Είναι ολοφάνερο πως η ηγετική ομάδα γύρω από τον Ομπάμα είναι αποφασισμένη να στηρίξει με κάθε τρόπο και μέσο την «αλλαγή σελίδας» έναντι του Ιράν και να αφήσει «οριστικά» πίσω της την πολιτική της «διπλής ανάσχεσης» Ιράκ- Ιράν, που είχε ακολουθήσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Εξάλλου, εκ των πραγμάτων ο ένας πόλος –το Ιράκ- είχε, μετά το 2003, καταληφθεί και εν πάση περιπτώσει είχε αλλάξει «θέση» στους αμερικανικούς «λογαριασμούς» για την περιοχή. Η τελευταία μάλιστα απόπειρα –το 2012- να πριμοδοτηθεί από τις ΗΠΑ, η εσωτερική αντιπολίτευση στο Ιράν, οδηγήθηκε σε αποτυχία, με σημαντικές –και όχι κατ’ ανάγκην τελικά και μόνο αρνητικές- συνέπειες. Διότι ήταν μια αποτυχία που, αν από τη μια ανέδειξε το πλήρες αδιέξοδο της πολιτικής της «διπλής ανάσχεσης» (που τότε ασκούνταν ουσιαστικά μόνο ενάντι του Ιράν), από την άλλη πλευρά υπογράμμιζε με τον πιο σαφή τρόπο στην ιρανική πολιτικοοικονομική άρχουσα ταξη το εξής: ότι δεν μπορούσε να υλοποιήσει στα σοβαρά τις περιφερειακές της φιλοδοξίες, χωρίς να διαφοροποιηθεί αυτή η σχέση αντιπαλότητας, χωρίς ενός είδους εκατέρωθεν συμβιβασμό ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν.
Οπότε, από το 2012 και ύστερα, στην αρχή πιο «δειλά» έπειτα πιο «θαρρετά», αλλά πάντα με προσεκτικό τρόπο, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, με αφορμή και τις συνομιλίες για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, πριμοδότησε φανερά και κρυφά μια σταδιακή προσέγγιση των δύο πλευρών. Η αλλαγή, τον Ιούνιο του 2013, του «σκληρού» Αχματινετζάντ από τον «μετριοπαθή» Ροχανί στην ιρανική ηγεσία, σηματοδοτεί τις διαθέσεις και της εδώ πλευράς για πιο αποφασιστικά βήματα στην διαφοροποίηση του «κλίματος» και της σχέσης μεταξύ των δύο. Η περσινή –προσωρινή- συμφωνία της Ομάδας των 5+1 (τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας- ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία, Κίνα- μαζί με την Γερμανία) που επιτυγχάνεται χάριν στην αλλαγή στάσης των ΗΠΑ και μέσω της επίτευξης ενός συμβιβασμού όσον αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και τις κυρώσεις έναντί του, άνοιξε το δρόμο για τις τωρινές εξελίξεις.
Οι οποίες ως βασικό τους στοιχείο έχουν την εντατικοποίηση των επαφών και την δημιουργία μιας ισχυρής βάσης για μαι τελική συμφωνία ανάμεσα στην Ομάδα Επαφής και το Ιράν. Στο όλο και καλύτερο διαμορφούμενο κλίμα μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν συνέβαλαν και οι εξελίξεις στο Ιράκ και σε αναφορά με το ISIS, που έδωσαν ένα νέο πεδίο δοκιμής των σχέσεων μεταξύ των μέχρι πρότινος εχθρών.
Αυτές οι εξελίξεις θορύβησαν ισχυρά την σημερινή ισραηλινή ηγεσία, που σ’ αυτές είδε την αύξηση της επιρροής του Ιράν στην περιοχή ελέω ΗΠΑ. Οι φόβοι αυτοί ενισχύθηκαν από το ρεπουμπλικανικό κόμμα, που σε μεγάλο βαθμό θεωρεί την πολιτική Ομπάμα στη Μέση Ανατολή και ειδικά έναντι του Ιράν αναποτελεσματική για τα αμερικανικά συμφέροντα, και επιμένει στην (αποτυχημένη) πολιτική ανάσχεσης του Ιράν.
Αυτή η «σχέση» ρεπουμπλικάνων- Νετανιάχου και η χρησιμοποίηση του δεύτερου από τους πρώτους αλλά και τα φανερά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ισραηλινή ηγεσία μετά και την αποτυχημένη απόπειρα να λυγίσουν τον λαό της Γάζας, οδηγεί στην προβοκατόρικη και προκλητική για τις σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και του Ισραήλ, απόφαση του Νετανιάχου να μιλήσει στο Αμερικανικό Κογκρέσο. Με την οποία επιχειρεί παρεμπιπτόντως να κερδίσει και κάποιους πόντους όσον αφορά τις ισραηλινές εκλογές της 17ης Μαρτίου. Η ομιλία του έναντι και των δύο νομοθετικών σωμάτων των ΗΠΑ, της Βουλής και της Γερουσίας, που βάλλει ευθέως κατά της πολιτικής Ομπάμα, ενοχλεί σφόδρα την ηγεσία της αμερικανικής υπερδύναμης που απαντά αμέσως και σκληρά στην πρόκληση που δέχεται. Ήδη, από την στιγμή της ανακοίνωσης της επίσκεψης του Νετανιάχου, τα «καμπανάκια» έχουν ηχήσει: η εφημερίδα Guardian σε συνεργασία με το AlJazeera, τον αδειάζουν πανηγυρικά. Με απόρρητα έγγραφα που διαρρέουν και έρχονται στα χέρια τους –τελείως τυχαία…- προερχόμενα από την ίδια την μυστική υπηρεσία του Ισραήλ, την κακόφημη Μοσάντ, αντικρούουν και ανατρέπουν πλήρως την «δραματική» έκκληση του Νετανιάχου, από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο του 2012, πως το Ιράν απείχε ένα χρόνο από την κατασκευή πυρηνικής βόμβας. Αλλά και για την ίδια την επίσκεψη η αμερικανική ηγεσία κάνει σαφείς τις προθέσεις της: κανένας της τριάδας (πρόεδρος, αντιπρόεδρος, υπουργός εξωτερικών) δεν παρευρίσκεται στην ομιλία του και δεν συναντιέται με τον Νετανιάχου.
