Η κλιμάκωση της επίθεσης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στο σύνολο των δικαιωμάτων και κατακτήσεων του εργαζόμενου λαού, σε εφαρμογή του τρίτου μνημονίου που επέβαλαν οι ιμπεριαλιστές ΕΕ – ΗΠΑ και η κατάσταση του εργατικού – λαϊκού κινήματος αποτελούν και με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα της 20ής Σεπτεμβρίου σημεία προβληματισμού, αναζήτησης και προτάσεων από ένα ευρύ φάσμα οργανώσεων και στελεχών από χώρους της Αριστεράς, κυρίως από ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΛΑΕ, αλλά και άλλους. Έχουμε υπόψη το κείμενο Καλαματιανού – Αραβανή (πρώην στελεχών του ΚΚΕ), την κοινή τοποθέτηση ΑΡΑΝ – Παρέμβασης, το κείμενο Α. Νταβανέλου, την απόφαση ΠΣΟ ΑΝΤΑΡΣΥΑ 18/10, την ομιλία Λαφαζάνη στον Κεραμεικό, το κοινό κείμενο Κατιντσάρου – Αναγνωστάκη – Μάρκου της ΠΕ του ΝΑΡ, την τοποθέτηση της Ενωτικής Πρωτοβουλίας Παρέμβασης και Διαλόγου (τάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ).
Έχουν σημασία οι διαπιστώσεις για την ανεπάρκεια και τις αδυναμίες της κομμουνιστικής αριστεράς να συμβάλει στην συγκρότηση του εργατικού – λαϊκού κινήματος στα επίπεδα που απαιτεί η εποχή μας, οι προτάσεις για κοινή δράση και συγκρότηση μετώπων, η ανάγκη άμεσης απάντησης των εργαζομένων και της νεολαίας στη βάρβαρη επίθεση κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ, η αναγνώριση των κινδύνων που πηγάζουν από την ιμπεριαλιστική επέλαση και τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Και έχουν σημασία καθώς δημιουργείται βάση συζήτησης, διαλόγου αλλά και αντιπαράθεσης με όρους πραγματικότητας έτσι όπως αυτή είναι και όχι όπως κάποιοι φαντάζονταν ή λαθεμένα εκτιμούσαν ότι είναι.
Από την άλλη πλευρά όμως αυτός ο προβληματισμός και η αναζήτηση δεν υπήρχαν με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση στο διάστημα πριν από τις τελευταίες εξελίξεις του καλοκαιριού και τα δεδομένα που δημιούργησαν οι εκλογές. Κυριαρχούσαν οι ευκολίες, οι αυταπάτες, ο κυβερνητισμός, σε πολλές εκδοχές του, και η διαχειριστική λογική με όση δήθεν επαναστατικότητα και να παρουσιάζονταν. Η σφοδρότητα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στις «διαπραγματεύσεις», η μετατροπή του «όχι» του δημοψηφίσματος σε «ναι», η ψήφιση του τρίτου μνημονίου και τα αποτελέσματα των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου που διαμόρφωσαν ένα πιο αντιδραστικό πολιτικό πλαίσιο αποκάλυψαν αδυναμίες και λάθος εκτιμήσεις για την πορεία των εξελίξεων.
Είναι φανερό ότι η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε όχημα της επίθεσης ενάντια στον λαό και η κατάρρευση των ψευδαισθήσεων για τους όρους της αντιπαράθεσης με τους ιμπεριαλιστές, έτσι όπως διαμορφώθηκαν την περίοδο του δημοψηφίσματος, σε συνδυασμό με την ένταση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων (Συρία – Μέση Ανατολή) και την δράση των αντιδραστικών δυνάμεων (σφαγή Τούρκων αγωνιστών, δολοφονίες Παλαιστινίων) καταρρίπτουν ευκολίες και ασκήσεις επί χάρτου, αποκαλύπτουν τους δυσμενείς συσχετισμούς για την υπόθεση της πάλης της εργατικής τάξης και των λαών και πιέζουν για απαντήσεις.
