«Η παρούσα περίοδος είναι πιο επικίνδυνη κι από τον Ψυχρό Πόλεμο, καθώς η ένταση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας αυξάνεται εκθετικά». Εκτιμά (και σωστά) ο Γερμανός ΥΠΕΞ Στάινμαγερ, και συνεχίζει: «είναι μία φενάκη να πιστεύουμε, πως πρόκειται για αναβίωση του παλιού Ψυχρού Πολέμου. Οι ενεστώτες χρόνοι είναι διαφορετικοί, πολύ πιο επικίνδυνοι».
Δεν είναι τα λόγια ενός δυτικού αξιωματούχου που περνούν το μήνυμα, ότι «οι καιροί» ευνοούν ακραία ενδεχόμενα, αλλά οι πραγματικές κινήσεις των ιμπεριαλιστών που τα φέρνουν ολοένα και πιο κοντά. Ο «Ψυχρός Πόλεμος», ως όρος που χαρακτήριζε το μεταπολεμικό στάτους ανάμεσα στα δύο βασικά μπλοκ, δεν σήμαινε παρά μια διαρκή απειλή της μετατροπής του σε θερμό. Σήμερα, οι πρωτοφανείς εντάσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, αλλά και η εμβέλεια των όσων διακυβεύονται, αυξάνουν τον κίνδυνο περάσματος σε θερμό επεισόδιο και όχι αναγκαστικά ως ατύχημα. Ταυτόχρονα, αναδεικνύουν και τα χαρακτηριστικά μιας επαπειλούμενης σύγκρουσης χωρίς προηγούμενο και πιθανά, χωρίς… επόμενο!
Στο φόντο μιας «μεταβλητής γεωμετρίας» που ισχύει πλέον στις ενδοϊμπεριαλιστικές σχέσεις, τα δεδομένα μπορεί να αλλάζουν από στιγμή σε στιγμή, χωρίς ωστόσο να είναι σαφές «ποιος», «πόσο» και «για πόσο» από τους βασικούς παίκτες ΗΠΑ και Ρωσία, ευνοείται. Σε σύγκριση με την εποχή του «Ψυχρού Πολέμου», εκείνο που παραμένει σχεδόν ίδιο είναι η «ισορροπία του τρόμου», δηλαδή στρατηγική πυρηνική ισχύς των οπλοστασίων Ρωσίας και ΗΠΑ. Από κει και πέρα, υπάρχουν σημαντικές ανατροπές συσχετισμών και ισορροπιών σε πολλά άλλα επίπεδα από την επιθετική επέκταση του ΝΑΤΟ και γενικότερα της δύσης.
Με αφετηρία το «Ουκρανικό» και σημερινό όριο το «Συριακό», παρατηρούνται κινήσεις που ανεβάζουν το επίπεδο αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας που αποκτά πλέον μόνιμα χαρακτηριστικά μετωπικής σύγκρουσης. Κάτι που αντανακλάται στις επίσημες δηλώσεις, τοποθετήσεις, και προειδοποιήσεις και από τις δύο πλευρές, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη οξύτητα και καθόλου διπλωματική γλώσσα.
Η διπλωματία των ΗΠΑ δείχνει να χτίζει μεθοδικά μια αντιρωσική προπαγάνδα. Για όλα φταίει η επιθετικότητα της Ρωσίας σε όλα τα μέτωπα και πεδία. Κατηγορείται εκτός από το σπάσιμο της εκεχειρίας στη Συρία, και για παρέμβαση στις αμερικανικές εκλογές! Εδώ αναφέρονται στις λεγόμενες επιθέσεις στο διαδίκτυο και σε υποκλοπές μηνυμάτων «που στρέφονται ενάντια σε πρόσωπα και πολιτικούς θεσμούς των ΗΠΑ». Για όλα αυτά λοιπόν η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι αποφασισμένη να προστατεύσει τα συμφέροντά της και θα επιλέξει εκείνη «τον τόπο και τον χρόνο» που θα ανταποδώσει την επίθεση της Ρωσίας.
Η Ρωσία, όπως τόνισε ο Λαβρόφ, εκτιμά πως «δεν είναι απλά μια ρητορική ρωσοφοβία, αλλά επιθετικά βήματα που πράγματι βλάπτουν τα εθνικά μας συμφέροντα και θέτουν μια απειλή για την ασφάλειά μας». Γι’ αυτό και η Ρωσία εγκαταλείπει πλέον τη «στρατηγική υπομονή»(;), «που συνήθιζε επί μακρόν να επιδεικνύει, όσον αφορά τις ενέργειες της Ουάσινγκτον», αφού πλέον είναι γεγονός η δραματική επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας, «η οποία άρχισε πολύ πριν από την ουκρανική κρίση». Γενικότερα, οι ομοβροντίες αντιαμερικανικών καταγγελιών και αποκαλύψεων από υψηλόβαθμούς Ρώσους αξιωματούχους και θεσμούς που διατυπώνονται τελευταία, εκτιμάται πως αφορούν μια συνολικότερη (και αναγκαστική) αλλαγή στάσης της Ρωσίας προς τις ΗΠΑ και όχι μια κίνηση απευθυνόμενη προς τον επόμενο ένοικο του Λευκού Οίκου.
