«Ανάκτηση απωλειών» και «σύγχρονες ανάγκες»
Η μοναδική συγκεκριμένη «γραμμή πάλης» που οι Θέσεις υιοθετούν είναι αυτή που αναφέρεται στη λεγόμενη «ανάκτηση των απωλειών». Αλλά και αυτή δεν πάει μόνη της, όπως πάλι οι Θέσεις λένε. Συνδυάζεται με τις «σύγχρονες ανάγκες». Αντιγράφουμε από τη θέση 53: «(…) η γραμμή πάλης που θέτει στο επίκεντρο την ανάκτηση των απωλειών, σε συνδυασμό με τις σύγχρονες ανάγκες των εργατικών-λαϊκών οικογενειών». Ας τα δούμε αυτά τα δύο χωριστά αλλά και στον –πράγματι αναγκαίο, σύμφωνα με τη λογική των Θέσεων- συνδυασμό τους.
Η «ανάκτηση των απωλειών» που είχε η εργατική τάξη και ο λαός από το ΚΚΕ αναφέρεται στο διάστημα από το 2009 και μετά και προσδιορίζεται πολύ συγκεκριμένα από τα πλαίσια του ΠΑΜΕ και των άλλων δυνάμεών του (ΠΑΣΕΒΕ-ΠΑΣΥ-ΟΓΕ-ΜΑΣ) που κατά το ΚΚΕ αποτελούν την υπό εξέλιξη Κοινωνική Συμμαχία. Για παράδειγμα, πρόσφατα τα «530 σωματεία» κατέθεσαν… σχέδιο νόμου με αίτημα τα 751 ευρώ για κατώτερο μισθό κ.λπ. Προσπερνούμε το –πολύ σοβαρό- ζήτημα του τι εννοείται πια ως «πάλη» με αυτή την αποθέωση του κοινοβουλευτικού κρετινισμού και μένουμε στα ζήτημα αυτού καθαυτό του πολιτικού στόχου: Πώς προέκυψε άραγε αυτή η επιλογή των «751 ευρώ» και συνολικά της «ανάκτησης των απωλειών»; Ποιο μέτρο υπέδειξε στην ηγεσία του ΚΚΕ ότι πρέπει να ξεχάσει τους στόχους που η ίδια είχε μέχρι το 2009 για 1.400 ευρώ και να βάλει τώρα ως στόχο τα 751 ευρώ; Γιατί τότε το εργατικό κίνημα μπορούσε να έχει αυτό το στόχο –και η ηγεσία του ΚΚΕ να σαλπίζει την «αντεπίθεσή» της- και μερικά χρόνια μετά να έχει ως πρόταση και στόχο την «ανάκτηση των απωλειών»;
Ο στόχος που μπορεί να παλέψει και να κατακτήσει ένα αγώνας –κατά τη δική μας γνώμη- καθορίζεται από έναν κυρίαρχο παράγοντα: το συσχετισμό που μπορεί να διαμορφώσει στον συγκεκριμένο αγώνα η πάλη των εργαζομένων. Σε αυτή τη βάση, και οι υποτιθέμενοι στόχοι πριν από το 2009 (που συγκάλυπταν την πορεία υποχώρησης του κινήματος για την οποία το ΚΚΕ είχε βασική ευθύνη) και οι τωρινοί είναι στην καλύτερη περίπτωση αυθαίρετοι. Ιδιαίτερα όμως το σχήμα της «ανάκτησης των απωλειών» παραπέμπει σε μια λογική προσαρμογής των εργατικών-λαϊκών αγώνων στα μέτρα της κρίσης και των «αντοχών» που το σύστημα έχει σήμερα. Από την άλλη, μόνο πολιτικοποίηση των εργατών και του λαού δεν φέρνει αυτή η πολιτική γραμμή πάλης (αν ως τέτοια πρέπει να εννοηθεί) όπως οφείλει να κάνει μια τέτοια γραμμή. Αντίθετα, προκαλεί και τον «κίνδυνο της εξιδανίκευσης» της περιόδου πριν το 2009, όπως εξάλλου και οι Θέσεις του ΚΚΕ ομολογούν, αλλά παρ” όλα αυτά η «ανάκτηση απωλειών» ήταν και παραμένει ο στόχος που η ηγεσία του ΚΚΕ επέλεξε! Ταυτόχρονα η ηγεσία του ΚΚΕ αρνήθηκε επίμονα στην περίοδο των μαζικών αγώνων του 2010-12 να υιοθετήσει την πολιτική κατεύθυνση–στόχο «Κάτω τα μνημόνια» γιατί, λέει, ήταν αποπροσανατολιστική. Βέβαια, όταν οι αγώνες κόπασαν παρουσίασε σχέδιο νόμου κατάργησης των Μνημονίων!
