1. Η βάση του σημερινού αρνητικού συσχετισμού είναι η από-συγκρότηση της εργατικής τάξης. Το χτύπημα δηλαδή, οργανωτικά, συνδικαλιστικά, πολιτικά και ιδεολογικά, της συγκρότησης των εργατών ως μια ενιαία τάξη που είναι ο παραγωγός του πλούτου της καπιταλιστικής κοινωνίας, και που σε αυτή τη βάση δεν έχει την ανάγκη των εκμεταλλευτών της. Αντίθετα έχει επαναστατική και απελευθερωτική για όλη την κοινωνία, προοπτική. Η ύπαρξη της εργατικής τάξης αποτελεί μέσα στον καπιταλισμό το βασικό υλικό δεδομένο της άρνησης του, το βασικό υλικό δεδομένο πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η δυνατότητα της επαναστατικής του ανατροπής όχι μόνο για την ίδια την εργατική τάξη αλλά και για όλα τα λαϊκά στρώματα και τις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν συμφέρον από μια τέτοια προοπτική, που μπορούν να συμμαχήσουν πλάι στο προλεταριάτο για να την επιδιώξουν και να την πραγματοποιήσουν. Αλλά αυτό ισχύει με την προϋπόθεση της ύπαρξης της εργατικής τάξης ως, καταρχήν, «τάξης για τον εαυτό της». Όμως η συγκρότηση αυτή της εργατικής τάξης είναι διαλεκτικά δεμένη με την ύπαρξη και την πάλη του κομμουνιστικού κινήματος. Και «αντίστροφα» η πορεία υποχώρησης και ήττας του κομμουνιστικού κινήματος υπήρξε πορεία αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης. Συνεπώς βρισκόμαστε σήμερα σε μια φάση συσσώρευσης και συγκρότησης δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα, οι οποίες παλεύουν σε αυτή την κατεύθυνση, ανοίγουν και διαμορφώνουν αυτό το δρόμο. Αυτή η πάλη είναι μια διαλεκτική διαδικασία που στη «βάση» της έχει τη συγκρότηση εκ νέου της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της και από «την άλλη» παράγει τις απαντήσεις στις αιτίες της παλινόρθωσης, ανασυγκροτεί το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα. Στα πλαίσιά της και ο λαός και η νεολαία διαμορφώνονται σε δυνάμεις αντιπαράθεσης και αναμέτρησης με το σύστημα. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι διαμορφώνουν και κατακτούν τα δικά τους όργανα πάλης, τις δικές τους οργανώσεις, με κορυφαία την πολιτική οργάνωση τους, το επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα τους. Ωστόσο ταυτόχρονα οφείλουμε να επισημάνουμε ότι αυτή η θέση για τη φάση, δεν είναι ίδια με την αντίστοιχη που διατυπώναμε π.χ. στην δεκαετία του 1980 («φάση ζύμωσης, προπαγάνδας και συσσώρευσης δυνάμεων») ή με τις ανάλογες των επόμενων δεκαετιών, μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000. Ισχύει εδώ πλήρως το «τίποτα δεν άλλαξε, τίποτε δεν είναι όπως πριν» με το οποίο επιγράψαμε την απόφαση της 7ης Συνδιάσκεψης του 2010. Ο παράγοντας που τροποποιεί σημαντικά, το πώς εννοείται, το ποιες απαιτήσεις έχει αυτή η θέση μας για τη φάση -και ενώ η φάση και ο συσχετισμός δυνάμεων δεν έχουν ποιοτικά αλλάξει- δεν είναι άλλος από την όξυνση της ταξικής πάλης. Για να το θέσουμε συνολικά, υπάρχει μια «τριπλή σχέση» μέσα από την οποία καθορίζεται κάθε φορά το ποια είναι και με ποιες προϋποθέσεις μπορεί να υλοποιείται και να εξελίσσεται η συσσώρευση-συγκρότηση δυνάμεων: συσσώρευση και συγκρότηση δυνάμεων – στόχοι και αποτελέσματα αγώνων – επαναστατική προοπτική.
2. Παλεύουμε σταθερά και αποτελεσματικά το πρώτο, για να υπηρετήσουμε αποφασιστικά το δεύτερο και να φέρνουμε πιο κοντά –από την άποψη των απαιτούμενων ιδεολογικών, πολιτικών, ταξικών και οργανωτικών προϋποθέσεων– το τρίτο. Αυτή είναι μια πρώτη προσέγγιση που μπορούμε να έχουμε. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση, εξαιτίας της γενικότητάς της, είναι λειψή έως και προβληματική! Με ποιες πολιτικές προϋποθέσεις παλεύουμε σταθερά και αποτελεσματικά το πρώτο, στις σημερινές συνθήκες όξυνσης της ταξική πάλης, που μας φέρνει –είτε το θέλουμε είτε όχι– συνολικότερες απαιτήσεις; Μας φέρνει δηλαδή όχι μόνο το ερώτημα π.χ. της θέσης-γραμμής που χρειάζεται να έχουμε σε έναν αγώνα, αλλά το ερώτημα της πολιτικής προοπτικής που μπορεί να έχει αυτός ο αγώνας! Για παράδειγμα, όταν ένας ολόκληρος λαός είχε ξεσηκωθεί από τον Ιούνιο ως τον Οκτώβρη του 2011 ενάντια στο «Μεσοπρόθεσμο» η γραμμή για τον αγώνα καθαυτό ήταν το «Όχι στο μεσοπρόθεσμο». Αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά ότι υπήρχε συνολικότερο πολιτικό επίδικο ως κινητήρας αυτού του ξεσηκωμού. Μπορούσαμε και έπρεπε να αναδείξουμε εμείς συνολικότερη μεσοπρόθεσμη πολιτική κατεύθυνση και στόχο στα πλαίσια αυτής της πάλης; Η απάντηση μας είναι καταφατική. Όχι γιατί θεωρούμε πως αυτός ο μεσοπρόθεσμος πολιτικός στόχος (που θα ήταν, βέβαια, απέναντι στο λογαριασμό των «μεταβατικών προγραμμάτων» και των αναζητήσεων για μια άλλη κυβέρνηση) θα μπορούσε και να επικρατήσει. Όχι γιατί θεωρούμε ότι μπορούμε να βρούμε «γιατροσόφι» το οποίο θα μας επιτρέψει να υπερβούμε το ζήτημα της συγκρότησης της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος και να φτάσουμε χωρίς αυτό στα πρόθυρα της επανάστασης. Αλλά γιατί ήταν προϋπόθεση για να παλεύουμε σταθερά και αποτελεσματικά τη συσσώρευση-συγκρότηση δυνάμεων στην επαναστατική κατεύθυνση. Είναι συνεπώς αναγκαίο να προβάλλεις σε τέτοιες συνθήκες την πολιτική κατεύθυνση του Μετώπου Αντίστασης και Διεκδίκησης, και την πολιτική κατεύθυνση της πάλης που, στα πλαίσια του Μετώπου αυτού, επιδιώκει να συγκρουστεί με τη γραμμή του συμβιβασμού και να αναδείξει τη γραμμή της Αναμέτρησης. Είναι η κατεύθυνση που προκύπτει από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Και σαν τέτοια οφείλει να παλευτεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
3. Το παράδειγμα είναι από το πρόσφατο παρελθόν, αλλά το ζήτημα που εδώ θέτουμε είναι του παρόντος και των εξελίξεων που έχουμε μπροστά μας: Τα όσα ακολούθησαν με την «παύση κινήματος» που επιβλήθηκε από το Φλεβάρη του 2012 και, βέβαια, η κατάσταση που διαμορφώθηκε στην περίοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα, θεωρούμε ότι επιβεβαιώνουν –κυρίως από την ανάποδη- το ζήτημα που θέτουμε. Αντιμετωπίζουμε σήμερα μια κατάσταση που θα μπορούσε και να ονομαστεί «γενικευμένη άρνηση των αγώνων», για την οποία συνέργησαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στο κίνημα και στην Αριστερά, και συνεχίζουν σήμερα να συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της.
Για την ηγεσία του ΚΚΕ «επιβεβαιώνεται» η θέση ότι… «με τους αγώνες και τους ξεσηκωμούς δε γίνεται τίποτα». Στην πραγματικότητα, βολεύεται ιδιαίτερα στο νεκρό πεδίο του κινήματος να παρουσιάζει το δικό της συσχετισμό ως κυρίαρχο και μοναδικό «αγωνιστικής κατεύθυνσης», κυρίως χωρίς τις μεγάλες πιέσεις (και αντίστοιχες συνέπειες) που δέχτηκε όταν πράγματι ο λαός ήταν στους δρόμους. Παράλληλα, η απουσία κινήματος και αγώνων είναι το πιο κατάλληλο για την ηγεσία του ΚΚΕ πεδίο για να ξεδιπλώνει τη ρεφορμιστική, δεξιά, ακόμα και στοιχισμένη στις ανάγκες της αστικής τάξης γραμμή της, στο σύνολο των ζητημάτων. Από αυτό της επίθεσης (όπου προβάλλει ως απάντηση το δικό της «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης») ως τα ζητήματα του πολέμου και του ιμπεριαλισμού, για τα οποία το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι, με κριτήριο τις εκλογές, ακολουθεί το κυρίαρχο ρεύμα, ακόμα και με εθνικιστικές προσεγγίσεις.
Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ κ.λπ. πληρώνουν τα επίχειρα του κυβερνητισμού που υπηρέτησαν, αλλά κάθε άλλο παρά κινούνται με μια λογική αυτοκριτικής και ανάλογων συμπερασμάτων. Αντίθετα, συνεχίζουν να αναζητούν όρους ανανέωσης των αφηγήσεών τους για το μεταβατικό πρόγραμμα και τις κυβερνητικές λύσεις στα ζητήματα του λαού. Ταυτόχρονα και παράλληλα, οι δυνάμεις του συστήματος βρίσκονται, όπως αναφέραμε, σε πορεία δεξιά και αντιδραστική, σε πορεία σκλήρυνσης των όρων αντιμετώπισης του λαού, ενίσχυσης της φασιστικοποίησης, ακόμα και με δυνάμεις που θα υπηρετήσουν πολιτικά (και συμπληρωματικά με τις κλασικές) με ανοιχτά φασιστικές-ακροδεξιές θέσεις την επίθεση και τον ιμπεριαλισμό.
