Γίνεται ολοένα και πιο καθαρό (λίγες μόνο μέρες μετά την επικράτηση Τραμπ), πως και η νέα διοίκηση του Λ. Οίκου θα είναι βαθιά προσηλωμένη στον ρεαλισμό. Δηλαδή στην προώθηση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, η κατάσταση που διαμορφώνεται δείχνει πως οι προεκλογικές οξύτητες, όποια αιτία και να είχαν, είναι πλέον παρελθόν. Τον τόνο πρώτος έδωσε ο απερχόμενος πρόεδρος Ομπάμα, λέγοντας: «Ο τρόπος που διεξάγει κανείς την προεκλογική του εκστρατεία δεν είναι πάντα ο τρόπος με τον οποίο κυβερνά… τώρα όλοι στηρίζουμε τον Ντόναλντ Τραμπ για να επιτύχει». Και επισήμανε: «Στο τέλος της ημέρας πρέπει να θυμηθούμε ότι όλοι είμαστε στην ίδια ομάδα. Δεν είμαστε ούτε Δημοκρατικοί ούτε Ρεπουμπλικάνοι, είμαστε πρώτα πατριώτες, Αμερικανοί και θέλουμε το καλύτερο για αυτή τη χώρα. Αυτό είπα στον Τραμπ και αυτό άκουσα από εκείνον, και με ενθάρρυναν τα λόγια του»! Πέρα από ενωτικός εμφανίστηκε και καθησυχαστικός (στην τελευταία περιοδεία του) προς τους συμμάχους των ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας τους ισχυρούς δεσμούς που υπάρχουν μεταξύ τους. Ωστόσο, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ σε Ευρώπη, Ασία και Μέση Ανατολή, εξακολουθούν να είναι ακόμα εμφανώς ανήσυχοι -και μάλλον δικαιολογημένα.
Δεν είναι απλά η έλλειψη «πολιτικού ιστορικού» του Τραμπ που τον καθιστά «απρόβλεπτο». Είναι το «ποια» από όλα όσα χαρακτήρισαν την προεκλογική του ρητορική δεν ήταν μόνο ρητορική. Ωστόσο, τα βασικά ερωτήματα, που αφορούν τα πιο σημαντικά θέματα που ενδεχομένως θα επηρεαστούν από την προεδρική θητεία του Τραμπ, δεν θα απαντηθούν σύντομα και φυσικά θα δοκιμαστούν στη πράξη. Και αυτά αφορούν τόσο τη στάση των ΗΠΑ σε Μέση Ανατολή και στη περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, όσο και, κύρια, τους χειρισμούς απέναντι σε Ρωσία και στην ολοένα και πιο διχασμένη ΕΕ.
Πολλά πάντως θα φανούν από τα πρόσωπα που θα επανδρώσουν τα βασικά επιτελεία, τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο (ειδικοί σύμβουλοι), στα οποία και χαράσσεται η πραγματική αμερικάνικη πολιτική. Ήδη οι πρώτες επιλογές προσώπων από τον Τραμπ δίνουν αφορμή για διάφορα σενάρια μέσα και έξω από τις ΗΠΑ. Όλοι αυτοί έχουν κατά καιρούς -και από καίρια πόστα- διατυπώσει σημαντικά αποκλίνουσες θέσεις από τις πολιτικές Ομπάμα, στα πολλά ανοικτά και καυτά μέτωπα που πρωταγωνιστούν οι ΗΠΑ (Συρία, ισλαμιστές, Ουκρανία, Σινική θάλασσα, κλπ). Σίγουρα όλες αυτές οι «ζυμώσεις» θα συνεχιστούν σε όλο το επόμενο διάστημα και μέχρι την 20ή του Γενάρη, και ενδεχομένως να δούμε ανατροπές σε επίπεδο προσώπων. Ξεχωριστό ενδιαφέρον ωστόσο αποκτά η έκτακτη συνάντηση Τραμπ και Κίσινγκερ. Θεωρείται πλέον δεδομένο, πως η συνδρομή Κίσινγκερ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκλογή του Τραμπ. Είχαν συναντηθεί για πρώτη φορά τον περασμένο Μάιο, όταν ακόμα ο Τραμπ διεκδικούσε το χρίσμα των ρεπουμπλικάνων. Ο Κίσινγκερ, 93 ετών σήμερα, Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας (National Security Advisor) και υπουργός Εξωτερικών των προέδρων Νίξον και Φορντ, έχει παραμείνει ενεργός στην πολιτική πολλές δεκαετίες από τότε και οι παρεμβάσεις του έχουν κάτι περισσότερο από συμβουλευτικό χαρακτήρα.