Οι όποιες απαντήσεις δίνονται σήμερα από πολιτικές οργανώσεις ή κάποια στελέχη με αναφορά στην Αριστερά και το εργατικό κίνημα χρωματίζονται από το γενικότερο πολιτικό και ιδεολογικό φορτίο τους καθώς και τα συμπεράσματα της δράσης τους, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, στο πεδίο της ταξικής πάλης. Και αυτό χαρακτηρίζει όλες τις προηγούμενες τοποθετήσεις οι οποίες δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα όρια των γενικότερων αντιλήψεων των φορέων τους παρά τις όποιες προσπάθειες. Δεν μπορούν να γίνουν άλματα στη θεωρητική επεξεργασία, στις αντιλήψεις και στις πρακτικές που έχουν δημιουργήσει ένα σώμα θέσεων από το οποίο δεν δείχνουν να θέλουν να απαλλαγούν οι βασικοί συντελεστές της δημιουργίας του, καθώς αυτό θα σήμαινε αποδοχή λαθών και μια γενικότερη αυτοκριτική διάθεση.
Η εμμονή στο «μεταβατικό πρόγραμμα», γι’ άλλους προαπαιτούμενο της όποιας συνεργασίας και για άλλους της οποιαδήποτε κοινής δράσης μέσα στο κίνημα, αποτελεί ένα δείγμα ότι η πραγματικότητα μπορεί να πιέζει αλλά οι περισσότεροι δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν απόψεις που η πραγματικότητα τις έχει καταρρίψει, καθώς αυτό θα σήμαινε γενικότερη κρίση των προσανατολισμών τους. Οι όποιες προσπάθειες «διόρθωσης» της «μεταβατικής» λογικής ή ακόμα και οι διαβεβαιώσεις ότι οι στόχοι ενός τέτοιου προγράμματος δεν είναι δυνατόν να υλοποιηθούν στο έδαφος του καπιταλισμού, περισσότερο φαίνεται να αποτελούν επαναδιατύπωση ενός «αριστερού κυβερνητισμού» παρά ένα οριστικό διαζύγιο με αυτόν.
Όταν υποτιμάς ή έχεις εξαφανίσει από την ανάλυσή σου την ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας και τις επιπτώσεις των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στις εξελίξεις, δεν γίνεται με άλματα να καλύψεις αυτό το κενό. Αυτό εξάλλου είναι κάτι που το βλέπουμε και στις τοποθετήσεις του ΚΚΕ. Όταν για μία ολόκληρη περίοδο σκορπούσες κυβερνητικές και εκλογικές αυταπάτες για το πώς μπορεί ο λαός να σταθεί απέναντι στην επίθεση, δεν απαλλάσσεσαι σήμερα με μια πρόταση συνεργασίας και κοινής δράσης. Και ιδιαίτερα όταν απ’ ό,τι δείχνεις δεν σκοπεύεις να απεμπλακείς από σχηματισμούς που προωθούν τη σημερινή κυβερνητική πολιτική μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, όπως στην περίπτωση των συνδικαλιστών της ΛΑΕ και του σχήματος ΜΕΤΑ μαζί με αυτούς του ΣΥΡΙΖΑ.
Όταν για μία ολόκληρη περίοδο ταλαντευόσουν για τα χαρακτηριστικά και την πολιτική κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ και της «αντιφατικής» του κυβέρνησης, μετατρεπόμενος σε «ομάδα πίεσης», δεν μπορείς να απαλλαγείς σήμερα αυτόματα από τις λαθεμένες σου αντιλήψεις και έτσι συνεχίζεις να τις αναπαράγεις με νέα «συσκευασία».
Είναι γεγονός ότι μέσα στην αριστερά και στον κόσμο της συντελούνται προβληματισμοί, υπάρχουν αναζητήσεις, γίνονται συζητήσεις, αναζητούνται κατευθύνσεις και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά κάτω από το βάρος της επίθεσης κεφαλαίου – ιμπεριαλιστών και των ντόπιων πολιτικών δυνάμεων που τους υπηρετούν. Το ζήτημα είναι προς ποια κατεύθυνση συντελούνται όλες αυτές οι διεργασίες και ποιο είναι το ασφαλές κριτήριο για τη συμβολή τους στο κίνημα.