4. Από την άλλη, ο λαός βρίσκεται χωρίς πολιτική στήριξη, να μην μπορεί να ερμηνεύσει την ήττα των αγώνων του της προηγούμενης περιόδου, ευάλωτος στη θεωρία «με τους αγώνες δε γίνεται τίποτα», να σπρώχνεται (με δοσμένη και την «προδοσία» του ΣΥΡΙΖΑ) σε συμπεράσματα μοιρολατρίας. Παράλληλα, όμως, δεν πρέπει να υποτιμούμε και τις υπόγειες διεργασίες που παράγει μέσα στο λαό η ένταση της ακατάπαυστης επίθεσης και τα αδιέξοδα που βιώνει. Διεργασίες που αναζητούν τρόπο και «αφορμή» να βγουν στην επιφάνεια και είναι ζήτημα προς εκτίμηση για το πότε και κυρίως πώς θα εκδηλωθούν. Το σύστημα, ωστόσο, παίρνει, όπως αναφέραμε, τα μέτρα του, για να καναλιζάρει τις αντιδράσεις αυτές, όχι απλώς σε ανώδυνες, αλλά και σε βοηθητικές για το ίδιο κατευθύνσεις. Με δοσμένα όλα αυτά, δεν μπορούμε να έχουμε σταθερή και αποτελεσματική συσσώρευση και συγκρότηση δυνάμεων, αν δεν έχουμε και δεν επιχειρούμε καμιά πολιτική απάντηση στο ερώτημα ποιοι αγώνες και με ποια προοπτική χρειάζονται. Αν δεν επιχειρηματολογούμε, στη βάση μιας δικιάς μας πολιτικής κατεύθυνσης, όχι μόνο την ανάγκη να υπάρξουν, αλλά και τη δυνατότητα να δώσουν νίκες οι αγώνες. Αν δεν εξοπλίζεται με μια ορισμένη πολιτική κατεύθυνση το δυναμικό που συσσωρεύεται για να παλέψει για αγώνες. Με άλλα λόγια, στα δεδομένα της σημερινής φάσης, το πρώτο της «τριπλής σχέσης» έρχεται πιο κοντά στο δεύτερο, από την άποψη της ανάγκης να υπερασπίσουμε και να αναδείξουμε την κατεύθυνση των αγώνων με προσδιορισμένο στόχο και πολιτική κατεύθυνση Αυτός είναι και ο βασικός πολιτικός όρος σήμερα με τον οποίο τα δύο πρώτα συνδέονται με το τρίτο· όρος με τον οποίο υπερασπίζουμε και αναδεικνύουμε την επαναστατική προοπτική.
5. Συνοψίζοντας, για το ζήτημα της σημερινής φάσης επισημαίνουμε: Η όξυνση της ταξικής πάλης στη χώρα (συμπεριλαμβάνοντας και τις οικονομικοκοινωνικές εξελίξεις και τις γεωπολιτικές στην περιοχή) θα αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της κατάστασης που θα αντιμετωπίζουμε ανεβάζοντας τις απαιτήσεις της πάλης, ανεβάζοντας το επίπεδο των πολιτικών όρων που απαιτούνται για να υπάρχει και να είναι στέρεη και αποτελεσματική η διαδικασία της συσσώρευσης-συγκρότησης δυναμικού μάχης. Το πολιτικό σύστημα θα συνεχίσει να κινείται προς αντιδραστικές κατευθύνσεις και επιλογές, προσπαθώντας να απαντήσει τον περιορισμό της βάσης στήριξής του, την αδυναμία του να «αφομοιώνει» και να «εκφράζει» ευρύτερα λαϊκά τμήματα όπως σε προηγούμενα χρόνια, την αστάθεια που μόνιμα θα το χαρακτηρίζει. Λείπουν στη σημερινή φάση οι κινητήρες –των όποιων προδιαγραφών– που θα επιδιώκουν, για τους δικούς τους λόγους, κινητοποιήσεις κλίμακας των μαζών. Ο παράγοντας αυτός υπογραμμίζει για μας την ανάγκη ανάληψης μεγαλύτερων ευθυνών, και από κάθε άποψη, στο πεδίο του κινήματος. Και μαζί με όλα τα δεδομένα της κατάστασης, αναδεικνύει τη σημερινή φάση ως φάση συσσώρευσης-συγκρότησης δυνάμεων και ανάδειξης-προώθησης μιας ορισμένης πολιτικής κατεύθυνσης στο κίνημα.
6. Όσον αφορά το ζήτημα των στρατηγικών μας κατευθύνσεων έχουμε ορισμένους βασικούς και αμετάθετους στόχους. Μοναδική διέξοδος για την εργατική τάξη και το λαό είναι η ανεξαρτησία και ο σοσιαλισμός. Διέξοδος που προϋποθέτει την επανάσταση για να πάρει η εργατική τάξη και ο λαός την εξουσία. Μια επανάσταση που έχει καθήκον να καταστρέψει το αστικό κράτος και να συγκροτήσει το κράτος που θα εκφράζει τη νέα εξουσία, της εργατικής τάξης και των σύμμαχων σε αυτήν λαϊκών στρωμάτων. Μια επανάσταση που δεν θα βρει απέναντί της μόνο την αστική τάξη, αλλά θα πρέπει να συγκρουστεί και να σπάσει τα ιμπεριαλιστικά δεσμά, να ανατρέψει τα βάθρα της διπλής (ΗΠΑ-Ευρωπαίοι) ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Τονίζουμε δηλαδή ότι ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δεν θα μείνουν «θεατές» μπροστά στην επαναστατική κίνηση και πάλη των μαζών, ότι θα ενεργοποιήσουν τις κάθε είδους δυνάμεις και δυνατότητες που διαθέτουν μέσα στη χώρα μας, για να την καταστείλουν και να την καταπνίξουν. Τονίζουμε ότι η επανάσταση θα τους βρει μπροστά της! Όλες οι εξελίξεις των χρόνων διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσαν και βάθυναν αυτό το πάγιο δεδομένο. Τόσο αυτές που αφορούν στην πολιτική και στρατιωτική ενίσχυση της παρουσίας του αμερικάνικου παράγοντα στη χώρα, όσο και αυτές που αφορούν στο πλέγμα «διαχείριση χρέους-παραρτηματοποίηση», με το οποίο η αστική τάξη σύνδεσε ακόμα πιο στενά τις τύχες της με τους ιμπεριαλιστές, που με τη σειρά τους αναβάθμισαν το ρόλο της επικυριαρχίας τους και του ελέγχου της χώρας. Σε αυτή τη βάση, συνεχίζουμε να θεωρούμε ως στρατηγικού χαραχτήρα για το κίνημα τους στόχους που αφορούν στο σπάσιμο των δεσμών της εξάρτησης και αναφέρονται στην έξοδο της χώρας από ΕΕ-ΝΑΤΟ και στο διώξιμο των βάσεων και των ΗΠΑ από τη χώρα.
7. Η συγκρότηση του επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος είναι καθήκον που χωρίς την υλοποίησή του δεν μπορεί η εργατική τάξη και ο λαός να βαδίσουν προς την επανάσταση και να κατακτήσουν την πολιτική εξουσία. Αλλά η διαμόρφωση όρων συγκρότησης του κόμματος συνδέεται διαλεκτικά με την ανάπτυξη του κινήματος, με την ίδια την πορεία συγκρότησης της εργατικής τάξης. Το κόμμα είναι η έκφραση στο πολιτικό επίπεδο του πρωτοπόρου τμήματος της εργατικής τάξης, είναι η πολιτική έκφραση της ηγεμονίας της επαναστατικής της κατεύθυνσης μέσα στην ταξική πάλη. Αυτή η ηγεμονία πρέπει ήδη με «ισχυρές ενδείξεις» να εκδηλώνεται μέσα στην ταξική πάλη ώστε να είναι ορατή η συγκρότηση του κόμματος. Έξω από αυτή τη λογική, σχεδιασμοί ευκολίας για την «ανακήρυξη κόμματος», όχι μόνο δεν απαντούν στα πραγματικά ζητούμενα, αλλά προσθέτουν συγχύσεις, δυσκολίες και εμπόδια.
Είναι άλλης τάξης ζήτημα η συνένωση πολιτικών δυνάμεων που παλεύουν σε επαναστατική, κομμουνιστική κατεύθυνση. Μια τέτοια συνένωση δύο ή περισσότερων δυνάμεων που έχουν βασικά κοινά ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά και έχουν διαμορφώσει δεσμούς μέσα από την κοινή τους πάλη μέσα στο κίνημα και στο λαό, μπορεί να είναι θετική και προωθητική για την υπόθεση, ενώ ταυτόχρονα να είναι ακόμα «μακριά» το ζήτημα της συγκρότησης του κόμματος. Δεν είναι δηλαδή μια τέτοια συνένωση η συγκρότηση του κόμματος, αλλά ένα θετικό βήμα στην πορεία της επαναστατικής πάλης. Στο σημερινό πολιτικό τοπίο, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι ορατό για μας. Είναι όμως ένα ανοιχτό ενδεχόμενο, καθώς συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι δεν είμαστε «εξ ορισμού» μοναδικοί, ότι η ταξική πάλη μπορεί να παράξει δυνάμεις που θα έχουν και θα διαμορφώνουν ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά και στοιχεία λογικής παραπλήσια με τα δικά μας.
8. Όσον αφορά το ζήτημα του χαραχτήρα της επανάστασης, ας επισημάνουμε ότι δεν είναι ένα ζήτημα «επιθυμίας», «άποψης» ή διακήρυξης. Είμαστε κομμουνιστές, συνεπώς είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού! Όμως, το ζήτημα του χαραχτήρα της επανάστασης είναι καταρχήν το ζήτημα της ταξικής διάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας, το ζήτημα των όρων εκκίνησης της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας. Είναι δηλαδή το ζήτημα της ταξικής ανάλυσης της κοινωνίας που θα αναδείξει τα κοινωνικά-οικονομικά δεδομένα που έχει σε πρώτη φάση να αντιμετωπίσει η νέα εξουσία. Σε αυτή τη βάση, το ζήτημα του χαραχτήρα της επανάστασης είναι το κατεξοχήν κρίσιμο ζήτημα του εύρους των κοινωνικών δυνάμεων που μπορούν να τραβηχτούν στην επανάσταση ως σύμμαχοι της εργατικής τάξης. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι για να απαντήσουμε με έναν πιο ολοκληρωμένο και συγκεκριμένο τρόπο στο ζήτημα αυτό, πρέπει και μπορούμε να συνεχίσουμε την προσπάθεια που είναι μέρος της κατεύθυνσης που από την 8η Συνδιάσκεψη θέσαμε, επιγράφοντάς την «να γνωρίσουμε τη χώρα μας». Μια προσπάθεια που αποτυπώνεται και στα εισηγητικά κείμενα της 9ης Συνδιάσκεψης αλλά και πριν από αυτά (Για την εργατική τάξη στην Αντίθεση Νο 13, η απόφαση του ΚΟ για το αγροτικό ζήτημα, το βιβλίο του σ. Γ.Κ.) Μια προσπάθεια που δεν είναι μόνο ζήτημα μελέτης, αλλά, από μια άποψη, κυρίως ζήτημα ανάπτυξης των σχέσεών μας με την εργατική τάξη και το λαό!
