03 ΔΕΚΕΜΒΡΗ 2013

Κονστάντσο Πρέβε: Ο χώρος της αντίστασης, μήτρα κάθε πιθανής αλλαγής*

Επομένως, το σημείο-κλειδί από το οποίο πρέπει να ξεκινήσουμε, είναι πάντα και μόνον η αντίσταση. Για να καταλάβουμε καλύτερα αυτό το σημείο, θα πρέπει ίσως να ανατρέξουμε σε μια ιστορική αναλογία με τον αρχαίο ελληνορωμαϊκό κόσμο. Ως γνωστόν, οι πρώτοι χριστιανοί διώχτηκαν επί τρεις αιώνες στον αρχαίο κόσμο, προτού να σχηματιστεί μια χριστιανική αυτοκρατορία και, στη συνέχεια, η ευρωπαϊκή μεσαιωνική κοινωνία. Το μεγαλύτερο μέρος του απληροφόρητου κόσμου θεωρεί ότι οι Ρωμαίοι καταδίωξαν τους χριστιανούς και τους έριχναν βορά στα άγρια θηρία, επειδή πίστευαν σε κάτι που λεγόταν «χριστιανισμός», σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς είχε αναστηθεί, όλοι έπρεπε να είναι καλοί και να στρέφουν το άλλο μάγουλο, κτλ. Στην ιδέα αυτή, υπάρχει ήδη μια απίστευτη βαθιά παρεξήγηση, διότι έτσι αναιρείται η μεσσιανική αναγγελία της Βασιλείας του Θεού, η παρουσία (που σημαίνει ότι ο Ιησούς επιστρέφει αυτοπροσώπως ανάμεσά μας και δεν κάθεται να παίζει την άρπα του στους ουρανούς) κλπ. Αλλά ας τα αφήσουμε στην άκρη αυτά, επειδή η επιλεκτική μετάδοση της πολιτισμικής παράδοσης μάς έχει συνηθίσει σε πολύ χειρότερα. Στην αφελή αντίληψη για τους λόγους για τους οποίους οι κακοί Ρωμαίοι καταδίωκαν τους καλούς χριστιανούς, υπάρχει και μια δεύτερη παρεξήγηση, ακόμα πιο κωμική. Οι πρώτοι χριστιανοί αντιστέκονταν στην κονφορμιστική ένταξη στον ρωμαϊκό κόσμο, δεν έκαναν στρατιωτική θητεία, δεν δέχονταν βραβεία και τιμές και, πάνω απ’ όλα, δεν συνεργάζονταν σε όλο το καθημερινό τελετουργικό της αναπαραγωγής της κοινωνίας και κυρίως σ’ εκείνο το σύστημα δωρεών, επιφανειακά θρησκευτικών αλλά στην ουσία οικονομικών που οι αρχαίοι αποκαλούσαν ευεργετισμό.
Οι ρωμαϊκές αρχές δεν είχαν καμία αντίρρηση οι χριστιανοί να πιστεύουν στην ανάσταση των σωμάτων, στην Παναγία, στη Φατίμα, στο Λορέτο και στη Λούρδη, αρκεί να συνεργάζονταν και να μην αντιστέκονταν στο σύστημα της οικονομικής και πολιτικής εκμετάλλευσής τους. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό, μπερδεύει τους αρχαίους Ρωμαίους με τον Τορκουεμάδα, την Ιερά Σύνοδο και την Ιερά Εξέταση. Αλλά όποιος δεν καταλαβαίνει το βασικό αυτό σημείο δεν καταλαβαίνει ούτε και το ότι η λέξη αντίσταση σημαίνει κυρίως να στέκεσαι ακίνητος, σταθερός και, στα ελληνικά απ’ όπου κατάγεται, η αντίσταση ετυμολογικά σημαίνει να στέκεσαι ενάντια. Πράγματι, για να αντισταθούμε, πρέπει να εντοπίσουμε ξεκάθαρα αυτούς στους οποίους στεκόμαστε ενάντια και μετά να οργανωθούμε για να σταθούμε ενάντιά τους.
Μοιάζει κοινοτοπία αλλά δεν είναι, και κυρίως στην Ιταλία. Στην Ιταλία, τα πενήντα χρόνια «προοδευτικής» κουλτούρας του παλιού ΚΚΙ, που διασκέδαζε προτείνοντας πάντα επί χάρτου σχέδια καλύτερα από εκείνα που έβαζαν σ’ εφαρμογή οι πολιτικοί και οι καπιταλιστές αντίπαλοί τους, μας έχουν μάθει να λειτουργούμε με παβλοφικά ανακλαστικά σε όλους όσοι μας προτείνουν ν’ αντισταθούμε και, πρώτα απ’ όλα, ν’ αντισταθούμε στο απαράδεκτο, με τη φρασούλα: «Μα εσύ τι προτείνεις; Μα εμείς τι προτείνουμε;» Αυτή η αντίδραση, φαινομενικά λογική και συνετή, είναι στην πραγματικότητα εντελώς αφηρημένη. Προτού να προτείνεις, πρέπει να έχουν ωριμάσει οι ιστορικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες, για να μπορέσει να έχει έστω και την ελάχιστη πιθανότητα να πραγματοποιηθεί αυτό που προτείνεις. Πριν απ’ αυτό, είναι απαραίτητο να εδραιωθεί η ιδέα ότι πρέπει κατ’ αρχήν ν’ αντισταθούμε, να σταθούμε ενάντια.