Η ηγεσία λοιπόν του ΚΚΕ δεν θα χρειαζόταν να ψάξει πολύ αν ήθελε να έχει μια πολιτική γραμμή που να αναδεικνύει έναν ευρύ ορίζοντα πάλης για τους εργάτες, το λαό και τη νεολαία. Δεν θα χρειαζόταν να «σκαρφίζεται» σχήματα όπως αυτό της ανάκτησης των απωλειών αν ήθελε να κινηθεί στη γραμμή της Αντίστασης-Διεκδίκησης, στη γραμμή της μαζικής αντιπαράθεσης και ανατροπής των μνημονίων και όλων των αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων. Τέτοια πολιτική κατεύθυνση και με όλες τις δεσμεύσεις που αυτή παράγει μέσα στην ταξική πάλη δεν θέλει να έχει η ηγεσία του ΚΚΕ. Τη διαφυγή της από μια τέτοια γραμμή εξυπηρετεί η επινόηση της «ανάκτησης των απωλειών», που θυμίζει και μοιάζει με την προεκλογική ρητορική που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το Γενάρη του 2015.
Αλλά και, όπως οι Θέσεις αναφέρουν, η «ανάκτηση των απωλειών» δεν πάει μόνη της. Συνοδεύεται και συνδυάζεται με την ανάδειξη «των σύγχρονων αναγκών», που αποτελεί φράση-μόνιμη επωδό στα πλαίσια του ΠΑΜΕ και των άλλων δυνάμεων που αναφέρονται στο ΚΚΕ. Η φράση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια «αθώα κουβέντα», ως ένα επιχείρημα με το οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ θέλει να εξοπλίσει τα μέλη της για να πείσουν τους εργαζόμενους ότι έχουν δικαιώματα. Πρόκειται για μια ολόκληρη θεωρία που επίμονα και κεντρικά προβάλλεται από το ΚΚΕ. Η Θέση 53, αναδεικνύοντας αυτή ακριβώς τη θεωρία, αναφέρει παρακάτω: «Είναι αντικειμενική τάση να αυξάνονται οι σύγχρονες ανάγκες. Αυτό οφείλεται στο σύγχρονο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στην άνοδο της παραγωγικότητας, στα επιτεύγματα της επιστήμης και τις εφαρμογές τους σε όλους τους τομείς…». Πρόκειται για τη «θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων», μια θεωρία που «αντικειμενικοποιεί» την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, για να υποβαθμίσει μέχρι εξαφανίσεως την ταξική και πολιτική πάλη και τους στόχους που σε αυτήν πρέπει να τίθενται από την εργατική-λαϊκή πλευρά. Μια θεωρία που μόνο καινούρια δεν είναι και η οποία αποτέλεσε θεωρητικό θεμέλιο και από τους Σοβιετικούς και από τους Κινέζους στη ρεβιζιονιστική στροφή και πορεία. Εκεί, στις συνθήκες δηλαδή της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό, οι ρεβιζιονιστές (ήδη από τη δεκαετία του 1950 στην Σ.Ε.) ανέδειξαν τη διάσταση αυτής της θεωρίας «κομμουνισμός=ορθολογιστική οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων» για να υπαχθεί η έκβαση της ταξικής πάλης στην ανάδειξη της νέας αστικής τάξης.