9. Για το ζήτημα της πολιτικής κατεύθυνσης που χρειάζεται σήμερα ως ορίζοντας αναφοράς της πάλης μας στο κίνημα, ως κατεύθυνση γύρω από την οποία συγκεντρώνονται και την οποία πρέπει να υπηρετούν οι κινήσεις μας και οι πρωτοβουλίες μας σε όλα τα επίπεδα, έχουμε το Μέτωπο Αντίστασης και Διεκδίκησης. Πολιτικά αναγκαίο κρίνουμε «μέσα» σε αυτή την πολιτική κατεύθυνση-πρόταση να είναι ενταγμένη, με σαφή και διακριτό τρόπο, η κατεύθυνση της Αναμέτρησης η οποία θεωρούμε ότι πρέπει να παλεύεται για να γίνει κατεύθυνση του Μετώπου, κόντρα και ενάντια στην κατεύθυνση του συμβιβασμού που επικρατεί –ακόμα και σε επίπεδο διακηρύξεων– σήμερα, σε διάφορες μορφές και εκδοχές. Η πρόταση του Μετώπου, μαζί με την κατεύθυνση της Αναμέτρησης που πρέπει και επιδιώκουμε να κατακτηθεί στα πλαίσιά του, αποτελεί μια μορφοποίηση στο μεσοπρόθεσμο πολιτικό επίπεδο των στοιχείων και των χαρακτηριστικών που έχει διαμορφώσει και κατακτήσει η Οργάνωσή μας. Από αυτή την άποψη, αποτελεί και μια πολιτική δέσμευση γι’ αυτήν, στο βαθμό που διαμορφώνει και (όσο συγκεκριμένο είναι αυτό) ένα πολιτικό πλαίσιο, για την πορεία της και την κίνησή της. Ένα πλαίσιο που (θέλουμε να) την κάνει πολιτικά διακριτή και από τις δύο άλλες κατευθύνσεις που σήμερα υπάρχουν (ΚΚΕ και «μεταβατικοί»), οι οποίες έχουν μεταξύ τους ισχυρές συγγένειες και ωσμώσεις· αλλά και, βέβαια, από το ρεύμα της αυτονομίας-αναρχίας-ακτιβισμών που επίσης τροφοδοτείται πολιτικά και διδάσκεται «κινηματικά» από τις δύο άλλες τάσεις.
10. Επιχειρώντας μια κωδικοποίηση βασικών σημείων που αφορούν στο Μέτωπο Αντίστασης και Διεκδίκησης (Μέτωπο), θα επισημαίναμε:
- Οι εστίες αντίστασης και πάλης ήταν και παραμένουν βασικό ζητούμενο. Το Μέτωπο δεν είναι η άρνησή τους ή προσπάθεια υπεκφυγής τους. Αντίθετα. Οι εστίες αντίστασης και πάλης είναι φύτρα του Μετώπου. Και το Μέτωπο είναι –και μόνο ως πολιτική πρόταση και κατεύθυνση που παλεύεται στο κίνημα– η αναγκαία πολιτική υπεράσπιση της δημιουργίας εστιών αντίστασης και πάλης. Το Μέτωπο είναι η συνένωση και η αναβάθμισή τους, η πάλη τους για την κατάκτηση ενός άλλου συσχετισμού.
- Το Μέτωπο δεν είναι μια πρωτοβουλία οργανώσεων για ένα ή περισσότερα ζητήματα. Δεν είναι μια «συγκεκριμένη πρόταση» προς κάποιες δυνάμεις. Είναι η συνάντηση-συνένωση εργατικών, λαϊκών, νεολαιίστικων μαζών που αγωνίζονται για την υπεράσπιση και την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, ενάντια στην επίθεση, την εξάρτηση και τον πόλεμο. Είναι, συνεπώς, η διαμόρφωση μιας ολόκληρης πορείας μέσα στην οποία θα κριθεί η παρουσία και ο ρόλος των πολιτικών δυνάμεων.
- Το Μέτωπο είναι η πολιτική απάντηση στην πείρα και στα ερωτήματα των μαζών που βρέθηκαν στους αγώνες των προηγούμενων χρόνων. Είναι πολιτική απάντηση στο γιατί και με ποια κατεύθυνση χρειάζεται ένας νέος ξεσηκωμός. Είναι, δηλαδή, πρόταση αντίστασης και διεκδίκησης, πρόταση αγώνα, σε κάθε σωματείο, σύλλογο, γειτονιά, σε κάθε εργαζόμενο και νεολαίο.
- Το Μέτωπο και η κατεύθυνση της Αναμέτρησης που, ενώ αγωνιζόμαστε για αυτό, χρειάζεται να υπερασπίζουμε ως αναγκαία, είναι προϋπόθεση νίκης για τους αγώνες σήμερα. Είναι η σύνδεση της σημερινής πάλης με την επαναστατική προοπτική. Είναι η άρνηση του καπιταλιστικού μονόδρομου, είναι η παρέμβασή μας στο κίνημα ενάντια στον ρεφορμισμό και τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, είναι η υπεράσπιση της δυνατότητας και της αναγκαιότητας να πάρει ο λαός τις τύχες της χώρας στα χέρια του.
- Το Μέτωπο και η κατεύθυνση της Αναμέτρησης που πρέπει να παλευτεί στα πλαίσιά του είναι, μπορεί να γίνει, η δικιά μας «πολιτική ταυτότητα» για τον κόσμο του αγώνα, το λαό και τη νεολαία. Η ταυτότητα στην οποία αναφέρεται η καθημερινή μας πάλη, τα μετωπικά μας σχήματα και οι πολιτικές μας πρωτοβουλίες. Η ταυτότητα με την οποία συνολικά παλεύουμε στις συνθήκες της όξυνσης της ταξικής πάλης και η οποία μας διακρίνει τόσο από το ρεύμα του ρεφορμισμού (ΚΚΕ) όσο και από αυτό του κυβερνητισμού και της αναρχίας-αυτονομίας–ακτιβισμών (α/α/α).
11. Στο φάσμα των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά και στο κίνημα υπάρχουν στη σημερινή φάση τρείς βασικές ιδεολογικοπολιτικές εκδοχές του ρεφορμισμού: ΚΚΕ, μεταβατικοί- κυβερνητισμός και οι α/α/α. Οι δυνάμεις αυτές με όλες τις «επικοινωνίες» τους και τις αντιθέσεις τους- έχουν «πίσω τους» αρκετά ισχυρές πλάτες. Την ήττα του κινήματος. Τον ιδεολογικό-πολιτικό αφοπλισμό των μαζών. Την παραγωγή επί δεκαετίες «ριζοσπαστικών» ιδεολογημάτων που εξοπλίζουν τη γραμμή του συμβιβασμού, της παραίτησης, της υποταγής. Και βέβαια τα σημερινά δεδομένα της επίθεσης και ενός συστήματος που από τη μια σκληραίνει και από την άλλη με έναν τρόπο χρειάζεται αυτές τις τάσεις. Κυρίως ως άρνηση της δυνατότητας του λαού και της εργατικής τάξης να σταθούν απέναντι του και να το παλέψουν. Γι αυτό εξάλλου δίπλα στη φασιστικοποίηση υπάρχει και η «επικοινωνία» του συστήματος με τις τάσεις αυτές. Είτε στο θεσμικό-κοινοβουλευτικό επίπεδο, είτε- με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να είναι ιδιαιτέρως κατάλληλη σε αυτό-, στο επίπεδο του «κινήματος».
Στη σημερινή κατάσταση για μια Οργάνωση με τα δικά μας χαρακτηριστικά και μεγέθη, δημιουργούνται και παράγονται αντικειμενικά θα λέγαμε πιέσεις που από πολιτική άποψη θα μπορούσαμε να πούμε ότι χοντρικά μπορούν να μορφοποιούνται σε δύο κατευθύνσεις. Η μία αφορά στην αναζήτηση συνδιαμόρφωσης πολιτικών και πρακτικών με τη δεύτερη («μεταβατικοί») και την τρίτη (α/α/α) τάση. Μια αναζήτηση που μπορεί να εκδηλωθεί στο όνομα της κοινής δράσης ή /και κινηματικών επιλογών, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολιτικά ευάλωτη να υποκύψει στη λογική του «πολιτικού χυλού» δηλαδή της «ομοσπονδοποίησης», μέσα σε ένα πλαίσιο που είναι κυρίαρχος ο ρεφορμισμός, ο κυβερνητισμός, ο αντικομμουνισμός. Δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα υπό κάποιες προϋποθέσεις οι πιέσεις αυτές που αναφέραμε ότι αντικειμενικά ασκούνται να αναζητήσουν πολιτική διαμόρφωση σε αναφορά με την πρώτη τάση του ρεφορμισμού (ΚΚΕ). Σήμερα ωστόσο η δεύτερη πιθανή πολιτική εκδοχή στην οποία μπορούν να μορφοποιούνται αυτές οι πιέσεις είναι η γραμμή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «γραμμή αναστολής». «Αναστολή» στην ανάγκη και τη δυνατότητα της Οργάνωσης να παράγει, να διαμορφώνει πολιτική κατεύθυνση, στα πλαίσια της οποίας να κάνει πολιτικές επιλογές και να παίρνει πρωτοβουλίες. Οι δύο αυτές πιθανές πολιτικές μορφοποιήσεις των πιέσεων που μας ασκούνται έχουν κοινή βάση, κοινό σημείο αφετηρίας. Ξεκινούν και οι δύο από την κατάσταση της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος και της αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης και θα λέγαμε «υποκλίνονται» στη μεγάλη απόσταση που χωρίζει τη σημερινή φάση από την επαναστατική διέξοδο των μαζών. Η απόσταση βέβαια γίνεται μεγαλύτερη και με την παράδοση (στο ρεφορμισμό και τον αντικομμουνισμό) και με την «αναστολή» που είναι μια μορφή παραίτησης. Οι επαναστάτες κομμουνιστές δεν χαρακτηρίζονται από τον ίλιγγο για το μακρινό μέλλον, αλλά από τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και τις αποφασιστικές μάχες που δίνουν για τα καθήκοντα που από αυτή την ανάλυση προκύπτουν. Ακόμα και αν έχει λάθη η ανάλυση, ακόμα και αν πρόκειται να απαιτηθεί η τροποποίηση, η διόρθωση της κατεύθυνσης και των καθηκόντων!
12. Δεν μπορούμε συνεπώς σε καμία περίπτωση να αποφασίσουμε ότι θα «βάλουμε στην άκρη» τα επαναστατικά κομμουνιστικά χαρακτηριστικά που έχουμε, τις απαιτήσεις που θέτει η ταξική πάλη έτσι όπως εμείς τις αντιλαμβανόμαστε για να συνευρεθούμε με τις άλλες τάσεις. Δεν μπορούμε επίσης σε καμία περίπτωση να αποφασίσουμε ότι ο ρόλος μας εξαντλείται στην προσπάθεια αναπαραγωγής-μεταλαμπάδευσης των όσων έχουμε ως τώρα διαμορφώσει εν αναμονή νέων τομών στο κομμουνιστικό κίνημα που θα αποτελέσουν βάση της ανασυγκρότησης του. Όχι γιατί αποκλείεται να χρειάζονται και να υπάρξουν νέες τομές σαν αυτές λ.χ που έκανε ο Λένιν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Ούτε γιατί αποκλείεται να χρειάζεται άλλες τομές στο πεδίο της πάλης για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, σαν αυτή της ΜΠΠΕ στην Κίνα, να τροφοδοτήσουν ακόμα και με συγκεκριμένα δια ταύτα το ζήτημα των όρων συγκρότησης της πάλης στο έδαφος του καπιταλισμού και για το πάρσιμο της εξουσίας από το προλεταριάτο και τις λαϊκές μάζες. Αλλά γιατί το ότι είμαστε κομμουνιστές σημαίνει ότι δουλεύουμε, παλεύουμε αδιάκοπα για όλα αυτά. Παλεύουμε δηλαδή σε όλα τα πεδία και πρωτίστως σε αυτό των αγώνων για να δημιουργηθούν οι όροι της ανασυγκρότησης και της νέας εφόδου των μαζών στον ουρανό. Το ότι είμαστε κομμουνιστές σημαίνει ότι έχουμε, στον πλανήτη, το δικό μας μερτικό ευθύνης για την υπόθεση αυτή. Δεν το «παραχωρούμε» (σε ποιον άραγε;) και διεκδικούμε να είναι και σημαντικό!
