Τους 21 έφτασαν μέχρι στιγμής οι νεκροί από την ασυδοσία κυβερνήσεων, κράτους και κεφαλαίου στη Δυτική Αττική, ενώ εκατοντάδες λαϊκά νοικοκυριά καταστράφηκαν, φτωχές οικογένειες μεροκαματιάρηδων ξεσπιτώθηκαν από την πλημμύρα. Ένας τραγικός απολογισμός που καταγράφει την αντιλαϊκή πολιτική που όλες οι κυβερνήσεις ακολούθησαν για δεκαετίες, μπαζώνοντας ρέματα και αποψιλώνοντας βουνά προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου που φύτευε στην περιοχή ανεξέλεγκτα εργοστάσια και διυλιστήρια και των εργολαβικών συμφερόντων που κερδοσκοπούσαν από την οικοδόμηση υποβαθμισμένων γειτονιών για το εργατικό δυναμικό που ήταν απαραίτητο στην καπιταλιστική «ανάπτυξη» που προωθούσαν.
Παράδειγμα προς αποφυγή ήταν η Μάνδρα στις μελέτες του ΕΜΠ και προαναγγελθέν έγκλημα κατά τους ειδικούς η πρόσφατη καταστροφή. Όσο κι αν ανταλλάσσουν πυρά κυβέρνηση και αντιπολίτευση μεταξύ τους για το ποιος έχει την ευθύνη για το πόσο υποβαθμισμένες και απροστάτευτες είναι οι λαϊκές συνοικίες από έντονα καιρικά φαινόμενα ή σεισμούς, αυτοί οι θάνατοι-δολοφονίες ανέδειξαν για άλλη μια φορά πώς εννοούν την «ανάπτυξη» όλοι όσοι κυβέρνησαν αυτή τη χώρα. Η καταστροφή αυτή έρχεται να προστεθεί στα μύρια «κακά» που πλήττουν τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, αποκαλύπτοντας ότι στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για θεομηνίες και την «κακή τους μοίρα», αλλά για την πεμπτουσία του καπιταλιστικού τρόπου «ανάπτυξης» και εκμετάλλευσης που ασκείται από τις κυβερνήσεις που αναλαμβάνουν να προωθήσουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης και του κεφαλαίου.
Έγινε προφανές ότι λεφτά δεν υπάρχουν για αντιπλημμυρικά έργα και προστασία του περιβάλλοντος, αλλά αντίθετα τα πάντα πωλούνται και γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους και ιδιαίτερα το εργατικό δυναμικό που καλείται να ζήσει στην αθλιότητα των μπαζωμένων περιοχών που του πουλάει ακριβά το κεφάλαιο με την έγκριση του κράτους του.
Αυτή είναι η κανονικότητα
Όλες οι μυθοπλασίες που συνειδητά κατασκευάζει η κυβέρνηση, με έγκριση των τροϊκανών, γύρω από τον τελευταίο προϋπολογισμό και για έξοδο από τα μνημόνια από το καλοκαίρι του επόμενου έτους, αποκρύπτουν, πέρα από πολλά άλλα, ότι οι όποιες επενδύσεις προκύψουν και τα …πλεονάσματα θα έχουν ως βάση αναφοράς τους τη συνέχιση αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής. Δηλαδή την κατάργηση όποιας κοινωνικής-κρατικής μέριμνας έχει απομείνει πλέον και την πλήρη απελευθέρωση της στυγνής εκμετάλλευσης των εργαζόμενων.
