Με ένα αναβαπτισμένο στις κάλπες αντιδραστικό πολιτικό σκηνικό, οι δυνάμεις του συστήματος εντός και εκτός της χώρας προετοιμάζουν και υλοποιούν ένα νέο γύρο άγριας επίθεσης στα εργατικά-λαϊκά δικαιώματα. Η κατάσταση είναι από κάθε άποψη κρίσιμη. Τα πλήγματα που επιφέρει στις κατακτήσεις και τη δυνατότητα συγκρότησης της εργατικής τάξης το πολυνομοσχέδιο της ΝΔ -σε συνέχεια των απεργοκτόνων νόμων του ΣΥΡΙΖΑ- συνιστούν μια ιστορικού χαρακτήρα πρόκληση για τον κόσμο της δουλειάς, οι όροι σπουδών και ζωής της νεολαίας βρίσκονται για άλλη μια φορά στο στόχαστρο, ο «νόμος» και η «τάξη» αναγορεύονται σε επίσημο κρατικό δόγμα, ενώ η όλο και βαθύτερη εμπλοκή της χώρας στα αιματοβαμμένα ιμπεριαλιστικά σχέδια αποτελεί εγγύηση για μεγάλους κινδύνους και συμφορές που απειλούν το λαό μας.
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις, για το ΚΚΕ(μ-λ) είναι ξεκάθαρο ότι απαιτείται ενεργοποίηση και ανάληψη ευθύνης από κάθε έναν που αναφέρεται στο κίνημα και τη λαϊκή υπόθεση. Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν τα καλέσματα που απευθύναμε πρόσφατα με στόχο τον ευρύτερο δυνατό συντονισμό δυνάμεων, ώστε να δοθεί κινηματική απάντηση στα όσα έρχονται. Το στοιχείο αυτό είναι που βάρυνε στις επιλογές μας, χωρίς να έχουμε αυταπάτες για τις διαθέσεις πολλών εκ των αποδεκτών, όπως φάνηκε άλλωστε και από τις αρνήσεις που προέβαλαν μια σειρά από οργανώσεις στην Αθήνα αναφορικά με την πρότασή μας για από κοινού διοργάνωση διαδήλωσης μετά τη ΔΕΘ ενάντια στις αντιλαϊκές εξαγγελίες και τη φασιστικοποίηση. Με αυτό το πνεύμα σκοπεύουμε να συνεχίσουμε, αλλά και να συμμετάσχουμε σε συσκέψεις ανάλογου χαρακτήρα στις οποίες έχουμε προσκληθεί.
Γι” αυτόν το λόγο και με αυτόν το σκοπό, εξάλλου, εξακολουθούμε να στηρίζουμε το εγχείρημα μετωπικής πολιτικής συνεργασίας της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ, επιδιώκοντας να γειωθεί περισσότερο με τα λαϊκά προβλήματα -κεντρικά και τοπικά- και να πλαισιωθεί από λαϊκούς αγωνιστές που συμφωνούν με το πολιτικό της πλαίσιο.
Η επιμονή μας στην τακτική της κοινής δράσης, της συγκρότησης πρωτοβουλιών αγώνα, της αναζήτησης των ευρύτερων δυνατών συνεργασιών μεταξύ των αριστερών δυνάμεων μέσα στο κίνημα πάνω στα ζητήματα που αναδεικνύουν η καπιταλιστική επίθεση και η ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα από μία και μοναδική αγωνία εμφορείται: την προώθηση των απαιτούμενων αντιστάσεων και διεκδικήσεων του λαού και της νεολαίας, τη διαμόρφωση όρων για την ανασυγκρότηση της μαζικής λαϊκής πάλης, την ανάδειξη των στόχων εκείνων που μπορούν να συσπειρώσουν σε αγωνιστική κατεύθυνση ένα δυναμικό και να δώσουν πνοή στην κίνησή του. Πρόκειται για ένα κορυφαίο καθήκον, σε σχέση με το οποίο δεν χωρούν παρακάμψεις και υπεκφυγές. Αντιθέτως, ο καθένας οφείλει να πάρει θέση και να προσδιορίσει συγκεκριμένα τη στάση του.