Φτάνουμε λοιπόν στο σήμερα, που δεν περνάει μέρα δίχως να καταγραφούν νέα περιστατικά κλιμάκωσης στις σχέσεις ΗΠΑ και Ρωσίας, τα οποία προστιθέμενα στα παλιά, (επέκταση της «πυραυλικής ασπίδας», κυρώσεις στη Ρωσία, νατοϊκές βάσεις στις βαλτικές χώρες, κ.λπ.) διαμορφώνουν αυτό που ο Ρώσος ΥΠΕΞ χαρακτηρίζει πλέον δραματική αλλαγή.
Με πρόσχημα την έντονη ρωσική αεροπορική δραστηριότητα επάνω από τη Βαλτική στις 22 Σεπτεμβρίου, κινητοποιήθηκε όλος ο νατοϊκός μηχανισμός από Νορβηγία μέχρι Ισπανία για πιθανές αναχαιτίσεις, πράγμα που δεν χρειάστηκε τελικά. Ωστόσο, το ενδιαφέρον βρίσκεται στο ότι στο παιχνίδι των αναχαιτίσεων μπήκαν και χώρες μη μέλη του ΝΑΤΟ. Η Ισλανδία δεν πήρε μέρος στις αναχαιτίσεις, γιατί, αν και ιδρυτικό μέλος του ΝΑΤΟ, δεν έχει στρατό. Ζήτησε ωστόσο την ενεργοποίηση της αμερικανικής βάσης που έκλεισαν οι αμερικανοί το 2006, γιατί τα ρωσικά βομβαρδιστικά αποτελούν κίνδυνο για τις πολιτικές πτήσεις. Ωστόσο, η πιο προκλητική ενέργεια των ΗΠΑ, που αυτονόητα ερμηνεύεται ως κλιμάκωση από το Κρεμλίνο, αφορά την «ουδέτερη» Φινλανδία και την υπογραφή συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας στις 7 Οκτωβρίου στο Ελσίνκι. Πρόκειται για σύμφωνο ανάλογο με αυτό που υπογράφηκε φέτος μεταξύ ΗΠΑ και Σουηδίας.
Τέλος, η Ουκρανία προσέφυγε στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο κατά της Ρωσίας, ζητώντας να της δοθούν οι θαλάσσιες ζώνες γύρω από την Κριμαία, δηλαδή η Κριμαία!
Η απάντηση της Ρωσίας, και σαν μια πρώτη προειδοποίηση, αφορά συνολικά τις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Το νομοσχέδιο που ενέκρινε η Δούμα για την αναστολή υλοποίησης της ρωσοαμερικανικής συμφωνίας καταστροφής των εκατέρωθεν αποθεμάτων πλουτωνίου, (34 τόνοι) προβλέπει πλέον, ότι η συνεργασία μπορεί να επαναληφθεί μόνο με «άρση όλων των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και αποζημίωση της ρωσικής πλευράς για τις ζημίες που υπέστη, εγκατάλειψη της εχθρικής πολιτικής που συνιστούν οι αμερικανικοί νόμοι Magnitsky Act του 2012 και Ukraine Freedom Support Act του 2014, καθώς και μείωση στα αρχικά επίπεδα των αμερικανικών στρατευμάτων και του οπλισμού στις χώρες που εισήλθαν στο ΝΑΤΟ μετά το 2000». Η απόφαση αυτή συμπαρασύρει τόσο το συμπληρωματικό πρωτόκολλο του 2010 που θα εφαρμοζόταν το 2018, όσο και τις συμφωνίες για συνεργασία των δύο χωρών στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας που αφορά τα πυρηνικά και την ενέργεια. Μπορεί όλα αυτά να έχουν συμβολικό χαρακτήρα, αναδεικνύουν ωστόσο ένα νέο φόντο στις μεταξύ τους σχέσεις, μια και, όπως παρατηρείται, αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται καμιά εν ενεργεία συμφωνία.
Ωστόσο, το νέο βήμα από πλευράς Ρωσίας, αφορά την εμφάνιση των υποστρατηγικών πυραυλικών συστημάτων τύπου Iskander-M στον θύλακα του Καλίνινγκραντ στη Βαλτική Θάλασσα, ανάμεσα σε Λιθουανία και Πολωνία. Σε μια μάλιστα επίδειξη πολιτικής στόχευσης, εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Άμυνας δήλωσε ότι άφησαν επίτηδες «εκτεθειμένο» το σύστημα, με στόχο τον εντοπισμό του από τους αμερικανικούς δορυφόρους. Η περίπτωση των Iskander M, αφορά την πλέον προηγμένη έκδοση οικογένειας πυραυλικών συστημάτων, τα οποία μπορούν να φέρουν μη συμβατικές κεφαλές (συνολικά μπορεί να εξοπλιστεί με 10 διαφορετικές κεφαλές), ενώ το βεληνεκές τους θέτει στο στόχαστρο στόχους μέχρι και την κεντρική Ευρώπη. Η ανάπτυξη του συστήματος αυτού, είχε ως απώτατη ημερομηνία το 2018, και γινόταν λόγος για το 2019, σε μια προσπάθεια να δοθεί χρόνος στη διπλωματία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων στα «συγκοινωνούντα δοχεία» της Ουκρανίας και της Συρίας. Όπως φαίνεται η διπλωματία δεν έχει άλλο χρόνο.