13. Σε κάθε περίπτωση μια κομμουνιστική Οργάνωση είναι πολιτική Οργάνωση. Ζει, αναπαράγεται και εξελίσσεται μόνο στο βαθμό που επιχειρεί να συνδέεται, να εμπλέκεται, να διεκδικεί ρόλο στην ταξική και πολιτική πάλη. Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο σε ενεστώτα χρόνο, στο κάθε φορά παρόν. Δεν μπορεί να μπει στη φορμόλη, δεν μπορεί να ζήσει αναπαράγοντας το παρελθόν της. Ένας τρόπος λοιπόν υπάρχει για να διεκδικήσει την παρουσία της και την προοπτική της. Να πάρει την ευθύνη να καταθέσει και να παλέψει πολιτική κατεύθυνση.
Σε αυτή τη βάση θεωρούμε ότι η απόφαση της πολιτικής πρότασης του Μετώπου στην κατεύθυνση της Αναμέτρησης και η προώθηση της προϋποθέτει και θα σημαίνει μια πολιτική ενοποίηση σε υψηλότερο επίπεδο στα πλαίσια της Οργάνωσης. Μια ενοποίηση που δεν είναι καθόλου αυτονόητη στις σημερινές συνθήκες όπως δείχνουν οι εξελίξεις στο χάρτη της Αριστεράς αλλά και όσα εμείς αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε. Μια ενοποίηση που θα εκφράζεται από την πρόταση του Μετώπου στην κατεύθυνση της Αναμέτρησης και η οποία πρόταση με τη σειρά της εκφράζει από τη μια τη σχέση και το ρόλο που η Οργάνωση έχει και επιδιώκει να αναπτύξει μέσα στον κόσμο της δουλειάς, το λαό και τη νεολαία και την πάλη τους. Από την άλλη εκφράζει τη δέσμευση της Οργάνωσης στην επαναστατική προοπτική των μαζών, την υπεράσπιση αυτής της προοπτικής στις σημερινές συνθήκες της ταξικής πάλης και τη σύνδεση της με τις σημερινές συνθήκες. Μια ενοποίηση που είναι αναγκαία βάση για την ισχυροποίηση από κάθε άποψη της Οργάνωσης και για την προετοιμασία όρων για να κοιτάξουμε μπροστά και πιο αποφασιστικά στις απαιτήσεις που βάζει η ταξική πάλη.
14. Η αντιιμπεριαλιστική πάλη υπήρξε πάντα βασική και κεντρική κατεύθυνση της Οργάνωση μας. Γιατί ζούμε στην εποχή «του ιμπεριαλισμού, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» και τις τύχες του πλανήτη, του προλεταριάτου και των λαών που ζουν σε αυτόν τις διαφεντεύουν «μια χούφτα» ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Γιατί ζούμε σε μια περιοχή που τα οξυμένα εθνικά, δημοκρατικά και κοινωνικά ζητήματα των εργατών της και των λαών της έχουν ως κύρια αιτία τους την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία σε αυτήν. Μια επικυριαρχία που στα πλαίσια της βαρβαρότητας της και των αντιθέσεων της διαρκώς ληστεύει και καταστρέφει τις χώρες και τους λαούς, αλλά και συχνά κομματιάζει, σφαγιάζει με ανοιχτές άμεσες και έμμεσες πολεμικές επεμβάσεις. Γιατί ζούμε σε μια χώρα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης στην οποία το πλαίσιο των όρων της ζωής, της εκμετάλλευσης, της φτώχειας και της καταπίεσης των εργατικών -λαϊκών μαζών, είναι αυτό που οι ιμπεριαλιστές πάτρωνες υπαγορεύουν στην αστική τάξη της χώρας. Η αυτοτέλεια της οποίας υπάρχει μόνο εντός αυτού του δοσμένου κάθε φορά πλαισίου. Πλαίσιο που μπορεί απότομα να «στενέψει» όπως συμβαίνει από το 2010 και με όσα αυτό σημαίνει για τη ζωή και τα δικαιώματα των μαζών. Πλαίσιο που επιβάλλεται στην εργατική τάξη και το λαό, με την καθοριστική «συνδρομή» των ιμπεριαλιστών στην αστική τάξη. Όπως έγινε με το Σκόμπυ το 1944, τις αμερικάνικες Ναπάλμ το 1949, το σχέδιο Μάρσαλ, την άμεση καθοδήγηση και επόπτευση από τους ιμπεριαλιστές των εξοριών, των φυλακίσεων, των διωγμών, των εκτελέσεων… Όπως γίνεται σήμερα με τα Μνημόνια, με το νέο σχέδιο Μάρσαλ, με το ρόλο που έχουν στη χώρα ο πρέσβης, οι ευρωπαίοι επίτροποι, οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ.
15. Συνεπώς, πρώτον, ο ιμπεριαλισμός γενικά δεν είναι κάτι «έκτακτο» που μπορεί κανείς να τον «ανακαλύψει» σε κάποια συγκυρία και μετά να τον ξεχάσει. Ο ιμπεριαλισμός είναι ο κύριος εχθρός των λαών του κόσμου στη σημερινή εποχή. Και αυτή η εποχή δεν θα αλλάξει μέχρι να νικήσουν οι επαναστάσεις και ο σοσιαλισμός στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη! Μέχρι τότε θα συνεχίσει ο ιμπεριαλισμός να είναι ο κύριος εχθρός των λαών! Συνεπώς, δεύτερον, η αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση της πάλης για το λαό μας δεν είναι ούτε προσωρινή, ούτε «εξωτερική» διάσταση του αγώνα του. Είναι μόνιμη και οργανικά ενταγμένη στον αγώνα του για τα δικαιώματα του, στην επαναστατική προοπτική του για Ανεξαρτησία και Σοσιαλισμό. Είναι μια πάλη που η κοινωνική δύναμη που μπορεί και οφείλει να πρωτοστατήσει σε αυτήν είναι η εργατική τάξη. Γιατί η πάλη αυτή είναι άρρηκτα δεμένη με την επαναστατική ανατροπή του εξαρτημένου καπιταλιστικού συστήματος. Η σε μια πορεία δεκαετιών υποχώρηση-άμβλυνση και τελικά εξαφάνιση αυτής της διάστασης της λαϊκής πάλης στη χώρα μας, είναι μια καίρια έκφραση της υποχώρησης- αποσυγκρότησης συνολικά του εργατικού-λαϊκού κινήματος.
16. Το «αντιπολεμικό ΟΧΙ» για να δίνει στόχο και προοπτική στην κίνηση των μαζών πρέπει να συνοδεύεται από την αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση της πάλης. Δηλαδή πρέπει να αναδεικνύεται η πάλη ενάντια στους εμπρηστές του πολέμου, ενάντια στις δυνάμεις που τον επιδιώκουν ως διέξοδο για τα δικά τους συμφέροντα, ενάντια στις δυνάμεις που έχουν τους πολιτικούς και στρατιωτικούς όρους να τον πυροδοτήσουν και να τον κάνουν. Η πάλη ενάντια στον πόλεμο είναι η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και σε μια χώρα σαν τη δική μας η πάλη αυτή βάζει τους εργάτες, το λαό και τη νεολαία σε τροχιά συνολικής αντιπαράθεσης με το σύστημα της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης.
Η αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση της πάλης των λαών είναι ασύμβατη με τη λογική της «διαπραγμάτευσης» των όρων υπαγωγής σε προστάτη, είναι ασύμβατη με τη λογική της «επιλογής» ή της αλλαγής προστάτη. Η αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση είναι η πάλη που θέλει να κάνει πραγματικότητα τη θέση «Οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες»! Συνεπώς η αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση της πάλης είναι η βάση συνάντησης-συνένωσης σε κοινό μέτωπο της πάλης των λαών που στην περιοχή μας απειλούνται από τον κίνδυνο του πολέμου. Γιατί αναδεικνύει τον κοινό και κύριο εχθρό που οι λαοί αντιμετωπίζουν. Και στην ίδια βάση η αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση είναι η κατεύθυνση εναντίωσης και χειραφέτησης των λαών από τις «δικές τους» αστικές τάξεις και τον εθνικισμό. Ο οποίος είναι εργαλείο στα χέρια των ιμπεριαλιστών και «αφήγημα» των αστικών τάξεων. «Αφήγημα» που με αναφορές στην ιστορία, σε ανύπαρκτα αλλά και υπαρκτά ζητήματα (που πάλι έχουν προκληθεί από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και την αστική κυριαρχία) οι αστικές τάξεις το χρησιμοποιούν και το προσαρμόζουν για να εκφράσουν τις (από τη φύση τους) επεκτατικές τους επιδιώξεις και για να σύρουν τους λαούς «τους» στις επιλογές που διαμορφώνει η ιμπεριαλιστική τους εξάρτηση.
Ταυτόχρονα και με βάση τη δικιά μας συνολική τοποθέτηση για τη χώρα και την περιοχή, πρέπει να είναι φανερό ότι η αντιιμπεριαλιστική πάλη δεν είναι αναγκαία μόνο όταν είναι ορατός ή οξυμένος ο κίνδυνος του πολέμου! Παρόλο που στην περιοχή μας είναι δύσκολο να βρει κανείς μια σχετικά μακρά περίοδο στη διάρκεια της οποίας δεν υπήρχαν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, πολεμικές απειλές και κίνδυνοι είτε «περιορισμένοι» (πχ ελληνοτουρκικές αντιπαραθέσεις, Κυπριακό) είτε ευρύτεροι, ακόμα και αν υπήρχε μια τέτοια περίοδος η αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση θα έπρεπε και σε αυτήν την περίοδο να είναι στην πρώτη γραμμή της λαϊκής πάλης. Γιατί «κάθε στιγμή» οι ιμπεριαλιστές και οι αντιθέσεις τους δημιουργούν και προετοιμάζουν τους όρους νέων παρεμβάσεων και εκβιασμών σε χώρες και λαούς, τους όρους νέων πολεμικών επεμβάσεων. Γιατί η ειρήνη στις δοσμένες συνθήκες κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού είναι τελικά η περίοδος προετοιμασίας των όρων για νέα αιματοκυλίσματα των λαών στην περιοχή αλλά και διεθνώς. Και άρα υπάρχει κάθε στιγμή η ανάγκη η πάλη των λαών να δημιουργεί τους αντίστροφους όρους. Αυτούς που φρενάρουν και μπλοκάρουν τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις. Αυτούς που αντιστρατεύονται τις πολιτικές των αστικών τάξεων που υπηρετούν τους ιμπεριαλιστές. Αυτούς που συγκροτούν το Μέτωπο των Λαών ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό το οποίο έχει στον ορίζοντα του το διώξιμο όλων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και την κατάκτηση της λευτεριάς και της ανεξαρτησίας για όλους τους λαούς και τα έθνη της περιοχής.