Ποτέ δεν δυσκολευτήκαμε να αντιληφθούμε τα παραπάνω ως στοιχειώδη και αναγκαία, προκειμένου η συμβολή μας στη λαϊκή υπόθεση να περπατήσει, πατώντας στο «στέρεο έδαφος» της κίνησης και των αγώνων ή -έστω- δημιουργώντας ρωγμές στο «τσιμέντο» της αδράνειας και της κινηματικής άπνοιας, που μόνο δεινά και αδιέξοδα αναπαράγει. Αντίστοιχα, σε καμία περίπτωση δεν μας εμπόδισε αυτή μας η στάση στο να οριοθετηθούμε απέναντι σε άλλες δυνάμεις και αποπροσανατολιστικές αντιλήψεις που κατατίθενται στο κίνημα, ούτε ποτέ χαρακτηρίστηκε από κάποια διάθεση να συγκαλύψουμε τις πολιτικές διαφορές και αντιπαραθέσεις. Ίσα ίσα, κάτι τέτοιο καθίσταται όλο και πιο επιτακτικό σε μια περίοδο που οι ευθύνες της ποικιλώνυμης αριστεράς για την κατάσταση του κινήματος είναι τεράστιες.
Όσο κρίσιμο ζητούμενο θεωρούμε, λοιπόν, τη συγκέντρωση δυνάμεων πάνω σε στόχους πάλης, για την ανάπτυξη εστιών αντίστασης, με ορίζοντα τη συγκρότηση ενός Μετώπου Αντίστασης και Διεκδίκησης, άλλο τόσο έντονα διακρίνουμε την ανάγκη συγκέντρωσης και συγκρότησης αγωνιστών σε μια λογική Αναμέτρησης, που επιδιώκουμε ως οργάνωση να ισχυροποιείται μέσα στο κίνημα, σε αντιπαράθεση με τη γραμμή της ταξικής συνθηκολόγησης. Οι αντιφάσεις, οι μεταβολές στις «δοσολογίες» τής μιας και της άλλης πλευράς, οι ιεραρχήσεις που η ίδια η ζωή επιβάλλει να προκρίνεις στην εκάστοτε φάση φαντάζουν άλυτο σταυρόλεξο μόνο σε όποιον δεν μπορεί να αντιληφθεί τη διαλεκτική της ενότητας και της πάλης.
Είναι ολοφάνερο πως ο πολιτικός-ταξικός συσχετισμός δύναμης είναι αρνητικός, ενώ στους χώρους δουλειάς, σπουδών και ζωής επικρατεί η αποδιοργάνωση. Αυτός ο παράγοντας σίγουρα δεν ευνοεί μια αντιστροφή της σημερινής πορείας, επιβαρύνει αρνητικά τις όποιες προσπάθειες ανάτασης γίνονται και απονευρώνει τις αγωνιστικές διαθέσεις που ήδη έχουν αρχίσει να εκφράζονται αποσπασματικά από ένα δυναμικό εργαζομένων και νεολαίας. Στον αντίποδα, ενισχύει τις κάθε λογής πελαγοδρομήσεις, την αναζήτηση κόλπων και λύσεων «ευκολίας», την ανακύκλωση των αδιεξόδων, την καλλιέργεια νέων αυταπατών, τις υπεκφυγές από τις πραγματικές απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Τέτοιες θεωρήσεις και πρακτικές έχουν γίνει, άλλωστε, δεύτερη φύση των ηγεσιών της πλειοψηφίας των αριστερών οργανώσεων, με ποικίλες εκφράσεις στη σημερινή φάση:
Κι όμως, το ζήτημα παραμένει. Όσο καθυστερεί η ανάληψη πρωτοβουλιών και η συγκρότηση των λαϊκών αντιστάσεων τόσο οι αντιδραστικές δυνάμεις θα συνεχίσουν να εφορμούν ανελέητα. Δεν υπάρχουν δρόμοι διαφυγής από αυτό. Πολύ απλά, γιατί η ταξική πάλη θα συνεχίσει να το θέτει επίμονα και να απαιτεί απαντήσεις.