Ο Τραμπ θα αναλάβει, σε μια εβδομάδα, τα ηνία μιας διχασμένης Αμερικής, μια και η «στρατηγική» της πρόκλησης αποτελεί ακόμα σημείο αναφοράς του. Από την άλλη, εξακολουθεί να υφίσταται η αμφισβήτησή του, μέσα και έξω από τις ΗΠΑ.
Ο «πολιτικός εμφύλιος» στην Ουάσιγκτον είχε πολλά επεισόδια και τα παρακολουθήσαμε. Το πλέον πρόσφατο αφορά την απέλαση 35 Ρώσων διπλωματών από τις ΗΠΑ, με την ταυτόχρονη επιβολή κυρώσεων σε έξι Ρώσους αξιωματούχους και πέντε ρωσικούς κρατικούς και θεσμικούς φορείς, που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ. Αιτιολόγηση; Η «ανάμιξη» του Κρεμλίνου στην προεκλογική εκστρατεία σε βάρος της Κλίντον. Με εκτελεστικό διάταγμα που υπέγραψε ο Ομπάμα, βασιζόμενος στην έκθεση υπηρεσιών πληροφοριών, λίγες μέρες πριν εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο, «βάζει φωτιά» όχι μόνο στις αμερικανορωσικές σχέσεις αλλά και στο πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ. Το ζήτημα που έχει προκύψει αφορά την άρνηση του Τραμπ να αποδεχτεί τις αναφορές των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών (DNI, FBI, CIA και NSA) σχετικά με την εμπλοκή της Ρωσίας: «θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος», είπε! Η γενικότερη αίσθηση είναι πως ο Τραμπ θα προχωρήσει σε βαθιά εκκαθάριση αυτών των υπηρεσιών, παρά τις υπαινικτικές απειλές ή τις φιλικές προειδοποιήσεις για κίνδυνο δολοφονίας του. (Πολ Κρεγκ Ρόμπερτς, Υπουργός του Ρέιγκαν). Από την πλευρά του, ο Πούτιν αποφάσισε να μην προχωρήσει στην απέλαση Αμερικάνων διπλωματών από τη Μόσχα, δηλώνοντας ότι θα καθορίσει τη στάση του, με βάση τις ενέργειες του Τραμπ, ως προέδρου. Οι σχολιασμοί των εκθέσεων αυτών από πολλούς έγκυρους πολιτικούς αναλυτές καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: Είναι το ίδιο αξιόπιστες όσο και αυτές «περί όπλων μαζικής καταστροφής του Σαντάμ».
Ωστόσο, ο στόχος αυτής της ενέργειας είναι προφανής και δεν περιορίζεται σε αυτή την κίνηση! «Αυτές οι ενέργειες δεν θα αποτελέσουν το σύνολο της αντίδρασής μας στις επιθετικές ενέργειες της Ρωσίας. Θα συνεχίζουμε με διάφορες ενέργειες σε χρόνο και τόπο της επιλογής μας, ορισμένες από τις οποίες δεν θα δημοσιοποιηθούν», τονίζεται σε γραπτή δήλωση του Ομπάμα. Τα κέντρα εξουσίας που εξυπηρετεί ο απερχόμενος πρόεδρος
επιχειρούν να δεσμεύσουν/ παγιδεύσουν τον νέο πρόεδρο σε μια γραμμή κλιμακούμενης έντασης με τη Μόσχα. Και βέβαια οι απελάσεις «διπλωματών» δεν αποτελούν ιδιαίτερη κλιμάκωση. Ενδέχεται να αποτελούν (συγκεντρώνοντας τα φώτα της δημοσιότητας) προκάλυμμα για σοβαρότερες κινήσεις που εξελίσσονταν ταυτόχρονα.
Ταυτόχρονα, λοιπόν, με αυτά που εξελίσσονται στο διπλωματικό επίπεδο, είχαμε μια από τις μεγαλύτερες «αποβάσεις» αμερικανικού οπλισμού στην Ευρώπη, μετά την πτώση της ΣΕ. Στο Μπρεμερχάβεν της βόρειας Γερμανίας, αποβιβάστηκαν τεθωρακισμένα και οχήματα με στρατιωτικό εξοπλισμό, που θα σχηματίσουν τη νέα μηχανοκίνητη δύναμη των ΗΠΑ στην ανατολική Ευρώπη. Οι 4.000 Αμερικάνοι στρατιώτες που θα επανδρώσουν τα οχήματα αναμένεται να φτάσουν μέσα στον Ιανουάριο. Αρχικά, θα γίνει μια μεγάλη στρατιωτική άσκηση στην Πολωνία και στη συνέχεια οι δυνάμεις θα διαμοιραστούν σε επτά ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Το αρχηγείο τους θα βρίσκεται στη Γερμανία.
