ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το ΚΚΕ πραγματοποίησε το 20ο συνέδριό του, το οποίο είχε ως βάση, όπως οι ίδιες οι θέσεις του λένε, «τη σύγχρονη στρατηγική αντίληψη του Κόμματος που ολοκληρώθηκε στο 19ο συνέδριο». Με τη διατύπωση αυτή, αλλά και με όλο το περιεχόμενο των θέσεων για το 20ο Συνέδριο, η ηγεσία του κόμματος αυτού επιχειρεί να πείσει το κομματικό δυναμικό πριν από όλα ότι «ξέρει καλά πού πάει και τι θέλει», ότι έχει απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα που αφορούν στους όρους και στην πορεία που το κόμμα αυτό θέλει να βαδίσει. Θέλει να πείσει ότι τα μεγάλα προβλήματα που εκδηλώθηκαν όλη αυτή την οκταετία της κρίσης και της άγριας επίθεσης στον λαό, προβλήματα που τουλάχιστον έθεσαν σε αμφισβήτηση μέσα σε αυτό καθευατό το κομματικό δυναμικό για το αν και πόσο είναι το ΚΚΕ το «κόμμα της εργατικής τάξης», το «αποκούμπι του λαού» και ότι ανάλογο, σε καμία περίπτωση δεν έχουν ως αιτία τους την ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα και την πολιτική που η ηγεσία του κόμματος αυτού χαράζει και εφαρμόζει. Αυτά «ήταν κατά βάση πάντα σωστά» και τώρα που «ολοκληρώθηκε και η σύγχρονη στρατηγική αντίληψη» (δηλαδή διορθώθηκαν ορισμένες ασάφειες και ατέλειες…), ένα και μόνο είναι το ζήτημα. Να «καταλάβει» αυτή τη σύγχρονη αντίληψη το κομματικό δυναμικό, να «ξεπεραστούν» αδυναμίες, καθυστερήσεις, ταλαντεύσεις και ότι άλλο ως προς την αφομοίωση και την υλοποίηση αυτής της αντίληψης. Αυτό το σχήμα βασικά αναδύεται από τις θέσεις και από τις αποφάσεις του 20ου συνεδρίου.
Έχουμε τη γνώμη πως καθόλου έτσι δεν είναι τα πράγματα! Θεωρούμε πως η «στέρεα κατασκευή» της λεγόμενης σύγχρονης στρατηγικής αντίληψης του ΚΚΕ (που ολοένα «ολοκληρώνεται» ανασκευαζόμενη από το ΑΑΔΜ στη Λαϊκή Συμμαχία, και στη συνέχεια στην Κοινωνική Συμμαχία, από τη Λαϊκή Εξουσία στην Εργατική Εξουσία που ίσως να είναι και Εργατική-Λαϊκή…) είναι μόνο κατασκευή και καθόλου στέρεα. Τα τριξίματά της και τα κενά της εκδηλώνονται διαρκώς στο «σώμα» των πολιτικών θέσεων, της καθημερινής πολιτικής πρακτικής του κόμματος αυτού, όσο και αν πασχίζει η ηγεσία του να εμφανίσει ότι έχει στήσει σωστά τους «αρμούς», τη «σκαλωσιά» του κόμματός της. Ακόμα και στον δημόσιο προσυνεδριακό διάλογο εκδηλώθηκαν αμφισβητήσεις και απορρίψεις θέσεων ακόμα και σε καίρια ζητήματα, ανεξάρτητα από το φόντο και την κατεύθυνση που αυτές οι αμφισβητήσεις και απορρίψεις είχαν.