Αργότερα, στην Κίνα, ο Τεγκ Χσιάο Πινγκ εκλαΐκευε τη θεωρία αυτή με το γνωστό ρητό του «άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, αρκεί να πιάνει ποντίκια» για να δώσει ώθηση στη ρεβιζιονιστική στροφή και στην πορεία για την καπιταλιστική παλινόρθωση. Οι επαναστατικές κομμουνιστικές δυνάμεις αντιτάχθηκαν αναδεικνύοντας την προτεραιότητα του μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων έναντι της –με όποιους όρους- ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Σε συνθήκες καπιταλισμού, η θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων χρησιμοποιήθηκε –και χρησιμοποιείται- από τους ρεφορμιστές για να «αποδείξουν» τη δυνατότητα του ειρηνικού περάσματος που «θεμελιώνεται» στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτές «αρκούν», σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, για να αλλάξουν «αντικειμενικά» και άρα ειρηνικά και οι παραγωγικές σχέσεις. Χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται κατά συνέπεια ως θεμέλιο για την επιβολή της ταξικής συνεργασίας-υποταγής, που είναι προφανώς «αναγκαία» για να επιτευχθεί ο «υπέρτατος στόχος» της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ενώ το ζήτημα της πάλης για εργατικές-λαϊκές κατακτήσεις, της όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων από τη σκοπιά των από κάτω μπορεί (και πρέπει!) να «περιμένει»…
Στο πνεύμα αυτών των θεωρήσεων -με τις οποίες γαλουχήθηκε εξάλλου- βρίσκεται και η ηγεσία του ΚΚΕ, προβάλλοντας ως κεντρικό ζήτημα «τις σύγχρονες ανάγκες», με τις οποίες ούτε λίγο ούτε πολύ «θεμελιώνει» τη δυνατότητα, ακόμα και την «αντικειμενικότητα», της επανάστασης όπως η ίδια την εννοεί και όπως την έχει περιγράψει στο Πρόγραμμά της. Και παρόλο που για προφανείς πολιτικούς λόγους δεν μπορεί σε αυτή τη φάση να ταχθεί «υπέρ της ανάπτυξης», ανακυκλώνει και επιστρατεύει ξανά και ξανά αυτήν την ολέθρια για την υπόθεση της πάλης και του κινήματος θεωρία. Την επιστρατεύει για να προβάλει μια «επανάσταση που θα γίνει» όχι γιατί θα έχει οξυνθεί η ταξική πάλη και οι από κάτω δεν θα δέχονται να κυβερνηθούν από τους από πάνω και θα είναι σε θέση να θέσουν ζήτημα εξουσίας και να την πάρουν, αλλά γιατί εκεί τάχα οδηγεί «η αντικειμενική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων». Έτσι η ηγεσία του ΚΚΕ «εξηγεί» πως και «με την επανάσταση είναι» και ταυτόχρονα αρνείται τον ταξικό πολιτικό αγώνα των εργατικών λαϊκών μαζών που είναι ο μόνος δρόμος συγκρότησης όρων για την επανάσταση!
