Τη Δευτέρα 5 Νοεμβρίου, όπως το είχε υποσχεθεί, ο Τραμπ ανακοίνωσε το δεύτερο κύμα μέτρων μέσω του οποίου επανέρχονται όλες οι κυρώσεις (με εξαίρεση όπως και τότε τα φάρμακα) που ίσχυαν πριν από την συμφωνία JCPOA του 2015, επί προεδρίας Ομπάμα, έναντι του Ιράν και όσων συνεργάζονται οικονομικά μαζί του. Το ότι η ανακοίνωση έγινε μία μέρα πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ αλλά και το ότι άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο επιπλέον κυρώσεων, υπογράμμιζε την αποφασιστικότητα της σημερινής διοίκησης του Λευκού Οίκου να υλοποιήσει την πολιτική της κατεύθυνση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σε μια επόμενη περίοδο δεν θα υποχρεωθεί σε τροποποιήσεις της , μικρότερες ή μεγαλύτερες. Η ανακοίνωση των κυρώσεων συνοδεύτηκε από την υπενθύμιση των δώδεκα σημείων συμμόρφωσης του Ιράν που είχαν διατυπωθεί από τον Αμερικανό ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο τον περασμένο Μάιο, καθώς και με την εξαίρεση από τις κυρώσεις– τουλάχιστον για ένα εξάμηνο- οχτώ χωρών. Αυτές είναι η Κίνα, η Ινδία, η Ταϊβάν, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Τουρκία.
Το καθεστώς του Ιράν στο στόχαστρο
Κατ’ αρχάς, αυτό το δεύτερο και πολύ πιο κρίσιμο από το πρώτο, κύμα κυρώσεων, βάζει στο στόχαστρο τους βασικούς πυλώνες στήριξης της ιρανικής οικονομίας: την ενέργεια, τις τράπεζες και τη ναυτιλία, ενώ απειλεί ευθέως με δευτερογενείς κυρώσεις όσες χώρες, επιχειρήσεις και τράπεζες συνεχίσουν να συναλλάσσονται με την Τεχεράνη. Ουσιαστικά και όσον αφορά το Ιράν, ο διακηρυγμένος στόχος των κυρώσεων είναι «είτε να εγκαταλείψει την καταστροφική συμπεριφορά του είτε να οδεύσει προς την οικονομική καταστροφή». Όπως διευκρινίζεται και από τα προτεινόμενα «12 σημεία συμμόρφωσης του Ιράν», αυτό που ζητείται από την ηγεσία της Τεχεράνης είναι να εκτελέσει μια γεωπολιτική στροφή 180 μοιρών και να απαρνηθεί όλες τις επιτυχίες που έχει στη διεύρυνση της επιρροής της στην περιοχή, με αντάλλαγμα την πλήρη αποκατάσταση των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια διατύπωση στη διπλωματική γλώσσα του ανομολόγητου αλλά στους πάντες γνωστού στόχου της κατάρρευσης –υπό το βάρος της οικονομικής ασφυξίας – του καθεστώτος. Αυτός ο στόχος βέβαια εμπεριέχει και ενδιάμεσες και καθόλου αμελητέες για τις ΗΠΑ επιδιώξεις, όπως την αύξηση της δυσαρέσκειας των λαϊκών μαζών, τη δημιουργία τριβών στην οικονομικο-πολιτική ελίτ της χώρας και τον περιορισμό των κινήσεων του Ιράν στη Μέση Ανατολή.
Οι ειδήσεις που έρχονται στο φως της δημοσιότητας από το Ιράν, δείχνουν πάντως αντιφατικές. Από τη μια, έχει ανέβει το αντιαμερικανικό αίσθημα, όπως φαίνεται και από τις οργισμένες διαδηλώσεις. Από την άλλη, οι κυρώσεις πολλαπλασιάζουν τα προβλήματα της χτυπημένης από την κρίση ιρανικής οικονομίας αλλά και δοκιμάζουν τις αντοχές όχι μόνο των λαϊκών μαζών, που υφίστανται ήδη στις πλάτες τους τις συνέπειες των αντιλαϊκών πολιτικών της ιρανικής ηγεσίας, αλλά και των εκτεταμένων μεσαίων στρωμάτων της ιρανικής κοινωνίας. Ενδεικτικά, το ριάλ (το εθνικό νόμισμα) έχει χάσει από την αρχή του χρόνου το 70% της αξίας του, εμφανίζεται έλλειψη αγαθών και εκτόξευση των τιμών τους, ενώ έχει κάνει αισθητή την παρουσία του ο μαυρογοριτισμός και η φτώχεια και η ανεργία εξαπλώνονται. Μένει να δούμε πόσο θα βοηθήσει, έστω και προσωρινά, την ιρανική ηγεσία η εξαίρεση από τις κυρώσεις σημαντικών εισαγωγέων του αργού πετρελαίου της χώρας (Ινδία, Τουρκία), αλλά και πόσο θα στηριχθεί πολιτικά και οικονομικά από τους άλλους ιμπεριαλιστές (Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Γερμανία).