Το ρεφορμιστικό DNA που απέκτησε στη γέννησή του το σημερινό ΚΚΕ, στα πλαίσια της ρεβιζιονιστικής στροφής του 1956, και η ιδιοτυπία του, που συνίσταται στην απώλεια προστάτη και διεθνούς ρεύματος αναφοράς με τις καταρρεύσεις του 1989-91, συνιστούν ένα πλαίσιο αντιφάσεων και αδιεξόδων για το κόμμα αυτό και τις ηγεσίες του, που γαλουχήθηκαν και αναπαράγονται σε αυτά ακριβώς τα πλαίσια. Οι σημερινές συνθήκες στη χώρα και διεθνώς τροφοδοτούν τις αντιφάσεις και αναδεικνύουν αυτά τα αδιέξοδα. Η ηγεσία του επιχειρεί να σταθεί, να οχυρωθεί, να απαντήσει, χωρίς όμως τις πλάτες λόγου χάρη της μπρεζνιεφικής ΕΣΣΔ (και χωρίς να μπορεί να τις αντικαταστήσει με την καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική Κίνα, όπως για ένα διάστημα επεδίωξε…) αλλά και σε συνθήκες που το σύστημα επιτίθεται άγρια και ολομέτωπα στους εργάτες και τον λαό και γι’ αυτό κάνει άλλους λογαριασμούς και με τις ρεφορμιστικές δυνάμεις. Η γενετική κληρονομιά και ταυτότητα, το έλλειμμα «πλάτης» και οι πιέσεις του συστήματος, στον συνδυασμό τους, παράγουν αυτό το ιδιόμορφο κράμα θέσεων, στρεβλώσεων, κενών που αποτελεί τη σημερινή ιδεολογική-πολιτική ταυτότητα του κόμματος αυτού. Τα όρια αντοχής αυτού του κράματος, που δέχεται πιέσεις κυρίως από τη δεξιά– συστημική πλευρά στην παρούσα φάση, δεν είναι αυτά που θέλει να παρουσιάζει η ηγεσία του ΚΚΕ. Αποδείχτηκε αυτό την περίοδο 2010-12 όπου η ηγεσία του ΚΚΕ, μέσα σε συνθήκες ξεσηκωμού μαζών, επιβεβαίωσε ότι δεν θέλει και δεν μπορεί να καταπιαστεί με αυτό που παρουσιάζει ότι υιοθετεί ως κύριο καθήκον: την ανασυγκρότηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Ας δούμε λοιπόν στη συνέχεια ορισμένα από αυτά που ονομάσαμε στρεβλώσεις, κενά και αντιφάσεις στην πολιτική του και όπως αυτά αναδείχτηκαν μέσα από το συνέδριό του. Αλλά πριν από αυτό, θα τολμήσουμε μια πρόβλεψη: Αν και «ενθουσιώδης και πανηγυρική» η έκβαση του 20ου συνεδρίου του (και με συντριπτική υπερψήφιση των θέσεων της Κ.Ε.), νέες σοβαρές δοκιμασίες βρίσκονται μπροστά του από τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης.