Η, παρά τα σαφή μηνύματα, πραγματοποίηση της ομιλίας του Νετανιάχου, θα αποτελέσει, νομίζουμε, και την αρχή… του τέλους του. Καθόλου τυχαία, το Σάββατο 7 Μαρτίου, λίγες μέρες μετά την ομιλία του στο Αμερικανικό Κογκρέσο και δέκα μέρες πριν από τις ισραηλινές εκλογές, πραγματοποιείται στο Τελ Αβίβ μεγάλη διαδήλωση του κινήματος «Ένα εκατομμύριο χέρια», που στηρίζεται ανεπίσημα από την «Σιωνιστική Ένωση», μια συμμαχία μεταξύ του Εργατικού Κόμματος με ηγέτη τον Ισαάκ Χέτζογκ και του κόμματος «Χάτνουα» της Τζίπι Λίβνι (πρόσφατα παραιτηθείσας υπουργού στην κυβέρνηση Νετανιάχου), αλλά και από την Κοινή Λίστα, το κόμμα των Ισραηλινών βουλευτών παλαιστινιακής και αραβικής καταγωγής. Καθόλου τυχαία σε αυτή τη διαδήλωση που προσπαθεί να συνδυάσει την αντίθεση τμημάτων του λαού στην πολιτική της λιτότητας με την αμφισβήτηση της πολιτικής στο Παλαιστινιακό ζήτημα (προκρίνοντας τη λύση των δύο κρατών- που συμφωνεί με την γενική κατεύθυνση του Ομπάμα για το ίδιο ζήτημα) συμμετείχε και ο πρώην αρχηγός της Μοσάντ και μέχρι πρότινος υποστηρικτής του Νετανιάχου, στρατηγός Μείρ Νταγκάν. Τόσο ο τελευταίος όσο και η αντιπολίτευση έχουν ήδη προσθέσει στις επικρίσεις έναντι του Νετανιάχου, την καταστροφική για το Ισραήλ συμπεριφορά του απέναντι στον Ομπάμα και τις ΗΠΑ, αποκαλώντας μαλιστα «μπούρδες» τις εκιμήσεις που ο Νετανιάχου έκανε για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, στην ομιλία του στις ΗΠΑ.
Εν τω μεταξύ η αμερικανική ηγεσία εργάζεται πυρετωδώς ώστε να κλείσει η συμφωνία με το Ιράν ακόμα και μέσα στον Μάρτιο. Στις αρχές του τρέχοντος μήνα οι ΥΠΕΞ των ΗΠΑ και του Ιράν συναντήθηκαν στο Μοντρέ της Ελβετίας. Αυτά που συζητήθηκαν ήταν «τόσο σημαντικά, μοναδικά πράγματι, που καθιστά σχεδόν αδύνατο οι δύο πλευρές να κάνουν πίσω, να εγκαταλείψουν την διαπραγμάτευση», όπως δήλωσε ο αμερικανός διπλωμάτης Χασείν Μουσαβιάν που παρακολουθεί τις διαπραγματεύσεις. Στην σημαντική αυτή εξέλιξη συνέβαλε και η φετφά (δημόσια διακήρυξη) του ανώτατου ιερατικού ηγέτη του Ιράν, Αλί Χομεϊνί, που καταδικάζει την ανάπτυξη, παραγωγή, αποθήκευση και χρήση πυρηνικών όπλων.
Με τα έως τώρα δεδομένα, οδηγούμαστε σε μια συμφωνία και μέσω αυτής σε μια νέα σχέση ΗΠΑ-Ιράν, που θα επηρεάσει (επηρεάζει ήδη) σημαντικά τις εξελίξεις, τις (αν)ισορροπίες, τις ήδη οξυμένες αντιθέσεις στην εύφλεκτη αυτή περιοχή. Στην οποία, όπως έχουμε αναφέρει αρκετές φορές, το προηγούμενο status quo έχει καταρρεύσει ενώ το νέο (status ή πιο σωστά μια διαρκής κατάσταση αστάθειας) αναζητείται ή καλύτερα οικοδομείται από τις ιμπεριαλιστικές αλλά και τις περιφερειακές δυνάμεις που παρεμβαίνουν στην περιοχή. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός βάζει λοιπόν υποθήκες για μια ακόμη πιο ενεργή παρέμβαση στα τεκταινόμενα της Μέσης Ανατολής. Και όχι «μόνο» αυτό. Αλλά προσπαθεί να προσθέσει ένα ακόμα ισχυρό ατού στην στρατηγική υπονόμευσης του ρώσικου παράγοντα αλλά και στοίχισης των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών πίσω από την δικιά του πολιτική.
Τ.Σ.