Στο προηγούμενο φύλλο της ΠΣ δημοσιεύσαμε αποσπάσματα του κειμένου που μας έστειλε ο Ανέστης Ταρπάγκος σχετικά με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το κείμενο εστίασε στην ανάγκη συνολικής κριτικής στην Ολυμπιάδα και όχι μόνο στις συνέπειές της, οι οποίες χαρακτηρίζονται πολύ σοβαρές, ωστόσο δευτερογενείς μπροστά στην ουσία και το περιεχόμενο των Αγώνων. Μια τέτοια κριτική μπορεί να είναι αποτελεσματική και υλοποιήσιμη από τις λαϊκές μάζες και διαφοροποιείται από τη στάση της επίσημης αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΝ) η οποία ασχολείται (όσο ασχολείται) με τις συνέπειες και όχι με την ουσία του ζητήματος.
Παίρνοντας περισσότερο σαν αφορμή το κείμενο αυτό, θεωρούμε πως έχει αξία να καταθέσουμε ορισμένες σκέψεις γύρω από τα ζητήματα που τίθενται.
Δε θα διαφωνήσουμε ότι το ζήτημα της Ολυμπιάδας έχει μια πολύ ουσιαστική ιδεολογική πλευρά, η οποία αφορά όχι μόνο το πολιτιστικό και αθλητικό της κομμάτι, αλλά, κυρίως, ολόκληρο το ιδεολόγημα που τη συνοδεύει, την προσπάθεια κατοχύρωσής της ως «εθνικού στόχου» και την προσπάθεια να παρουσιαστεί ως η μόνη Ολυμπιακή διοργάνωση με κέντρο τον άνθρωπο. Θα συμπληρώναμε, μάλιστα, πως εδώ και αρκετό καιρό οι δυνάμεις του συστήματος σχεδόν αποκλειστικά χρησιμοποιούν αυτά τα ιδεολογικά επιχειρήματα για να πείσουν το λαό για μια διοργάνωση της οποίας οι ολέθριες συνέπειες έχουν γίνει πια τραγικά φανερές.
Εδώ, όμως, υπάρχει ένα ζήτημα το οποίο θα θέλαμε να σχολιάσουμε. Γιατί η αστική τάξη επιλέγει το ιδεολογικό πεδίο; Η απάντηση είναι, πιστεύουμε, προφανής: Γιατί δεν έχει, πλέον, καμιά δυνατότητα στο πολιτικό, πέρα από την ισχύ που της δίνει η κυριαρχία της. Με δυο λόγια, αν μπορούσε να πείσει πως οι Αγώνες θα καλυτερεύσουν τη ζωή του λαού και ότι θα ωφελήσουν τη χώρα θα το έκανε και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ένταση και με μια σιγουριά για την αποδοχή της ίδιας της κυριαρχίας της από τις λαϊκές μάζες.
Το ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: Οι λαϊκές και νεολαιίστικες μάζες πείθονται, τελικά, από την ιδεολογική επίθεση που δέχονται, ή, βλέποντας τις συνέπειες της διοργάνωσης, παραμένουν επιφυλακτικές απέναντί της; Κατά την άποψή μας ισχύει το δεύτερο, ανεξάρτητα από το πόσο αυτό έχει εκφραστεί σε αντίσταση (η οποία, ωστόσο, υπήρξε και δεν τη θεωρούμε αμελητέα).
Σε τελευταία ανάλυση για μας το ερώτημα που έχει σημασία να απαντήσουμε είναι τούτο: Πού, τελικά, αναπτύσσεται και συγκροτείται το πεδίο της ιδεολογίας; Θεωρούμε πως το ιδεολογικό πεδίο είναι σημαντικό, είναι, κατά τη γνωστή ρήση, η συμπύκνωση της πολιτικής. Είναι αυτό που τροφοδοτεί τους λαϊκούς αγώνες, τους δίνει την προοπτική και την κατεύθυνση που χρειάζονται για να είναι αποτελεσματικοί. Ωστόσο, δεν μπορεί να αναπτυχθεί από μόνο του, δεν μπορεί να γίνει κτήμα των ίδιων των μαζών μόνο και μόνο επειδή κάποια επαναστατική πρωτοπορία θα το θέτει ξανά και ξανά και θα αντιπαρατίθεται με το σύστημα πάνω σε αυτό. Αν το πεδίο της ιδεολογίας είναι ξεκομμένο από το πεδίο της πολιτικής και των συμφερόντων των μαζών κινδυνεύει να γίνει μια κλειστή φιλοσοφική συζήτηση μεταξύ «ειδημόνων» (τις περισσότερες φορές απογοητευμένων), πέρα και έξω από τις πραγματικές ανάγκες και προβληματισμούς του λαού και της νεολαίας. Και, με αυτήν την έννοια, να μην είναι καθόλου αποτελεσματικό.