17. Για τη χώρα μας, είναι δεδομένη η θέση μας ότι η αντιιμπεριαλιστική πάλη δεν αφορά μόνο στην αντιπολεμική πάλη, στην πάλη ενάντια στις στρατιωτικές πολεμικές δυνάμεις των ιμπεριαλιστών στη χώρα και στην αλληλεγγύη στους λαούς της περιοχής και του κόσμου που υφίστανται στρατιωτικές επεμβάσεις, πραξικοπήματα και τα κάθε λογής χτυπήματα των ιμπεριαλιστών. Η θέση μας είναι πως η αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση αφορά στο σύνολο των ζητημάτων που αντιμετωπίζει από την επίθεση του συστήματος η εργατική τάξη και ο λαός. Το ιδεολόγημα της «κατάργησης του ιμπεριαλισμού» γενικά (κυρίως δια της ανακήρυξης κάθε καπιταλιστικής χώρας σε ιμπεριαλιστική όπως λόγου χάρη περιγράφει η «ιμπεριαλιστική πυραμίδα» του ΚΚΕ) έχει συγκεκριμένο πολιτικό στόχο. Την «κατάργηση» της αντιιμπεριαλιστικής κατεύθυνσης για το εργατικό-λαϊκό κίνημα και τη διαμόρφωση-ανάδειξη της «γραμμής της μιας και μόνης αντίθεσης» (κεφάλαιο- εργασία) που για τη χώρα μας αποτελεί βασική οδό συμμόρφωσης και υποταγής στο σύστημα και στην αστική τάξη. Αυτή η «γραμμή της μιας αντίθεσης» είναι η κυρίαρχη τάση σήμερα και υποστηρίζεται από την πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων (ΚΚΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.ά.) που δρουν και παρεμβαίνουν στο κίνημα υπονομεύοντας και μπλοκάροντας την αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση.
18. Από τη άλλη είναι επίσης και προφανώς δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι μια καπιταλιστική χώρα. Ότι δεν είναι ένα «προτεκτοράτο», αλλά μια χώρα με μέσο καπιταλιστικό επίπεδο ανάπτυξης. Όσο και αν αυτό το μέσο επίπεδο κατέβηκε σημαντικά με τις εξελίξεις από το 2010 μέχρι σήμερα και μεγάλωσαν πολύ οι αποστάσεις από το επίπεδο των ιμπεριαλιστικών χωρών που έχουν αυξήσει την ένταση της καταλήστευσης των εξαρτημένων χωρών και λαών, όσο και αν αυξήθηκε-που όντως αυξήθηκε – ο βαθμός της παραρτηματοποιίησης της οικονομίας της. Αυτές οι εξελίξεις με κανέναν τρόπο δεν πιστοποιούν και δεν επιχειρηματολογούν «αναλύσεις» που περίπου υπαινίσσονται ότι η αστική τάξη (ή τα σκόρπια αστικά στοιχεία;) ασφυκτιά και προσδοκά ή /και αναζητεί μια «δημοκρατική αλλαγή» στην οποία είναι πρόθυμη να συμμετέχει (στα πλαίσια μιας πχ «Συντακτικής Συνέλευσης») μαζί με το λαό! Η αστική τάξη όχι μόνο δεν δυσανασχέτησε αλλά αντίθετα καλοδέχτηκε, υποστήριξε και προώθησε με όλες της τις δυνάμεις το σύνολο των μέτρων που μείωσαν παραπέρα την τιμή της εργατικής δύναμης, που αναβάθμισαν τους όρους εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, που τσαλαπάτησαν τα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων και της νεολαίας. Όλα αυτά όπως και επισήμως διακηρύχτηκε αποτελούν και δικό της ταξικό κέρδος. Με όλα αυτά –και παρά τις αντιφάσεις και τις έκδηλες παρενέργειες που προκάλεσαν στο πολιτικό επίπεδο- μπορεί να θεωρεί ότι αναβάθμισε τους πολιτικούς όρους της κυριαρχίας της στη χώρα, και πάντα βέβαια υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης του πλαισίου της ιμπεριαλιστικής προστασίας της. Θεωρούμε συνεπώς δεδομένη μαζί και δίπλα στην αντιιμπεριαλιστική, την αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης για την πάλη του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Γιατί δεν μπορεί να υπάρχει κανένας πολιτικός «ενδοιασμός» για την αναγκαιότητα να αντισταθούν και να διεκδικήσουν οι εργάτες και οι εργαζόμενοι απέναντι στο κεφάλαιο και την εργοδοσία. Γιατί είναι δοσμένη για την αστική τάξη -και πρέπει να είναι δεδομένη και συνειδητή και για τους εργάτες και το λαό- η πλήρης εχθρότητα και αντίθεση της σε κάθε βήμα αντίστασης και διεκδίκησης. Γιατί η πορεία ανάπτυξης της λαϊκής πάλης, η πορεία που θα θέτει σε αμφισβήτηση την αστική κυριαρχία θα βρει απολύτως απέναντι τα ντόπια κέντρα και τις δυνάμεις του συστήματος. Όπως το ζήσαμε τον Ιούλιο του 2015 στο διαβόητο δημοψήφισμα, όπου ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μια πραγματοποιούσε τη μανούβρα που θα τον έφερνε να συνδεθεί οργανικά με τον ιμπεριαλισμό και τα ντόπια κέντρα, από την άλλη η αστική τάξη παρέτασσε το σύνολο των δυνάμεων της για την επίβλεψη της μανούβρας και για να ελέγξει κάθε κεντρόφυγο ενδεχόμενο. Όπως το βλέπουμε καθημερινά στις πιο «μικρές» εκδηλώσεις των από κάτω. Από μια φοιτητική διαδήλωση έως την κήρυξη μιας 24ωρης κλαδικής απεργίας.
19. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι συνεπώς το αν είναι αναγκαία και η αντικαπιταλιστική και η αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση στο κίνημα. Το πραγματικό ερώτημα που έχουμε σε μια πορεία να αντιμετωπίσουμε είναι αυτό της σχέσης του αντιιμπεριαλιστικού με το αντικαπιταλιστικό. Ένα ερώτημα που αναφέρεται βέβαια στην εργατική τάξη που είναι η τάξη της επανάστασης, η κοινωνική δύναμη που αποτελεί τον κορμό της επαναστατικής συγκρότησης του κινήματος, η κοινωνική δύναμη που ηγείται και καθοδηγεί την πραγματοποίηση της επανάστασης. Στο ερώτημα αυτό έχουμε μια πρώτη βασική απάντηση στο θεωρητικό επίπεδο που τη διατυπώσαμε και στην 8η Συνδιάσκεψη: « Η εργατική τάξη συγκροτείται στην πάλη της απέναντι στο κεφάλαιο και κατακτά την ηγεμονία της στην πάλη της ενάντια στον ιμπεριαλισμό». Η θέση αυτή, παίρνοντας υπόψη της τις ανάγκες των «σχολείων» θα λέγαμε που έχει να περάσει η εργατική τάξη, δίνει και μια «χρονική σειρά» της πορείας των εξελίξεων. Ωστόσο μπορούμε να έχουμε την «επιφύλαξη» για το κατά πόσο θα τηρηθεί ή θα παραβιαστεί αυτή η «χρονική σειρά» στις κοινωνικές συνθήκες της χώρας μας και στις πραγματικές συνθήκες που οι εξελίξεις διαμορφώνουν. Με το «κοινωνικές συνθήκες» αναφερόμαστε για παράδειγμα στο 29% των εργαζόμενων που βρίσκονται στο 88% των επιχειρήσεων με 1-9 εργαζόμενους. Πόσο θα συμμετέχουν αυτοί οι 483.000 εργαζόμενοι στο «πρώτο σχολείο» της πάλης ενάντια στα αφεντικά τους με δοσμένη την ιδιαιτερότητα του μεγέθους των επιχειρήσεων στις οποίες δουλεύουν; Αλλά και πόσο ταυτόχρονα θα «κρατιούνται μακριά» από το «δεύτερο σχολείο» ενώ οξύνεται και σε κάθε επίπεδο η παρέμβαση των ιμπεριαλιστών στη χώρα και στην περιοχή; Επιπλέον και συνολικά τι περιθώρια θα έχει η εργατική τάξη να δώσει τους «δικούς της» αγώνες στους χώρους δουλειάς ενώ η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα θα πιέζει και θα απαιτεί να αναλάβει τα ηνία της συνολικής πάλης, την ηγεμονία του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και για το σπάσιμο των δεσμών της εξάρτησης; Πόσο γρήγορα και ενδεχομένως με «ανολοκλήρωτο» το «πρώτο σχολείο» μπορεί οι συνθήκες –υπό κάποιες βέβαια προϋποθέσεις – να απαιτήσουν να περάσει ο αγώνας της εργατικής τάξης και συνολικά η κίνηση των μαζών σε μια άλλη φάση; Το ερώτημα δεν αφορά βέβαια σε μια «ακαδημαϊκή πρόβλεψη» αλλά στην απαιτούμενη πολιτική προετοιμασία, στις κατευθύνσεις που χρειάζεται να διαμορφώνονται, στις πολιτικές επιλογές που θα μπορούν να γίνουν.
Σε κάθε περίπτωση και για να μην υπάρξουν συγχύσεις, στη σημερινή φάση παραμένουμε στις δοσμένες ανάγκες και στοχεύσεις. Στην ανάγκη-στόχευση να συνδεθούμε με την εργατική τάξη και το λαό. Στην ανάγκη της πάλης ενάντια στην επίθεση, για την αντίσταση-υπεράσπιση των κατακτήσεων, για την διεκδίκηση των εργατικών λαϊκών δικαιωμάτων. Στην ταυτόχρονη ανάγκη της πάλης ενάντια στην εξάρτηση και ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό. Και παραμένουμε στην τοποθέτηση του Κ.Ο. του Απρίλη του 2018 σύμφωνα με την οποία στις σημερινές συνθήκες η πρώτη πάλη (απέναντι στην καπιταλιστική επίθεση) δημιουργεί το αναγκαίο έδαφος για να πατήσει και να αναπτυχθεί η πάλη ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό και την εξάρτηση. Υπενθυμίζουμε ωστόσο ότι η τοποθέτηση αυτή βασίστηκε στην εκτίμηση ότι δεν είναι άμεσο και προ των θυρών το ξέσπασμα ενός πολέμου είτε ελληνοτουρκικού, είτε ευρύτερου στην περιοχή ή στον κόσμο! Εκτίμηση που τονίσαμε ότι κάθε άλλο παρά βάζει σε δεύτερο πλάνο την αντιπολεμική-αντιιμπεριαλιστική πάλη και επιπλέον ότι με βάση την πυκνότητα και την αντιφατικότητα των γενικότερων εξελίξεων η εκτίμηση αυτή μπορεί στο -ακόμα και σύντομο- μέλλον να αλλάξει!