Ωστόσο οι επαναστάσεις δεν είναι η ιστορία των «σύγχρονων αναγκών» των μαζών! Είναι η έκβαση της ταξικής πάλης και των ταξικών αντιθέσεων όταν αυτές επιλύονται υπό την καθοδήγηση των επαναστατικών κομμουνιστικών δυνάμεων! Άραγε «θεμελίωναν οι σύγχρονες ανάγκες» της εργατικής τάξης και των αγροτών την επανάσταση του 1917; Ήξεραν στον πλανήτη το 6ωρο, τους δωρεάν παιδικούς σταθμούς, τη μόρφωση για όλους, πριν τα κατακτήσει μαζί με πολλά άλλα η επανάσταση; Ήταν όλα αυτά «αντικειμενική τάση» ή αποτέλεσμα της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και της διαμόρφωσης των αντίστοιχων σοσιαλιστικών σχέσεων που απελευθέρωσαν και τις παραγωγικές δυνάμεις στην καθυστερημένη και βουτηγμένη στην εξαθλίωση τσαρική Ρωσία; Ή, για να έρθουμε σε ένα πιο κοντινό παράδειγμα, οι μεγάλοι αγώνες και οι νίκες (8ωρο, ασφάλιση…) του εργατικού λαϊκού κινήματος στη χώρα μας την περίοδο μετά το 1930 υπήρξαν «με θεμέλια» την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» και την μη ικανοποίηση των «σύγχρονων αναγκών» των εργατών και του λαού στην Ελλάδα όπου επικρατούν ακόμα οι συνθήκες της καταστροφής μετά τη μικρασιατική εκστρατεία;
Για τα δικαιώματα των εργατικών-λαϊκών μαζών (που προφανώς πρέπει να προβάλλονται) δεν μπορεί να αναζητηθεί η θεμελίωσή τους στο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα αλλά και στην όποια χώρα. Μήπως, για παράδειγμα, η υποχώρηση κατά 25% του ΑΕΠ στη χώρα –το οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ θεωρεί έναν ασφαλή δείκτη του όγκου της παραγωγής- θα έπρεπε να οδηγήσει «αντικειμενικά» και σε προσαρμογές των αιτημάτων και των αγώνων του λαού; Η αντικειμενική θεμελίωση των δικαιωμάτων και της επαναστατικής προοπτικής της εργατικής τάξης και του λαού βρίσκεται εδώ και έναν αιώνα στο ίδιο το σάπιο και αντιδραστικό σύστημα. Βρίσκεται στην κύρια (ιμπεριαλισμός–λαός) και στη βασική (εργατική τάξη-κεφάλαιο) αντίθεση. Και πάνω από όλα και τελικά τα δικαιώματα αυτά θεμελιώνονται στη βάση της δυνατότητας των εργατών και του λαού να παλεύουν για αυτά και να τα κατακτούν! Και αυτή η δυνατότητα δεν θεμελιώνεται βέβαια στα «αντικειμενικά μεγέθη» του πλούτου που διαθέτει η όποια χώρα, στην υποτιθέμενη «αντικειμενική» τάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι οποίες στην Ελλάδα, αλλά και στην πλειοψηφία των χωρών του πλανήτη, βρίσκονται σε φάση καταστροφής!
Θεμελιώνεται η δυνατότητα αυτή στα χαρακτηριστικά που διαμορφώνει και κατακτά ο υποκειμενικός παράγοντας. Και μιλώντας για ένα κόμμα, αυτό το «υποκειμενικό» δεν είναι άλλο από την πολιτική γραμμή που επιλέγει να έχει. Η ηγεσία του ΚΚΕ επιλέγει να μην έχει την πολιτική γραμμή που ανοίγει το δρόμο στην πάλη και την κατάκτηση των δικαιωμάτων. Επιλέγει τη γραμμή της «ανάκτησης των απωλειών» και των «σύγχρονων αναγκών» σαν μέσο διαφυγής από τις εκρηκτικές απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Με το πρώτο διαχειρίζεται με κοινοβουλευτικό τρόπο την παρουσία του στις σημερινές συνθήκες, ενώ με βάση το δεύτερο («σύγχρονες ανάγκες») παρουσιάζει μια… αρμαθιά υποτιθέμενων αιτημάτων που «εξηγούν» γιατί… δεν πρέπει και δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα μαζική αντίσταση και διεκδίκηση.