Το (θεωρούμενο ως) Πρόγραμμα
Ως βασικό-κεντρικό στοιχείο της «σύγχρονης στρατηγικής αντίληψης» που η «αφομοίωσή» του από το κομματικό δυναμικό είναι βασική προϋπόθεση για το προχώρημα του ΚΚΕ, οι θέσεις της ΚΕ (αλλά και η εισήγηση της ΚΕ στο συνέδριο) θέτουν το νέο Πρόγραμμα που ψηφίστηκε στο προηγούμενο 19ο συνέδριο. Σε σχέση με αυτό, θα σταθούμε σε ένα μόνο κεντρικό του σημείο. Το Πρόγραμμα, λοιπόν, μας πληροφορεί ότι «Η επαναστατική αλλαγή στην Ελλάδα θα είναι σοσιαλιστική» αλλά δεν κάνει κανένα κόπο να μας εξηγήσει με βάση ποια δεδομένα προκύπτει αυτός ο χαρακτήρας για την επανάσταση στη χώρα μας. Το επιχείρημα που υποτίθεται ότι στηρίζει αυτή την προγραμματική θέση, μας πληροφορεί ότι και πριν 20 χρόνια (δηλαδή το 1983) ήταν ήδη ώριμες οι υλικές προϋποθέσεις για σοσιαλιστική επανάσταση και τώρα είναι υπερώριμες, γιατί «Επεκτάθηκαν και ισχυροποιήθηκαν οι καπιταλιστικές σχέσεις στην αγροτική παραγωγή, στην Παιδεία, στην Υγεία, στον Πολιτισμό, στον Αθλητισμό, στα ΜΜΕ». Μια τέτοια προσέγγιση του ζητήματος του χαραχτήρα της επανάστασης συνιστά στην καλύτερη περίπτωση άποψη-εκτίμηση για το ζήτημα αυτό και όχι προγραμματική θέση. Για να είναι προγραμματική θέση χρειάζεται να τεκμηριώνεται από την παράθεση της κοινωνικής διάρθρωσης της χώρας, που θα πείθει ότι τα ζητήματα που έχει σε πρώτη φάση να λύσει η επανάσταση όσον αφορά τους φτωχούς και μεσαίους αγρότες, τους μικροεπαγγελματίες, και συνολικά τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου είναι τόσο μειοψηφικά και αντίστροφα είναι τόσο πλειοψηφική η εργατική τάξη στη χώρα ώστε να μπορεί η επανάσταση να έχει σοσιαλιστικό χαραχτήρα. Το πρόγραμμα όμως του ΚΚΕ «προσπερνά» και αγνοεί ολόκληρο αυτό το μεγάλο ζήτημα και με ανάλογη ευκολία και βιασύνη εξαγγέλλει και άλλα ανάλογα: «κοινωνικοποιείται η γη» (Όλη; Τι ποσοστό αγροτών κατέχουν σήμερα 5-10-20-30 στρέμματα;) ή επίσης,… αποφασίζει «Η εργατική δύναμη παύει να είναι εμπόρευμα. Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση ξένης εργασίας, δηλαδή η μίσθωση εργασίας από τους ακόμα κατέχοντες μεμονωμένα μέσα παραγωγής σε κλάδους που δεν υφίσταται υποχρεωτική κοινωνικοποίηση π.χ. στη βιοτεχνία, στην αγροτική παραγωγή, στον τουρισμό – επισιτισμό, σε ορισμένες βοηθητικές υπηρεσίες». Εδώ δηλαδή το Πρόγραμμα αποφασίζει ούτε λίγο ούτε πολύ την άμεση και καθολική κατάργηση της μισθωτής εργασίας ενώ ταυτόχρονα δεν κοινωνικοποιεί κάποια «μεμονωμένα μέσα παραγωγής». Τότε πώς για τους ιδιοκτήτες τους αυτά θα συνεχίζουν να είναι μέσα παραγωγής, αφού (χωρίς εργάτες) δεν θα μπορούν να δημιουργήσουν αξία; Αυτό μόνο το Πρόγραμμα το ξέρει! Σε μια πιο σοβαρή προσέγγιση του ζητήματος και αφού σε κάθε επανάσταση είναι αναπόφευκτο για κάποιο μικρό ή μεγαλύτερο διάστημα να παραμένουν ιδιωτικά (ή συνεταιριστικά) κάποια μέσα παραγωγής και καπιταλιστικές σχέσεις, θα μπορούσε κανείς να θέσει μερικούς στοιχειώδεις προβληματισμούς: Τι έκταση άραγε έχουν αυτά τα στρώματα «που κατέχουν μεμονωμένα