Όσα κροκοδείλια δάκρυα και περισπούδαστες αναλύσεις και υποσχέσεις κι αν εξαγγείλουν η κυβέρνηση και η τοπική αυτοδιοίκηση για αποτροπή νέων ανάλογων καταστροφών, είναι λόγια του αέρα που προσπαθούν να κατευνάσουν την λαϊκή αγανάκτηση. Για φαραωνικά έργα τύπου Ολυμπιακών αγώνων και για αγορά νέων οπλικών συστημάτων πάντα θα βρίσκονται λεφτά μέσα από το φορολογικό ξεζούμισμα των εργαζόμενων. Αλλά και από τη διασφάλιση φτηνού εργατικού δυναμικού για τους κεφαλαιοκράτες και μάλιστα αποδυναμωμένου από τα όπλα αντίστασής του (κατάργηση απεργιών, ανεξέλεγκτη ανεργία, μερική απασχόληση). Έργα βελτίωσης της καθημερινότητας του λαού δεν προβλέπονται στο βαθύ μέλλον γιατί… η χώρα βρίσκεται σε κρίση και μάλιστα κοντά στην έξοδο από αυτή, κάτι που δεν πρέπει να διασαλευτεί με παράλογες απαιτήσεις. Αυτό που υπάρχει είναι η βιομηχανία αλληλέγγυων από ΜΚΟ έως ευαίσθητους επιχειρηματίες και το …αντίδωρο των μερισμάτων και των έκτατων ενισχύσεων, όπως λέγεται η σύγχρονη απαλλοτρίωση της εργασίας, που επιστρέφεται με κυβερνητικές τυμπανοκρουσίες ως φιλοδώρημα σε συνταξιούχους και φτωχούς μετά από πλειάδα φίλτρων και όρων, ώστε κι αυτό να καταλήγει σε ελάχιστους δικαιούχους.
Γερμανικά αδιέξοδα – ευρωπαϊκοί πονοκέφαλοι
Όσο και αν προσπαθεί, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ να εκπέμψει μήνυμα ελπίδας και ανακούφισης ότι υπάρχει διέξοδος στην κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, οι διεθνείς εξελίξεις όχι μόνο δεν πείθουν, αλλά δημιουργούν και γενικότερη αστάθεια στην ΕΕ και το παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό. Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης στην ατμομηχανή του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, δεν μπορεί βέβαια να αποδοθεί απλά στην άρνηση των αντιπολιτευόμενων κομμάτων να δώσουν νέα θητεία καγκελαρίου στη Μέρκελ. Ούτε βέβαια καθοριστικό ρόλο μπορεί να παίξει σε αυτή τη δυστοκία η, έτσι κι αλλιώς, διαφορετική στάση των κομμάτων αυτών στο θέμα των μεταναστών. Ο κλυδωνισμός που σημειώνεται στο ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα της ΕΕ μπορεί να αναδείχτηκε με το BREXIT, όμως οι αιτίες του ενυπήρχαν από τη συγκρότησή της ως ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί που μπορούσαν να ελέγχονται πριν ξεσπάσει η κρίση. Η διάρρηξη του ενιαίου της Ισπανίας, οι διαφαινόμενοι κίνδυνοι για επανάληψη του φαινομένου στην Ιταλία, η προσπάθεια για ανασύσταση του γαλλογερμανικού άξονα από τον Μακρόν στη βάση των νέων δεδομένων που διαμορφώθηκαν και κυρίως η δυναμική εμφάνιση της αντίθεσης ΗΠΑ-ΕΕ στο πρόσωπο της Γερμανίας συνθέτουν μια νέα, αδιαμόρφωτη ακόμη, εικόνα αντιθέσεων και συμμαχιών.
Αυτοί είναι οι λόγοι που μπορεί να αμφισβητηθεί, για πρώτη φορά μεταπολεμικά, η σταθερότητα στις εναλλαγές κυβερνήσεων στη Γερμανία. Κι αυτοί οι παράγοντες με τη σειρά τους αναγκάζουν το πολιτικό προσωπικό, ιδιαίτερα στις εξαρτημένες χώρες όπως η δικιά μας, να αναπροσαρμόσουν στηρίξεις και εξυπηρετήσεις, ευελπιστώντας στην διαιώνιση της κυριαρχίας τους.
Η προσπάθεια του Τσίπρα να στρέψει περισσότερο το βλέμμα προς την άλλη όχθη του Ατλαντικού με την επίσκεψή του εκεί και με τις στρατιωτικές αγορές και …μεταπωλήσεις του Καμμένου, δείχνουν να του χαρίζουν χαμόγελα και συχαρίκια από τον πλανητάρχη ως «καλόπαιδο» των συμφερόντων του, όμως ανησυχούν τα ευρωπαϊκά κέντρα για τα όριά τους. Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στον Μακρόν αλλά και του Μητσοτάκη στην Ευρώπη (ΕΛΚ) έρχονται να διερευνήσουν αυτά τα όρια και τους νέους ρόλους.