Ας δούμε όμως στη συνέχεια το πώς αντιμετώπισε (και) στο 20ό Συνέδριό του το ΚΚΕ ορισμένα βασικά και κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που αφορούν την κατάσταση και τις εξελίξεις διεθνώς και στη χώρα.
«Κατάργηση» (διά της «γενίκευσης») του ιμπεριαλισμού!
Η ηγεσία του ΚΚΕ έχει ουσιαστικά «καταργήσει» τον ιμπεριαλισμό ως την κρίσιμη και κυρίαρχη διάσταση που έχει σήμερα το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Την «κατάργηση» αυτή η ηγεσία του ΚΚΕ την κάνει όταν για μια σειρά κρίσιμα διεθνή ζητήματα –και για ολόκληρες περιόδους- οι αναλύσεις της αρχίζουν και τελειώνουν στα συμφέροντα των «επιχειρηματικών ομίλων», που τους εμφανίζει ως αυτούς καθαυτούς υποκείμενα των εξελίξεων και των αντιθέσεων στον κόσμο, ακουμπώντας ουσιαστικά στο θεώρημα της «παγκοσμιοποίησης». Αλλά επίσης «καταργεί» τον ιμπεριαλισμό όταν αναφέρεται σε αυτόν! Με το σχήμα της «ιμπεριαλιστικής πυραμίδας» που έχει υιοθετήσει διαστρεβλώνει πλήρως το νόημα του λενινιστικού όρου, αφού περίπου κάθε χώρα του πλανήτη μπορεί να ενταχθεί σε αυτήν την ιμπεριαλιστική πυραμίδα!
Η εξίσωση με βάση την οποία σερβίρει το σχήμα αυτό («μονοπώλιο=ιμπεριαλισμός») είναι από κάθε άποψη χωρίς βάση. Είναι στον αντίποδα των «πέντε βασικών γνωρισμάτων» με βάση τα οποία (και τα πέντε!) δίνει ο Λένιν τον ορισμό του ιμπεριαλισμού. Είναι ένας εκφυλισμός των όρων που σε οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό επίπεδο πρέπει να έχει μια χώρα του χρηματιστικού κεφαλαίου για να ανήκει στις μεγάλες δυνάμεις που επιδιώκουν το ξαναμοίρασμα του κόσμου, ένας εκφυλισμός στο επίπεδο της… όποιας συγκέντρωσης της… όποιας παραγωγής! Είναι στον αντίποδα της λενινιστικής ανάλυσης για τον ιμπεριαλισμό, που διαπιστώνει ότι ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα ήδη «Ο κόσμος χωρίστηκε σε μια χούφτα κράτη-τοκογλύφους και σε μια τεράστια πλειοψηφία κράτη-οφειλέτες», για να συμπληρώσει αμέσως μετά, μιλώντας για την Αγγλία της ίδιας εποχής, ότι «Ο πολεμικός της στόλος παίζει, σε περίπτωση ανάγκης, το ρόλο του δικαστικού κλητήρα» για να εξηγήσει πού τελικά στηρίζεται η δυνατότητα της «παγκόσμιας τοκογλυφίας» των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Αλλά και για τα ίδια τα μονοπώλια ο Λένιν επισημαίνει «τις τέσσερις κύριες εκδηλώσεις τους» που χαρακτηρίζουν την εποχή του ιμπεριαλισμού και όχι μόνο το γεγονός ότι «αυτά ξεπήδησαν από τη συγκέντρωση της παραγωγής σε μια πολύ υψηλή βαθμίδα της ανάπτυξής της». Επισημαίνει δηλαδή το ρόλο τους «στην ένταση της αρπαγής των σπουδαιότερων πηγών πρώτων υλών», το ρόλο τους στη διαμόρφωση της χρηματιστικής ολιγαρχίας και τον αγώνα της τελευταίας «για τις πηγές πρώτων υλών, για την εξαγωγή κεφαλαίου, για τις σφαίρες επιρροής…» Επισημάνσεις καίριες για να αντιληφθούμε και την ουσία του ιμπεριαλισμού αλλά και τις ιδιοτυπίες ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σήμερα (π.χ. Γερμανία) που «πάσχουν» σε κρίσιμες πλευρές αυτών των χαρακτηριστικών που χρειάζεται ένας «ολοκληρωμένος» ιμπεριαλισμός.