Εμείς επιμένουμε ότι το πεδίο της ταξικής πάλης και κυρίως η υπόθεση της ανασυγκρότησης της εργατικής τάξης σαν τάξης για τον εαυτό της συνεχίζει να αποτελεί την κατεύθυνση στην οποία οφείλουν να κινηθούν οι δυνάμεις και οι αγωνιστές της αριστεράς και του κινήματος. Σήμερα αυτή η κατεύθυνση περνάει μέσα από το μέτωπο ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ και ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ απέναντι στην επίθεση των βάρβαρων αντεργατικών – αντιλαϊκών μέτρων της κυβέρνησης και του συστήματος συνολικά. Η υπόθεση της συγκρότησης των μετώπων πάλης δεν γίνεται «κατά παραγγελία» αλλά απαιτεί συστηματική προσπάθεια με βασικό στόχο την ανασυγκρότηση των εργαλείων πάλης των εργαζόμενων τα οποία έχουν διαλυθεί κάτω από την κυριαρχία των εργοδοτικών – κυβερνητικών αλλά και ρεφορμιστικών δυνάμεων. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να δώσουν καμία πάλη χωρίς τη δική τους οργάνωση στους χώρους δουλειάς και ζωής τους που να υπηρετεί τα ταξικά τους συμφέροντα. Ένας σημαντικός κρίκος στην κατεύθυνση αυτή είναι οι εστίες αντίστασης εκεί που σήμερα εκδηλώνονται σε χώρους ή κλάδους που πρέπει να ενισχυθούν για να έχουν νικηφόρα έκβαση και να δυναμώσουν την αυτοπεποίθηση και την αποφασιστικότητα των εργαζομένων.
Η ταξική αντιπαράθεση και οι αγώνες του λαού απέναντι στη φτώχεια, την ανεργία και την εξαθλίωση πρέπει να πολιτικοποιηθούν και να ξεπεράσουν αυταπάτες και ψευδαισθήσεις που καλλιεργήθηκαν την προηγούμενη περίοδο για τον ρόλο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ. Το πλέγμα της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής εξάρτησης της χώρας από τον ιμπεριαλισμό πρέπει να βρεθεί στο στόχαστρο του εργατικού – λαϊκού κινήματος όχι σαν «τσόντα» των στόχων πάλης του, αλλά σαν οργανικό κομμάτι της συνολικής του αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις του συστήματος.
Τα μέτωπα πάλης των εργαζομένων και της νεολαίας μπορούν να υπηρετηθούν μόνο μέσα από έναν αταλάντευτο προσανατολισμό που θα «δίνει λογαριασμό» μόνο στο κίνημα και στον λαό και δεν θα υποτάσσεται σε διαχειριστικές αντιλήψεις, προτάσεις και πρακτικές, εντός συστήματος.
Γνωρίζοντας τις απόψεις και τις αντιλήψεις που υπάρχουν σε ένα μεγάλο δυναμικό οργανώσεων και στελεχών της αριστεράς, με τις οποίες βρισκόμαστε και σε αντιπαράθεση, για το αντικαπιταλιστικό – αντιιμπεριαλιστικό – αντισυνδιαχειριστικό πλαίσιο, που θεωρούμε αναγκαίο για μια αριστερή μετωπική συνεργασία, ΔΕΝ θέτουμε την αποδοχή του ως προαπαιτούμενο για την ΚΟΙΝΗ ΔΡΑΣΗ στο πλαίσιο του κινήματος και για την ανάπτυξή του. Καθώς θεωρούμε κρίσιμο ζήτημα τη συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων δυνάμεων στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου, κάθε φορά, στόχου.
Τέλος, και επειδή από πολλούς τίθεται σαν αναγκαίο και επείγον το ζήτημα της συγκρότησης του επαναστατικού υποκειμένου, του κομμουνιστικού κόμματος, σαν αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη του κινήματος, θα λέγαμε ότι είμαστε οι τελευταίοι που θα αρνιόμασταν μια τέτοια επείγουσα αναγκαιότητα. Από την άλλη όμως γιατί μας δημιουργείται η αίσθηση ότι κάποιοι το θέτουν για να ξεφύγουν από τα σημερινά καθήκοντα και τις απαιτήσεις της πάλης, κάτι ανάλογο με τη στάση του ΚΚΕ, προς χάρη μιας πιο υψηλής υπόθεσης που πρέπει να «προηγηθεί». Κατά την άποψή μας, το «ρεκτιφιέ» του βασικού «κινητήρα» του κινήματος δεν γίνεται σε ακινησία αλλά «εν κινήσει».