφέρεται στις «σφαίρες από ζάχαρη» με τις οποίες η αστική τάξη διαβρώνει το Κόμμα, ή όταν επισημαίνει ότι «αυτό που βλέπουν τα μάτια μας μόνο αποδεικνύεται ανεπαρκές» για να αναγνωρίσουμε το λαθεμένο ρεύμα και τον ψεύτικο μαρξισμό. Και ακόμα, σε αυτούς κάνει στην πραγματικότητα την πρόταση για μια «νέα ΜΠΠΕ», με τις εφημερίδες τοίχου που αναφέραμε παραπάνω και με τη θέση «πρέπει να φτιάξουμε εκατομμύρια συνεχιστές της επαναστατικής υπόθεσης του προλεταριάτου, μέσα στην πάλη που διεξάγεται από τις μάζες», θέση που τη βάζει με έμφαση και την αποτυπώνει και στο Καταστατικό: «Τα καθοδηγητικά όργανα σε όλες τις κομματικές κλίμακες εκλέγονται με δημοκρατική ψηφοφορία, σύμφωνα με τους απαιτούμενους όρους ώστε να είναι οι συνεχιστές της επαναστατικής υπόθεσης του προλεταριάτου και σύμφωνα με την αρχή της τριπλής ενότητας ηλικιωμένων, μεσήλικων και νέων» (τα υπογραμμισμένα είναι η προσθήκη που μπήκε σε σχέση με το καταστατικό του 9ου Συνεδρίου).
Μια έκφραση της κατάστασης «σύγχυσης» που υπήρχε ήταν βέβαια και το γεγονός της ύπαρξης αυτών των δύο εισηγήσεων και ακόμα περισσότερο ότι και οι δύο ψηφίστηκαν και έγιναν αποφάσεις του 10ου Συνεδρίου. Από μια άποψη, αυτή η κατάσταση σήμαινε ότι ήταν ακόμα ανοιχτή η δυνατότητα να παλευτεί το κέρδισμα του κόμματος και τουλάχιστον σε αυτό το πλαίσιο φαίνεται να κινήθηκαν οι «4». Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε σε αυτή τη φάση και ιδιαίτερα στη συνέχεια πόσο πολιτικά παρών ήταν ο ίδιος ο Μάο.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, εξελίσσεται η πάλη τα χρόνια από το 1973-1976, μέχρι και τον θάνατο δηλαδή του Μάο. Στην περίοδο αυτή, στο επίπεδο των μαζών (μέσα και έξω από το κόμμα), είναι ακόμα ενεργές πολλές παρακαταθήκες και δεδομένα από τη ΜΠΠΕ και σε διάφορα ζητήματα συνεχίζεται η πάλη τους στον «απόηχο» της κατεύθυνσης «πάλη–κριτική–μετασχηματισμός». Στο ηγετικό επίπεδο, οι «4» δίνουν μάχες απέναντι στο Τενγκ Χσιάο Πινγκ, με τον Μάο πολιτικά παροπλισμένο λόγω προβλημάτων υγείας. Μέσα σε αυτή την περίοδο είναι που επιχειρήθηκε η καμπάνια «κριτικής κατά του Λιν πιάο και του Κομφούκιου», που επιχειρούσε (όπως είδαμε και στο άρθρο του Γιαο Βενγιουάν) να αναδείξει την πολιτική και ταξική βάση της στάσης και των επιλογών του Λιν Πιάο και της «κλίκας» του, για να επικαιροποιήσει και να συγκροτήσει εκ νέου την πάλη της προλεταριακής γραμμής απέναντι στη δεξιά γραμμή μέσα στο κόμμα. Μια ιδιαίτερα σημαντική παρέμβαση αλλά και χαρακτηριστική των «ορίων» που φαίνεται ότι διαμορφώνονται πια, είναι αυτή του Τσανγκ Τσουεν Κιάο, με το άρθρο του «Για την ολοκληρωτική δικτατορία πάνω στην αστική τάξη» («Κόκκινη Σημαία», 1975). Πρόκειται για μια συνολική τοποθέτηση, που πρώτον αναδεικνύει συγκεκριμένα τους όρους που τροφοδοτούν και κρατούν ανοιχτό το ζήτημα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. [α) δεν έχει ακόμα λυθεί τελείως το πρόβλημα της ιδιοκτησίας, β) σε αρκετές περιπτώσεις έχει λυθεί στην μορφή και όχι στην ουσία, γ) η αναπόφευκτη με βάση αυτούς τους όρους χρήση του αστικού δικαίου, η παραγωγή εμπορευμάτων, η ανταλλαγή με χρήμα που οδηγούν στην ανάπτυξη καπιταλιστικών παραγόντων και νέων αστικών στοιχείων]. Δεύτερον, επισημαίνει ότι σήμερα «πνέει ο άνεμος της αστικοποίησης» και κάνει διαπιστώσεις για το Κόμμα που αξιοποιείται από παράγοντες που παίρνουν θέση σε αυτό «για να αποχτήσουν μεγαλύτερη αξία και να ζητήσουν από την εργατική τάξη υψηλότερες τιμές». Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει ανάλογο με την ανάλυση και τις διαπιστώσεις του πολιτικό δια ταύτα, ενώ στην εισαγωγή του άρθρου του έχει την εκτίμηση πως «η δικτατορία του προλεταριάτου είναι όσο ποτέ άλλοτε ισχυρή και η σοσιαλιστική μας υπόθεση προχωρεί καλά».
Αμέσως μετά το θάνατο του Μάο, οι «4» συλλαμβάνονται και φυλακίζονται. Θυμίζουμε και πάλι αυτό που αναφέρει η «Ανάλυση της ιστορίας του ΚΚΚ (1949-1981)» (δηλαδή η επίσημη ρεβιζιονιστική απόδοση): «νωρίς τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ εκτελώντας τη θέληση του Κόμματος και του Λαού, συνέτριψε αποφασιστικά την κλίκα και έδωσε τέλος στην καταστροφική “πολιτιστική επανάσταση”, ήταν μια μεγάλη νίκη και κερδήθηκε από ολόκληρο τον λαό, από το Κόμμα και το Στρατό […]. Ο Χουα Κουοφεγκ, ο Γιε Τζιανγιγκ, ο Λι Σαιανιαν και άλλοι σύντροφοι έπαιξαν ρόλο ζωτικής σημασίας στη μάχη συντριβής της κλίκας».
