Σε μια αδυσώπητη αναμέτρηση, με απρόβλεπτες συνέπειες, μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, εξελίσσεται ο «χειρισμός» της πανδημίας του κορωνοϊού. Είναι πλέον φανερό, ότι τόσο ο Αμερικανός πρόεδρος, όσο και ο Κινέζος ομόλογός του, βλέπουν την επόμενη μέρα, επιδιώκοντας ο καθένας για τον εαυτό του και τη χώρα του, να μετατραπεί σε κυρίαρχο του παιχνιδιού. Μέρος της τακτικής αυτής αποτελεί και ο «πόλεμος» αλληλοκατηγοριών και προπαγάνδας, μέσα από επίσημες δηλώσεις, ακόμη και από θεωρίες συνωμοσίας!
Ο Τραμπ και το επιτελείο του ρίχνουν συνεχώς «λάδι στη φωτιά» σχετικά με την πανδημία. Ξεκίνησαν με το «η Κίνα δεν τηρούσε τους κανόνες υγιεινής και… ξέσπασε η παγκόσμια επιδημία», συνεχίστηκε με το «η Κίνα δεν έδωσε έγκαιρα πληροφορίες για το τι συνέβαινε…, έτσι δεν μπόρεσαν οι υπόλοιπες χώρες να πάρουν έγκαιρα μέτρα», και σήμερα λένε ότι «ο ιός ήταν δημιούργημα κινεζικών εργαστηρίων από τα οποία και ξέφυγε ύστερα από κάποιο ατύχημα ή ακόμη και σκόπιμα»! Σε αυτά το Πεκίνο «είχε συνεργό τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας», σε βαθμό που ο τελευταίος να κατηγορείται όχι απλά για υπερβολικά επιεική στάση, αλλά ότι βοήθησε το κινεζικό παιχνίδι της συγκάλυψης.
Οι κατηγορίες αυτές, βέβαια, δεν χρειάζεται να επαληθευτούν ή να διαψευσθούν, απλά να λειτουργήσουν!
Απέναντι σε όλα αυτά, η κινεζική ηγεσία αρχικά υιοθέτησε, για ένα διάστημα, τη θεωρία ότι ο ιός κατασκευάστηκε από Αμερικανούς και μεταφέρθηκε στην Ουχάν, αλλά στη συνέχεια βγήκε δυναμικά στο προσκήνιο με τη «διπλωματία της μάσκας» και με επίθεση φιλίας προς τις πληττόμενες χώρες, στέλνοντας ιατρικό εξοπλισμό.
Η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης (ρητορικής για την ώρα), από πλευράς ΗΠΑ, έχει τόσο συγκυριακά αίτια όσο και γενικότερα και πιο ουσιαστικά.
Έτσι, η άτυπη «εκεχειρία» στον φραστικό πόλεμο μεταξύ του Τραμπ και του Σι, που είχε συμφωνηθεί στα τέλη του Μαρτίου, με την υπόσχεση πως «οι κυβερνήσεις τους θα έπρατταν το παν για να ενδυναμώσουν τη συνεργασία τους, ώστε να περιοριστεί η πανδημία του κορωνοϊού», πήρε γρήγορα τέλος. Αυτό συνδυάστηκε με τις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου και την προσπάθεια του επιτελείου Τραμπ να πολιτικοποιήσει την υγειονομική κρίση, αφού η πανδημία ήρθε μέσα σε μια φάση προεκλογικής πόλωσης, όπου ο Τραμπ προσπαθούσε να διατυπώσει ένα αφήγημα που επικέντρωνε κυρίως στη διατήρηση σχετικά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και εντυπωσιακά χαμηλής, για τα αμερικανικά δεδομένα, ανεργίας. Το αφήγημα αυτό έχει ανατραπεί…
Τώρα ο Τραμπ δεν διστάζει να προχωρήσει και ένα βήμα παραπέρα, παίζοντας το χαρτί που έπαιξαν πρώτοι οι αντίπαλοί του: την ανάμειξη ξένων δυνάμεων στην εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ! «Η Κίνα θα κάνει ό,τι μπορεί για να με αναγκάσει να χάσω αυτές τις εκλογές», ισχυρίστηκε πριν λίγες μέρες. Το βασικό του επιχείρημα, «για όλα φταίει η Κίνα», έρχεται επίσης να δικαιολογήσει τον «εμπορικό πόλεμο» που ξεκίνησε πριν 3 χρόνια και την ουσιαστική λήξη της πρόσφατης συμφωνίας. Το ζήτημα αυτό «έρχεται τώρα σε δεύτερη μοίρα», δήλωσε ο Τραμπ.