Η εκλογή Τραμπ δείχνει να προσθέτει νέα κεφάλαια στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με την ΕΕ, τη Ρωσία, τη Κίνα, με το ξανακοίταγμα το ζητημάτων της Ουκρανίας και της συνολικότερης κατάστασης στη Μέση Ανατολή. Αναμφίβολα είναι τα κρισιμότερα μεταξύ των διεθνών ζητημάτων που θα πρέπει να διαχειρισθεί η νέα διοίκηση του Λ. Οίκου. Και σίγουρα δεν ευσταθεί αυτό που καταλογίζεται στον Τραμπ, ότι δηλαδή η όλη ρητορική του μοιάζει με επιστροφή σε κάποιο «χθες»! Όπως και να επιχειρηθεί η «διόρθωση» των δυστοκιών και των «μπλοκαρισμάτων» του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αυτό θα γίνει σε νέες συνθήκες και με τους όρους που διαμορφώνει σήμερα ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός.
Άλλωστε, και από μια γενικότερη θεώρηση, η εξωτερική πολιτική δεν μεταβάλλεται εύκολα, ιδιαίτερα αν πρόκειται για μια υπερδύναμη. Έτσι και αυτό που διαμορφώνεται σαν τάση σε πολιτικό, τεχνοκρατικό επίπεδο, δεν συνεπάγεται άμεση διαφοροποίηση των σημερινών δεδομένων, εκτός και αν προηγηθούν άλλα πράγματα. Δηλαδή η δραματική διαφοροποίηση των υπαρχόντων όρων από απότομη εκτόνωση (τεκτονικού χαρακτήρα) της ήδη συσσωρευμένης έντασης. Και στη περίπτωση αυτή δεν υπάρχουν «έτοιμες λύσεις». Υπάρχουν όμως σήμερα τέτοια στοιχεία που να δικαιολογούν μια τέτοια προσέγγιση;
Το κυριότερο αφορά τη σχεδόν μετωπική αντιπαράθεση με τη Ρωσία και τα όρια που έδειξε να πιάνει αυτή, τόσο σε σχέση με τους όρους γέννησης όσο και την εξέλιξή της. Ακόμη και αν ο στόχος δεν ήταν η, με θερμά χαρακτηριστικά, άμεση ρήξη, αλλά η παραπέρα αποδυνάμωση της Ρωσίας, έχουμε σχεδόν ένα αντίθετο αποτέλεσμα. Από πολλές μεριές συνομολογείται πως η Ρωσία έχει κερδίσει κάποιους πόντους σε σχέση με πριν, ιδιαίτερα στη Μ. Ανατολή.
Αυτό κάνει πολλούς να λένε, ότι η υπό συγκρότηση κυβέρνηση Τραμπ θα επιδιώξει επιστροφή στην προσέγγιση εποχής Νίξον απέναντι στη Μόσχα. Δηλαδή, λίγο πολύ, οριοθετημένες σφαίρες επιρροής! Οι προσεγγίσεις αυτές μιλούν για μια «σταθερότητα» παρόμοια με αυτή που υπήρχε κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Τότε όμως βάραιναν σε μεγάλο βαθμό πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, κάτι που δεν ισχύει σήμερα. Πρόκειται για απλοϊκές προσεγγίσεις, οι οποίες ωστόσο αναδεικνύουν με έντονο τρόπο τα ουσιαστικά όρια που υπάρχουν και στο πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η κάθε πλευρά.
Μέχρι στιγμής, το αμερικανικό στρατιωτικό κατεστημένο, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών, οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές του Κογκρέσου, ακόμα και πιθανά μέλη του υπουργικού συμβουλίου του Τραμπ, τηρούν «επιθετική» στάση απέναντι στη Ρωσία. Και αυτό γιατί αντιλαμβάνονται το υψηλό στρατηγικό κόστος της ενθάρρυνσης μιας επέκτασης της σφαίρας επιρροής της Ρωσίας στα όρια της πρώην σοβιετικής σφαίρας. Από την άλλη, ο Πούτιν δείχνει αποφασισμένος να μην κάνει σημαντικούς συμβιβασμούς σε κρίσιμης σημασίας θέματα όπως η Ουκρανία, και η Συρία. Γι αυτό και είναι σχεδόν βέβαιο πως η όποια «σταθερότητα» προκύψει θα έχει βραχύβια διάρκεια.
Το ενδεχόμενο μιας τέτοιας ενδιάμεσης περιόδου, πέρα από την όποια αξιοποίηση της (με τις ανάλογες υπονομεύσεις εκατέρωθεν) από ΗΠΑ και Ρωσία, περιπλέκει και άλλο τα πράγματα. ΗΠΑ και Ρωσία, «πατώντας» σε μια υποτιθέμενη συμφωνία -χωρίς ωστόσο κάποιες ιδιαίτερες καταληκτικές δεσμεύσεις- κινδυνεύουν να εκθέσουν συμμάχους στα ανοικτά μέτωπα αντιπαράθεσης. Σε μια τέτοια περίπτωση, το ποια θα είναι τα ανταλλάγματα και οι παραχωρήσεις εκατέρωθεν μένει να το δούμε. Πάντως πολλά ακούγονται για Συρία, Ουκρανία, Βαλτική… Για παράδειγμα, οι μέχρι στιγμής θέσεις της ομάδας Τραμπ για την Ουκρανία, αποδυναμώνουν σε μεγάλο βαθμό τις διαδικασίες του «Μινσκ ΙΙ και κατά συνέπεια πλήττουν τον εμπνευστή και αρχιτέκτονά τους, τη Γερμανία.