Λίγο αργότερα (1/11/1977), η Λαϊκή Ημερησία δημοσιεύει άρθρο με το οποίο χρεώνει στον Μάο Τσε Τουνγκ τη «θεωρία των τριών κόσμων», που η ρεβιζιονιστική ηγεσία έχει διαμορφώσει και εμφανίσει στο 11ο Συνέδριο. Η χρέωσή της στον Μάο -που προφανώς γίνεται για να αντλήσει κύρος από αυτόν- γίνεται με την αναφορά στη Λαϊκή Ημερησία, πως τη θεωρία αυτή την είπε ο Μάο τον Φλεβάρη του 1974, σε συνάντηση που είχε με κάποιον ηγέτη του «τρίτου κόσμου»! Πρόκειται για μια αντιδραστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία χωρίζοντας τον κόσμοι σε τρία «μέρη» (πρώτος κόσμος οι υπερδυνάμεις ΗΠΑ και ΣΕ, δεύτερος κόσμος οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις Ευρώπη, Ιαπωνία, Καναδάς και ο τρίτος κόσμος Αφρική, Λ. Αμερική και Ασία εκτός της Ιαπωνίας) και υπάγοντας ουσιαστικά τον δεύτερο κόσμο στον τρίτο, για να «αντιμετωπίσουν» τους κινδύνους που φέρνει ο πρώτος, επιδιώκουν και την κατάπνιξη των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και την υποταγή των εργατικών τάξεων και των εργαζόμενων μαζών στις ιμπεριαλιστικές αστικές τάξεις, τα αστικά κράτη, το κεφάλαιο και τις αντιδραστικές δυνάμεις. Πρόκειται δηλαδή για μια θεωρία που αρνείται τον ιμπεριαλισμό του Λένιν, μια θεωρία «αγνόησης» των τάξεων, την οποία οι Κινέζοι ρεβιζιονιστές εμφάνισαν ως τη «σωστή στρατηγική και τακτική διατύπωση για το διεθνές προλεταριάτο»! Με τη μεθόδευση της χρέωσής της στο Μάο, επιχειρούν να αξιοποιήσουν και να παρατείνουν την όποια «σύγχυση» υπάρχει διεθνώς σε επαναστατικές, αγωνιστικές δυνάμεις (και τις μ-λ οργανώσεις και ομάδες), και στην πραγματικότητα είναι η θεωρία που οι ρεβιζιονιστές της Κίνας χρειάζονται για να αναπτύξουν τα ηγεμονικά σχέδιά τους, «τον σοβινισμό της μεγάλης δύναμης», τον οποίο αντιμαχόταν ο Γιάο Βενγιούαν στο 10ο Συνέδριο. Σχέδια που περνούσαν βέβαια μέσα από τη συμφιλίωση με τον ιμπεριαλισμό και συγκεκριμένα τη δρομολόγηση της αποκατάστασης των διπλωματικών σχέσεων με τις ΗΠΑ, στη βάση που απαιτούσε η διαμόρφωση της Κίνας σε μια καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική χώρα.
Ε. Βασικές εκτιμήσεις και προβληματισμοί -μια πρώτη αποτίμηση
1. Είναι δεδομένο πως η ΜΠΠΕ δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την καπιταλιστική παλινόρθωση στην Κίνα, που αποτελούσε βέβαια το βασικό της στόχο. Ξεκινώντας από αυτό -και επιχειρώντας μια πρώτη αποτίμηση- θα επαναλάβουμε τη σωστή θέση που διατυπώνεται στο εισηγητικό κείμενο «Οι εξελίξεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και η δημιουργία του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος στην Ελλάδα», για το 2ο Συνέδριο του ΚΚΕ(μ-λ), που λέει ότι «μια πολιτική γραμμή, ιδιαίτερα μια γραμμή που οδήγησε σε ένα επαναστατικό κίνημα σαν αυτό της ΜΠΠΕ δεν μπορεί να κριθεί μονάχα από τα άμεσα αποτελέσματά της». Η δικαίωση αυτής της πρωτόγνωρης επανάστασης θεμελιώνεται σε τρία βασικά ζητήματα. Στην –παραπάνω από προφανή- αναγκαιότητα να «υπάρξει», επιδιώκοντας τη λύση των αντιθέσεων που είχαν διαμορφωθεί σε συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου. Και αυτό δεν αλλάζει από το γεγονός ότι δεν κατόρθωσε τελικά να επιλύσει αυτές τις αντιθέσεις στην κατεύθυνση ενίσχυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Δεύτερο, στην τεράστια κινητοποίηση και πάλη που ενέπνευσε εκατοντάδες εκατομμύρια εργατών και λαϊκών μαζών στην Κίνα αλλά και εκατομμύρια ανθρώπων σε όλες τις περιοχές του πλανήτη κινητοποιώντας τους σε μεγάλους αγώνες, την περίοδο εκείνη. (Πρόκειται για μια από τις πλευρές που έχουμε αφήσει έξω από την τοποθέτηση αυτού του κειμένου και στοχεύουμε να αναδείξουμε με τις άλλες σχετικές εισηγήσεις.) Τρίτο, στον τεράστιο πλούτο παρακαταθηκών που η ΜΠΠΕ άφησε σε όλα τα πεδία των μαχών και των αγώνων που αυτή έδωσε, και σε σχέση με όλα τα ζητήματα που αφορούν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού με όρους αγώνα και πάλης των εργατών και των λαϊκών μαζών. Συνολικά, θα λέγαμε ότι είναι εύστοχος ο παραλληλισμός που γίνεται ανάμεσα στην Κομμούνα του Παρισιού και τη ΜΠΠΕ. Η Κομμούνα (που τόσο πολύ ξορκιζόταν από τις αστικές δυνάμεις της εποχής της για τις οποίες αποτελούσε εφιάλτη) αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους εργάτες και τους λαούς και δίδαγμα που η κομμουνιστική θεωρία μετουσίωσε στη θέση για την αναγκαιότητα του τσακίσματος του αστικού κράτους και τη συγκρότηση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η ΜΠΠΕ –που επίσης ξορκίζεται και δαιμονοποιείται από τις δυνάμεις του συστήματος, τους ρεβιζιονιστές και τους ρεφορμιστές– ήταν και είναι πηγή έμπνευσης για την πάλη των μαζών και μπορεί να φωτίσει παραπέρα το πώς το προλεταριάτο θα κρατήσει και θα αναπτύξει παντού τη δικτατορία του στις συνθήκες της σοσιαλιστικής επανάστασης.