Με βάση αυτή την ανάλυση, η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπορεί να «διαβάσει» τον σημερινό κόσμο, τις αντιθέσεις που καθορίζουν τις εξελίξεις σε αυτόν, τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο, τα καθήκοντα που προκύπτουν για τους λαούς και για το λαό μας. Είναι χαρακτηριστικά τα σχετικά άρθρα στις 12/1 και 15/1 στο «Ριζοσπάστη» με τα οποία επιχειρείται να στηριχθούν συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις ενόψει του 20ού Συνεδρίου. Στο πρώτο («Πώς τεκμηριώνεται η τάση αλλαγής συσχετισμού ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα») η πολιτική Τραμπ εκτιμάται ως «επιθετική απέναντι στην Κίνα και προσπάθειας συμβιβασμού με τη Ρωσία», ενώ στο δεύτερο(« Η ανισομετρία, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και οι διεθνείς συμμαχίες») ακόμα πιο ανοιχτά εκτιμάται ότι η προεδρία Τραμπ προσανατολίζεται σε «προσέγγιση με τη Ρωσία για την αποδυνάμωση των σχέσεών της με την Κίνα»!
Θεωρούμε πλήρως λανθασμένη μια τέτοια προσέγγιση που υιοθετεί την «ανάλυση του συρμού» για «προσέγγιση» και «συμβιβασμό» που τάχα οι ΗΠΑ του Τραμπ θα επιδιώξουν με τη Ρωσία. Θεωρούμε αντίθετα ότι ο κύριος και στρατηγικός αντίπαλος των ΗΠΑ ήταν και παραμένει η Ρωσία και ότι είναι η αποτυχία του Ομπάμα στο στρατηγικό-στρατιωτικό αποδυνάμωμα της Ρωσίας βασικός λόγος που οδήγησε στην «απροσδόκητη» εκλογή Τραμπ. Στη βάση αυτής της αντίθεσης που δεσπόζει ανάμεσα στις άλλες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις είναι που θα διαμορφωθούν και οι στρατηγικές συμμαχίες και στη βάση αυτής της αντίθεσης παράγονται και οι κίνδυνοι της γενικευμένης αναμέτρησης για τους λαούς του πλανήτη. Και είναι αυτή η αντίθεση ΗΠΑ-Ρωσίας (και όχι η αντίθεση ΗΠΑ-Κίνας) στη βάση της οποίας παράγονται μια σειρά επικίνδυνες εξελίξεις και ενδεχόμενα σε Βαλκάνια, ελληνοτουρκικά, Ν.Α. Μεσόγειο ή οι εξελίξεις που αφορούν την ίδια τη «χρήση» της χώρας μας από τον ιμπεριαλισμό. Εξελίξεις για τις οποίες πρέπει να εξοπλιστεί πολιτικά ο λαός μας και το κίνημα στη χώρα!