μέσα παραγωγής» στη σημερινή Ελλάδα; Πόσο «αμελητέα» είναι; Πόσο γρήγορη θα είναι η βιομηχανοποίηση της χώρας μετά την επανάσταση ώστε να θεωρείται εύκολη και σύντομη η ένταξή τους στα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής; Πόσο «τεχνικό» και πόσο πολιτικό (συνάρτηση μιας σειράς παραγόντων μέσα και έξω από τη χώρα) είναι ένα τέτοιο ερώτημα; Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και πολλές άλλες πλευρές της επανάστασης και του σοσιαλισμού που έχει σχεδιάσει το Πρόγραμμα του ΚΚΕ, όπου ο κεντρικός σχεδιασμός λύνει όλα τα κρίσιμα ζητήματα (Ενέργεια, Μεταφορές, εξόρυξη ορυκτού πλούτου κλπ) μάλλον ανεμπόδιστος από οποιοδήποτε παράγοντα (πχ ιμπεριαλισμό!). Θα μπορούσαμε να θυμίσουμε επίσης ότι η σοσιαλιστική Οχτωβριανή επανάσταση υπό την καθοδήγηση του Λένιν «έστριψε» τα χρόνια 1921-23 στην πολιτική της ΝΕΠ, για να υπερασπιστεί και να στερεώσει την εργατοαγροτική συμμαχία, ως το καθοριστικό ζήτημα έναντι των περικυκλώσεων και των απειλών που στόχευαν να «σκοτώσουν» τη νεογέννητη Σοβιετική εξουσία.
Παραλείποντας λοιπόν πολλά από όσα θα χρειάζονταν αναφορά και απαντήσεις σχετικά με την επανάσταση που σχεδιάζει το Πρόγραμμα του ΚΚΕ, ας συνοψίσουμε:
- Το Πρόγραμμα αποφασίζει τον χαραχτήρα της επανάστασης χωρίς τεκμηρίωση για τα μεγέθη των δυνάμεων της επανάστασης. Γιατί αν από τη μια –για μας τουλάχιστον- είναι αναμφίβολο ότι σε κάθε περίπτωση ηγέτιδα δύναμή της θα είναι η εργατική τάξη και θα τραβήξει την επανάσταση -όποιον δρόμο και όποια ζιγκ ζαγκ και αν αυτή χρειαστεί- στο σοσιαλισμό, άλλο τόσο κρίσιμο για να υπάρξει, να σταθεί και να νικήσει η επανάσταση είναι το ζήτημα των συμμάχων που η εργατική τάξη θα έχει μαζί της σε αυτήν! Σε αυτή τη βάση και όλες οι υπόλοιπες περιγραφές των μέτρων του Προγράμματος του ΚΚΕ είναι απλώς -και στην καλύτερη περίπτωση – χωρίς κανένα αντίκρισμα.
- Από αυτή την επανάσταση του Προγράμματος του ΚΚΕ, που με την πιο καλοπροαίρετη προσέγγισή της θα λέγαμε ότι είναι στον αντίποδα της λενινιστικής αντίληψης για την ανεπανάληπτη πρωτοτυπία της κάθε επανάστασης και μια πλήρης άρνηση της κύριας, δηλαδή της πολιτικής διάστασής της, λείπει εκκωφαντικά ο πιο καθοριστικός -κατά τη γνώμη μας- παράγοντας: Ο ιμπεριαλισμός! Τόσο ο «εξωτερικός» όσο και πάνω από όλα ο «εσωτερικός». Δηλαδή η ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας, που είναι παρούσα και κυρίαρχη μέσα στη χώρα οικονομικά, πολιτικά και βέβαια (με βάσεις, έλεγχο στρατού κλπ) και στρατιωτικά! Αυτό το «εμπόδιο» πότε και πώς θα αντιμετωπιστεί; Πρώτα θα πάρει η εργατική τάξη και ο λαός την εξουσία και μετά λόγου χάρη θα διώξει τις αμερικάνικες βάσεις (που θα παρακολουθούν «αμήχανες» την επαναστατική ανατροπή); Το Πρόγραμμα του ΚΚΕ για αυτό το ζήτημα έχει μια μόνο πολιτική αναφορά και μια οργανωτικού ας πούμε χαραχτήρα. Η πολιτική αναφορά λέει «Η σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι ασύμβατη με τη συμμετοχή της χώρας σε οποιαδήποτε ιμπεριαλιστική