2. Κατά συνέπεια, θα λέγαμε, ότι αυτό που προσέφερε η ΜΠΠΕ στο επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα είναι το δίδαγμα ότι δεν γίνεται να προχωρήσει ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός μιας κοινωνίας, χωρίς «Πολιτιστικές Επαναστάσεις»! Χωρίς δηλαδή επαναστατικά κινήματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, μέσα στις συνθήκες της σοσιαλιστικής επανάστασης. Είναι βέβαια γνωστό, ότι η αντίληψη της συνέχισης και της εξέλιξης της επανάστασης, γενικά, δεν γεννήθηκε στη ΜΠΠΕ αλλά υπάρχει από την εποχή του Μαρξ και του Ένγκελς και είναι η αντίληψη που προβάλλουν και υπερασπίζονται και ο Λένιν και ο Στάλιν και στέκονται απέναντι στη διαστρέβλωση αυτής της αντίληψης από τον Τρότσκι και τη θεωρία της «διαρκούς επανάστασης» (βλέπε πχ. στα «Ζητήματα Λενινισμού», στην ενότητα «Για τις ιδιομορφίες της Οκτωβριανής επανάστασης, ή «ο Οκτώβρης και η θεωρία της διαρκούς επανάστασης του Τρότσκι»). Η ΜΠΠΕ αυτή την αντίληψη των μεγάλων διανοητών του κομμουνιστικού κινήματος για τη συνέχιση, εξέλιξη της επανάστασης την ανέδειξε και τη συγκρότησε συγκεκριμένα ως πολιτικό καθήκον της εργατικής τάξης και των μαζών, μέσα στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο Τσανγκ Τσουεν Κιάο, στο άρθρο του που παραπάνω αναφέραμε («Για την ολοκληρωτική δικτατορία πάνω στην αστική τάξη»), και για να καταδείξει το εύρος και το βάθος (και όσον αφορά τον χρόνο) της διαδικασίας ανάπτυξης της δικτατορίας του προλεταριάτου και ως την απονέκρωσή της, αναφέρει επικαλούμενος τον Μαρξ:
«Ο Μαρξ στο έργο του “Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1848-1850” αναφέρεται πιο ειδικά στη δικτατορία του προλεταριάτου σαν το απαραίτητο μεταβατικό σημείο για την κατάργηση όλων των ταξικών διαφορών, για την κατάργηση όλων των παραγωγικών σχέσεων που πάνω τους βασίζονται οι ταξικές διαφορές, για την κατάργηση όλων των κοινωνικών σχέσεων που αντιστοιχούν σε αυτές τις παραγωγικές σχέσεις, για την ανατροπή όλων των ιδεών που προκύπτουν από αυτές τις κοινωνικές σχέσεις. Εδώ (συνεχίζει ο Τσουεν Κιάο), ο Μαρξ χρησιμοποιεί τη λέξη “όλες” και τις τέσσερις φορές! Ούτε ένα τμήμα, ούτε ένα μεγαλύτερο τμήμα, ούτε ακόμα το πιο μεγάλο τμήμα, αλλά όλο! Αυτό δεν εκπλήσσει, γιατί η εργατική τάξη μόνο χειραφετώντας όλη την ανθρωπότητα, μπορεί να πετύχει τη δική της τελική χειραφέτηση. Ο μόνος τρόπος για να πετύχει αυτό το σκοπό είναι να ασκεί ολοκληρωτική δικτατορία πάνω στην αστική τάξη και να συνεχίσει να διεξάγει την επανάσταση κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου ως το τέλος, μέχρι που να καταργηθούν στη γη τα παραπάνω τέσσερα “όλα”, για να είναι αδύνατη η ύπαρξη της αστικής τάξης και όλων των άλλων εκμεταλλευτριών τάξεων, ή η εμφάνιση νέων τάξεων, και να μη σταματήσουμε στη μέση του δρόμου της μετάβασης» (οι υπογραμμίσεις δικές του). Και συνεχίζει: «Σύντροφοι, ξανασκεφτείτε το! Αν δεν κατανοήσουμε με αυτό τον τρόπο το ζήτημα […], αν η ολοκληρωτική δικτατορία πάνω στην αστική τάξη κουτσουρευτεί ή ασκηθεί σε μερικούς και όχι σε όλους τους τομείς, ή μόνο σε μερικές φάσεις […], αν τα “οχυρωμένα χωριά” της αστικής τάξης δεν καταστραφούν όλα, αλλά παραμείνουν μερικά για να επιτρέψουν στην αστική τάξη να εξαπλωθεί ξανά, αυτό δε σημαίνει ότι ετοιμάζουμε τις συνθήκες για μια καπιταλιστική παλινόρθωση; Αυτό δε σημαίνει ότι μετατρέπουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου σε κάτι που προστατεύει την αστική τάξη, ιδιαίτερα τη νέα αστική τάξη που δημιουργείται;». Στο ίδιο άρθρο, ο Τσουεν Κιά επαναφέρει και μια λιτή αλλά εξαιρετικά περιεκτική τοποθέτηση του Μάο, που δείχνει στις συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της Κίνας (αλλά μπορούμε να σκεφτούμε όχι μόνο της Κίνας αλλά και σε κάθε ανάλογη κατάσταση, σε άλλη χώρα) πόσο απόλυτα αναγκαία είναι η ΜΠΠΕ: «Με μια λέξη, η Κίνα είναι μια σοσιαλιστική χώρα. Πριν από την απελευθέρωση, ήταν σχεδόν σαν μια καπιταλιστική χώρα. Ακόμα και τώρα, εφαρμόζουμε ένα σύστημα μισθών οχτώ βαθμίδων, διανομή στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του και ανταλλαγή με χρηματικά μέσα, πράγμα που πολύ λίγο διαφέρει από την παλιά κοινωνία. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι το σύστημα ιδιοκτησίας έχει αλλάξει».
3. Όλος ο πλούτος αυτής της γιγάντιας πάλης στα πλαίσια της ΜΠΠΕ (για τον οποίο μόνο νύξεις έχουμε κάνει στα πλαίσια αυτού του κειμένου και μένει και αυτός να αναδειχθεί στα πλαίσια των άλλων εισηγήσεων) ήταν συνεπώς επικεντρωμένος γύρω από το κεντρικό ζήτημα, αυτό της πραγμάτωσης, στερέωσης, επέκτασης παντού της δικτατορίας του προλεταριάτου. Από το πώς μια γυναίκα σε «Ένα Κινέζικο χωριό στην Πολιτιστική Επανάσταση» (βλέπε μπροσούρα του JAN MYRDAL) κατακτούσε θέση στη διοίκηση της ταξιαρχίας, μέχρι το πώς μόχθησαν οι αγρότες στα Τατσάι της ΜΠΠΕ. Και από το πώς οι εργάτες αγωνίστηκαν να πάρουν στα χέρια τους και να θέσουν στον έλεγχό τους τα καθήκοντα της καινοτομίας και της τεχνικής ανανέωσης στα εργοστάσια, αντί να τα αναθέσουν σε μια μειοψηφία επαγγελματιών τεχνικών και μηχανικών, μέχρι το πώς επιδιωκόταν η σύνταξη νέων εκπαιδευτικών υλικών με «το ξεκίνημα από την πράξη», σε όλα αυτά και παντού, η κατεύθυνση ήταν η ίδια: Να διαμορφώνονται όροι απάντησης, να ανοίγει ο δρόμος υλοποίησης των «τεσσάρων όλων» που έθετε στο παραπάνω απόσπασμα ο Τσανγκ Τσουεν Κιάο και τα οποία συνθέτουν την ανάπτυξη–εξέλιξη της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Κρίσιμη πλευρά αυτού του κεντρικού ζητήματος –δηλαδή της δικτατορίας του προλεταριάτου- είναι το ζήτημα του Κόμματος. Το Κόμμα (πρέπει να) είναι βέβαια το κατεξοχήν πολιτικό όργανο της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά αυτό δεν είναι δοσμένο! Ή όπως λέει και ο Μα Βεντζχονγκ, ένα στέλεχος του επαναστατικού συμβουλίου σε πανεπιστήμιο του Πεκίνου, σε μια συνομιλία που δημοσιεύεται στο «Σχολειό για τις μάζες στην Κίνα»: «Νομίζαμε ότι το κομμουνιστικό κόμμα ήταν το κομμουνιστικό κόμμα και αυτό έφτανε.. Ότι τα στελέχη του κόμματος αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα του κόμματος και αυτό έφτανε. Αντίθετα, τώρα ξέρουμε καλά ότι υπάρχουν τσουτσιπάι (σ.