Όσον αφορά την περιοχή της Μέσης Ανατολής, αυτές οι κινήσεις από την διοίκηση Τραμπ, θεωρείται ότι βοηθούν στο πέρασμα από την αμφίσημη και αναποτελεσματική πολιτική Ομπάμα, που έδωσε τη δυνατότητα στη Ρωσία να έχει αποκτήσει ρόλο, ερείσματα και να βάζει σφήνες στη Δύση, σε μια πολιτική δημιουργίας σαφούς μετώπου ενάντια σ’ αυτήν και τους συμμάχους της (Άσαντ, Ιράν) με πυλώνες το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία. Συμβάλλουν, ακόμα, στην επαναπροσέγγιση με την Τουρκία με στόχο την ελαχιστοποίηση των παρεκκλίσεών της και την επανένταξή της σε μια πορεία στους αμερικανικούς σχεδιασμούς για την περιοχή. Γι αυτό και η Τουρκία δεν εξαιρέθηκε απλά και μόνο επειδή η ηγεσία της λίγες μέρες πριν είχε ανακοινώσει πως δεν θα συμμορφωθεί. Βέβαια στην εξαίρεσή της κάποιο ρόλο έπαιξε η στάση της Τουρκίας στο ζήτημα Κασόγκι, μιας και αυτό συνδέεται με τις επιλογές αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ σε σχέση με τη Σαουδική Αραβία και το αντιιρανικό μέτωπο.
Οι παγκόσμιες επιδιώξεις των κυρώσεων και… των εξαιρέσεων
Στο πιο κρίσιμο πεδίο, στο παγκόσμιο ταμπλό, οι κινήσεις αυτές, δηλαδή η αποχώρηση από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν και η επαναφορά όλων των κυρώσεων, επειδή ακριβώς είναι όλες τους ενταγμένες στην υλοποίηση του «δόγματος» που φέρει τον τίτλο «Πρώτα η Αμερική», έχουν ταυτόχρονα πολλές διαστάσεις .
Η μία αφορά το γεγονός πως δια μέσω του καθεστώτος των εξαιρέσεων αλλά και των μη εξαιρέσεων, οι ΗΠΑ θέλουν να διατηρούν την πρωτοβουλία των κινήσεων και να σφίγγουν ή να χαλαρώνουν τη «θηλιά» όχι μόνο έναντι του Ιράν αλλά και έναντι ανταγωνιστών και συμμάχων, στη βάση των επιλογών που θα κάνουν το επόμενο διάστημα. Έτσι, η μη εξαίρεση της Βρετανίας, άστοχη από μια πρώτη ανάγνωση, ίσως να αποτελεί πίεση/προειδοποίηση για να μην υπάρξει παρέκκλιση ή υπαναχώρηση από τη διαδικασία του Brexit.
Η δεύτερη στη σειρά, αλλά μάλλον πιο σοβαρή, είναι η διάσταση του «διαίρει και βασίλευε» σ’ αυτές τις κινήσεις. Έτσι, ενώ πληθαίνουν οι αντιρωσικές αναφορές, η Κίνα εξαιρείται των κυρώσεων, πράγμα που αναδεικνύει το γεγονός πως η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Κίνας εξακολουθεί να παίρνει σοβαρά υπόψη τον κίνδυνο σύμπτυξης μιας ευρασιατικής στρατηγικής συμμαχίας που θα άλλαζε τους παγκόσμιους συσχετισμού. Οφείλουμε, όμως, να επισημάνουμε πως η πολιτική ανοχή των ΗΠΑ έναντι των οικονομικών και όχι μόνο κινήσεων της Κίνας έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Ακόμη, ενώ η Γαλλία και η Γερμανία σταθερά βρίσκονται στο στόχαστρο της διοίκησης Τραμπ, η Ιταλία σαν να επιβραβεύεται για την διαφοροποίησή της και τα προβλήματα που δημιουργεί στην ΕΕ και την γερμανική ηγεμονία σ’ αυτήν, εξαιρούμενη από τις κυρώσεις.