Ανάλογη αναστάτωση προκλήθηκε και στο χώρο που ηγεμόνευσε ο πάλαι ποτέ δεύτερος πυλώνας του συστήματος, το ΠΑΣΟΚ. Οι πιέσεις για απομάκρυνση του Καμμένου, που ασκούνται μέσω των οβίδων που προορίζονταν για την Σαουδική Αραβία και που «επαναστατικά» συνεπικούρησε (άθελά του;) ο Ρουβίκωνας, πέρα από την προσπάθεια αποδυνάμωσης του ΣΥΡΙΖΑ, εντάσσονται σε αυτόν τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ στον οποίο είναι μπλεγμένη η χώρα. Η προσπάθεια στησίματος ενός διευρυμένου ΠΑΣΟΚ ως αξιοπρεπή δελφίνου της εξουσίας μένει να αποδειχτεί αν θα επιτευχθεί και σε ποιανού αγκαλιά θα στραφεί στο τέλος.
Απέναντι σε αυτές τις σημαντικές και βαθειά αντιλαϊκές ανατροπές ο λαός αναζητά απαντήσεις και έκφραση. Και βεβαίως δεν εννοούμε τη χυδαία εκμετάλλευση της πηγαίας λαϊκής αλληλεγγύης που εκδηλώνεται πάντα απέναντι σε κάθε δοκιμαζόμενο (πρόσφυγα, απολυμένο, ξεσπιτωμένο) από όλους αυτούς που τείνουν να την κατοχυρώσουν ως θεσμό, απαλλάσσοντας το κράτος και την κυβέρνηση από τις ευθύνες τους. Ευθύνες όχι για «ένα κράτος δικαίου», που ποτέ άλλωστε δεν υπήρξε στον καπιταλισμό, αλλά για τα στοιχειώδη δικαιώματα ανθρώπινης ζωής και κατοικίας που είναι υποχρεωμένο να διασφαλίσει.
Ο λαός βρίσκεται ανυπεράσπιστος απέναντι στην αδηφαγία του κεφαλαίου, με πρόσχημα μια έξοδο από τα μνημόνια, που θα τελεί όμως «υπό εποπτεία» των ιμπεριαλιστών –έτσι λέγεται πλέον η εξάρτηση- για δεκάδες χρόνια, ενώ αποκρύπτεται ότι η έξοδος από το τούνελ εμπεριέχει κι άλλα μέτρα, μεγαλύτερη φορομπηξία, όπως φάνηκε από τον κατατεθειμένο προϋπολογισμό, και μεγαλύτερη περιστολή δικαιωμάτων υπό το πρόσχημα της υπεράσπισης του δικαιώματος της εργασίας και της τήρησης της τάξης.
Η ανημποριά της Αριστεράς
Έχει γίνει πλέον φανερό, με βάση τα τελευταία γεγονότα που εξελίχθηκαν, ότι η ήττα που κουβαλάει το κομμουνιστικό κίνημα και που καλείται να ξεπεράσει έχει μακρύ δρόμο να διανύσει και σε αυξημένες απαιτήσεις να ανταποκριθεί. Έχουμε φτάσει σε σημείο ακόμη και οι επετειακοί γιορτασμοί, όπως αυτός του Πολυτεχνείου, αλλά και οι καθιερωμένες …απαντήσεις του ΠΑΜΕ και της ΓΣΕΕ στο πλαίσιο του «αγωνιστικού» κοινοβουλευτισμού που ανακοινώνονταν με την κατάθεση του προϋπολογισμού, να μην μπορούν να γίνουν. Ακόμη και αυτή η ρεφορμιστική Αριστερά, ας αποκαλείται εξωκοινοβουλευτική, δείχνει τα όριά της με καταθλιπτικό τρόπο.