σ. αυτοί που ακολουθούν τον καπιταλιστικό δρόμο) και μέσα στο κόμμα, ότι υπάρχει η πάλη ανάμεσα στις δύο γραμμές. Αυτά είναι πράγματα που μόνο με την Πολιτιστική Επανάσταση καταλάβαμε. Οι μάζες συνειδητοποιούνται πολιτικά στη διάρκεια της μαζικής κινητοποίησης». Η ΜΠΠΕ επιχείρησε μια τεράστιας κλίμακας και πρωτόγνωρη στο κομμουνιστικό κίνημα απάντηση σε αυτό το κρίσιμο και τελικά καθοριστικό ζήτημα. Ζήτησε από την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες να θέσουν σε αμφισβήτηση και δοκιμασία το Κόμμα τους! Ζήτησε και πάλεψε για να αναπτυχθεί και να ασκηθεί ο επαναστατικός έλεγχος των μαζών (κομματικών και εξωκομματικών) στο ΚΚΚ και σε όλη του την κλίμακα με έμφαση στο ανώτερο καθοδηγητικό επίπεδό του! Έθεσε το ζήτημα της ανάπτυξης της κριτικής και της αυτοκριτικής, του ελέγχου, της διόρθωσης και της απόρριψης πολιτικών επιλογών και των φορέων τους, όχι απλώς σαν μια πολιτική αναγκαιότητα εντός των διαδικασιών του Κόμματος, αλλά στα πλαίσια αυτής της ίδιας της ταξικής πάλης που διεξήγαγαν εκατοντάδες εκατομμύρια μαζών. Και επεδίωξε μέσα από τη σύνθετη και διαλεκτική διαδικασία, που η μια πλευρά της ήταν η αυτοδιαπαιδαγώγηση των ίδιων των μαζών μέσα στην πάλη και η άλλη ο επαναστατικός έλεγχός τους στο Κόμμα, να δώσει απαντήσεις στο ζήτημα της πάλης των δύο γραμμών, να συγκροτήσει «εκ νέου» την εργατική τάξη και τις μαχόμενες λαϊκές δυνάμεις, αλλά και το Κόμμα στη βάση των αντιθέσεων που έμπαιναν για λύση, στη βάση των νέων απαιτήσεων της ταξικής πάλης.
Πρόκειται αναμφίβολα για τομή και σπουδαία παρακαταθήκη στην πάλη του κομμουνιστικού κινήματος, που εκείνα τα χρόνια αντιμετωπίζει, με βάση τις εξελίξεις στη ΕΣΣΔ, για πρώτη φορά στην Ιστορία του, το ζήτημα αυτό. Πρώτη φορά αντιμετωπίζει το ζήτημα ηγετικά και άλλα στελέχη που πρωτοστάτησαν για χρόνια και δεκαετίες στις πύρινες συνθήκες της επανάστασης να μην μπορούν ή και να μην θέλουν να δουν και να αντιμετωπίσουν τις νέες απαιτήσεις που θέτει η συνέχιση της επανάστασης, στις νέες συνθήκες και μετά τον βασικό -αλλά ούτε αυτόν ακόμα ολοκληρωμένο- σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του συστήματος της ιδιοκτησίας. Και είναι σαφές για μας, ότι χρειάζεται στο ζήτημα αυτό να διερευνηθούν πιο ολοκληρωμένα οι απαντήσεις, στη βάση που τις επιδίωξε η ΜΠΠΕ.
Όπως επίσης χρειάζεται η προσέγγιση της άλλης πλευράς αυτού του ζητήματος, που αφορά στον ρόλο του σοσιαλιστικού κράτους και τη σχέση του με το Κόμμα και την εργατική τάξη αλλά και τα σύμμαχα με αυτήν λαϊκά στρώματα, στα πλαίσια της άσκησης και στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Σε σχέση με αυτό το συνολικό ζήτημα, η διατύπωση που υπάρχει στο καταστατικό που ψήφισε το 9ο Συνέδριο -που θεωρούμε ότι είναι τουλάχιστον άστοχη, αν όχι και λαθεμένη- είναι η εξής: «Τα όργανα της Κρατικής εξουσίας της δικτατορίας του προλεταριάτου, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, όπως και η Ένωση Κομμουνιστική Νεολαίας, οι εργατικές οργανώσεις, οι οργανώσεις των φτωχών και φτωχομεσαίων αγροτών, των κόκκινων φρουρών και οι άλλες μαζικές επαναστατικές οργανώσεις οφείλουν να υποταχθούν, χωρίς εξαίρεση, στην καθοδήγηση του Κόμματος». Η αντίστοιχη διατύπωση στο Καταστατικό του 10ου Συνεδρίου είναι παρόμοια αλλά έχει μια διαφορά στην πρώτη της πρόταση, που δεν δείχνει, όπως η προηγούμενη του 9ου Συνεδρίου, να ταυτίζει τη δικτατορία του προλεταριάτου με τα όργανα της κρατικής εξουσίας. «Οι οργανισμοί του Κράτους, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός και η λαϊκή πολιτοφυλακή, τα εργατικά συνδικάτα, οι ενώσεις φτωχών και φτωχομεσαίων αγροτών, οι ομοσπονδίες γυναικών, η Ένωση Κομμουνιστικής Νεολαίας, η Κόκκινη Φρουρά, οι οργανώσεις των μικρών κόκκινων στρατιωτών και οι άλλες μαζικές επαναστατικές οργανώσεις, χωρίς εξαίρεση, οφείλουν να υποταχθούν στην καθοδήγηση του Κόμματος».
Σε σχέση με αυτό το πολύ μεγάλο και σύνθετο ζήτημα, θα καταθέσουμε μόνο δύο επισημάνσεις. Πρώτον, τα κρατικά όργανα (πρέπει να) είναι όργανα άσκησης της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά οπωσδήποτε δεν ταυτίζονται με αυτήν! Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η εξουσία που ασκείται στη βάση της συμμαχίας του προλεταριάτου της φτωχής και φτωχομεσαίας αγροτιάς και των άλλων λαϊκών στρωμάτων που καθοδηγεί και «τραβάει» με το μέρος της και τους σκοπούς της η εργατική τάξη. Αυτή η εξουσία είναι (επιδιώκεται κάθε στιγμή να είναι) ευρύτερη από αυτήν που θεσμοποιείται στα πλαίσια των κρατικών οργάνων. Δεν «χωράει» λοιπόν σε αυτά τα όργανα, και η ανάπτυξή της ή το κουτσούρεμά της υπόκεινται στους όρους της ταξικής πάλης που εξελίσσεται μέσα στην ταξική κοινωνία. Αυτό που «χάνει» στην ταξική πάλη η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να του το «δώσει πίσω» ένα κρατικό όργανο με την «αρμοδιότητα» που (τάχα) αυτό θα αποκτήσει-κατοχυρώσει. Και αντίστροφα, αυτό που κατακτά στην ταξική πάλη η δικτατορία του προλεταριάτου στην πραγματικότητα θα πρέπει να οδηγεί σε αποδυνάμωση του ρόλου των οργάνων της κρατικής εξουσίας (στην πορεία της ιστορικής απονέκρωσής τους) και όχι στην παραπέρα ενίσχυσή τους. Η μορφή της «Τριπλής Συμμαχίας» στη ΜΠΠΕ, αυτά που κατακτούσε ένα συνδικάτο σε ένα εργοστάσιο, πχ σε σχέση με την αποδυνάμωση του ρόλου των «κόκκινων ειδικών» και την αναβάθμιση του ρόλου των εργατών στον έλεγχο των καινοτομιών και της ανανέωσης της τεχνικής, η πάλη και τα αποτελέσματά της ενάντια στις αντιδραστικές κοινωνικές σχέσεις (πχ γυναίκες) που διεξαγόταν σε μια ταξιαρχία, νομίζουμε πως αυτή τη λογική που εκθέσαμε συνοπτικά εξέφραζαν.