Ένα άλλο στοιχείο (αλλά όχι υποδεέστερο) αφορά την άνοδο και ισχυροποίηση της
(γερμανικής) Ευρώπης και της Κίνας, ως σημαντικότατων πόλων στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σύστημα. Δειλά-δειλά αρχίζουν να προβάλλουν, με λιγότερη ή περισσότερη φιλοδοξία, ως υπολογίσιμοι γεωπολιτικοί παίκτες. Ο πρώτος ως σύμμαχος αλλά εν δυνάμει ανταγωνιστής, ο δεύτερος ως ανταγωνιστής και εν δυνάμει μεγαλύτερος ανταγωνιστής!
Σε ότι αφορά τη Μ. Ανατολή, η εικόνα είναι και παραμένει θολή για τη συνέχεια. Και τη θολώνουν περισσότερο οι θέσεις Τραμπ, κατά τον οποίο: το Χαλέπι έχει ήδη πέσει στον Άσαντ, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης είναι «τόσο κακές όσο και ο Άσαντ» και ο πραγματικός στόχος των στρατιωτικών και διπλωματικών προσπαθειών πρέπει να είναι η καταστροφή του ISIS. Φέρνει λοιπόν τα πάνω κάτω στο ετερόκλητο «αντι- Άσαντ μπλοκ» και σε όλους τους εμπλεκόμενους με αυτό. Ταυτόχρονα, τίθεται σε αμφιβολία η τύχη της ασταθούς πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν, αλλά και οι προεδρικές εκλογές στο Ιράν, τον ερχόμενο Μάιο. Όσο για το Ισραήλ, ο Νετανιάχου χάρηκε πολύ με τη νίκη Τραμπ και το έδειξε.
Για τη περιοχή Ασίας-Ειρηνικού διατυπώνονται διάφορα σενάρια. Κατά κάποιον τρόπο, η νίκη του Τραμπ αντιπροσωπεύει μια τάση επέκτασης απέναντι στην αναδίπλωση της αμερικανικής πολιτικής των τελευταίων ετών. Όπως έχει υποστηρίξει το Stratfor (που γνωρίζει περισσότερα), τα επόμενα χρόνια οι ΗΠΑ θα αρχίσουν να μεταφέρουν μεγαλύτερο μέρος του βάρους της «περιφερειακής ασφάλειας» σε εταίρους όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα. Η διαδικασία αυτή, όσο ασταθής και αν είναι, πιθανότατα θα ενταθεί υπό την προεδρία Τραμπ, ενδεχομένως με την επιτάχυνση των στρατιωτικών επενδύσεων και ίσως ακόμα και τη σταδιακή ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου σε Ιαπωνία και Ν. Κορέα. Επιπλέον, τα επόμενα χρόνια πιθανότατα θα δούμε το Τόκιο να προχωρά πιο επιθετικά στην αναθεώρηση των συνταγματικών περιορισμών για τον στρατό. Μια διαδικασία που θέλει την Ιαπωνία να αναδύεται ως περιφερειακός «παίκτης» στην προσπάθεια να περιοριστεί η άνοδος της Κίνας. Ο σχεδιασμός που θέλει τη δημιουργία περιφερειακών «στρατηγικών αντίβαρων», που θα αντισταθμίζουν την ισχύ των δυνητικών αντιπάλων των ΗΠΑ, δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση, γιατί το στοιχείο του ελέγχου της διαδικασίας αλλά και των «αντίβαρων» δεν είναι καθόλου δεδομένο.
Τέλος ενδιαφέρον θα παρουσίαζε ο συσχετισμός και η πολιτική αξιολόγηση της ανόδου του Τραμπ αφενός και του Brexit αφετέρου. Όχι τόσο από τις ομοιότητες που αφορούν τις δημογραφικές ομάδες που στήριξαν τα δύο «αναπάντεχα» εκλογικά αποτελέσματα και τα όποια άλλα συμβολικά στοιχεία εμπεριέχουν, αλλά για αυτό που διαμορφώνεται και αναδύεται ως μια συνολικότερη διατάραξη των ισορροπιών των προηγούμενων δύο, τριών δεκαετιών. Είναι γεγονότα που θα καθορίσουν αποφάσεις σε μια χρονική στιγμή και συγκυρία που το ζήτημα της αναδιάταξης των δυνάμεων, με ότι δεινά συνεπάγεται αυτό για τους λαούς, βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη.
Χ.Β