Η προσυνδιασκεψιακή διαδικασία, που βρίσκεται πια στο τέλος της, ανέδειξε το ζήτημα των μετωπικών σχημάτων που στηρίζει η οργάνωση σε χώρους εργασίας, σε γειτονιές και στη νεολαία. Πιστεύω ότι ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε ήταν πλούσιος και αποδεικνύει όχι μόνο τη σημασία που δίνουν όλοι οι σύντροφοι στα σχήματα, αλλά και τις ειλικρινείς προσπάθειες που έχουν κάνει για να τα προχωρήσουν, άσχετα αν τα αποτελέσματα δεν ήταν πάντα τα προσδοκώμενα.
Η απόφαση, στην οποία όλοι συμφωνούμε απ’ ότι φαίνεται, για δημιουργία, στήριξη και ενίσχυση μετωπικών σχημάτων στους μαζικούς χώρους εδράζεται πάνω σε μια εκτίμηση για την ίδια τη φάση του κινήματος, στην οποία επίσης φαίνεται να συμφωνούμε.
Η εκτίμηση αυτή δεν είναι η γενική μαρξιστική αισιοδοξία ότι το κεφάλαιο γεννά τους νεκροθάφτες του, αλλά είναι η ιδιαίτερη εκτίμηση για την κατάσταση του κόσμου, κατ’ αρχάς στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, όσο μπορούμε να κρίνουμε. Σημαντική στιγμή στη διαμόρφωση αυτής της εκτίμησης αποτέλεσε η προηγούμενη συνδιάσκεψη, στην οποία διατυπώσαμε την άποψη ότι «κάτι αλλάζει» στις συνειδήσεις του λαού και της νεολαίας.
Παρότι εδώ και 8 χρόνια, δυστυχώς, δεν είχαμε τη δυνατότητα να ξανασυζητήσουμε σε ένα κομματικό σώμα πάνω σε αυτό, ξαναγυρίσαμε πολλές φορές στο «κάτι αλλάζει», στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Για να το επανεκτιμήσουμε, για να το επιβεβαιώσουμε, για να το εμπλουτίσουμε, πάντως όχι για να το αμφισβητήσουμε. Οχι επειδή αρνούμασταν πεισματικά να απαγκιστρωθούμε από μια διατυπωμένη θέση μας, αλλά γιατί η πραγματικότητα αυτών των 8 χρόνων μας το επιβεβαίωνε σχεδόν καθημερινά. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς: τον ΑΣΕΠ του ’98, το αντιπολεμικό κίνημα του ’99, το ασφαλιστικό του 2001, το αντιπολεμικό του 2003, τις αντιστάσεις που ξεπετάγονταν εδώ κι εκεί;
Πού βρισκόμαστε, λοιπόν, σήμερα, 8 χρόνια μετά; Θεωρώ ότι …«κάτι ακόμα αλλάζει». Το «ακόμα» και με τη χρονική και με την ποσοτική του έννοια.
Πρώτα πρώτα «κάτι ακόμα αλλάζει» στην επίθεση του συστήματος. Τόσο στη χώρα μας όσο και παγκόσμια το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα κλιμακώνει την επίθεσή του στους λαούς και την εργατική τάξη, με μια ιδιαίτερη ώθηση μετά την 11η Σεπτέμβρη. Η επίθεση αυτή δε φαίνεται να έχει τέλος. Το κεφάλαιο και ο ιμπεριαλισμός ζητούν περισσότερα, περισσότερο κλεμμένο πλούτο, περισσότερο αίμα και θυσίες από τους λαούς. Δεν είναι θέμα …απληστίας. Είναι θέμα επιβίωσης του ίδιου του συστήματος που βρίσκεται σε βαθιά και παρατεταμένη κρίση. Ενώ ο ρεβανσισμός απέναντι στις λαϊκές κατακτήσεις του 20ου αιώνα εξακολουθεί να είναι από τις κινητήριες δυνάμεις της επίθεσης.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, «κάτι ακόμα αλλάζει» και στους ίδιους τους λαούς. Ο καπιταλισμός εξακολουθεί να γεννά τους νεκροθάφτες του όσο κι αν δείχνει πανίσχυρος σήμερα. Το έχουμε δει να συμβαίνει παντού στον κόσμο και στη χώρα μας. Οποτε οι μάζες βρίσκουν έστω και την παραμικρή χαραμάδα για να διοχετεύσουν τη συσσωρευμένη τους οργή, αγανάκτηση και απόγνωση το κάνουν, εκπλήσσοντας πρώτα και κύρια το υπερφίαλο σύστημα και τους «προοδευτικούς» συνοδοιπόρους του, αλλά ακόμα και αρκετούς από αυτούς που παλεύουν στο πλευρό του λαού.