Δεύτερον, το Κόμμα, ως ο κατεξοχήν πολιτικός οργανισμός που καθοδηγεί την εργατική τάξη στην προώθηση-επέκταση της δικτατορίας του προλεταριάτου, οφείλει πράγματι να καθοδηγεί τις λαϊκές μάζες συνολικά στην κατεύθυνση αυτή. Η σχέση αυτή, ότι δηλαδή το Κόμμα πράγματι είναι το πρωτοπόρο απόσπασμα του προλεταριάτου και γι’ αυτό κατορθώνει να καθοδηγεί το σύνολο της τάξης αλλά και τα άλλα σύμμαχα σε αυτήν λαϊκά στρώματα, δεν είναι όπως ξέρουμε καλά πια δοσμένη και εξασφαλισμένη αλλά κρίνεται «κάθε στιγμή». Στη βάση αυτής της σχέσης και των αποτελεσμάτων και των δεδομένων που αυτή η σχέση παράγει, είναι που το Κόμμα υπαγορεύει ή και ορίζει την πολιτική των κρατικών οργάνων και όχι στη βάση μια διοικητικής σχέσης έναντι αυτών των οργάνων. Αυτή η σχέση πραγματώνεται και εξελίσσεται αποκλειστικά στο πεδίο της ταξικής πάλης και σε όλα τα πεδία που αυτή η πάλη εκδηλώνεται. Μια τέτοια διοικητική σχέση θα σημαίνει αργά ή γρήγορα την «απορρόφηση» του Κόμματος από το κράτος, όπως και έγινε –με τις όποιες ειδικότερες μορφές πήρε και στην ΣΕ και αργότερα στην Κίνα. Κατά συνέπεια, είναι άστοχο τουλάχιστον να περιμένει κανείς ότι αυτή η σχέση του Κόμματος με την εργατική τάξη και τον λαό και ο πολιτικά καθοδηγητικός ρόλος που στη βάση αυτής της σχέσης ασκεί στα κρατικά όργανα μπορεί να θεμελιωθούν στη βάση καταστατικών απαιτήσεων. Ή ότι αντίστροφα, είναι το λιγότερο πολιτικά αφελές να ελπίζει κανείς ότι μπορεί να αποτραπεί η λοξοδρόμηση κοινωνικών τμημάτων (πχ αγρότες) ή η «απόκλιση» κρατικών οργάνων υπέρ πολιτικών επιλογών που περιορίζουν τη δικτατορία του προλεταριάτου και ευνοούν αστικού χαρακτήρα επιλογές, επειδή «καταστατικά οφείλουν» να μην τα κάνουν όλα αυτά! Έχουμε την γνώμη –ή έστω την αίσθηση- ότι σε τέτοιου χαρακτήρα «καταστατικές διαφυλάξεις» καταφεύγει κανείς, είτε στη βάση της αδυναμίας του να δώσει απαντήσεις εκεί που πραγματικά κρίνονται τα ζητήματα, είτε επιχειρώντας να (δια)χειριστεί αγωνίες και πραγματικά ζητήματα. Και βέβαια έτσι –ακόμα και με καλές προθέσεις ή ανεξάρτητα από αυτές- στρώνει τον δρόμο της διολίσθησης σε αυταπάτες, δηλαδή στην ισχυροποίηση των δεξιών-ρεβιζιονιστικών απόψεων και δυνάμεων μέσα στο Κόμμα.
4. Στα πλαίσια μιας προσπάθειας αποτίμησης της ΜΠΠΕ, υπάρχουν βέβαια και τα ερωτήματα που αφορούν σε έναν πολιτικά πιο συγκεκριμένο εντοπισμό των αδυναμιών, των αιτιών, που δεν επέτρεψαν αυτό το επαναστατικό κίνημα «να πάει παραπέρα» σε σχέση με τον βασικό του στόχο, την αποτροπή της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Σε σχέση με αυτά, έχουμε ήδη πει ότι δεν είναι στη λογική μας να «πάμε στο παρελθόν», «να διορθώσουμε τα λάθη» και να φτιάξουμε -50 χρόνια μετά- μια ΜΠΠΕ που θα νικούσε και θα έφτανε ως το τέλος! Δεν θα ξαναγραφτεί η Ιστορία ούτε από εμάς ούτε από κανέναν άλλον. Αλλά ταυτόχρονα δεν υιοθετούμε ούτε τον αγνωστικισμό, ούτε την αντίληψη της «ματαιότητας» απέναντι σε αυτήν και σε κάθε έφοδο του κομμουνιστικού κινήματος στον μακρύ 20ο αιώνα! Αυτές οι δύο στάσεις είναι δύο όψεις της ίδιας λογικής, που και οι δύο οδηγούν τους αγωνιστές και τελικά τον λαό στην παραίτηση και στην προσαρμογή στις δυνάμεις της ήττας που κυριαρχούν σήμερα στην Αριστερά «μας». Όχι, λοιπόν, η ΜΠΠΕ υπήρξε, έδωσε και άνοιξε δρόμους για το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα και «αναζητά διαδόχους» της προλεταριακής-κομμουνιστικής-επαναστατικής κατεύθυνσης στις σημερινές άγριες συνθήκες. Δεν θα συνεργήσουμε ούτε θα αποδεχτούμε τη χυδαία συκοφάντησή της και το «θάψιμό» της. Και είναι «δικιά μας» υπόθεση η ανάδειξή της και η διερεύνηση των όρων στη βάση των οποίων εξελίχθηκε.