20. Για το ζήτημα της σχέσης του Μετώπου με όλα αυτά είναι προφανές ότι όσον μας αφορά επιδιώκουμε όλα τα παραπάνω να διαμορφώνουν τους στόχους πάλης του Μετώπου, να διαμορφώνουν τα πολιτικά του χαρακτηριστικά και πάντα σε συνάρτηση με τις εξελίξεις και τις τροποποιήσεις που αυτές θα αναδεικνύουν στο συγκεκριμένο περιεχόμενο της πρότασης μας. Προφανώς και το ζήτημα της αντιπολεμικής και της αντιιμπεριαλιστικής πάλης εντάσσεται στο περιεχόμενο του Μετώπου και αποτελεί βασικό στοιχείο του.
Επιπλέον, το νέο Κ.Ο., εφόσον αποφασιστεί η πρόταση του Μετώπου, θα πρέπει να διαμορφώσει και να συντάξει ένα πολιτικό πλαίσιο αυτής της πρότασης- κατεύθυνσης που καταθέτουμε στο κίνημα και να αποφασίσει τρόπους και μορφές μιας πρώτης πανελλαδικής παρουσίασής του. Βέβαια, το ζήτημα της ανάδειξής του, της επικαιροποίησής του με βάση τις εξελίξεις, τις απαιτήσεις και τις δυνατότητες της πάλης, θα είναι ένα μόνιμο ζήτημα του Κ.Ο. και της Οργάνωσης.
21. Θεμελιώδες ζήτημα απέναντι στη δύσκολη κατάσταση που από κάθε άποψη σήμερα αντιμετωπίζουμε, είναι βέβαια η ολόπλευρη ενίσχυση της Οργάνωσης. Η ενίσχυση της Οργάνωσης καθαυτής, πολιτικά, ιδεολογικά, οργανωτικά. Η διεύρυνση και η πολιτική αναβάθμιση της επιρροής της. Των αγωνιστών που βρίσκονται στα μετωπικά μας σχήματα των εργαζομένων και της νεολαίας ή τα στηρίζουν. Των αγωνιστών που από τη δική μας σκοπιά αναφέρονται και συμβάλλουν στις προσπάθειες της ΛΑ-ΑΑΣ. Των αγωνιστών που πλαισιώνουν τα μπλοκ μας στις κινητοποιήσεις, τις καθημερινές μας μάχες, τις εκδηλώσεις μας. Των ανθρώπων της Αριστεράς που, έστω από μεγαλύτερη απόσταση, παρακολουθούν τη δράση μας, τις θέσεις μας, και έχουν αναφορά σε εμάς. Των εργαζομένων και των λαϊκών ανθρώπων που βρίσκονται σε έναν ευρύτερο κύκλο και δεν έχουν (γιατί δεν φτάσαμε ακόμα κοντά τους) οικειότητα και συνάφεια με τις πολιτικές μας θέσεις αλλά μας εκτιμούν ως αγωνιστές, μας θεωρούν δύναμη που παλεύει για τα λαϊκά συμφέροντα. Όλα αυτά υπάρχουν στη βάση μιας ιδεολογικοπολιτικής συγκρότησης και κατακτήθηκαν με πάλη δεκαετιών . Σε καμία περίπτωση δεν σχετικοποιούνται όπως ίσως θέλει να μας υποδείξει μια τρέχουσα αντίληψη της πολιτικής «πιάτσας» που αμφισβητεί τις οριοθετήσεις και τελικά την ίδια την έννοια της συγκρότησης –υπόστασης των οργανωμένων δυνάμεων γιατί θέλει να συνάδει με τα συστημικά κηρύγματα για το «τέλος της ιστορίας». Είναι η συλλογική κατάκτηση μας, είναι η δικιά μας βάση για να παρέμβουμε στην ταξική πάλη, για να επιδιώξουμε μέσα σε αυτήν να δίνουν οι εργάτες και ο λαός αγώνες που θα διαμορφώνουν συσχετισμό στην κατεύθυνση της επαναστατικής διεξόδου.
22. Τα μεγέθη της Οργάνωσης μας, ποιοτικά και ποσοτικά, μετρήσιμα και μη μετρήσιμα, είναι ο δικός μας συσχετισμός στην πάλη μας στο κίνημα. Θέλουμε, πρέπει, έχουμε ανάγκη να τα βελτιώσουμε. Μπορούμε να τα βελτιώσουμε άμεσα και σημαντικά. Δεν πρέπει να λειτουργεί αρνητικά σε εμάς, στο σχεδιασμό μας, στις εκτιμήσεις μας για το ζήτημα αυτό η όντως αρνητική κατάσταση που επικρατεί. Δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως απαγορευτικός φραγμός σε αυτές τις προσπάθειες μας η σωστή θέση μας για την κατάσταση αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης. Η θέση αυτή δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε και να εντείνουμε σε συγκεκριμένους χώρους προσπάθειες σύνδεσης με εργάτες. Αλλά επιπλέον για τα μεγέθη μας, αλλά και για μια χώρα σαν την Ελλάδα με εκτεταμένα φτωχά λαϊκά στρώματα, με μεγάλα τμήματα συμβασιούχων, νέων εργαζομένων στις προσωρινές δουλειές του ιδιωτικού τομέα και με το πολιτικό σύστημα να έχει χάσει τους πελατειακούς αλλά και τους πολιτικούς όρους κυριαρχίας που είχε σε μια προηγούμενη φάση είναι πολιτικά λάθος να θεωρούμε ότι είμαστε κοντά στα όρια της ανάπτυξης που μπορούμε να έχουμε! Φυσικά υπάρχει πάντα η μεγάλη μάζα της φοιτητικής νεολαίας όπου χωρίς να υποτιμάμε τα προβλήματα δεν πρέπει να υποτιμήσουμε μια αξιόλογη συσσώρευση και προϋποθέσεις που έχουμε για να κάνουμε νέα σημαντικά βήματα. Όπως επίσης υπάρχει η «στρατιά» της μαθητικής νεολαίας για την οποία πρέπει να επαναξιολογήσουμε και να προσδιορίσουμε εκ νέου την υπόγεια και αδιαμόρφωτη «εχθρότητα» που σημαντικά τμήματα της έχουν για το σύστημα (η οποία εκφράζεται για παράδειγμα μεταξύ άλλων με την διεύρυνση του μαθητόκοσμου που με έναν πιο «απόλυτο» τρόπο αρνείται και απορρίπτει το σχολείο) για να βρούμε δρόμους προσέγγισης της. Επιπλέον η απόφαση του Κ.Ο. για το αγροτικό πρέπει να αποτελέσει βάση δουλειάς και ανοίγματος οργανώσεων μας στον τομέα αυτό.
23. Η πρόταση του Μετώπου διαμορφωμένη σε κατεύθυνση που αναδεικνύεται και παλεύεται πολιτικά στο κίνημα μπορεί να αποτελέσει το πολιτικό ρυμουλκό των προσπαθειών μας σε όλους τους τομείς και συνολικά για την Οργάνωση. Ειδικότερα θεωρούμε ότι η πρόταση του Μετώπου μπορεί να αποτελέσει το πλαίσιο αναφοράς και στήριξης για την αναγκαία αναβάθμιση και πολιτικά και οργανωτικά των μετωπικών μας σχημάτων σε εργαζόμενους και νεολαία. Για να γίνουν τα σχήματα αυτά υποκείμενα της συγκρότησης και της πάλης στους χώρους που δρουν. Για να διευρυνθούν σε πανελλαδικό επίπεδο και να κάνουν βήματα στην πανελλαδική συνάρθρωση τους από πολιτική και οργανωτική άποψη.
Ωστόσο ταυτόχρονα να επισημάνουμε ότι η ύπαρξη της συνολικής πολιτικής κατεύθυνσης, όχι μόνο δεν περιορίζει αλλά αντίθετα ενισχύει την ανάγκη τα σχήματα να έχουν τη δική τους τοποθέτηση για το δικό τους χώρο ευθύνης! Αναβαθμίζει την απαίτηση της συγκεκριμένης γραμμής στα δεδομένα του χώρου, μεγαλώνει την ανάγκη της πάλης για να ξεπηδούν εστίες αντίστασης μέσα στους χώρους αυτούς. Μόνο σε αυτή τη βάση μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά η ύπαρξη και η αναφορά στη συνολική πολιτική κατεύθυνση που βάζει η πρόταση του Μετώπου και να μην είναι μια γενική πολιτική τοποθέτηση αποσπασμένη από τα προβλήματα, τα δεδομένα και τις ανάγκες του συγκεκριμένου χώρου των εργαζομένων ή της νεολαίας.
24. Η κατάθεση της αξίας και σημασίας που έχει η κοινή δράση γενικά, η παράθεση της αξίας που έχει για τους κομμουνιστές γενικά γιατί με αυτή τραβιούνται ευρύτερες μάζες στον αγώνα, γιατί το πεδίο της πάλης είναι το αναντικατάστατο σχολείο των μαζών και το πεδίο στο οποίο μπορούν να διαμορφώνονται αγωνιστικές συνειδήσεις και να τροποποιείται ο συσχετισμός υπέρ των εργατικών –λαϊκών μαζών, όλα αυτά, έχουν βέβαια την αξία τους. Διαπαιδαγωγούν ένα νεότερο σε κομματική ηλικία δυναμικό και υπενθυμίζουν σους παλιότερους τη γενική λογική και αντίληψη που έχουμε καταχτήσει στο ζήτημα αυτό. Πρέπει ωστόσο να πούμε ότι από μόνη της στις δοσμένες συνθήκες αυτή η τοποθέτηση «αποπολιτικοποιεί» το ζήτημα, το φορτίζει ως ένα «ζήτημα αρχής» που προηγείται ακόμα και από την πολιτική κατεύθυνση μας ή το εμφανίζει να υπάρχει ανεξάρτητα από αυτήν! Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν: Δεν είμαστε κομμουνιστές, δεν συγκροτήσαμε κομμουνιστική οργάνωση, επειδή είμαστε υπέρ της κοινής δράσης! Είμαστε κομμουνιστές, παλεύουμε να συγκροτήσουμε και να αναπτύξουμε κομμουνιστική οργάνωση επειδή είμαστε υπέρ της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού από την εργατική τάξη και το λαό, επειδή προσβλέπουμε στην οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής –κομμουνιστικής κοινωνίας. Και επειδή είμαστε κομμουνιστές, είμαστε υπέρ της κοινής δράσης, υπέρ της αντίληψης της διεύρυνσης και συνάντησης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στους αγώνες και στο κίνημα, έτσι ώστε να υπηρετείται η επαναστατική προοπτική των μαζών.