Η εξαίρεση της Ινδίας φαίνεται να είναι στα πλαίσια του προσεταιρισμού της αλλά και της χρησιμοποίησής της ως αντίβαρου στη Κίνα. Δεν νομίζουμε πως χρειάζεται να ξοδέψουμε μελάνι για να επιχειρηματολογήσουμε προς τους αναγνώστες της «Προλεταριακής Σημαίας» για τους λόγους εξαίρεσης τόσο της Νότιας Κορέας όσο και της Ταϊβάν. Για την τελευταία, πιο μεγάλη σημασία για την κινέζικη ηγεσία έχει η αντιμετώπισή της ως άλλη κρατική οντότητα από τις ΗΠΑ παρά το γεγονός της εξαίρεσής της. Όσο για την Ελλάδα, η μετατροπή της χώρας σε πλατφόρμα βάσεων και εξορμήσεων των ΗΠΑ αλλά και η υπογράμμιση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στα πλαίσια της διπλής εξάρτησης της χώρας μας από ΗΠΑ-ΕΕ, μάλλον αρκούν για να ερμηνεύσου την «χάρη» της εξαίρεσης.
Μια άλλη πλευρά, που δεν μπορεί όμως να αποκοπεί από τις γεωπολιτικές παραμέτρους αλλά σαφέστατα τις υπηρετεί, αφορά το γεγονός πως οι ΗΠΑ, με την πολιτική των εξαιρέσεων δεν ήθελαν ως παρενέργεια των κυρώσεων να συμβάλλουν στην αύξηση της τιμής του πετρελαίου, πράγμα που σ΄ αυτή τη συγκυρία θα βοηθούσε τη ρώσικη οικονομία. Εδώ να σημειώσουμε πως η Ρωσία ήδη απαντά και σ΄ αυτό το επίπεδο, κινούμενη στην κατεύθυνση ελεγχόμενης μείωσης της παραγωγής πετρελαίου, ενώ και η Σαουδική Αραβία (σε μια ακόμη διαφοροποίησή της) δηλώνει πως θα πράξει το ίδιο.
Οι αντιδράσεις της Ρωσίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και γενικά της ΕΕ, ήταν άμεσες και σαφείς. Από τη μια δήλωσαν πως συνεχίζουν να στηρίζουν την συμφωνία JCPOA του 2015 και από την άλλη πως επιμένουν στην υλοποίηση αυτού που εδώ και κάποιο διάστημα έχουν εξαγγείλει: της δημιουργίας δηλαδή ενός μηχανισμού παράκαμψης των κυρώσεων. Φυσικά, αυτό το τελευταίο δεν αποτελεί ένα τεχνικό ζήτημα, αλλά κύρια πολιτικό, και αφορά στο κατά πόσο είναι διατεθειμένοι οι Ευρωπαίοι να τραβήξουν την κόντρα με τις ΗΠΑ αλλά και στο μέγεθος της πίεσης που θέλουν να ασκήσουν οι ΗΠΑ στους Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές (για τη Ρωσία δεν το συζητάμε). Όσο για την Κίνα, η αντίδρασή φανερά εκπορεύεται από την ανησυχία της για το «αύριο» αλλά και από το γεγονός πως δεν επιθυμεί η ενεργειακή της τροφοδοσία να είναι αποτέλεσμα αποφάσεων άλλων. Είναι, επίσης, φανερό πως θα εκμεταλλευτεί όπως και οι υπόλοιποι τις αντιφάσεις που αναγκαστικά δημιουργεί η πολιτική των εξαιρέσεων από την πλευρά των ΗΠΑ.
Με όλα τα προηγούμενα, καθίσταται σαφές πως δεν χωρούν ασφαλείς προβλέψεις για την εξέλιξη των αντιπαραθέσεων με αιτία και αφορμή τη Συμφωνία για τα Πυρηνικά του Ιράν, εκτός από μία: ότι προστίθεται ένα ακόμη σοβαρό στοιχείο όξυνσης του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, με ό,τι κινδύνους συνεπάγεται αυτό για τους λαούς.