Σε σταθερή τροχιά υπαναχώρησης βρίσκεται η κυβέρνηση στα ζητήματα που αφορούν τα εργασιακά. Και η έναρξη του λεγόμενου «κοινωνικού διαλόγου», την Τετάρτη 15 Απρίλη, μπροστά στην κατάθεση δύο νομοσχεδίων (ένα για τις συλλογικές συμβάσεις και ένα για τον κατώτερο μισθό) είναι η απόδειξη για κάτι τέτοιο. Γιατί αν η κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει τις νομοθετικές της πρωτοβουλίες με βάση το δίκιο των εργαζομένων, αλλά και με βάση τις ίδιες τις εξαγγελίες της, δεν είχε καμία ανάγκη από μία τέτοια διαδικασία. Χώρια που με τον καθένα από αυτούς έχουν υπάρξει περισσότερες από μία διμερείς επαφές.
Ουσιαστικά, ο λεγόμενος «κοινωνικός διάλογος» αποτελεί το άλλοθι για διαφόρων ειδών υπαναχωρήσεις στο επίπεδο των εργασιακών. Και ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι υπαναχωρήσεις έχουν ήδη εμφανιστεί τόσο στο ζήτημα της επαναφοράς του κατώτερου μισθού όσο και στο ζήτημα της κυριακάτικης αργίας, όπου κοινό παρονομαστή αποτελεί η επίκληση «πιθανού σοκ» στον εμπορικό κόσμο.
Μα και αυτή καθαυτή η διαδικασία του «κοινωνικού διαλόγου» που έστησε το υπουργείο δεν αποτελεί παρά την επανάληψη αντίστοιχων διαδικασιών που έστηναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις λίγο πριν περάσουν τα κάθε λογής αντεργατικά τους μέτρα.
Τη συνάντηση της 15ης Απρίλη την είχε συγκαλέσει ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας, Πάνος Σκουρλέτης, με επιστολή που έστειλε στους λεγόμενους «κοινωνικούς εταίρους», δηλαδή, στη ΓΣΕΕ, τον ΣΕΒ, την ΕΣΕΕ, την ΓΣΕΒΕΕ και τον ΣΕΤΕ (Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων). Η σύνθεση και μόνο της συνάντησης μαρτυρά τα πολιτικά κριτήρια με βάση τα οποία θα παρθούν οι όποιες αποφάσεις. Με μοναδικό εκπρόσωπο της πλευράς των εργαζομένων τον εκπρόσωπο της ξεπουλημένης ηγεσίας της ΓΣΕΕ, αυτόν που έστρωσε το δρόμο για τη σημερινή κατάσταση που βιώνει η εργατική τάξη, τον εκπρόσωπο της γραμμής της ταξικής συνθηκολόγησης στο εργατικό κίνημα.
Στην επιστολή του υπουργείου αναφέρονται «20 σημεία» τα οποία το υπουργείο εισάγει σε συζήτηση μέσω των δύο αυτών νομοσχεδίων. Τα βασικότερα από αυτά αφορούν:
- Την επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ σε δύο φάσεις (από τον Οκτώβρη του 2015 στα 650 ευρώ και από τον… Ιούλη του 2016 στα 751 ευρώ).
- Την άρση του «παγώματος» των μισθολογικών ωριμάνσεων και των επιδομάτων πολυετίας.
- Την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την επέκταση της μετενέργειας στους έξι μήνες.
- Την ενίσχυση του ρόλου του ΟΜΕΔ.