Παραμένοντας εντός των ελληνικών συνόρων, όπου ελέγχουμε καλύτερα τα πράγματα, έχουμε από χρόνια κάνει μια σημαντική διαπίστωση: Ο κόσμος δεν έχει εμπιστοσύνη στην αστική πολιτική. Και το ΠΑΣΟΚ, και η ΝΔ είναι αναξιόπιστα στα μάτια του. Και δεν είναι μόνο τα κόμματα. Είναι σχεδόν ολόκληρο το αστικό πολιτικό σύστημα και οι θεσμοί του (η εκκλησία και η δικαιοσύνη εσχάτως), των οποίων η αξιοπιστία έχει δεχτεί τεράστια πλήγματα. Αυτό είναι μια σημαντική, ίσως και καθοριστική, παράμετρος για την εξέλιξη των πραγμάτων. Γιατί είναι πρόσφατος ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας στην πολιτική ιστορία της χώρας μας. Ο τρόπος με τον οποίο έσπειρε αυταπάτες, τις καλλιέργησε και μετά τις θέρισε άλλοτε βίαια και απότομα και άλλοτε σιγά σιγά και ύπουλα.
Η φάση αυτή έχει πια περάσει ανεπιστρεπτί. Κι αν ο κόσμος εξακολουθεί να τους ψηφίζει, είναι γιατί δε βλέπει πραγματική διέξοδο από αλλού (από την αριστερά, δηλαδή) και όχι επειδή τους εμπιστεύεται. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν παρεμβαίνουμε στον κόσμο στη δουλειά, στη γειτονιά ή στη σχολή γρήγορα τον πείθουμε ότι δεν έχει να περιμένει τίποτα από την αστική πολιτική. Ουσιαστικά δε χρειάζεται καν να τον πείσουμε, είναι ήδη πεισμένος! Το ερώτημά του είναι άλλο: Τι λέμε εμείς ότι πρέπει να γίνει. Εκεί είναι η αγωνία του και, φυσικά, και η δικιά μας.
Εχουμε αξιολογήσει σωστά τη φάση αυτή του κόσμου; Αν κανείς κρίνει εκ του αποτελέσματος και μόνο θα απαντήσει αρνητικά. Ωστόσο η κριτική εκ του αποτελέσματος δεν είναι η σωστή. Γιατί δε λαμβάνει υπόψη της μια σειρά πολιτικούς παράγοντες οι οποίοι υψώνουν σοβαρά εμπόδια στην ανάπτυξη της λαϊκής πάλης: Η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, η περιχαράκωση αλλά και οι παλινωδίες του ρεφορμισμού, η ασφυκτική κυριαρχία του συστήματος στο πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο. Ολα αυτά και πολλά ακόμα δεν είναι απλά ζητήματα και δεν προσπερνιούνται εύκολα. Τις απαντήσεις τις αναζητάμε όλοι μέσα στο κίνημα και, είτε το θέλουν μερικοί είτε όχι, είναι το κίνημα που θα τις δώσει (και οι πρωτοπορίες που θα αναδείξει) και κανένας αυτόκλητος φωστήρας.
Ας ξαναθέσω, λοιπόν, το ερώτημα: Εχουμε αξιολογήσει σωστά τη φάση του κόσμου λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πολιτικές παραμέτρους της κατάστασης; Στο βαθμό που μας αντιστοιχεί θεωρώ πως ναι. Το αν και κατά πόσο έχουμε εκμεταλλευτεί τις ορθές μας εκτιμήσεις προς όφελος του κινήματος έχει να κάνει και με τις υποκειμενικές μας αδυναμίες. Και αυτό είναι ένα από τα ζητήματα γύρω από τα οποία, θεωρώ, ότι θα περιστραφεί η 6η συνδιάσκεψη της οργάνωσής μας.
Υπάρχει, ωστόσο, και κάτι ακόμα: Στις σημερινές συνθήκες του κινήματος, όπως τις έχουμε περιγράψει, δύσκολες και ταυτόχρονα ελπιδοφόρες, είναι δυνατό να περάσει η οργάνωσή μας σε μια άλλη, ανώτερη φάση. Χωρίς να λυθεί ο απολογισμός της πρώτης κομμουνιστικής προσπάθειας, χωρίς να μειωθεί το καταθλιπτικό 85% του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στις εκλογές, χωρίς να φρενάρει η αμερικάνικη επιθετικότητα έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε ένα βήμα. Μικρό σε σχέση με τις ανάγκες της λαϊκής πάλης, άλμα σε σχέση με τα μέτρα μας.
Είναι κάτι που δε θα πρέπει να το δούμε μόνο ως …κομματικό πατριωτισμό (που δεν είναι πάντα κακός!) αλλά ως τη συνεισφορά μας στη λαϊκή υπόθεση. Αν στη συνδιάσκεψη συμφωνήσουμε ότι «κάτι ακόμα αλλάζει» τότε μπορούμε όχι μόνο να το επιχειρήσουμε, αλλά και να το καταφέρουμε!