Σήμερα, ο δημόσιος χώρος αντίστασης (ο μόνος χρήσιμος, γόνιμος και ενδιαφέρων δημόσιος χώρος αλλά και ο μόνος δημόσιος χώρος που οι θεωρητικοί του «δημόσιου χώρου» τύπου Χάμπερμας δεν εξετάζουν καν) εμφανίζεται άμεσα ως αντίσταση στη διττή δικτατορία της οικονομίας και του πολιτικώς ορθού. Η αντίσταση στη δικτατορία της οικονομίας δεν χρειάζεται να συνοδευτεί από λεπτομερή εναλλακτικά προγράμματα συνολικής αναπαραγωγής της κοινωνίας. Αυτά τα εναλλακτικά προγράμματα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, γεννιούνται ως υποπροϊόντα της αντίστασης ή, για να χρησιμοποιήσουμε το πολεμικό ιδίωμα των ηθικών βομβαρδιστών, ως παράπλευρες απώλειές της. Για να δώσουμε ένα πρακτικό παράδειγμα, σήμερα οι ιταλοί διδάσκοντες αντιστέκονται στην απόπειρα να καταστραφούν τα σχολεία, εξομοιώνοντάς τα με την οργάνωση μιας επιχείρησης, αυτή η αντίσταση νομιμοποιείται από μόνη της και δεν χρειάζεται κανένα περίπλοκο εναλλακτικό σχέδιο για να δικαιολογηθεί, αλλά είναι πιθανόν τα υποπροϊόντα και οι παράπλευρες απώλειες αυτής της αντίστασης να οδηγήσουν και σε μία μεταρρύθμιση, ευεργετική για το σχολείο, εναλλακτική της επιβλαβούς αντιμεταρρύθμισης που προτείνει η ομάδα Μπερλινγκουέρ, Μπούτερα, Μαραλιάνο και Σία.
Το παράδειγμα της αντίστασης στη σχολική αντιμεταρρύθμιση δείχνει καθαρά αυτό που εννοώ ως αντίσταση. Αυτή η έννοια δεν είναι όμως φιλοσοφικά βασική και θεμελιώδης, διότι χρειάζεται μια ανθρωπολογική προϋπόθεση. Αυτή η ανθρωπολογική προϋπόθεση (που προσωπικά αντλώ από τη διαλεκτική του Χέγκελ και από τη γλωσσολογία του Τσόμσκι) βρίσκεται στον έντονα αντιδραστικό χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης μπροστά σε ανθρωπολογικά ανυπόφορα ερεθίσματα και στο γεγονός ότι πιστεύω πως είναι αδύνατο να εξαπατάς τους πάντες (ούτε καν την πλειονότητα) για ένα απεριόριστο χρονικό διάστημα. Η ιστορία μάς διδάσκει ότι η απάτη είναι κάτι χρονικά περιορισμένο. Λοιπόν, πιστεύω ακράδαντα ότι το σημερινό παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα, που εσφαλμένα θεωρείται τέλος της ιστορίας, εξελίσσεται ταχύτατα προς ένα ανθρωπολογικά ανυπόφορο ερέθισμα και ότι, σε τελευταία ανάλυση, εδώ βρίσκεται το έσχατο όριό του. Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι το κεφάλαιο είναι ένα όριο του εαυτού του, διότι το κεφάλαιο ενέχει έναν μηχανισμό αέναης δημιουργικής καταστροφής και συνεπώς αυτόματης εκτόνωσης και αποσυμπίεσης. Αυτός ο μηχανισμός μού φαίνεται, παρεκτός σε περίπτωση λάθους (και τι λάθους!), ότι μπορεί να αναπαραχθεί επ’ άπειρον και κυκλικά σαν μία νιτσεϊκή οικονομική αιώνια επιστροφή. Όποιος πιστεύει πραγματικά ότι το όριο είναι οι φτωχοί ή οι εργάτες, μπερδεύει τα αξιέπαινα έργα του Σαν Βιντσέντσο και τα σωματεία των μεταλλουργών με τη συνολική αναπαραγωγή της κοινωνίας. Όποιος, τέλος, πιστεύει ότι το όριο είναι η παγκόσμια οικολογική κατάρρευση είναι αναμφίβολα πιο κοντά στην πραγματικότητα, απ’ αυτούς που βαυκαλίζονται με τις δύο προηγούμενες υποθέσεις αλλά παραβλέπει το γεγονός ότι η λογική του χρηματικού κέρδους είναι πάντα μια βραχυπρόθεσμη, ή το πολύ μεσοπρόθεσμη, λογική. Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει μια συστημική μακροπρόθεσμη λογική πραγματοποίησης χρηματικού κέρδους. Η αντίσταση στην παγκόσμια οικολογική κατάρρευση που φέρνει μαζί του ο σύγχρονος καπιταλισμός, είναι επομένως μια ιδιαίτερη περίπτωση του έντονα αντιδραστικού χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης στα ανθρωπολογικά απαράδεκτα κοινωνικά ερεθίσματα.