ένωση, όπως είναι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, με την ύπαρξη αμερικανοΝΑΤΟϊκών στρατιωτικών βάσεων». Μας «εξηγεί» δηλαδή ότι δεν θα γίνει η σοσιαλιστική οικοδόμηση ενώ η Ελλάδα θα είναι ενταγμένη σε ΝΑΤΟ, ΕΕ κλπ, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα την τρέχουσα πολιτική του θέση σύμφωνα με την οποία η έξοδος από ΕΕ, ΝΑΤΟ κλπ θα γίνει μετά την επανάσταση! Όσο για την οργανωτικού χαραχτήρα αναφορά, αυτή βεβαιώνει πως οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 21ου αιώνα θα έχουν τις απαιτούμενες δυνάμεις για να «αντιμετωπίσουν τους μηχανισμούς της κρατικής καπιταλιστικής βίας που είναι ενταγμένοι σε διακρατικές δομές, όπως το ΝΑΤΟ, ο Ευρωστρατός, η Ευρωαστυνομία και Ευρωχωροφυλακή κ.λπ.» Με τη θέση αυτή (που εμφανίζεται να «δίνει κουράγιο» απέναντι στην ισχύ των «μηχανισμών κρατικής καπιταλιστικής βίας» και όχι απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς-στρατιωτικούς μηχανισμούς της εξάρτησης που δρουν μέσα στη χώρα…) αυτό που επιχειρεί είναι να ξεπεράσει το βασικό πολιτικό πρόβλημα που σήμερα υπάρχει: γιατί το ΚΚΕ δεν έχει στόχο την πάλη ενάντια στην εξάρτηση, γιατί δεν θέλει και δεν επιδιώκει –στην πραγματικότητα αντιστρέφεται– έναν παλλαϊκό αγώνα ενάντια σε ΔΝΤ-ΕΕ-ΝΑΤΟ–βάσεις, ενάντια στο συνολικό πλέγμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας.
Με βάση αυτά τα ζητήματα για την επανάσταση που σχεδιάζει το Πρόγραμμα του ΚΚΕ, ποιο πραγματικό ζήτημα απαντιέται μέσα σε αυτό; Στη βάση ποιων πραγματικών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δεδομένων διατυπώνει ποια πραγματικά στρατηγική που αξίζει και μπορεί να αφομοιωθεί, να αποτελέσει βάση συγκρότησης και εφόρμησης εργατικών και λαϊκών μαζών; Ή για να το θέσουμε ακόμα πιο άμεσα: Γιατί το κείμενο αυτό που αποφασίστηκε στο 19ο συνέδριο του ΚΚΕ είναι Πρόγραμμα;
Η γραμμή (μη) πάλης
Ας ξεκινήσουμε με δύο –βασικές κατά τη γνώμη μας-επισημάνσεις.
Για την ηγεσία ενός κόμματος που (θεωρεί ότι…) με τόση «σαφήνεια» και «λεπτομέρεια» έχει διατυπώσει το στρατηγικό της στόχο, θα ήταν στα «εκ των ων ουκ άνευ» να έχει διατυπώσει γραμμή πάλης για τη σημερινή φάση και συγκυρία. Κανονικά για ένα κόμμα που έχει με αποφασιστικότητα προσανατολιστεί στον στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης, στις σημερινές συνθήκες που ο αντίπαλος της εργατικής τάξης και του λαού διεξάγει λυσσώδη ταξική πάλη, αυτή η αναγκαιότητα είναι προφανής! Σε τελική ανάλυση, η ύπαρξη μιας –ευδιάκριτης για τους εργάτες και τον λαό– τέτοιας γραμμής είναι κάτι πολύ περισσότερο: είναι η πραγματική δυνατότητα πολιτικού ελέγχου της ρότας αυτού (του όποιου) κόμματος. Αλλιώς το (όποιο) Πρόγραμμα είναι ένα κενό γράμμα. Η κατεύθυνση που για το μέλλον θέτει ένας πολιτικός οργανισμός είναι αξιόπιστη αν συνιστά δέσμευση με συγκεκριμένη έκφραση στο παρόν. Φυσικά ισχύει και το αντίστροφο: Η πάλη στο παρόν δημιουργεί τροχιά προς το μέλλον, παράγει δεδομένα, κατευθύνσεις, δεσμεύσεις.