Τα παραπάνω, ωστόσο, δεν πρέπει να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η επιδείνωση στις σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας συνιστά ένα ακόμη αποτέλεσμα των «ιδιότροπων» πολιτικών Τραμπ ή, έστω, των προεκλογικών σκοπιμοτήτων του. Η βασική τάση των εξελίξεων προηγείται της υγειονομικής κρίσης, η οποία ωστόσο, με τη σειρά της, παροξύνει τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς που προϋπήρχαν. Ήδη στις ΗΠΑ διαμορφώνεται ένα κλίμα με απρόβλεπτη εξέλιξη και με αστάθμητες επιπτώσεις, καθώς οι Αμερικανοί πολίτες στην πλειοψηφία τους πρέπει να πειστούν ότι το Πεκίνο ευθύνεται για ό,τι ακολουθήσει! Όπως παρατηρείται, το επιτελείο Τραμπ προσπαθεί να πείσει ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα «νέο Περλ Χάρμπορ», αφού μια ύπουλη επίθεση -των Κινέζων αυτή τη φορά- τους αναγκάζει να μπουν σε έναν «πόλεμο» χωρίς να το θέλουν και με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία και τις ανθρώπινες ζωές!
Κλιμάκωση της αντιπαράθεσης, αν συνεχιστεί, σημαίνει πέρασμα και σε άλλες κινήσεις, που ήδη αρχίζουν να διαφαίνονται. Η διαρκής αντιπαράθεση στον Ειρηνικό, στα Στενά της Ταϊβάν και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, αποτελεί κρίσιμη μεταβλητή στις σινοαμερικανικές σχέσεις. Η απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης, πριν λίγες μέρες, να θέσει ξαφνικά το ζήτημα της Ταϊβάν, υποστηρίζοντας την ένταξή της στον ΟΗΕ (που σήμερα ούτε ένα ψήφισμα δεν μπορεί να πάρει), αλλά και στον ΠΟΥ (που καταγγέλλουν) προκάλεσε την έντονη οργή της Κίνας. Επίσης, ενδεικτικό των προθέσεων του Λευκού Οίκου και παρά την επίσημη διάψευση, σύμφωνα με δημοσίευμα της Washington Post, αποτελεί το σενάριο ακύρωσης αποπληρωμής μέρους του τεράστιου χρέους των ΗΠΑ στην Κίνα. Πρόκειται για μια κίνηση που, αν επιλεγεί, δεν θα αναστατώσει μόνο τις αγορές!
Σίγουρα δεν είναι η πανδημία η μοναδική πηγή της μετωπικής σύγκρουσης, που δρομολογούν οι ΗΠΑ. Ως καταλύτης, όμως, αναδεικνύει απρόβλεπτες καταστάσεις, σε ό,τι αφορά την επίδρασή της στους άλλους ιμπεριαλιστές. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι οι περίοδοι των μεγάλων κρίσεων (οριακές καταστάσεις), θεωρούνται ως εν δυνάμει ευκαιρίες, μέσα από τις οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν και οι μεγάλες ανατροπές. Η συμπεριφορά του γερμανικού κεφαλαίου το αναδεικνύει ξεκάθαρα και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική από την περίοδο της κρίσης της Ευρωζώνης. Η Γερμανία εξακολουθεί να χτίζει την «ευρωπαϊκή αυτοκρατορία» της και δεν θα αφήσει καμία ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη.