Στα πιο συγκεκριμένα λοιπόν –και όσο μπορούμε να δούμε τα ζητήματα- το πρώτο σημείο που θεωρούμε βασικό και θέλουμε να επαναφέρουμε είναι αυτό της «καθυστέρησης» που και εισαγωγικά επισημάναμε. Υπενθυμίζουμε πως η τοποθέτηση του Μάο μέσα στο ΚΚΚ για τις εξελίξεις στη ΣΕ έβαζε το θέμα της ρεβιζιονιστικής στροφής ήδη από το 1956, αλλά μέχρι το 1963-64 η δημόσια στάση του ΚΚΚ απέναντι στο ΚΚΣΕ ήταν αυτή της «ενότητας και πάλης»! Η ταλάντευση όλων αυτών των χρόνων απηχούσε από τη μια τις δεξιές πολιτικές κατευθύνσεις που ήδη υπήρχαν στην ηγεσία του ΚΚΚ. Αλλά από την άλλη, εξέφραζε και τις «ελπίδες» ότι τα πράγματα θα διορθωθούν και θα επιστρέψουν στην «πριν το 1956» κατάσταση που πρέπει να υπήρχαν μέσα στην κινέζικη ηγεσία. Ενώ ταυτόχρονα έχουμε αρκετά σημάδια, πως ο Μάο όχι μόνο δεν έχει αυταπάτες για το τι εξελίσσεται στη ΣΕ αλλά έχει και μια συνολικότερη προσέγγιση για την αρνητική τροχιά στην οποία μπαίνει το κομμουνιστικό κίνημα, όπως αυτή προκύπτει από την αξιολόγηση που κάνει στην αντεπανάσταση που ξεσπά στην Ουγγαρία το 1956!
Σε κάθε περίπτωση, η καθυστέρηση αυτή τροφοδότησε και διεθνώς συγχύσεις και έδωσε έδαφος στις αρνητικές εξελίξεις μέσα στην Κίνα στα χρόνια μετά το Μεγάλο Άλμα και μέχρι το ξεκίνημα της ΜΠΠΕ, στο 1966. Στα χρόνια αυτά –έχουμε ήδη αναφέρει- δημιουργήθηκαν αρνητικά κοινωνικοοικονομικά δεδομένα στην Κίνα και κυρίως ενισχύθηκαν οι δεξιές δυνάμεις στο επίπεδο της ηγεσίας του Κόμματος. Ή –που είναι μια άλλη έκφραση της ίδιας κατάστασης- ηγετικά στελέχη που βρίσκονταν σε «ταλάντευση» παρέμειναν σε αυτήν και δεν τραβήχτηκαν στην επαναστατική κατεύθυνση, με όσα αυτή σήμαινε σε εκείνη τη φάση. Έτσι, όταν ξέσπασε η ΜΠΠΕ, οι όροι –όσον αφορά τις ηγετικές δυνάμεις που ήταν ή φέρονταν να είναι στην καθοδήγησή της- που είχαν διαμορφωθεί ήταν προβληματικοί. Κλείνοντας αυτό το σημείο, θα αναφέρουμε ένα σχετικό απόσπασμα από τον Χίντον για το «κλίμα» που επικρατούσε κατά την έναρξη της ΜΠΠΕ. «“Το δέντρο θα προτιμούσε την ηρεμία αλλά ο άνεμος αρνιέται να υποχωρήσει” είναι ένας στίχος από ένα αρχαίο κινέζικο ποίημα που ανέφερε ο Μάο και που συνοψίζει σωστά την κατάσταση. Οι επαναστάτες της Κίνας θα προτιμούσαν να συνέχιζαν να χτίζουν τον σοσιαλισμό με ηρεμία, αλλά καθώς η Κίνα προχωρούσε μπροστά, αναπτύχθηκε με πολλή ένταση η ταξική πάλη. Το 1965 και το 1966, η αντιπολίτευση έσπρωξε για μια αναμέτρηση. Ο Μάο και οι υποστηρικτές του την αντιμετώπισαν κατάφατσα». Παίρνοντας υπόψη πως η μπροσούρα του Χίντον είναι γραμμένη πολύ κοντά στα γεγονότα εκείνων των χρόνων και βέβαια την συνολική στάση και οπτική του Χίντον, έχουμε κάθε λόγο να θεωρούμε πως με το κομμάτι αυτό αποδίδει έγκυρα το κυρίαρχο κλίμα από τη μεριά της ΜΠΠΕ. Και βέβαια, το «θα προτιμούσαν να συνέχιζαν να χτίζουν τον σοσιαλισμό με ηρεμία» αποδίδει και αποτυπώνει, νομίζουμε, το πρόβλημα που επισημαίνουμε.
Επιμείναμε παραπάνω στο ζήτημα των όρων που υπήρχαν στο επίπεδο της ηγεσίας της ΜΠΠΕ –το «προλεταριακό αρχηγείο»- γιατί θεωρούμε πως αυτό ήταν το κρίσιμο ζήτημα σε όλη την εξέλιξη αυτού του επαναστατικού κινήματος και αυτό ακριβώς το ζήτημα αφορά το δεύτερο σημείο αυτής της διερεύνησης. Με τα λόγια του 9ου Συνεδρίου, θα λέγαμε σχετικά με το ζήτημα αυτό: «Όπως και σε κάθε άλλη επανάσταση, το θεμελιακό πρόβλημα και για αυτή τη μεγάλη επανάσταση που διεξάχθηκε στον τομέα του εποικοδομήματος, είναι το πρόβλημα της εξουσίας, δηλαδή το ποια είναι η τάξη που έχει την εξουσία». Και θα συμπληρώναμε ότι η έκφραση αυτού του θεμελιώδους προβλήματος της εξουσίας στην περίπτωση της ΜΠΠΕ ήταν το ποιος ήταν ο συσχετισμός από την αρχή της και σε όλη την εξέλιξή της στο επίπεδο της ηγεσίας του Κόμματος. Δεν υποτιμούμε -κάθε άλλο- την πάλη των μαζών και τον σκληρό αγώνα για το πάρσιμο της εξουσίας από τις επαναστατικές επιτροπές, στις επαρχίες, τους δήμους και τις αυτόνομες περιοχές αυτής της μεγάλης χώρας. Όλα αυτά είναι οι παρακαταθήκες και ο πλούτος της ΜΠΠΕ και βέβαια ήταν αναγκαία για να αλλάξει ο συσχετισμός από «κάτω» μέχρι και «πάνω», για να χτυπηθούν και να ηττηθούν οι ρεβιζιονιστικές δυνάμεις, για να αποτραπεί η καπιταλιστική παλινόρθωση. Αλλά μιλώντας από τη σκοπιά της «τελικής νίκης», όλα αυτά έναν και μόνο τρόπο είχαν για να διασφαλιστούν και να στερεωθούν. Το πάρσιμο της εξουσίας στο επίπεδο της ηγεσίας του Κόμματος από τις επαναστατικές δυνάμεις. Και προφανώς αυτό δεν έγινε! Σημειώνουμε λοιπόν, ότι σε όλη τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας (1966-1976), η εικόνα που έχουμε δείχνει ότι οι δεξιές δυνάμεις «ήξεραν τι ήθελαν», τι αντιμετώπιζαν και βέβαια ήξεραν πού στοχεύουν. Δεν συνέβαινε το ίδιο –όπως έχουμε δει- με αυτό που ξεκίνησε ως προλεταριακό επιτελείο, αντίθετα ήταν πολλές οι διασπάσεις του, οι ταλαντεύσεις του, οι αποστρατεύσεις του. Στην πραγματικότητα, τελικά, από το 9ο Συνέδριο και μετά, δίπλα στον Μάο και στην κατεύθυνση την επαναστατική, δεν έμεινε κανένα ηγετικό στέλεχος από τις παλαίμαχες φουρνιές. Βέβαια, προστέθηκαν –με αυξημένο κύρος και πρωταγωνιστικό καθοδηγητικό ρόλο στη ΜΠΠΕ- οι «τέσσερις», οι οποίοι ωστόσο δεν είχαν την διαδρομή των δεκαετιών που είχαν τα άλλα (δεξιά-κεντρώα) ηγετικά στελέχη. Και αυτό το δεδομένο σίγουρα μέτρησε και έπαιξε τον ρόλο του στις εξελίξεις που υπήρξαν μέσα στο ηγετικό επίπεδο του Κόμματος (και στο επίπεδο της Κ.