25. Δύο είναι τα βασικά και πραγματικά δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί εδώ και χρόνια στο ζήτημα της κοινής δράσης και τα οποία πρέπει να τα πάρουμε και τα δύο υπόψη μας για να βγάλουμε τα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα και να διαμορφώσουμε ανάλογα τις επιδιώξεις μας αλλά και τις προσδοκίες μας. Το πρώτο δεδομένο είναι ότι οι δυνάμεις (κύρια ΑΝΤΑΡΣΥΑ) προς τις οποίες απευθύνονται οι πολλές προτάσεις μας κοινής δράσης σταθερά και με … συνέπεια τις αρνούνται και τις απορρίπτουν. Αυτή είναι η εικόνα, εδώ και πολλά χρόνια, και οπωσδήποτε την τελευταία 4ετία, στην Αθήνα και πανελλαδικά. Δεν λείπουν βέβαια τα προσχήματα, τα τεχνάσματα απόρριψης μέσω της αποδοχής, μέσω της «υπέρβασης» του περιεχομένου των προτάσεων μας, μέσω των διπλών ραντεβού ή ακόμα και των συμφωνιών οι οποίες απλά δεν τηρούνται από τη μεριά τους. Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι κοινή δράση υπάρχει και γίνεται! Οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι ας πούμε από το 2007 όταν με το ασφαλιστικό της Πετραλιά και με βασική θέση «φέρτε πίσω τα κλεμμένα» ενώ εμείς εξωθούμασταν έξω από την κοινή δράση, οι δυνάμεις των τότε ΕΝΑΝΤΙΑ και ΜΕΡΑ συνεργάζονταν και δρούσαν από κοινού στο πεδίο του κινήματος. Η κοινή τους δράση συνεχίστηκε όλα τα επόμενα χρόνια και αφού με καταλύτη το Δεκέμβρη του 2008 συγκρότησαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πέρασε στις «πλατείες» (μαζί με ΚΟΕ, ΕΠΑΜ κα) κάτω από τον πολιτικό στόχο της κυβερνητικής αλλαγής και με ότι φαντασιωνόταν ο καθένας από αυτούς ότι αυτή η αλλαγή θα έφερνε. Γνώρισε νέα έξαρση με το δημοψήφισμα και συνεχίζεται μαζί με τη ΛΑΕ και άλλους και με όλα τα πήγαινε έλα μεταξύ αυτών των δυνάμεων. Έκφραση κοινής δράσης είναι και τα δύο «αντιπολεμικά συντονιστικά» που εμφανίστηκαν τον περασμένο Ιούνιο. Αποτελούνται το καθένα από διαφορετικές δυνάμεις και βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση ανταγωνισμού(κυρίως ενόψει εκλογών) αλλά και συνεννόησης. Φυσικά και το πολιτικό τους περιεχόμενο και η μεθόδευση της συγκρότησης του καθενός από τα δύο υπαγορεύτηκε από τη συνολικότερη πολιτική κατεύθυνση, από τις γενικότερες θέσεις και τις επιδιώξεις των πρωτεργατών τους. Αυτές οι θέσεις τους και οι επιδιώξεις τους (κυβερνητισμός) κάθε άλλο παρά αναιρούν την ανάγκη που έχουν οι δυνάμεις αυτές να εμφανίσουν ένα «κινηματικό έργο».
26. Οι δυνάμεις αυτές είχαν ρεφορμιστικό και μικροαστικό ιδεολογικοπολιτικό DNA και δίπλα σε αυτό μια κινηματική αντίληψη μαζί με αγωνιστική στάσεις. Από την αρχή ωστόσο εκδήλωναν με έντονο τρόπο το DNA τους αναζητώντας «εκτινάξεις» στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Η επιτάχυνση και η ολοκλήρωση αυτής της διαδρομής αυτών των πολιτικών δυνάμεων από το 2008 και μετά είναι γνωστή. Από πολιτική άποψη πρόκειται για την ολοκλήρωση του κυβερνητισμού, ως βασικού και κυρίαρχου στοιχείου της φυσιογνωμίας των δυνάμεων αυτών. Σε σχέση με τα σημερινές επιλογές τους και τι βαραίνει στη διαμόρφωση τους πρέπει να επισημάνουμε δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η δικτύωση που έχουν διαμορφώσει όλα αυτά τα χρόνια από το 2009 ως σήμερα. Μια δικτύωση και μια ευρύτερη κοινωνική αναφορά σε ορισμένα μικροαστικά στρώματα που στις δοσμένες πολιτικές και ταξικές συνθήκες η διέξοδος που τους «προσφέρουν» οι ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ είναι αυτή που αντιστοιχεί στη συνείδηση που έχουν διαμορφώσει. Αυτή τη «μαγιά» που καταγράφηκε με αξιόλογα εκλογικά νούμερα στις κάλπες και η οποία συντηρείται από τα προβλήματα και στις αστάθειες του πολιτικού συστήματος, δεν έχουν κανένα λόγο να τη χάσουν οι ηγεσίες αυτές που είναι εμποτισμένες με αυτές τις απόψεις. Έχουν κάθε λόγο να την αναπαράγουν στη βάση της πολιτικής σχέσης που την κέρδισαν για να μπορούν να συνεχίζουν να ελπίζουν στην πολιτική τους εκτίναξη. Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την «απειλή» που έστω υπό προϋποθέσεις θεωρούν –και σωστά από τη μεριά τους- ότι αποτελεί για τα πολιτικά τους σχέδια το ΚΚΕ(μ-λ). Μια «απειλή» που την αισθάνθηκαν έντονα -όπως εκείνοι τα μετρούν- με τα εκλογικά αποτελέσματα του 2007 και η οποία αποτέλεσε και ιδιαίτερο κίνητρο για να τρέξουν πιο γρήγορα στο δικό τους δρόμο. Προσπερνάμε εδώ το αν και ποιες δυνατότητες είχαμε εκείνη την περίοδο για να κάνουμε βήματα συγκρότησης και διαμόρφωσης δυνάμεων στη δική μας κατεύθυνση. Σήμερα πάντως είμαστε η μόνη δύναμη με μια συγκροτημένη αντίθεση στην πολιτική τους γραμμή και στα πολιτικά τους σχέδια και ταυτόχρονα έχουμε κινηματικά χαρακτηριστικά. Έχουμε δηλαδή τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αμφισβητήσουμε συνολικά και έμπρακτα αυτό που έχουν οικοδομήσει, για να εμβολίσουμε τη συνοχή τους και να απελευθερώσουμε –κερδίσουμε δυνάμεις (πχ νεολαία) που αν και εμποτίζεται από τον αντικομμουνισμό της «νέας αριστεράς», δεν είναι ικανοποιημένη κινηματικά και έχει έστω θολές πολιτικές επιφυλάξεις. Δεν έχουν συνεπώς οι ηγεσίες των δυνάμεων αυτών κανένα λόγο να μας «βοηθήσουν» σε αυτό το ενδεχόμενο, να μας δώσουν πεδίο μέσα από την κοινή δράση που εμείς προτείνουμε και επιδιώκουμε. Γι αυτό συνεχίζουν και θα συνεχίσουν με κάθε τρόπο και με όλα τα πιθανά καμώματα, όπως και παραπάνω περιγράψαμε, να υψώνουν φράγματα και να στήνουν υγειονομικές ζώνες. Και αυτές οι ζώνες έχουν μια σημαντική διαφορά από τις αντίστοιχες που διαμόρφωναν απέναντι μας στη δεκαετία του 1990. Τώρα υπερασπίζονται αυτό που τότε δεν είχαν. Αφενός τη «μαγιά» και αφετέρου την «ευκαιρία» (όπως οι ίδιοι τη θεωρούν) των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών να πάνε σε αυτό που τότε ήταν πολύ μακρινό ακόμα και σίγουρα και αδιαμόρφωτο. «Τότε» μπορεί και να δέχονταν –όσο και όπως – τις προτάσεις μας, άλλα «ήθελαν να πάνε αλλού» από εκεί που εμείς θέλαμε να πάμε και με τη βοήθεια της κοινής δράσης. Σήμερα οι δυνάμεις αυτές «είναι αλλού». Γι αυτό είναι και θα είναι πολύ πιο αποφασιστική η άρνηση τους, η εναντίωση τους στις δικές μας προτάσεις.
27. Οι εξελίξεις αυτών των χρόνων φώτισαν πιο καθαρά και απαιτητικά μια συνολικότερη ανάγκη που την ξέραμε αλλά πριν το ξέσπασμα των μεγάλων αγώνων δεν έμπαινε πιεστικά μπροστά μας. Οι μαζικοί αγώνες είναι το αναντικατάστατο πεδίο πολιτικοποίησης των μαζών, λέγαμε πάντα και θα συνεχίζουμε πάντα να το λέμε! Αυτό όμως που μας «υπενθύμισαν» ως κρίσιμο ζήτημα οι εξελίξεις των προηγούμενων χρόνων είναι ότι οι αγώνες δεν παράγουν «αντικειμενικά» και «αυτόματα» πολιτικοποίηση σε αγωνιστική κατεύθυνση. Γιατί είμαστε σε μια συγκεκριμένη περίοδο όπου επικρατούν οι συνθήκες της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος. Γιατί πίσω από τη σημερινή περίοδο βρίσκονται δεκαετίες εμφάνισης και ανάπτυξης όλων των ρεβιζιονιστικών και ρεφορμιστικών ιδεολογημάτων και γραμμών που διαμόρφωσαν ανάλογα την μεγάλη πλειοψηφία των δυνάμεων που σήμερα δρουν και παρεμβαίνουν στο κίνημα. Με αυτά τα δεδομένα τα πρώτα «ευρήματα» που «αντικειμενικά» μπορεί να βγάλει η ταξική πάλη που σκάβει μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι και αναταράζει τα πολιτικά δεδομένα, έχουν τις ανάλογες ταξικές και πολιτικές προδιαγραφές.
Το συμπέρασμα που πρέπει να βγάλει μια κομμουνιστική οργάνωση δεν μπορεί καθόλου να έχει ντετερμινιστικά χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά παραίτησης και αναστολής της πάλης της για όταν «οι συνθήκες το επιτρέψουν». Οι συνθήκες δεν είναι αμετακίνητες, εξελίσσονται και τροποποιούνται από την παρέμβαση των πολιτικών υποκειμένων, από την κατεύθυνση που αυτές δίνουν στην πάλη των μαζών.
Δεν μπορούμε να περιμένουμε να συνεχίσει το σκάψιμο η ταξική πάλη και από μόνη της να μας δώσει έτοιμες τις απαντήσεις. Να μας φέρει ας πούμε στο παρόν τον Οκτώβρη του ΄17. Ξέρουμε καλά ότι απαιτείται να παραχθεί «καινούριο υλικό». Ότι παλεύουμε στις σημερινές συνθήκες να συνθέσουμε τις απαντήσεις που απαιτούνται. Ότι δεν υπάρχει επιστροφή ή αναπαραγωγή.