Δεύτερο, στις δοσμένες σημερινές συνθήκες της άγριας καπιταλιστικής επίθεσης, της ιμπεριαλιστικής επιδρομής στη χώρα και στην περιοχή, με το κίνημα σε κατάσταση ήττας και αποσυγκρότησης, με την απογοήτευση και την ηττοπάθεια να απλώνονται στον λαό και την εργατική τάξη, που δέχονται απανωτά χτυπήματα στα πιο στοιχειώδη τους δικαιώματα, όσον μας αφορά, είναι προφανής το ποια είναι η απαιτούμενη γραμμή πάλης. Αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από τη γραμμή που θα επιδιώκει να ανακόψει, να φρενάρει, να ανατρέψει πλευρές της ακατάσχετης επίθεσης του συστήματος και της κυβέρνησής του. Τη γραμμή δηλαδή της μαζικής Αντίστασης και Διεκδίκησης απέναντι στην επίθεση και το βάθεμα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, τη γραμμή του μαζικού αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τους πολέμους του. Αυτή η γραμμή έχει ισχυρότατη υλική βάση που δεν είναι άλλη από τα συμφέροντα των εργατικών –λαϊκών μαζών που έχουν επείγουσα ανάγκη να υπερασπιστούν και να διεκδικήσουν ψωμί, δουλειά, δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα και να αποκρούσουν τους πολεμικούς κινδύνους που τους απειλούν. Αυτή η γραμμή και στον βαθμό που υλοποιείται είναι και ο μόνος δρόμος για να ανακτήσουν οι μάζες την εμπιστοσύνη στη δύναμή τους, να «ανακαλύψουν» μέσα από τη δικιά τους μαζική και ενεργητική συμμετοχή στην ταξική πάλη τους πραγματικούς εχθρούς τους και τους ψεύτικους φίλους τους. Είναι ο μόνος δρόμος για να αρχίσει η εργατική τάξη να μάχεται καταρχάς για τον εαυτό της και για να μπουν ο λαός και η νεολαία στην κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής-αντιιμπεριαλιστικής -αντισυνδιαχειριστικής πάλης. Είναι ο δρόμος που παράγει υλικά δεδομένα -σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο- για το ζήτημα του Μετώπου που απαιτείται για την ανάπτυξη και αναβάθμιση αυτής της πάλης. Μαζί με αυτή τη γραμμή και σε διαλεκτική σχέση με αυτήν –και όχι έξω ή «πάνω» από αυτήν- δημιουργούνται και οι αναγκαίοι όροι για να τεθούν σε κλίμακα μαζών και με όρους κινήματος τα ζητήματα της επαναστατικής προοπτικής των μαζών. Το ζήτημα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και οι απαντήσεις που απαιτεί, το ζήτημα της εκ νέου συγκρότησης της εργατικής τάξης, της κατάκτησης της πολιτικής, ιδεολογικής ηγεμονίας της μέσα στον λαό στην κατεύθυνση της επαναστατικής σοσιαλιστικής διεξόδου.