Παρακολουθώντας όλα αυτά που συμβαίνουν και όσα πιθανά θα ακολουθήσουν, αν ο «εμφύλιος» στην Ουάσιγκτον δεν αφορά ένα φαινόμενο πολιτικής συμπεριφοράς μεταξύ αντίπαλων πολιτικών κομμάτων, αλλά μια πολιτική πράξη με βαθύτερες και πολύπλοκες αιτίες, τότε η σύγκρουση θα συνεχιστεί και πολύ μετά την 20η του Γενάρη. Το αξιοσημείωτο άλλωστε είναι αυτό που προδιαγράφεται σε πολιτικό επίπεδο για την επόμενη φάση. Να έχουμε δηλαδή ένα κέντρο (Λευκό Οίκο) που θα έχει μια «Α» στρατηγική και ένα άλλο κέντρο που ενδεχομένως θα έχει μια «Β» στρατηγική και υπονομευτική του νέου Προέδρου. Ο καθένας αντιλαμβάνεται πού μπορεί μια τέτοια σύγκρουση, η οποία αγγίζει επικίνδυνα επίπεδα, να οδηγήσει την ένταση, σε διεθνές επίπεδο.
Για τους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ», τα «όργανα» άρχισαν νωρίτερα. Αναφέρεται η περίπτωση της απόρριψης πρότασης Ομπάμα για τη θέση του αρχιδικαστή. Τώρα, αυτός που θα ορίσει τον αντικαταστάτη του είναι ο Τραμπ. Το αξίωμα είναι ισόβιο και η επιλογή του διαμορφώνει το πλαίσιο νόμων στις ΗΠΑ για μια ολόκληρη γενιά.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο ερώτημα για τη νέα διοίκηση του Λ. Οίκου είναι το πώς θα διαμορφώσει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, το πώς θα χειριστεί τις σημερινές συμμαχίες, ή αν θα χτίσει νέες. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένονται με ενδιαφέρον οι πρώτες επίσημες δηλώσεις του Τραμπ. Εάν επιβεβαιωθούν οι μέχρι τώρα προβλέψεις, εκτιμάται ότι διαμορφώνεται, σε παγκόσμιο επίπεδο, ένα νέο αμερικανο-ρωσικό δίπολο. Η επικράτηση Τραμπ θεωρείται πως ενισχύει εκείνο τμήμα του αμερικανικού κατεστημένου που αντιλαμβάνεται ότι οι ΗΠΑ δεν είναι τόσο «υπερδύναμη» ώστε να κάνει την αποφασιστική κίνηση απέναντι στους βασικούς ανταγωνιστές της: Ρωσία και Κίνα. Επόμενα, θα χρειαστεί να υπάρξουν συμβιβασμοί με τον ορισμό νέων σημείων ισορροπίας και ίσως μια νέα «Γιάλτα»! Οι παλιές «καλές» εποχές δεν έχουν να κάνουν τόσο με τη «ψυχροπολεμική» αντιπαράθεση με τη ΣΕ, όσο με την απόλυτη κυριαρχία των ΗΠΑ πάνω στους Ευρωπαίους συμμάχους. Θα το αποδεχθούν σήμερα οι Ευρωπαίοι; Την απάντηση θα τη δούμε σύντομα στην πράξη.
Είναι γεγονός πως ο Τραμπ έχει επανειλημμένα πλέξει το εγκώμιο του Πούτιν κι έχει προτείνει σε ανώτατα κυβερνητικά αξιώματα πρόσωπα που δε διάκεινται εχθρικά προς τη Μόσχα. Στηλίτευσε την πολιτική των οικονομικών κυρώσεων έναντι της Ρωσίας, όχι σαν αναποτελεσματική, αλλά επειδή η πολιτική αυτή σπρώχνει τη Ρωσία προς τη Κίνα και πως δεν είναι προς το συμφέρον της Δύσης «να ενώνει σε μια γεωπολιτική συμμαχία την Κίνα με τη Ρωσία». Η όλη ρητορική έχει σχέση με μια αντίληψη, ότι ΗΠΑ και Ρωσία «πρέπει να θεωρούν την Κίνα ως αναδυόμενη υπερδύναμη, απειλή που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα επόμενα 50 χρόνια». Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα ήταν έκπληξη κινήσεις «καλής θέλησης» εκατέρωθεν. Από την άλλη, είναι φανερό πως μια τέτοια πολιτική θέτει υπό αίρεση μια σειρά «δεδομένα» που ορίζουν μέχρι σήμερα τα δυτικά συμμαχικά στάνταρ. Πράγμα που δικαιολογεί την αμηχανία Γερμανών, οι οποίοι μετά από συνομιλίες με μέλη της μεταβατικής ομάδας του Τραμπ, δεν έχουν καταφέρει να καταλάβουν «τι είδους εξωτερική πολιτική επιθυμεί να ακολουθήσει».