Και πέρα από το ότι όλα αυτά αποτελούν απλά και μόνο εξαγγελίες, οι υπαναχωρήσεις και οι γενικολογίες είναι φανερές.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, η υπαναχώρηση είναι σαφέστατη. Πόσω μάλλον που στις εξαγγελίες Τσίπρα στη ΔΕΘ του 2014 αναφέρονταν ακόμη και οι ποσοτικές εκτιμήσεις της επαναφοράς του μισθού στα 751 ευρώ: «Η επαναφορά του κατώτατου μισθού όχι μόνο δεν έχει δημοσιονομικό κόστος, αλλά θα έχει από μόνη της και αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
Μόνον τον πρώτο χρόνο, θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της εγχώριας ζήτησης, κατά 0,75%, και του ΑΕΠ κατά 0,5%. Επιπλέον, θα δημιουργήσει και 7.500 νέες θέσεις εργασίας.» Πού πήγε, άραγε αυτό το οικονομετρικό μοντέλο και γιατί δεν το αποδέχονται ευθύς αμέσως οι «κοινωνικοί εταίροι»;
Ακόμη και για το πάγωμα των ωριμάνσεων, αφήνεται θολός ο τρόπος με τον οποίο αυτές θα επανέλθουν.
Οι εκπρόσωποι του κεφάλαιου και της εργοδοσίας έδωσαν ήδη το στίγμα τους μετά την ολοκλήρωση της πρώτης συνάντησης. Κοινός παρονομαστής όλων είναι η αντιπαράθεση στις «προειλημμένες αποφάσεις» δηλαδή στην αποδοχή των δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Θέλοντας να βάλουν έντονη τη δική τους αντεργατική σφραγίδα, εμφανίστηκαν επιφυλακτικοί και δήλωσαν ότι θα επανέλθουν με τις δικές τους προτάσεις την ερχόμενη Δευτέρα στη συνεδρίαση της ΟΚΕ (Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή). Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του εκπροσώπου του ΣΕΒ: «Η θεσμοθέτηση υψηλότερων αμοιβών και άλλων αμφιλεγόμενων διοικητικών μέτρων μπορεί να διογκώσει περαιτέρω την αδήλωτη εργασία και εισφοροδιαφυγή. Αυτό είναι εις βάρος τόσο των δημόσιων οικονομικών και της υγείας των Ταμείων, όσο και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας»
Όπως χαρακτηριστική είναι και η τοποθέτηση του εκπροσώπου της ΓΣΕΒΕΕ: «Η όποια παρέμβαση της πολιτείας μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Υπάρχουν θέματα που συζητήσαμε σήμερα, όπως είναι οι ωριμάνσεις που θα φέρουν μια μεγάλη αύξηση στο μισθολογικό κόστος, είναι μεγάλη κουβέντα και γι” αυτό θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συλλογικής διαπραγμάτευσης των εταίρων. Το θέμα του ΟΜΕΔ είναι ένα μεγάλο ζήτημα…»
Και πάντα σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογιστεί η στάση των ιμπεριαλιστών της ΕΕ οι οποίοι πιέζουν προς την κατεύθυνση της πλήρους εφαρμογής των μνημονίων. Και αυτό είναι ουσιαστικό πολιτικό ζήτημα και όχι οικονομικό. Η επίθεση στην εργατική τάξη και η ισοπέδωση των στοιχείων που τη συγκροτούν ως τάξη είναι στρατηγικού χρακτήρα. Και σε αυτό, το κεφάλαιο, ξένο και ντόπιο, δεν θακάνει εύκολα πίσω. Και ας διαμαρτύρεται η κυβέρνηση ότι τα μέτρα δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος. Εξάλλου, όπως είδαμε,ο εκπρόσωπος του ΣΕΒ έχει διαφορετική άποψη επί του ζητήματος!
Ωστόσο, το ζήτημα για τους εργαζόμενους παραμένει. Οι λεηλατημένοι μισθοί και η εργοδοτική αυθαιρεσία πουέχει ακολουθήσει την κατλαργηση των συλλογικών συμβάσεωνέχουν κάνει την κατάσταση ασφυκτική.