Η ηγεσία του ΚΚΕ υιοθετεί το παραπάνω λαθεμένο σχήμα για την πολιτική των ΗΠΑ ακριβώς γιατί έχει «ξεφτίσει» τον ιμπεριαλισμό σε μια οικονομίστικη έννοια. Ο «μαρξισμός» της ηγεσίας του ΚΚΕ φτάνει για να επισημάνει την (υπαρκτή) ισχυροποίηση της Κίνας σε οικονομικό επίπεδο, αλλά δεν φτάνει για να αντιληφθεί ότι η αντίθεση των ΗΠΑ απέναντί της αφορά την ανησυχία τους αυτή η συσσώρευση να μη μετατραπεί σε στρατιωτική ισχύ παγκόσμιας εμβέλειας που η Κίνα σήμερα δεν την έχει (όπως επώδυνα για τους επενδυτές της Κίνας αποδείχτηκε στην επέμβαση στη Λιβύη), ενώ η Ρωσία ήδη την έχει! Η ηγεσία του ΚΚΕ αντιλαμβάνεται δηλαδή την ανισομετρία μόνο με οικονομικούς και όχι στρατηγικούς (πυρηνικά) και στρατιωτικούς όρους, που όμως είναι καθοριστικοί για το αν και πόσο μπορεί ένας ιμπεριαλιστής να διεκδικεί σφαίρες και ζώνες επιρροής, να παίζει πρωταγωνιστικό ή έστω σημαντικό ρόλο στην κούρσα ξαναμοιράσματος του κόσμου που εξελίσσεται ήδη. Για αυτό διατυπώνει και το (αδι)ανόητο σενάριο να βρίσκονται ΗΠΑ και Ρωσία έστω και τακτικά στο ίδιο μπλοκ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων!
Το ίδιο λάθος επαναλαμβάνεται στο δεύτερο από τα παραπάνω άρθρα για την περίπτωση της Γερμανίας. Γράφει ο «Ριζοσπάστης» της 15/1: «Σήμερα η Γερμανία φαίνεται να έχει ξεπεράσει πλήρως την κρίση και να βρίσκεται στη φάση της ανόδου»! Αυτή η θέση-εκτίμηση είναι ένα ακόμα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο η ηγεσία του ΚΚΕ δεν γνωρίζει την έννοια του ιμπεριαλισμού και δεν μπορεί να διαβάσει σήμερα τον κόσμο. Γιατί η Γερμανία είναι η κατεξοχήν περίπτωση «κουτσής» ιμπεριαλιστικής δύναμης. Γιατί ενεργειακά υπόκειται στις αντιθέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας που ανταγωνίζονται για το σε ποια από τις δύο θα «υπαχθεί» η τεράστια γερμανική βιομηχανία και παραγωγή. Γιατί δεν έχει δικές της σφαίρες και ζώνες επιρροής τις οποίες μπορεί να στηρίξει-ελέγξει με δικούς της στρατιωτικούς όρους. Για αυτό άλλωστε στη λεγόμενη στην αστική φιλολογία «ζώνη του γερμανικού ευρώ» εμφανίστηκαν οι -κατά Ράμσφελντ- χώρες της «νέας Ευρώπης», ενώ τα Βαλκάνια και η Ανατολική Ευρώπη (δηλαδή η υποτιθέμενη γερμανική αυλή) φορτώνονται διαρκώς με αμερικανονατοϊκές στρατιωτικές δυνάμεις και ρώσικες παρεμβάσεις. Γι” αυτό άλλωστε έχει ως ομπρέλα της το ΝΑΤΟ το οποίο –παρά τη φιλολογία περί γερμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα- το Βερολίνο δέχτηκε «μέσα σε μια νύχτα» να εγκατασταθεί στο Αιγαίο.
Η ηγεσία του ΚΚΕ όμως όλα αυτά δεν τα χωράει στο συλλογισμό της και έτσι, αφού μετέφερε στο άρθρο της τα επίσημα οικονομικά στοιχεία που δείχνουν την αύξηση των εξαγωγών και τους μεγάλους ρυθμούς ανόδου του γερμανικού ΑΕΠ, με πάσα άνεση ανακήρυξε τη Γερμανία σε «φάση ανόδου»! Αυτές οι ευκολίες όμως όχι μόνο δεν συνιστούν πρωτοπόρα ανάλυση που στη βάση της συγκροτείται επαναστατικό κόμμα και κίνημα, αλλά αντίθετα αποτελούν διόδους επαφής και συνάντησης με δυνάμεις τύπου Ζουράρι, όπως και στο παρελθόν έχει συμβεί!