Παράλληλα, στη Ρωσία πραγματοποιήθηκε τριήμερη άσκηση ετοιμότητας των υπηρεσιών πολιτικής προστασίας με τη συμμετοχή 200.000 υπαλλήλων και τη συνεργασία 40 εκατομμυρίων πολιτών – βάσει σεναρίου που παραπέμπει σε πυρηνική ή χημική ή βιολογική επίθεση, προφανώς από τη Δύση.
Καθώς λοιπόν οξύνεται η αντιπαράθεση ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, θα δοκιμάζονται όλο και περισσότερο οι υπάρχουσες σχέσεις και οι τυπικές ή άτυπες συμμαχίες τους, αναδείχνοντας ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον σε αυτό που συγκροτεί το σημερινό ενδοϊμπεριαλιστικό πλαίσιο σχέσεων. Το ζήτημα των συμμαχιών (καθόλου προφανές πλέον), τα πλησιάσματα και οι απομακρύνσεις, τα διάφορα «αλληθωρίσματα», βρίσκονται ήδη στην ημερήσια διάταξη, και σε κάποιες περιπτώσεις η «ουδετερότητα» αρχίζει να γίνεται πολυτέλεια.
Κάπως έτσι και η Ρωσία εξετάζει το ενδεχόμενο να επαναλάβει τη στρατιωτική παρουσία της, όπου στο παρελθόν είχε στρατιωτικές βάσεις ως Σοβιετική Ένωση, δημιουργώντας ένα νέο δίκτυο βάσεων. Τελευταίες που έκλεισαν ήταν η βάση υπηρεσιών πληροφοριών στην Κούβα και η ναυτική βάση Καμ Ραν στο Βιετνάμ το 2002. Πριν από λίγο διάστημα, άρχισαν οι μεγαλύτερες ρωσoαιγυπτιακές στρατιωτικές ασκήσεις από την εποχή του Νάσσερ. Με τον τρόπο αυτό, η Ρωσία επισημοποίησε την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στη χώρα, πέρα από τη Συρία και την Υεμένη (αν και η παρουσία στην Υεμένη είναι ακόμα ανεπίσημη).
Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα αφορά την εσωτερική παράμετρο, το εσωτερικό τους μέτωπο. Και εδώ, όσο συγκεχυμένη και ασαφής παρουσιάζεται η εικόνα στις ΗΠΑ ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου, άλλο τόσο ξεκάθαρη εμφανίζεται στη Ρωσία. Οι βουλευτικές εκλογές τον προηγούμενο μήνα, ανέδειξαν τον Πούτιν και το κόμμα του θριαμβευτές. Έφτασε το 54% (από 49%, το 2011) και 343 έδρες. Δηλαδή, πάνω από τα 3/4 του συνολικού αριθμού τους και πολύ πάνω από τα 2/3 που απαιτούνται για την όποια Συνταγματική Αναθεώρηση. Αλλά και τα τρία επόμενα κόμματα, ΚΚ Ρωσικής Ομοσπονδίας (13,35%, 42 έδρες), Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα(13,16%, 39 έδρες), «Δίκαιη Ρωσία» (6,21%, 23 έδρες), δεν είναι ότι κάνουν και ιδιαίτερη αντιπολίτευση στον Πούτιν.
Ωστόσο, την κατάσταση καθιστά ιδιαιτέρως επικίνδυνη η «αντιφατικότητα» της αμερικανικής στρατηγικής στα μέτωπα που έχει ανοίξει. Δεν ξέρουμε, αν τα επιτελεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού εκτιμούν, πως μια κλιμάκωση της επιθετικότητάς του, που πρακτικά σημαίνει επιλογή σύγκρουσης με τη Ρωσία, μπορεί να τη διαχειριστεί μέχρι τέλους. Αμερικανοί στρατηγοί σημείωσαν, ότι η κατάσταση δεν ήταν πότε τόσο σοβαρή από τον πόλεμο της Κορέας. Κατά τη γνώμη τους, μια στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας θα είναι σύντομη, αλλά δεν μπορούν να εκτιμήσουν την κλίμακα, με την οποία θα καταγραφεί στην ιστορία!
Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι, ότι πλέον Ουάσιγκτον και Μόσχα εισέρχονται σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι εκατέρωθεν στρατιωτικών κινήσεων, αυξάνοντας δραματικά το ενδεχόμενο άμεσης αντιπαράθεσης αμερικανικών και ρωσικών δυνάμεων.
Χ.Β