Μέσα στον ορυμαγδό των εξελίξεων της περιόδου, κάποια στοιχεία που δημοσιεύονται στον τύπο αποκαλύπτουν το βάθος της κρίσης της ντόπιας μεγαλοαστική τάξης αλλά και τους προσανατολισμούς της, στην προσπάθειά της να ανακτήσει ρόλο και μέγεθος τόσο για την κυριαρχία της στην χώρα όσο και ευρύτερα στην περιοχή.
Σε δημοσίευσή του, στις 5/2, «ΤΟ ΒΗΜΑ» μας πληροφορεί πως «Μετά από περίπου 25 χρόνια παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή, οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι θα αποχωρήσουν από τις περισσότερες αγορές, στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει έναντι της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, απόρροια των κρατικών πακέτων στήριξής τους, μετά το ξέσπασμα της κρίσης». Ήδη είναι γνωστή η πώληση του 100% της Finansbank στην Τουρκία από την Εθνική Τράπεζα, ενώ δρομολογούνται ή έχουν γίνει αποχωρήσεις από Πολωνία, Ουκρανία, Βουλγαρία, Σερβία, ΠΓΔΜ, Αίγυπτο κ.α. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία άτακτη υποχώρηση η οποία εξελίσσεται από την περίοδο 2012-2013 και την οποία επέβαλε η ΕΕ στους τραπεζικούς ομίλους. Οι συνεχείς ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών με κρατικό χρήμα, για να καλύψουν τις ζημιές τους, άνοιξε τον δρόμο για να τεθεί το ζήτημα του «περιορισμού της έκθεσής τους σε κινδύνους από το εξωτερικό» από την ΕΕ και έτσι να δοθεί το σύνθημα της αναγκαστικής υποχώρησης. Η εξόρμηση του ντόπιου κεφαλαίου στα Βαλκάνια αλλά και ευρύτερα στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου είχε παρουσιαστεί σαν αποτέλεσμα της «ισχυρής Ελλάδας» και μάλιστα πολιτικοί χώροι της αριστεράς την αντιμετώπισαν με τόσο δέος που την χαρακτήρισαν και ιμπεριαλιστική. Στην ουσία, το ντόπιο κεφάλαιο λειτούργησε σαν «πρόσκοπος» του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου, καθώς την ίδια περίοδο που έκανε την εξόρμηση, στη βάση εκκίνησής του η αποβιομηχάνιση κλιμακώνονταν, η παραρτημοποίηση της οικονομίας με την ΕΕ ενισχυόταν ενώ στο πολιτικό-στρατιωτικό επίπεδο έσφιγγαν ακόμα περισσότερο τα δεσμά της εξάρτησης. Η εξόρμηση είχε τα γνωστά χαρακτηριστικά του τυχοδιωκτισμού, που αποτελούν στοιχεία της φυσιογνωμίας μίας παρασιτικής αστικής τάξης εξαρτημένης μέχρι το «μεδούλι» από τον ιμπεριαλισμό. Μία εξόρμηση η οποία χωρίς βάθος και στέρεα βάθρα διαλύθηκε όταν οι ιμπεριαλιστές αποφάσισαν να «τη βάλουν στη θέση» της.
Η εξέλιξη αυτή αποκαλύπτει και το βάθος του προβλήματος της ντόπιας αστικής τάξης στην πορεία υποβάθμισής της, κάτι που και η ίδια έχει αναγνωρίσει και προσπαθεί να αντιμετωπίσει. Ο ένας δρόμος είναι η κλιμάκωση της επίθεσης ενάντια στον εργαζόμενο λαό, στην πλάτη του οποίου προσπαθεί να βγάλει ένα μέρος από τα «σπασμένα» από τη μία, ενώ από την άλλη για να ενισχύσει την κυριαρχία της, η οποία κάτω από την ανάπτυξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος δέχτηκε πλήγματα τα προηγούμενα χρόνια, κυρίως στο πολιτικό επίπεδο. Παράλληλος δρόμος, με πολλές όμως «διασταυρώσεις» με αυτόν της επίθεσης, αποτελεί το ξεπούλημα του πλούτου αυτής της χώρας στο ξένο κεφάλαιο, αεροδρόμια, λιμάνια, σιδηρόδρομοι, ενέργεια ξεπουλήθηκαν και ξεπουλιούνται από τις κυβερνήσεις Σαμαρά χθες, του Τσίπρα σήμερα, του όποιου αύριο, ενώ το «υπερταμείο» αποκτάει όλη την περιουσία της χώρας για 99 χρόνια. Μέσα σε αυτό το ξεπούλημα «χώνονται» σε κοινοπραξίες μερίδες του ντόπιου κεφαλαίου για να αποκτήσουν και αυτοί έστω ένα μικρό μερτικό από τη λεηλασία που εξελίσσεται και από αυτό θα βγει ένα μέρος από τα «σπασμένα». Όμως, αυτοί οι δρόμοι αντιμετώπισης της υποβάθμισης του ρόλου και της θέσης της ντόπιας αστικής τάξης δεν είναι «επαρκείς» για τους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ και της ΕΕ, οι οποίοι απαιτούν πλήρη συμμόρφωση στις δικές τους στοχεύσεις στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Εδώ αρχίζουν και τα δύσκολα για την ντόπια κεφαλαιοκρατία και τους κάθε φορά πολιτικούς της εκπροσώπους και διαχειριστές, καθώς η όξυνση των αντιθέσεων και του ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων τους αναγκάζει από την μία να ενισχύουν τα δεσμά της εξάρτησης ενώ από την άλλη τους θέτει συνεχώς διλήμματα σε ποιανού ιμπεριαλιστή το άρμα να προσδεθούν. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τις αποκαλύψεις που έκανε ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μιλώντας σε συνέδριο της Bundesbank στην Φρανκφούρτη, τον Ιούλιο του 2015, για το τι είπε στον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών Τζακ Λιου. Η Ευρώπη θα ήταν έτοιμη να δεχθεί το Πουέρτο Ρίκο στην Ευρωζώνη, εάν οι ΗΠΑ δέχονταν την Ελλάδα στην περιοχή του δολαρίου. «Νόμιζε ότι αστειευόμουν» δήλωσε χαρακτηριστικά. Και φυσικά δεν «αστειευόταν» ούτε τότε ούτε σήμερα. Η δήλωση αυτή του Σόιμπλε είναι το μέτρο για να κατανοήσουμε τόσο τη σημερινή φάση της δεύτερης «αξιολόγησης» και όσων διαδραματίζονται γύρω από αυτήν, αλλά κυρίως το πόσο κυνικά αντιμετωπίζουν οι ιμπεριαλιστές χώρες και λαούς που οι ντόπιες αστικές τάξεις «τους» έχουν ξεπουλήσει και ιδιαίτερα όταν έχει φουντώσει ο ανταγωνισμός μεταξύ τους.