Διαβάζοντας τις πολυσέλιδες θέσεις για το 20ο συνέδριο του ΚΚΕ, ο αναγνώστης δεν θα βρει αυτή (και ουσιαστικά και καμιά άλλη) τη γραμμή πάλης! Υπάρχει βέβαια πληθώρα καθηκόντων για τα μέλη, τα στελέχη, τα όργανα και τις εν γένει δυνάμεις του κόμματος αυτού, που όλα περιστρέφονται γύρω από τα ζητήματα της «αφομοίωσης», «κατανόησης» της σύγχρονης στρατηγικής αντίληψης, την ανάγκη να μάθει το κομματικό και το κνίτικο δυναμικό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των χώρων στους οποίους δρα ή στους οποίους θέλει να επεκτείνει τη δράση του κοκ. «Καλά και άγια» όλα αυτά αλλά για ποιο στόχο και σκοπό χρειάζεται να γίνουν; Ένας πολιτικός οργανισμός (και εν προκειμένω ένα θεωρούμενο κομμουνιστικό κόμμα) αποκτά ή/και ισχυροποιεί τις προσβάσεις του σε χώρους εργατών, εργαζομένων, νεολαίας, σε ποια βάση άραγε; Είναι αλήθεια ότι στο ερώτημα αυτό υπάρχουν διάφορες και εντελώς διαφορετικές επιλογές. Υπάρχει η επιλογή της βάσης που συνίσταται στην προώθηση μιας γραμμής πάλης με όλα βέβαια τα επιχειρήματα και τις αναγκαίες μορφές και όρους που πρέπει και μπορεί αυτή να γίνεται. Αλλά που σε κάθε περίπτωση θα είναι αυτή η γραμμή πάλης που θα «στιγματίζει» τον φορέα της και θα αποτελεί το κοινό και κυρίαρχο στοιχείο σε κάθε χώρο (εργατών, εργαζομένων, νεολαίας) όπου αυτός ο φορέας θα δρα και θα παρεμβαίνει. Υπάρχει, δεύτερον, η επιλογή η βάση της παρουσίας, παρέμβασης του φορέα να μην έχει καμιά γραμμή πάλης. Να έχει καταγγελίες για την κυβερνητική πολιτική και τα αστικά κόμματα, να έχει ζύμωση για το Πρόγραμμα του φορέα, να έχει διάδοση των εντύπων του. Μόνο που η παρέμβαση, δράση σε ένα σωματείο, σύλλογο, γειτονιά δεν γίνεται ποτέ στο κενό, σε ουδέτερες συνθήκες και πολύ περισσότερο σήμερα! Ποια είναι τα όρια λοιπόν αυτής της προπαγάνδας –ακόμα και αν υποθέταμε ότι έχει σωστό περιεχόμενο- στις σημερινές συνθήκες που λαός και νεολαία βογγούν από τα καθημερινά αυξανόμενα προβλήματά τους στα πιο στοιχειώδη ζητήματα; Τι αποτελέσματα μπορεί να βγάλει στις δοσμένες συνθήκες αυτή η επιλογή, που είναι η επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ; Μια επιλογή που αρνείται τον αγώνα των εργαζομένων και της νεολαίας και ως τέτοια απαιτεί και άλλου είδους στηρίξεις και έχει και άλλες «παρενέργειες». Όπως την ανάδειξη της κατάθεσης προτάσεων νόμου στη Βουλή ως την «κορύφωση» της «πάλης» που γίνεται στο επίπεδο των χώρων δουλειάς και ζωής, αφού αυτές οι προτάσεις νόμου βεβαιώνουν και σε κεντρικό πια πολιτικό επίπεδο τον λαό και τη νεολαία ότι « το ΚΚΕ διαφέρει από όλους τους άλλους». Όπως την ανάγκη οι δυνάμεις που σε συνδικαλιστικό επίπεδο αναφέρονται στο ΚΚΕ να ψηφίζουν και να συμπράττουν συχνά-πυκνά με τις καθεστωτικές παρατάξεις ώστε να «μην ξεφύγουν» τα πράγματα προς αγώνες και κινητοποιήσεις. Όπως την παραπομπή των αγώνων που απαιτούνται στη συναίνεση-έγκριση των –κατάπτυστων κατά τα άλλα- εργατοπατέρων της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, όπως έγινε το 2016 με το ασφαλιστικό, όπως γίνεται τώρα ξανά ενόψει της αναγγελίας των μέτρων της δεύτερης αξιολόγησης.