Ε.) από το 9ο Συνέδριο και μετά. Αυτό το πρόβλημα εκτιμούμε ότι ήταν «πίσω» από τα φαινόμενα προσωπολατρίας που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της ΜΠΠΕ, με τον Μάο να αναδεικνύεται στο «μοναδικό πρόσωπο» κεντρικής αναφοράς και «πολιτικής νομιμοποίησης» της ΜΠΠΕ, στα μάτια των κομματικών μαζών και συνολικά των εργατών και του λαού της Κίνας -και με δοσμένη βέβαια την καθοριστική ηγετική του παρουσία και στη ΜΠΠΕ και σε όλη την επαναστατική διαδρομή του ΚΚΚ. Μια τέτοια «νομιμοποίηση» ήταν αναγκαία στο βαθμό που η ΜΠΠΕ ζητούσε να μπει «φωτιά στο γενικό επιτελείο», εμφανιζόταν δηλαδή «ενάντια» (ή και ενάντια) στο Κόμμα που είχε δεκαετίες αγώνων, είχε νικήσει τον ιμπεριαλισμό, τη φεουδαρχία και τη μεγαλοαστική τάξη και είχε ήδη εξασφαλίσει «ρύζι τρεις φορές τη μέρα» για τις κινέζικες μάζες. Ωστόσο, η προσωπολατρία όχι μόνο δεν βοήθησε στο να αντιμετωπιστεί το ζήτημα, αλλά αντίθετα χρησιμοποιήθηκε και από τις άλλες πλευρές της ηγεσίας στους πολλαπλούς ελιγμούς και μανούβρες που γίνονταν μέσα στο ηγετικό επίπεδο και στην πραγματικότητα εμπόδισε και καθυστέρησε την ανάδειξη των νεότερων στελεχών. Και είναι στην ίδια βάση που στα πλαίσια της ΜΠΠΕ υπερ-τονίστηκαν τα εθνικά χαρακτηριστικά της Κινέζικης επανάστασης και εμφανίστηκε μια κατάσταση (με την αποκλειστική διάδοση του «μικρού κόκκινου βιβλίου» του Μάο και τον «παραγκωνισμό» των έργων των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν-Στάλιν) που περίπου αποσπούσε την «σκέψη Μάο Τσε Τουνγκ» από την προηγούμενη μαρξιστική σκέψη.
Το ζήτημα των (ανώτατων) ηγετικών στελεχών αναδείχτηκε καθαρά όταν μετά το 9ο Συνέδριο (από το φθινόπωρο του 1970) άρχισε η αντιπαράθεση και το ξεκαθάρισμα της αντεπαναστατικής ομάδας του Λιν Πιάο. (Ο Χίντον σε αυτούς αναφέρει, εκτός από τον Τσε-Πο-Τα, τον Χουάνγκ Γιουνγκ Σενγκ και τον Βου Φα Χασιεν.) Στα πλαίσια αυτής της εσωκομματικής πάλης, είναι χαρακτηριστικό ότι η Δεξιά βρήκε την ευκαιρία να επαναφέρει στελέχη της στην ηγεσία, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Τεγκ Χσιάο Πινγκ, που είχε καθαιρεθεί ήδη από το 1957 ως υπαρχηγός του Λιου Σάο Σι! Μάλιστα, στο κείμενο του 2ου Συνεδρίου του ΚΚΕ(μ-λ) -που έχουμε ήδη αναφέρει- υπάρχει η εκτίμηση πως αυτή η επαναφορά του Τενγκ έγινε με τις πλάτες του Τσου Εν Λάι. Εκτίμηση που δεν δείχνει καθόλου πολιτικά αβάσιμη, αν πάρουμε υπόψη μας την εισήγηση του Τσου Εν Λάι στο 10ο Συνέδριο. Και είναι τελικά σαφές ότι το ξεκαθάρισμα της ομάδας του Λιν Πιάο, με τους όρους που έγινε (εντός της ΚΕ και χωρίς την ανάδειξη της ταξικής και ιδεολογικής αναφοράς αυτής της ομάδας), αποτέλεσε βάση και όχημα για να ισχυροποιηθεί εκ νέου η Δεξιά στο επίπεδο της ηγεσίας. Και παρόλο που το 1976 -πριν τον θάνατο του Μάο- ο Τεγκ Χσιάο Πινγκ καθαιρείται για δεύτερη φορά, αποδεικνύεται, από τα ίδια τα γεγονότα που ακολούθησαν στη συνέχεια, ότι συνολικά σε αυτή την περίοδο (πριν το 10ο Συνέδριο και ως τον θάνατο του Μάο) είναι η δεξιά που ξαναπαίρνει την ηγεσία του Κόμματος. Ας μην ξεχνάμε ότι στην περίοδο αυτή «βαραίνει» από το επίπεδο της ΚΕ και πάνω, το ζήτημα του κινδύνου του πολέμου από επέμβαση της ΣΕ, που έχει καλλιεργηθεί και υπερτονιστεί από τη δεξιά πλευρά με βάση το οποίο μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι προκρινόταν η «ενότητα» εντός της ηγεσίας του Κόμματος. Το ζήτημα αυτό, από όσα γνωρίζουμε, δεν είχε αντιμετωπιστεί με σαφήνεια και έγκαιρα από την επαναστατική πλευρά, παρόλο που φαίνεται (στην εισήγηση του Γιαο Βενγιουαν, στο 10ο Συνέδριο) ότι δεν συμμεριζόταν την εκτίμηση αυτή, σίγουρα όχι στον βαθμό που την έθετε ο Τσου Εν Λάι.
Παραμένουν βέβαια, για όλο αυτό το διάστημα από το 1969 και μετά, σημαντικά ερωτήματα. Γιατί, μετά το 9ο Συνέδριο και σε όλη την πορεία ως το 1976, η επαναστατική πλευρά δεν επιχείρησε «άλλες επιλογές» αντιπαράθεσης και ρήξης μέσα στο Κόμμα, που θα συνδυάζονταν βέβαια με προσπάθειες εκ νέου κινητοποίησης των μαζών; Όταν, μάλιστα, οι όροι των «από κάτω» ήταν πολύ καλύτεροι σε σχέση με πριν το 1966, ενόσω δηλαδή η ΜΠΠΕ ήταν «ζωντανή» μέσα στις μάζες; Το ερώτημα αυτό γίνεται πιο έντονο μετά το 10ο Συνέδριο, όπου από τη μια φαίνεται καθαρά με την εισήγηση και τη στάση του Τσου Εν Λάι ότι είναι αδιέξοδη η προσπάθεια αναζήτησης της επαναστατικής συνέχειας του Κόμματος μέσω συμβιβασμών στο ηγετικό επίπεδο και από την άλλη η εισήγηση του Γιαο Βενγιουαν βεβαιώνει ότι η επαναστατική πλευρά έβλεπε τα ζητήματα, όταν προσδιόριζε ως κύριο κίνδυνο άμεσα τον ρεβιζιονισμό. Τα ερωτήματα αυτά μεταφέρονται –με δυσμενέστερους βέβαια όρους- και στην περίοδο μετά τον θάνατο του Μάο και τη «συντριβή της κλίκας» από τους ρεβιζιονιστές. Γιατί βέβαια (πρέπει να) υπήρχαν σημαντικές δυνάμεις σε επίπεδο Κ.Ε. και παρακάτω μέσα στο Κόμμα που είχαν στηρίξει και είχαν αναφορά στην «εισήγηση Γιαο» του 10ου Συνεδρίου.