Η ντόπια μεγαλοαστική τάξη της χώρας μας δεν έχει άλλη στρατηγική παρά αυτή που μπορεί να την συνδέσει με το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο και τον αντίστοιχο ιμπεριαλιστή για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων αδιαφορώντας πλήρως για την τύχη του λαού και της χώρας. Οι κινήσεις της κάθε φορά καθορίζονται από αυτή την κατευθυντήρια γραμμή και δεν παρεκκλίνει ποτέ από αυτή. Από την αρχή του ξεσπάσματος της κρίσης, απέσυρε δισεκατομμύρια ευρώ τα οποία «πάρκαρε» στην Ελβετία και σε διάφορους φορολογικούς παράδεισους και προχώρησε σε μία ευρείας έκτασης αποεπένδυση, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερο χτύπημα στην όποια παραγωγική υποδομή υπήρχε, ενώ μερίδες του κεφαλαίου μετέφεραν τις έδρες των επιχειρήσεών τους σε άλλες χώρες. Είναι χαρακτηριστικό, όπως πάλι γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 5/2, σε άλλο του άρθρο, ότι «Ένα από τα χαρακτηριστικά της κρίσης αποτελεί το γεγονός πως εγχώριες συναλλαγές, δηλαδή αυτές στις οποίες ο αγοραστής και η εταιρεία στόχος προέρχονταν από την Ελλάδα υποχώρησαν σημαντικά. Το 2010 αποτελούσαν το 73% των συναλλαγών ενώ το 2016 αντιπροσώπευαν το 39% δεικνύοντας την δυσκολία κινητοποίησης εγχώριων κεφαλαίων»! Τα παραπάνω, με τις «κομψές» τους διατυπώσεις, φανερώνουν ότι σήμερα οι «συναλλαγές» στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν την λεηλασία του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου στον πλούτο της χώρας τον οποίο αποκτούν και «κοψοχρονιά». Ενώ η ντόπια κεφαλαιοκρατία αναμένει και επιδιώκει μέσω της «διαπραγμάτευσης» τη ρύθμιση των «κόκκινων δανείων» της, μία ρύθμιση στο ζήτημα του χρέους και την «ποσοτική χαλάρωση» της ΕΚΤ, για να αποκτήσει νέο «οξυγόνο» και κεφαλαιακή επάρκεια που θα της επιτρέψει να μπει σε έναν νέο κύκλο επενδύσεων με στόχο την ανύψωση της δικής της κερδοφορίας. Βέβαια, άλλο πράγμα οι επιθυμίες της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας και άλλο οι διαθέσεις και οι στοχεύσεις των ιμπεριαλιστών, που, μέσω της Ελλάδας, ο καθένας για λογαριασμό του επιδιώκει να στείλει μηνύματα και να καθορίσει θέσεις κυριαρχίας. Οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ και της ΕΕ δεν δείχνουν καμία «κατανόηση» για τα προβλήματα της ντόπιας αστικής τάξης, καθώς ανταγωνίζονται για τα δικά τους συμφέροντα στη χώρα και την περιοχή. Και όσο αυτός ο ανταγωνισμός θα οξύνεται και θα υποβαθμίζονται η θέση και ο ρόλος της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας, τόσο πιο αδυσώπητη θα γίνεται ενάντια στον εργαζόμενο λαό για να φορτώσει στην πλάτη του την δική της υποβάθμιση, τόσο πιο επικίνδυνη θα γίνεται για τον λαό και την χώρα, καθώς θα ενισχύει τα δεσμά της εξάρτησης και θα αποδέχεται ρόλους και θέσεις που θα αποφασίζουν οι ιμπεριαλιστές-προστάτες.
Απέναντι στην υποβάθμιση της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας, οι εργαζόμενοι και ο λαός δεν έχουν κανένα συμφέρον να δείξουν κατανόηση και να αποδεχτούν να σφαγιασθούν τα δικαιώματα και οι καταχτήσεις τους στον βωμό της δικής της αναβάθμισης, να αποδεχτούν την πορεία παράδοσης της χώρας στους ιμπεριαλιστές, που απειλεί να μετατρέψει τον λαό μας σε «κρέας για τα κανόνια» τους, όπως σήμερα συμβαίνει με γειτονικούς λαούς. Για τον εργαζόμενο λαό, η πάλη ενάντια στην επίθεση πρέπει να συνδεθεί άμεσα με την πάλη ενάντια στα δεσμά της εξάρτησης και να αναγνωρίσει σαν βασικό εχθρό της πάλης του αυτής την ντόπια κεφαλαιοκρατία που διαδραματίζει και στα δύο πεδία σημαντικό ρόλο.