Για να ξαναγυρίσουμε στην Ολυμπιάδα, δε θεωρούμε ότι η αντίθεση του λαού στις συνέπειές της κινδυνεύει από την ιδεολογική επίθεση του συστήματος. Ο λόγος είναι απλός: Οι συνέπειες είναι τέτοιες που δε μπορούν οι μάζες να τις παραβλέψουν στο όνομα ενός «εθνικού στόχου» από τον οποίο κερδίζουν πολύ λίγοι και χάνουν πάρα πολλοί. Αν το ερώτημα είναι γιατί, παρόλα αυτά, δεν έχει γίνει δυνατή μια έκφραση αυτής της αντίθεσης σε πλατύτερο επίπεδο, τέτοιο που να αντιστοιχεί με τη σημασία του ζητήματος, εμείς δε θα συμφωνούσαμε ότι ο λόγος είναι ότι η αριστερά έμεινε μόνο στις συνέπειες και έχασε (ή «ξέχασε»!) την πολιτική και ιδεολογική ουσία του ζητήματος.
Χωρίς να επεκταθούμε, θα λέγαμε πως η απάντηση που εμείς θεωρούμε σωστότερη έχει να κάνει με τη γενικότερη κατάσταση του κινήματος και των δυνάμεων της αριστεράς κάθε απόχρωσης. Για παράδειγμα, το ΚΚΕ έχει πολύ σοβαρές ευθύνες γιατί και στο ζήτημα της Ολυμπιάδας (όπως και σε πολλά άλλα) αν και είχε τις οργανωτικές δυνατότητες δεν είχε την πολιτική βούληση να ευνοήσει και να συντονίσει ένα κίνημα αντίστασης, το οποίο θα μπορούσε να είναι ήδη πολύ μαζικό και αποτελεσματικό.
Από εκεί και πέρα, στο βαθμό που η αντίσταση στις συνέπειες δεν πήρε χαρακτηριστικά αντίστοιχα με το πρόβλημα, ας μην αναζητούμε πλέον τους λόγους για τους οποίους δεν αναπτύχθηκε η αντιπαράθεση στο ιδεολογικό πεδίο. Γιατί ένα κίνημα ενάντια στις συνέπειες θα μπορούσε να μαζικοποιηθεί και να αποκαλύψει με τον καλύτερο τρόπο στις μάζες την ιδεολογική φτώχεια και σαπίλα που κρύβεται πίσω από τα «Ολυμπιακά ιδεώδη».
Το πιο σημαντικό κέρδος από τις κινητοποιήσεις που έγιναν ενάντια στην Ολυμπιάδα ήταν ότι κατάφεραν να σπάσουν το κλίμα συναίνεσης που προσπαθούσε βίαια να επιβάλλει η αστική τάξη. Κατάφεραν να χαλάσουν τη βιτρίνα μιας διοργάνωσης που απολαμβάνει της εμπιστοσύνης και της στήριξης ολόκληρου του ελληνικού λαού. Αλλά και κατάφεραν να δείξουν ότι είναι δυνατή η αντίσταση απέναντι σε ένα εγχείρημα στο οποίο συντάσσεται ολόκληρη η αστική τάξη, αλλά και τα ιμπεριαλιστικά της αφεντικά.