Σε μια πλευρά αυτών των ερωτημάτων δίνουν απαντήσεις οι ίδιοι οι ρεβιζιονιστές ηγέτες, που, όπως έχουμε αναφέρει, καταγράφουν πως –μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Τενγκ Χσιαο Πινγκ και τον Χουα Κουο Φεγκ- η «διόρθωση της Πολιτιστικής Επανάστασης» συναντούσε «μεγάλες αντιστάσεις». Υπήρξαν πολλές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις την περίοδο αυτή, δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι σε επίπεδο «εικόνων» δεν τόλμησαν να κάνουν «από–μαοποίηση», αλλά αντίθετα κράτησαν ψηλά την εικόνα του, τσαλαπατώντας βέβαια τη γραμμή του και το μεγάλο επαναστατικό έργο του.
Μια απάντηση σε άλλη -κύρια- πλευρά αυτών των ερωτημάτων μπορούμε να δούμε σε αυτά που αναφέρει η εισήγηση στο 2ο Συνέδριο του ΚΚΕ(μ-λ), αναφερόμενη στο «γιατί και πώς» ο Εμβέρ Χότζα, στο βιβλίο του «Ιμπεριαλισμός και Επανάσταση», χαρακτηρίζει τη ΜΠΠΕ σαν παλατιανό πραξικόπημα και σαν απάτη. (Παρόλο που το 7ο Συνέδριο του ΚΕΑ έχει τη θέση «Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού είναι ένα προτσές σκληρού ταξικού αγώνα ανάμεσα σε δύο δρόμους, τον σοσιαλιστικό και τον καπιταλιστικό δρόμο, μια πάλη που διεξάγεται σε όλα τα μέτωπα, τόσο στο πολιτικό, όσο και στο ιδεολογικό και στο στρατιωτικό και στο οικονομικό […]» και επιπλέον έγινε θέση στο Σύνταγμα της ΛΣΔ Αλβανίας ότι «η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της σοσιαλιστικής επανάστασης»!) Αναφέρει, λοιπόν, η εισήγηση του 2ου Συνεδρίου του ΚΚΕ(μ-λ):
«Στη διάρκεια της ΜΠΠΕ, διαλύθηκαν καθοδηγητικά όργανα του ΚΚΚ, στα οποία κυριαρχούσαν οι λιουσαοσικοί. Το πρόβλημα του γιατί και πώς κυριάρχησαν στην Κ.Ε. και σε άλλα όργανα του ΚΚΚ οι λιουσαοσικοί φυσικά παραμένει. Όμως και με αυτό σαν δεδομένο, δεν βλέπουμε για ποιο λόγο δεν θα έπρεπε να διαλυθούν ή να υπερφαλαγγιστούν καθοδηγητικά όργανα και κομματικές οργανώσεις που η πολιτική τους οδηγούσε στην αντεπανάσταση, στην παλινόρθωση της αστικής εξουσίας, ακόμα και να χρησιμοποιηθούν διάφορες οργανωτικές μορφές που εξυπηρετούν την πάλη των πρωτοπόρων επαναστατικών δυνάμεων, όπως χρησιμοποιήθηκαν τα χρόνια εκείνα στην Κίνα, από τη στιγμή που κρίνεται το μέλλον του σοσιαλισμού.
Η επανάληψη στερεότυπων θέσεων για τον ρόλο του προλεταριακού κόμματος είναι ολοφάνερο πως δεν λύνει κανένα από τα προβλήματα που έφερε στην επιφάνεια η ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Γιατί τα νέα αυτά προβλήματα ανακύψανε παρά το ότι ολοκληρώθηκε ο βασικός μετασχηματισμός στην οικονομική βάση, παρά το ότι δεν τέθηκε ούτε στιγμή σε αμφισβήτηση ο καθοδηγητικός ρόλος του προλεταριακού Κόμματος στην ΕΣΣΔ όσο και αλλού».
Θεωρούμε ότι αυτά που συνοψίζει η παραπάνω τοποθέτηση εύστοχα και ουσιαστικά απαντούν και ερμηνεύουν τις παλινωδίες και τις αντιφάσεις έναντι της ΜΠΠΕ ενός επαναστάτη ηγέτη σαν τον Εμβέρ Χότζα. Αλλά ταυτόχρονα η τοποθέτηση αυτή δίνει και το περίγραμμα των ορίων που οι επαναστάτες του ΚΚΚ είχαν στη φάση εκείνη –και σαν νέα στελέχη έναντι των παλιότερων ιστορικών στελεχών του ΚΚΚ- αναμετρούμενα με την «ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου». Αναμετρούμενα και επιδιώκοντας απαντήσεις στα νέα ζητήματα που προέκυψαν και σε όλα τα πεδία και πριν από όλα σε αυτό του Κόμματος.
Η ΜΠΠΕ αποτελεί ένα ιστορικό βήμα του κομμουνιστικού κινήματος για την απάντηση ακριβώς των ζητημάτων που έχει αναδείξει η πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτό το βήμα οφείλουμε να το κατακτήσουμε, αγωνιζόμενοι και για να αγωνιστούμε για την επανάσταση. Αυτό το βήμα είναι αναγκαία παρακαταθήκη για τα επόμενα που χρειάζεται το μέλλον του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος!
ΜΑΡΤΗΣ 2016
Βιβλιογραφικό σημείωμα
Βασικά ντοκουμέντα, βιβλία και μπροσούρες που χρησιμοποιήθηκαν ή βοηθούν για το κείμενο αυτό είναι τα ακόλουθα (με * σημειώνονται αυτά που είναι ηλεκτρονικά διαθέσιμα):
Επιπλέον χρήσιμα για το θέμα είναι:
[1] Το 1923, με τη βοήθεια του ΚΚΚ, ο δρ. Σου Γιατ-Σεν αποφάσισε την αναδιοργάνωση του Κουόμιτανγκ, τη συνεργασία του με το ΚΚ και την εισδοχή των κομμουνιστών στους κόλπους του Κουόμιτανγκ. Τον Ιανουάριο του 1924, το 1ο Συνέδριο του Κουόμιτανγκ διατύπωσε τις «τρεις θεμελιώδεις πολιτικές θέσεις» του: τη συμμαχία με τη Ρωσία, τη συμμαχία με το ΚΚ και την υποστήριξη στους εργάτες και τους αγρότες.