Πάντως, η ενίσχυση της ισχύος και της επιρροής της Κίνας στη γεωπολιτική σκακιέρα είναι κάτι που δεν αρέσει και σε πολλούς εκτός ΗΠΑ. Η ΕΕ (βασικά η Γερμανία), ως ισχυρός πόλος,ταλαντεύεται ανάμεσα στις αμερικανικές πιέσεις για περιορισμό των κινεζικών επενδύσεων και τις κινεζικές προτάσεις για μεγάλα επενδυτικά σχέδια.
Η ΕΕ όλα τα τελευταία χρόνια παρακολουθεί αμήχανη τη διαμάχη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, προδίδοντας αδυναμία παρέμβασης. Η κινέζικη αρωγή στον τομέα των επενδύσεων (και ειδικά για εταιρείες της Γερμανίας), κρίνεται αναγκαία, αλλά όχι και εύκολη υπόθεση.
Οι βασικοί όροι της σημερινής αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας έχουν τεθεί πολύ νωρίτερα.
Ήδη από τη δεκαετία του 2000, οι ΗΠΑ είχαν μια πιο επιθετική στάση, εκφράζοντας ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους για την πολιτική του υποτιμημένου γιουάν και την αθέμιτη τόνωση των εξαγωγών της. Αυτό έγινε ακόμη πιο έντονο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010 (ιδιαίτερα με την εκλογή Τραμπ), όταν και κλιμάκωσαν μια ευρύτερη αντιπαράθεση στην περιοχή, σε επίπεδο οικονομικό αλλά και σε γεωπολιτικό.
Σήμερα που εντείνεται η προσπάθεια αναβάθμισης της Κίνας, τόσο σε τεχνολογικούς τομείς όσο και σε μεγάλες επενδύσεις εκτός συνόρων, στο πλαίσιο της στρατηγικής «μία ζώνη, ένας δρόμος», οι ΗΠΑ οδηγούνται σε αντεπίθεση και σε δύο επίπεδα. Το ένα αφορά την υπονόμευση της κινεζικής διεκδίκησης πρωταγωνιστικού ρόλου στις νέες τεχνολογίες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη τεχνολογία 5G και το άλλο την κήρυξη ουσιαστικά ενός οικονομικού πολέμου, με αφορμή κατηγορίες ότι το Πεκίνο απαιτεί μεγάλες μεταβιβάσεις τεχνολογίας από τις ξένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο έδαφός της Κίνας και ότι άμεσα και έμμεσα επιδοτεί τις κινεζικές εξαγωγές.
Πολλοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ επίχαιραν για τους υγειονομικούς μπελάδες και τις συνακόλουθες οικονομικές συνέπειες, με το ξέσπασμα της επιδημικής κρίσης στην Κίνα. Και είναι βέβαιο ότι θα επένδυαν πολιτικά σε αυτό που φαινόταν να αποτελεί μια παράμετρο που θα επιδρούσε στους δεδομένους συσχετισμούς. Ωστόσο, εκ των πραγμάτων διαπιστώνεται πως υποτίμησαν κάποια πράγματα. Ότι η Κίνα «ανταπεξήλθε» σύντομα και ότι η επιδημική κρίση δεν θα έμενε «τοπική». Έτσι, σχετικά σύντομα οι ΗΠΑ βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν μια πολύ χειρότερη υγειονομική κρίση και την ανάγκη λήψης μέτρων που πυροδοτούν, όπως οι ίδιοι εκτιμούν, τη μεγαλύτερη ύφεση από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο….
Στο φόντο όλων αυτών, το πλαίσιο του αμερικανοκινεζικού ανταγωνισμού δείχνει να αναδιατυπώνεται. Το ερώτημα είναι αν οι κινήσεις που θα επιλέξουν οι ΗΠΑ ως συνέχεια της ενοχοποίησης της Κίνας, σχετικά με την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας, μπορούν να ισορροπήσουν σε ένα νέο σημείο. Από τη μεριά της, η Κίνα μπορεί να κάνει διάφορες προσπάθειες προβολής της «soft power», αλλά βρίσκεται και αυτή αντιμέτωπη με αχαρτογράφητη περιοχή.
ΧΒ