Κλείνοντας σε πρώτη φάση το ζήτημα αυτό, ας διακρίνουμε δύο ζητήματα. Είναι ένα θέμα το αν αυτή η επιλογή της άρνησης της γραμμής πάλης, της άρνησης δηλαδή ανάπτυξης αγώνων αντίστασης και διεκδίκησης απέναντι στην πολιτική του συστήματος (τόσο συνολικά όσο και κατά χώρους, Ομοσπονδίες κλπ) θα συνεχίσει να έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των δυνάμεών του σε χώρους εργαζομένων και νεολαίας ή αν θα καταφέρει να ανασχέσει αυτή την πορεία και να διατηρήσει δυνάμεις ή και να έχει επιτυχίες. Ένα άλλο θέμα όμως που αφορά όχι το ΚΚΕ αλλά συνολικά τους εργάτες, τον λαό και τη νεολαία, είναι ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής επιλογής για τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα. Είναι ολοφάνερο ότι αυτή η πολιτική επιλογή δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τον ταξικό και πολιτικό συσχετισμό για τη λαϊκή υπόθεση, δίνει έδαφος στο σύστημα και στην επίθεσή του. Και είναι για μας τουλάχιστον καθαρό πως ακόμα και εάν με αυτή την επιλογή της συμβολής στο «νεκρό τοπίο» αγώνων και αντιστάσεων κατορθώσει η ηγεσία του ΚΚΕ να ανακόψει τις απώλειες και να ενισχύσει την επιρροή της, αυτό μόνο «συγκέντρωση δυνάμεων» για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό δεν είναι! Συγκέντρωση δυνάμεων για αυτή την κατεύθυνση γίνεται μόνο με τη γραμμή της σύγκρουσης με την πολιτική του συστήματος στο πεδίο των μαχών, των αγώνων, στο πεδίο του κινήματος. Η γραμμή της κοινοβουλευτικής διαφοροποίησης μπορεί προσωρινά μόνο να εκφράσει δυσαρέσκεια και αποστροφή λαϊκών τμημάτων αλλά δεν συγκροτεί αγωνιστές, και πολύ περισσότερο κομμουνιστές. Και το σύνθημα του «κόμματος παντός καιρού» που η ηγεσία του ΚΚΕ έχει επιστρατεύσει για να «εξηγήσει» στα μέλη της γιατί δεν έχει πολιτική γραμμή αντιπαράθεσης με όρους μαζών με την πολιτική του συστήματος, είναι ένας ακόμα οπορτουνισμός που επιχειρεί να κρύψει αυτή τη βασική αλήθεια και να δικαιολογήσει ως «ευφυή τακτική» τη γραμμή της αποδοχής της επίθεσης. Την ίδια ανάγκη εξυπηρετούν στο εσωκομματικό πεδίο για την ηγεσία του ΚΚΕ και οι αναλύσεις (με ιδιαίτερα άρθρα ενόψει του Συνεδρίου) για «το τι εννοούμε κόμμα της επαναστατικής ανατροπής υποχρεωμένο να δρα σε μη επαναστατικές συνθήκες». Το μόνο που δεν «εννοούμε» -όπως μας πληροφορεί η σχετική ανάλυση- είναι ότι αυτό το «κόμμα της επαναστατικής ανατροπής» θα έχει και θα παλεύει μέσα στους εργάτες και στον λαό στις παρούσες, μη επαναστατικές συνθήκες, γραμμή σύγκρουσης με την πολιτική του συστήματος και του ιμπεριαλισμού!