Και η αναμονή των κυβερνητικών πρωτοβουλιών όχι ανακούφιση δεν πρόκειται να φέρει αλλά παραπέρα επιδείνωση της κατάστασης. Γιατί η εργατική ΟΛΑ ΤΗΣ τα δικαιώματα τα κατέκτησε μέσα από την πάλη της, μέσα από τη σκληρή ταξική αντιπαράθεση με το κεφάλαιο και όχι μέσα από τη συνδιαλλαγή και τη συνεννόηση με αυτό. Όποιος κι αν είναι ο ενδιάμεσος.
Οι αξιώσεις της εργοδοσίας
Σε κάθε περίπτωση, αν και όταν το νομοθέτημα φτάσει στη Βουλή, θα έχει τη σφραγίδα των συνεννοήσεων με τους εργοδότες, χωρίς να τίθεται και η παράμετρος της διαπραγμάτευσης που γίνεται με τους λεγόμενους «θεσμούς». Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις, αλλά και από τις θέσεις που διατύπωσαν οι εργοδοτικές οργανώσεις.
Ετσι, ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος του ΣΕΒ, Κ. Μπίτσιος, αφού νουθετεί το υπουργείο Εργασίας με προτροπές όπως «περιμένουμε να υπάρξει ουσιαστικός διάλογος και υιοθέτηση ρεαλιστικών λύσεων, χωρίς προειλημμένες αποφάσεις», την ίδια στιγμή κάνει καθαρό ότι: «Η θεσμοθέτηση υψηλότερων αμοιβών και άλλων αμφιλεγόμενων διοικητικών μέτρων μπορεί να διογκώσει περαιτέρω την αδήλωτη εργασία και εισφοροδιαφυγή. Αυτό είναι εις βάρος τόσο των δημόσιων οικονομικών και της υγείας των Ταμείων, όσο και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομίας».
Μόνο που η «ανταγωνιστικότητα» την οποία επικαλείται ο ΣΕΒ για να θεμελιώσει την άρνησή του για οποιαδήποτε αύξηση στους μισθούς και αλλαγές στο πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, έχει γίνει αποδεκτή από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ως ο στρατηγικός στόχος και της δικής της πολιτικής. Αυτή η στρατηγική τους σύμπλευση δίνει σήμερα το περιθώριο στον ΣΕΒ να αρνείται και τα ελάχιστα ψίχουλα προς τους εργαζόμενους και να εμφανίζεται αδιάλλακτος.
Ανάλογες, όμως, είναι οι αιτιάσεις και των υπόλοιπων εργοδοτικών οργανώσεων, που απ” ό,τι φαίνεται με τον «διάλογο έρχεται και η όρεξη»! Ετσι, ο εκπρόσωπος των μεγαλοξενοδόχων, Γ. Ρέτσος, έθεσε και πάλι ζήτημα για παραπέρα μείωση των εργοδοτικών εισφορών, τις οποίες θεωρεί υψηλές και έκανε γνωστό ότι στην ΟΚΕ ο ΣΕΤΕ θα πάει με τις δικές του προτάσεις – αξιώσεις.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γ. Καββαθάς, δήλωσε ανοιχτά πως «η όποια παρέμβαση της πολιτείας μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να έχει. Υπάρχουν θέματα που συζητήσαμε σήμερα, όπως είναι οι ωριμάνσεις που θα φέρουν μια μεγάλη αύξηση στο μισθολογικό κόστος, είναι μεγάλη κουβέντα και γι” αυτό θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συλλογικής διαπραγμάτευσης των εταίρων. Το θέμα του ΟΜΕΔ είναι ένα μεγάλο ζήτημα…».
Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η τοποθέτηση της ΕΣΕΕ, της οποίας ο πρόεδρος, Β. Κορκίδης, παρουσίασε τις θέσεις των μεγαλεμπόρων που αντιμάχονται και τη νομοθετική επαναφορά των ωριμάνσεων, δίνοντας πάσα στην κυβέρνηση, αλλά και βάζοντας σοβαρές ενστάσεις για την επαναφορά της λειτουργίας του ΟΜΕΔ σύμφωνα με το προηγούμενο καθεστώς.