Η συνολική εικόνα μοιάζει κυριολεκτικά με γρίφο. Φαινομενικά ο Τραμπ επιχειρεί να κάνει την αντίστροφη κίνηση από εκείνη του Νίξον, το 1972. Αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο περιόδους, το σχέδιο Τραμπ μοιάζει να έχει λογική. Εάν δηλαδή καταφέρει να προσεταιριστεί τη Ρωσία και ταυτόχρονα να τη φέρει απέναντι στους Κινέζους, θα οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, τους δεύτερους, σε επωφελή συνθηκολόγηση. Μόνο που τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας -χωρών που διαθέτουν τις ισχυρότερες πολεμικές μηχανές σήμερα- διαπλέκονται σε όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, και στις περισσότερες περιπτώσεις, αν όχι όλες, είναι ανταγωνιστικά. Και οι τρεις προσπαθούν συστηματικά να κατοχυρώσουν και να διευρύνουν τις ζώνες επιρροής τους, είτε απευθείας είτε δι’ αντιπροσώπων. Από την Ουκρανία, τη Βαλτική και την ανατολική Ευρώπη, μέχρι τη Μ. Ανατολή και την Αφρική, η ένταση παραμένει σε υψηλά επίπεδα και αυξάνεται διαρκώς. Όσο για τον Ειρηνικό, τα πράγματα είναι ακόμη πιο περίπλοκα.
Όποια προσέγγιση και να γίνει, το βέβαιο είναι πως ο Λ. Οίκος, για την αποτελεσματική προώθηση της συνολικότερης ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ, απαιτεί τη«συνεννόηση», ένα σημείο ισορροπίας (το deal) των συμφερόντων διάφορων μερίδων και κέντρων. Ήδη παρατηρείται μια σημαντική καθυστέρηση στον καθορισμό αυτού του deal, πράγμα που ενδεχόμενα να συνοδευτεί και με επικίνδυνους τυχοδιωκτισμούς.
Πρόσωπα της κυβέρνησης Τραμπ
Ο Τραμπ και ο αντιπρόεδρός του, Πενς, έχουν πραγματοποιήσει περίπου 70 συναντήσεις με πιθανούς υποψηφίους, προκειμένου να καλυφθούν «θέσεις-κλειδιά» της νέας κυβέρνησης, μέχρι τις 20 Ιανουαρίου.
Τα πρώτα δείγματα από την στελέχωση της κυβέρνησής του, απόστρατοι στρατηγοί, επιχειρηματίες δισεκατομμυριούχοι, ακραία συντηρητικοί πολιτικοί με ρατσιστικές απολήξεις, κλπ, χαρακτηρίζονται για τις ακροδεξιές ιδέες τους. Λες και μπορούσε να είναι διαφορετικά! Φυσικά δεν λείπουν και πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος, όπως ο γαμπρός του, Κάσνερ, που θα αναλάβει τον ρόλο ανώτατου συμβούλου του Λευκού Οίκου, με ειδίκευση σε θέματα εμπορικών συμφωνιών και Μέσης Ανατολής. Είναι και θέμα εμπιστοσύνης!
Το πρόσωπο, πάντως, που, μέχρι στιγμής, συγκέντρωσε τα περισσότερα πυρά είναι ο Μάικλ Φλιν, απόστρατος στρατηγός και πρώην Δ/ντής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών (DIA). Προορίζεται για επικεφαλής του πανίσχυρου Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ. Αν και «Δημοκρατικός», ήταν ο κύριος σύμβουλος του Τραμπ για την εξωτερική πολιτική και πολιτική της άμυνας κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Είχε παραιτηθεί από επικεφαλής της DIA τον Αύγουστο του 2014, διαφωνώντας με τον Πρόεδρο Ομπάμα για την στήριξη που παρείχε η κυβέρνησή του στους τζιχαντιστές στη Συρία. Θεωρείται τόσο αντισυμβατικός που μπροστά του ο Τραμπ μοιάζει φυσιολογικός…
Εκεί που τα πράγματα είναι ζόρικα είναι η θέση του Υπουργού εξωτερικών. Κυριαρχεί το όνομα του απόστρατου στρατηγού Πετρέους, που είχε διατελέσει διοικητής στο Ιράκ, αλλά παίζουν και 5-6 ακόμα πρόσωπα. Σίγουρα, και στη βάση των όλων όσων έχουν ακουστεί για τις ανατροπές που θα φέρει ο Τραμπ, είναι η πιο κρίσιμη θέση.
Τα όσα διαδραματίζονται στους «διαδρόμους» και τα παρασκήνια, γύρω από τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης, αντανακλούν τον «εμφύλιο» ανάμεσα στον στενό κύκλο του Τραμπ (που αποτελεί την ομάδα που κάνει τις επιλογές) και τους Ρεπουμπλικάνους που τον πολέμησαν. Μέχρι τις 20 Γενάρη, θα πρέπει όχι μόνο να υπάρξει κυβέρνηση αλλά και η απαραίτητη συνοχή, πριν επιληφθεί η Γερουσία που δίνει και την τελική έγκριση για τις θέσεις της κυβέρνησης. Η προϋπόθεση αυτή θέτει το μέτρο των πολιτικών ισορροπιών που πρέπει να τηρήσει ο Τραμπ στις τοποθετήσεις προσώπων για την ομαλοποίηση των σχέσεών του με την ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Χ.Β