Άρα, για να επιστρέψουμε στο πολιτικό επίπεδο, μέσα στους σημερινούς αγώνες και για να υπάρξουν αγώνες, απαιτείται πολιτική κατεύθυνση που θα παλεύει μέσα στις μάζες και με τις μάζες για τα ζητούμενα όπως τουλάχιστον εμείς τα αντιλαμβανόμαστε. Τη συγκρότηση- ανάπτυξης της πάλης εργατών και λαού σε Μέτωπο Αντίστασης και Διεκδίκησης, απέναντι στην επίθεση, την εξάρτηση, τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο. Στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης, ταξικών, κοινωνικών και πολιτικών όρων Αναμέτρησης με το σύστημα της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης.
28. Αυτό που εμείς συνεπώς προσβλέπουμε από την κοινή δράση που σταθερά επιδιώκουμε, είναι να ευνοούνται οι όροι κίνησης, πάλης και αγώνα ενάντια στην επίθεση, την εξάρτηση, τον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό. Δεν έχουμε βέβαια κάποια «συνολική πλατφόρμα» που τη θέτουμε κάθε φορά ως προϋπόθεση κοινής δράσης. Επιδιώκουμε σταθερά –στο επίπεδο των μετωπικών μας σχημάτων, ως ΚΚΕ(μ-λ) και μέσω της ΛΑ-ΑΑΣ- να διαμορφώσουμε όρους κοινής δράσης σε επιμέρους και ευρύτερα πολιτικά ζητήματα. Ταυτόχρονα είναι καθαρά και δοσμένα κάποια πράγματα. Δεν αποτελούμε μέρος της κοινής δράσης με πλαίσια που αναδεικνύουν διαχειριστικούς στόχους και υποδεικνύουν τον κυβερνητισμό, που παρακάμπτουν- αγνοούν τον ιμπεριαλισμό, και εννοείται ανάλογα κάθε φορά με το ζήτημα που τίθεται προς αντιμετώπιση. Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε σήμερα αναγκαίο η κοινή δράση να υπηρετεί στο πολιτικό επίπεδο την οριοθέτηση μας από τις άλλες τάσεις (ρεφορμισμό- κυβερνητισμό- α/α/ακτιβισμό) και οπωσδήποτε να μην την ακυρώνει! Οι όποιες πολιτικές πρωτοβουλίες μας (αν και όταν κρίνουμε ότι χρειάζονται) απέναντι στην μεγάλη κινητικότητα που και πάλι (προφανώς ενόψει εκλογών!) εμφανίζεται θα αποτελούν τακτικές πολιτικές κινήσεις που δεν θα υπερβαίνουν αλλά αντίθετα θα πρέπει να υπηρετούν και να εντάσσονται στη δικιά μας πολιτική κατεύθυνση. Και έχουμε πάντα καθαρό ότι και στο πεδίο της κοινής δράσης το καθοριστικό για το τι διαμορφώνεται είναι ο συσχετισμός με τον οποίο προσερχόμαστε σε αυτήν.
29. Η ΛΑ-ΑΑΣ πρόκυψε ως το αποτέλεσμα της πρότασης «Πολιτικού Συντονισμού, Κοινής Δράσης και Αγώνα» που καταθέσαμε τον Οκτώβρη του 2011 . Μια πρόταση που έγινε στη βάση των εκτιμήσεων μας για «αυτά που έχουν αλλάξει» και στη βάση της επιδίωξης μας που απορρέει από τις εκτιμήσεις αυτές: Την αναβάθμιση του πολιτικού εξοπλισμού με τον οποίο επιδιώκουμε και προσερχόμαστε στην κοινή δράση, τη βελτίωση του συσχετισμού με τον οποίο παλεύουμε μέσα στο κίνημα, μέσα στον κόσμο του αγώνα. Μια πρόταση που κατατέθηκε και παλεύτηκε για δύο χρόνια –μέχρι την ιδρυτική της ΛΑ-ΑΑΣ τον Οκτώβρη του 2013-με τους πιο κινηματικούς όρους που επέτρεπαν οι συνθήκες και οι δικές μας δυνατότητες.
Αποτελεί συνεπώς μια τακτική πολιτική επιλογή της Οργάνωσης που θέλουμε και επιδιώκουμε να είναι σε αναφορά –και όχι σε αναντιστοιχία και παράταιρη- με την μεσοπρόθεσμη πολιτική κατεύθυνση μας. Θεωρούμε ότι με τα σημερινά δεδομένα του πολιτικού χάρτη και του κινήματος αυτό το έχουμε πετύχει στο βαθμό που η ΛΑ-ΑΑΣ μας δίνει τη δυνατότητα παρουσίας και παρέμβασης με ικανοποιητικό πολιτικό πλαίσιο και με ευρύτερη βάση αναφοράς. Αυτό το συνδυασμό (πολιτικού πλαισίου και ευρύτητας αναφοράς) τον αξιολογούμε προφανώς με τα υπαρκτά δεδομένα και βρίσκουμε ότι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με κανέναν άλλον τρόπο και δύναμη. Προφανώς ως τακτική επιλογή υπόκειται στις εξελίξεις και στις απαιτήσεις που αυτές θα θέτουν.
30. Για τη σχέση της ΛΑ-ΑΑΣ με την κοινή δράση να επισημάνουμε τις εξής πλευρές:
α) Θέλουμε και επιδιώκουμε η ΛΑ-ΑΑΣ πανελλαδικά και τοπικά να είναι η ίδια εργαλείο συσπείρωσης, συντονισμού και κοινής δράσης ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων και φορέων. Φυσικά πάντα με πολιτικό περιεχόμενο που όπως αναφέραμε θα υπηρετεί και δεν θα ακυρώνει τις δικές μας οριοθετήσεις. Όπως λόγου χάρη στην περίπτωση της ΔΕΘ τον περασμένο Σεπτέμβρη ή στη Θεσπρωτία- Ήπειρο με το ζήτημα της εξόρυξης των υδρογονανθράκων. Σε σχέση με αυτή την πλευρά υπήρξαν και θα υπάρχουν σημαντικά προβλήματα που οι αιτίες στους βρίσκονται και στα χαρακτηριστικά και τις επιλογές του Μ-Λ ΚΚΕ και –κυρίως- στις πολιτικές επιλογές και στη στάση των άλλων δυνάμεων.
β) Η ίδια η ΛΑ-ΑΑΣ, τα σχήματά της (και στο βαθμό που λειτουργούν και παίρνουν πρωτοβουλίες) αποτελεί πραγμάτωση της κοινής δράσης ανάμεσα στο δυναμικό των δύο οργανώσεων και τους ανένταχτους αγωνιστές που πλαισιώνουν τα σχήματα. Πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι, χωρίς την ύπαρξη της αναφοράς στην κεντρική συνεργασία, αυτή η –όποιας κλίμακας– κοινή δράση θα δυσκολευόταν. Ούτε εκεί που δρουν μόνο οι δικές μας δυνάμεις και τα σχήματα «ανήκουν» στο ΚΚΕ(μ-λ).
γ) Η ύπαρξη της ΛΑ-ΑΑΣ δημιουργεί όρους συντονισμού και συμπόρευσης των μετωπικών σχημάτων των δύο οργανώσεων σε κεντρικές κινητοποιήσεις και σε πρωτοβουλίες της ΛΑ-ΑΑΣ. Μπορεί στην ίδια βάση να αξιοποιηθεί για να επιδιωχθεί συντονισμός και με άλλα πολιτικο-συνδικαλιστικά σχήματα. Ταυτόχρονα, και όπως είναι προφανές, τα μετωπικά μας σχήματα δεν δεσμεύονται από τη ΛΑ-ΑΑΣ στις δικές τους πολιτικές επιλογές και πρωτοβουλίες.
31. Στο πολιτικό επίπεδο υπήρξαν (εξαιτίας της συνάντησης των «δύο μ-λ») παρενέργειες, αντιδράσεις, και συγχύσεις. Εξ αντικειμένου σε ένα βαθμό, αλλά και… εξ υποκειμένου. Και στο Μ-Λ ΚΚΕ, και σε εμάς αλλά και από παρεμβάσεις τρίτων. Όλα αυτά τροφοδοτήθηκαν και από τα απανωτά κοινά εκλογικά κατεβάσματα που αν μη τι άλλο με βάση την άποψη μας για τις εκλογές και τη σχέση τους με το κίνημα ήταν φυσιολογική πολιτική επιλογή. Σε σχέση με όλα αυτά πολύ συνοπτικά επαναλαμβάνουμε: α) Πρώτιστη σημασία έχει εμείς να ξέρουμε τι κάνουμε και επιδιώκουμε στα πλαίσια αυτής της Συνεργασίας. Να απαλλαγούμε από φοβίες και καχυποψίες και να στηρίξουμε αυτό που πραγματικά παλεύουμε. β) Οι αντιφάσεις του Μ-Λ ΚΚΕ που προκαλούνται και δυναμώνουν όσο το εγχείρημα αποκτά υπόσταση και διεκδικεί κινηματικό ρόλο και ταυτόχρονα επιβεβαιώνει όχι την «αδελφότητα» αλλά τις μεγάλες αποστάσεις των δύο οργανώσεων, ανήκουν στο Μ-Λ ΚΚΕ! Δεν θα τις επιλύσουμε εμείς που δημόσια υποστηρίξαμε και υποστηρίζουμε ότι το πρωτεύον στο εγχείρημα είναι η υπηρέτηση της υπόθεσης της λαϊκής πάλης και όχι των «καλών σχέσεων» των δύο οργανώσεων. Με αυτό το κριτήριο κινηθήκαμε και με αυτό θα συνεχίσουμε να κινούμαστε. γ) Ας μην υποτιμάμε αυτό που καταφέρνουμε στο επίπεδο του πολιτικού συσχετισμού με την Συνεργασία αυτή. Δεν τον βελτιώνουμε αισθητά, αλλά σίγουρα αποτρέπουμε την επιδείνωση του σε βάρος των δικών μας κατευθύνσεων.
Παραμένει συνεπώς η ΛΑ-ΑΑΣ μια επιλογή που θέλουμε να συνεχίσουμε να παλεύουμε, ως μια και κινηματική και πολιτική δυνατότητα ενίσχυσης των δικών μας δυνάμεων και της δικής μας κατεύθυνσης στο κίνημα. Οι εκλογές όποτε και αν γίνουν θα αναταράξουν εκ νέου το γαλαξία των «μικρών και μεγάλων» δυνάμεων του εξωκοινοβουλίου. Η ύπαρξη της ΛΑ-ΑΑΣ μετά από αυτές, θα είναι ένας παράγοντας βοηθητικός στις δικές μας επιδιώξεις ακόμα και για το ενδεχόμενο της διεύρυνσης της, χωρίς φυσικά να μπορεί αυτό να προεξοφληθεί. Σε κάθε περίπτωση μάθαμε όλοι καλύτερα σε όλο το τελευταίο διάστημα των ταραχών στα πλαίσια της ΛΑ-ΑΑΣ «τι είναι» και πως παλεύεται καλύτερα αυτό το εγχείρημα σε αυτές τις συνθήκες. Και αναμφίβολα ενισχύθηκε η εμπιστοσύνη μας στην Οργάνωση μας. Στη βάση αυτής της εμπιστοσύνης οφείλουμε να αξιοποιήσουμε αυτή την πείρα μας δημιουργικά για την υπόθεση μας.