Αυτά όλα δεν είναι σημαντικές παρεμβάσεις στο πεδίο της ιδεολογίας; Δεν απαντούν στην πράξη στο πιο βασικό, ίσως, όπλο της ιδεολογικής επίθεσης του συστήματος, ότι, δηλαδή, οι λαϊκοί αγώνες είναι μάταιοι και δε βγάζουν πουθενά, ενώ η μόνη προοπτική του λαού είναι να συνταχθεί με τις δικές της επιλογές και επιδιώξεις;
Τι γίνεται, ωστόσο, με αυτά καθαυτά τα «Ολυμπιακά ιδεώδη» και την «εθνική μας υπερηφάνεια»; Ας χρησιμοποιήσουμε την πρόσφατη επικαιρότητα: Πώς θα πρέπει να σταθούμε απέναντι στη νίκη της εθνικής στην Πορτογαλία; Πρέπει να απογοητευτούμε για τον κόσμο που πανηγύρισε στους δρόμους; Πρέπει να φοβόμαστε ότι η αστική τάξη είχε μια ανέλπιστη χείρα βοηθείας στην προσπάθειά της να μας ποτίσει με το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο»;
Κατά την άποψή μας όχι. Και η πιο τρανή απόδειξη είναι το γιουχάρισμα που έφαγαν όλοι οι εκπρόσωποι του κράτους και της εκκλησίας στην υποδοχή στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Η ιδεολογική επίθεση που επιχειρήθηκε με αφορμή το ποδόσφαιρο δεν πέτυχε τους στόχους της γιατί ήταν αποκομμένη από τη σκληρή καθημερινή πραγματικότητα, από τη ίδια την πολιτική, τελικά. Ο ίδιος λαός που πανηγύρισε για τα γκολ του Χαριστέα περνάει γενεές δεκατέσσερις όλους αυτούς που θα τον βάλουν να πληρώνει για χρόνια αυτήν την Ολυμπιάδα, όλους αυτούς που μετέτρεψαν ήδη την Αθήνα σε αστυνομοκρατούμενη και στρατοκρατούμενη πόλη. Εχει, άραγε, ανάγκη από την ιδεολογική παρέμβαση της αριστεράς ο εργάτης στα Ολυμπιακά κάτεργα που δουλεύει εξαντλητικά και κάθε τόσο θάβει κι έναν συνάδελφό του;
Είναι αλήθεια πως ο αθλητισμός λειτουργεί σαν «όπιο των λαών». Είναι επίσης αλήθεια ότι χρησιμοποιείται για να κατοχυρώσει και να νομιμοποιήσει στις λαϊκές συνειδήσεις την αστική ιδεολογία του ατομισμού και του ανταγωνισμού.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι η αστική τάξη καταφεύγει στο ιδεολογικό πεδίο είναι απόδειξη της πολιτικής της αδυναμίας. Το κωμικοτραγικό είναι ότι καταφεύγει στο ιδεολογικό πεδίο στο οποίο είναι ακόμα πιο φτωχή και αδύναμη! Ας αναλογιστούμε ότι αναγκάζεται να ανατρέξει 2.000 χρόνια πίσω για να βρει κάτι να πει! Που είναι η ισχύς της, λοιπόν; Στην κυριαρχία της και μόνο. Δηλαδή, με άλλα λόγια, στην αδυναμία του αντιπάλου (του λαού και της εργατικής τάξης) να την αντιμετωπίσει στα ίσα και να της θέσει εμπόδια στην αντιδραστική της επέλαση.
Καταλήγοντας θα λέγαμε ότι η συνολική αντίθεση στην ουσία και το περιεχόμενο της Ολυμπιάδας είναι η συνολική αντίθεση σε μια κεντρική επιλογή της άρχουσας τάξης της χώρας μας. Μια επιλογή που έχει να κάνει με τη διεθνή πολιτική συγκυρία, με τη θέση της ελληνικής αστικής τάξης σε αυτήν και με το μέλλον που προοιωνίζεται για το λαό και τη νεολαία. Σαν τέτοια, αυτή η αντίθεση και αντιπαράθεση έχει και τις πολιτικές και τις ιδεολογικές της πλευρές, το ζητούμενο, ωστόσο, είναι (όπως πάντα) το πώς αυτή η αντιπαράθεση θα γίνει υπόθεση των μαζών. Γιατί, τελικά, οι μάζες θα κρίνουν το κύριο και το δευτερεύον, οι μάζες θα παλέψουν, θα νικήσουν, θα ανατρέψουν. Ο ρόλος της αριστεράς είναι να αποκαλύψει το σύστημα και να ευνοήσει την ανάπτυξη των λαϊκών αντιστάσεων οι οποίες είναι και οι μόνες που θα μπορέσουν να ανεβάσουν την αντιπαράθεση σε ανώτερο επίπεδο. Και, κατά τη γνώμη μας, η κύρια ευθύνη της αριστεράς δεν είναι στο αν έπιασε την ουσία του ζητήματος ή περιορίστηκε στις συνέπειες της Ολυμπιάδας, αλλά στο πόσο προώθησε την αντίσταση στις συνέπειες, προωθώντας, μέσα από αυτήν, ένα ιδεολογικό στίγμα στον αντίποδα των «ιδανικών του Ολυμπισμού».
φ.506, 24/7/04