Γιατί σίγουρα χρήζει μιας απάντησης η στάση της όσον αφορά και τη Μάνδρα αλλά και τις κινηματικές απαντήσεις που δεν δόθηκαν στις προκλήσεις της Αναρχίας, αλλά και στο μύθο της «εξόδου» από τη λιτότητα. Όλοι αυτοί που διαγκωνίζονται με ζήλο για τα δημοτικά ή περιφερειακά προβλήματα και υπόσχονται αριστερές «λύσεις» φάνηκε ότι έχουν μια δυναμική που φτάνει μέχρι τις κεραίες και τα εγκαίνια γραφείων της ΧΑ. Χρεώνονται όμως, όσο τους αναλογεί, την αντιλαϊκή πολιτική που αυτοί οι θεσμοί ακολουθούν, ακόμη κι αν εμφανίζονται με «αριστερή» ηγεσία. Όχι βεβαίως για το αν θα μπορούσαν να ανατρέψουν αυτή την πολιτική, έστω κι αν οι προεκλογικές μεγαλοστομίες τους έφταναν μέχρι εκεί, αλλά γιατί ποτέ δεν ανέδειξαν αυτά τα ζητήματα ως κυρίαρχα για να βελτιωθεί και να προστατευθεί η ζωή λαϊκών ανθρώπων πριν συμβούν οι καταστροφές κι όχι μετά ως κριτικές αντιπολιτευόμενου διεκδικητή νέων ψήφων. Γιατί βεβαίως εκεί βρίσκεται η αντιπαράθεση με τα συμφέροντα και αυτό απαιτεί κίνημα όχι ακτιβισμούς.
Η παρέμβασή μας στο τριήμερο του Πολυτεχνείου, αλλά και η επίσκεψή μας στις γειτονιές της Δυτικής Αττικής είχε το στόχο όχι μόνο να καταγράψει την άποψή μας για τις ευθύνες της κυβέρνησης, αλλά και την αδυναμία της Αριστεράς, σε μια περίοδο που ο λαός δέχεται επαναλαμβανόμενα χτυπήματα, να αναδείξει μια άλλη πολιτική. Μια πολιτική που θα δημιουργεί απαντήσεις μέσα από την κίνηση μαζών, μέσα από τη ρήξη με συστημικούς θεσμούς και θα ενισχύει τη λαϊκή οργάνωση και πάλη κόντρα σε λογικές πρόθυμων εθελοντών. Ή, στην περίπτωση του Πολυτεχνείου, μια πολιτική υπεράσπισης των αγώνων της και των μηνυμάτων της απέναντι σε αυτόβουλους ιδιοκτήτες-καπηλευτές εξεγέρσεων με τελείως διαφορετικό στίγμα από αυτό που γέννησε το Πολυτεχνείο.
Η ΛΑ-ΑΑΣ οφείλει να εντείνει τις πρωτοβουλίες και τις παρεμβάσεις της σε όλα αυτά τα προβλήματα, που, όπως φαίνεται και λόγω της αδυναμίας της Αριστεράς «μας» να απαντήσει, θα αποκτούν ακόμη πιο αντιλαϊκά χαρακτηριστικά, αφήνοντας το πεδίο στο κεφάλαιο και τις αντιδραστικές δυνάμεις να καλλιεργούν την άποψη ότι δεν μπορεί κανείς να βοηθήσει το λαό να τα λύσει, παρά μόνο αυτές. Οι παρεμβάσεις μας οφείλουν να δείχνουν τον άλλο δρόμο, αυτό της οργανωμένης πάλης, με στόχευση μια κοινωνία που δεν θα περιμένει μια θεομηνία για να ανακαλύψει τα μέτρα προστασίας ανθρώπων και φύσης, αλλά αυτά θα είναι στο επίκεντρο της πολιτικής της. Το δρόμο που δε θα περιμένει πότε οι εργατοπατέρες και τα ελεγχόμενα από αυτούς συνδικάτα θα πάψουν να δίνουν περιθώριο χάριτος σε μια κυβέρνηση που αυτοαποκαλείται αριστερή, ώστε να αντιπαλέψουν τις αυταπάτες για «ανάπτυξη» που πατάει στην προσφορά ενός αποδιοργανωμένου και εξαθλιωμένου εργατικού δυναμικού στα κοράκια που ονομάζονται επενδυτές και στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας.
Αυτός ο δρόμος της συγκρότησης δυνάμεων αγώνα μέσα στην πάλη για τα λαϊκά ζητήματα, μέσα στην πάλη ενάντια στους προστάτες και το σύστημα της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης είναι η μόνη ρεαλιστική επιλογή. Είναι η αναγκαία επιλογή για να συγκροτείται ένα ευρύτερο δυναμικό του αγώνα και να συνδέεται με τους εργάτες , τη νεολαία και το λαό που μπορεί να ελπίζει μόνο στην προοπτική της ενίσχυσης και διεύρυνσης αυτής της κατεύθυνσης.