Παλιότερα, θα φοβόμουν να εκφραστώ κατ’ αυτόν τον τρόπο, διότι υπέκυπτα στον αόρατο επιστημολογικό εκβιασμό της κριτικής του Αλτουσέρ στον λεγόμενο «ουμανισμό» και στην κριτική του ταξισμού (classist) σε κάθε μη ταξιστική αναφορά στην ανθρώπινη φύση. Σήμερα όμως, έχω γίνει πιο σοφός και δεν φοβάμαι πια αυτό το Επιστημολογικό Υπέρ-Εγώ. Η αναφορά στην ανθρώπινη φύση και, ακόμα περισσότερο, στο μεγάλο δυναμικό αντίδρασής της, δεν είναι στην πραγματικότητα μια υπαναχώρηση στον διαταξισμό, στον ιδεαλισμό, στον πνευματισμό και σε όλους τους επίβουλους «ισμούς», οι οποίοι αναφέρονται εδώ και έναν αιώνα, αλλά είναι το αποκορύφωμα της σύνθεσης του υλισμού και του ιδεαλισμού, δηλαδή δύο φιλοσοφικών αστερισμών που δεν είναι αντίθετοι και ασύμβατοι, αλλά συμπληρωματικοί και συγκλίνοντες. Για να το πούμε με περιληπτικό τρόπο, ο υλισμός έγκειται στην υλική αναφορά στον έντονο αντιδραστικό χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης (σ’ αυτό στο οποίο διαφέρει από, λόγου χάρη, τη ζωική ή τη φυτική φύση) και ο ιδεαλισμός έρχεται ως αναγκαία συνέπεια αυτής της ίδιας ανθρώπινης φύσης που ενέχει την λογικο-οντολογική ικανότητα να κατασκευάζει τα δικά της καθολικά νοήματα. Κάθε αντίσταση, για παράδειγμα, είναι πάντα σύνθεση υλισμού και ιδεαλισμού. Αυτά που λέω μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζουν ασύμβατα με τον ιστορικό και συνεπώς εύπλαστο, μεταβλητό και τροποποιήσιμο χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης, η οποία δεν είναι αρχέγονη και αναλλοίωτη. Αλλ’ αυτή η πάγκοινη αντίρρηση δεν λαμβάνει υπ’ όψη της το γεγονός ότι θεωρώ απολύτως δεδομένο το ότι η ανθρώπινη φύση είναι ιστορική (όπως εξ άλλου και η εξημέρωση πολλών ζώων), χωρίς όμως το ιστορική να σημαίνει σχετικιστικά χειραγωγήσιμη. Η ιστορικότητα ως απεριόριστη και ακαθόριστη δυνατότητα για χειραγώγηση είναι πράγματι μια αντίληψη εκείνης της εξεζητημένης παραλλαγής του ιστορικισμού που αποκαλείται νιχιλισμός (ή, αν θέλετε, εκείνης της εξεζητημένης παραλλαγής του νιχιλισμού που αποκαλείται ιστορικισμός). Πρόκειται, όπως είπαμε προηγουμένως, για τη σχολαστική ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης και της χειραγώγησης, στην οποία προστίθεται μια άσκοπη σοφιστική, επικεντρωμένη σε μια ελεγχόμενη σημειολογία.
Ο χώρος της αντίστασης είναι η μήτρα κάθε πιθανής μελλοντικής αλλαγής. Από αυτόν, μπορούμε να περιμένουμε, αν και όχι ακόμα βραχυπρόθεσμα, και μία αντίσταση στον ηθικό βομβαρδισμό και στις ανθρωπιστικές επεμβάσεις, που βασίζονται στην ανοησία και στην άγνοια του ανθρώπου. Αλλά ο άνθρωπος, όταν είναι ένα ανόητο και αδαές ζώο, είναι τέτοιος μόνο βραχυπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα, ο άνθρωπος είναι ένα ζώο ευφυές που αντιδρά.

*Το κείμενο αποτελεί κεφάλαιο της εισαγωγής στο βιβλίο «Il bombardamento etico. Saggio sull’interventismo umanitario, l’embargo terapeutico e la menzogna evidente.” (Ο Ηθικός βομβαρδισμός, Δοκίμιο για την ανθρωπιστική επέμβαση, το θεραπευτικό εμπάργκο και το προφανές ψέμα) που κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 2000, με επίκεντρο την ιμπεριαλιστική επέμβαση στην Γιουγκοσλαβία.

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr