Για μετά τις 13 Μαρτίου αφέθηκε ανοικτό το ενδεχόμενο να επιχειρηθεί η σύγκληση της διεθνούς διάσκεψης για την Κύπρο, όπως μετονομάστηκε η πενταμερής για την ασφάλεια, που ξεκίνησε στην Γενεύη τον περασμένο Ιανουάριο. Η είδηση αυτή βγήκε ύστερα από την τελευταία συνάντηση Αναστασιάδη -Ακιντζί στην Λευκωσία την Πέμπτη 9/2, παρουσία του ειδικού συμβούλου του ΓΓ του ΟΗΕ για το Κυπριακό, Έσπεν Μπαρθ Άιντε. Σε αυτήν, σύμφωνα με δηλώσεις του Κύπριου προέδρου, υπήρξε μια σχετική πρόοδος αλλά μένει να γίνει αρκετή δουλειά. Ανέφερε ακόμη πως θα γίνεται διασταυρούμενη συζήτηση στα διάφορα κεφάλαια.
Αν και όλοι οι παράγοντες που ενδιαφέρονται άμεσα για το Κυπριακό αναμένουν να δουν τις κινήσεις της νέας αμερικάνικης κυβέρνησης και τα μηνύματα που αυτή θα εκπέμψει, συνεχίζεται στο παρασκήνιο το σκληρό διπλωματικό παζάρι. Σύμφωνα με τις πάγιες αμερικανο-ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, αντικείμενο είναι μια διευθέτηση κομμένη και ραμμένη σε διχοτομικές προδιαγραφές. Στόχος η μετατροπή του νησιού σε νατοϊκό αεροπλανοφόρο για την ενίσχυση της δυτικής κυριαρχίας στην ανατολική Μεσόγειο. Το γεγονός, πως στην Γενεύη αναδείχτηκαν πλήθος προβλημάτων και αγεφύρωτων αντιθέσεων ανάμεσα στις εμπλεκόμενες πλευρές, δεν φαίνεται να πτοεί τις δυνάμεις εκείνες μέσα και έξω από την Κύπρο που θεωρούν ευκαιρία αυτήν την περίοδο. Το χαμήλωμα των τόνων και των επίσημων προσδοκιών από ορισμένες πλευρές στο εσωτερικό του νησιού δεν πρέπει να ξεγελά. Είναι και αυτό μέρος μιας σύνθετης διαπραγμάτευσης ανάμεσα στα διάφορα κέντρα που παίζουν ρόλο στις εξελίξεις.
Εν τω μεταξύ, στο παρασκηνιακό παζάρι προσπαθούν να πάρουν μέρος από καλύτερη θέση και άλλες δυνάμεις. Ύστερα από την πρώτη αποτυχημένη φάση της πενταμερούς στην Γενεύη, η Ρωσία βρήκε την ευκαιρία να επανέλθει ζητώντας την ενεργότερη εμπλοκή των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Παρεμβάσεις σε αυτήν την κατεύθυνση έγιναν τόσο κατά την διάρκεια της ενημέρωσης που έκανε στην έδρα του Οργανισμού στην Νέα Υόρκη ο Άιντε όσο και με δηλώσεις του Ρώσου πρέσβη στην Λευκωσία. Η Μόσχα, αντιλαμβανόμενη πως ελλοχεύει ο κίνδυνος να βρεθεί κάποια στιγμή μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα που θα ελαχιστοποιούν πλήρως την επιρροή της στο νησί, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τα κενά και τις δυσκολίες των δυτικών να επιβάλλουν σύντομα μια διευθέτηση.
Αναστασιάδης και Ακιντζί, με ξεχωριστές κινήσεις, τις τελευταίες ημέρες προσπάθησαν να δημιουργήσουν ο καθένας για λογαριασμό του ευνοϊκά δεδομένα για τη συνέχιση του παζαριού. Ο Κύπριος πρόεδρος, με επιστολή του στους 27 Ευρωπαίους ηγέτες, ζήτησε ενεργότερη εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να αντιμετωπιστεί από κοινού η απαίτηση της Τουρκίας να ισχύσουν μετά τη «λύση» και για τους Τούρκους πολίτες οι λεγόμενες τέσσερις ελευθερίες. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, στην επιστολή του, μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι η τουρκική απαίτηση είναι σημαντική «και δυνατόν να έχει απρόβλεπτες συνέπειες όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και για την Ε.Ε. και τα κράτη μέλη της». Ως εκ τούτου, προσθέτει, απαιτείται να υπάρξει συλλογική αντιμετώπιση, καθώς πρόκειται για μία απαίτηση «που εάν υλοποιηθεί, αποδίδει στην Τουρκία καθεστώς πάνω από αυτό που έχει σήμερα ως υποψήφια χώρα και στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με άνοιγμα της πίσω πόρτας της Ε.Ε. για την Τουρκία».
Από την άλλη πλευρά, με μια μεγάλη συνέντευξή του στην Τζουμχουριέτ, η οποία δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες, ο Ακιντζί ήταν κάτι παραπάνω από σαφής, στέλνοντας μηνύματα σε πολλές πλευρές. Ιδιαίτερα για τον χαρακτήρα της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας (στην πραγματικότητα συνομοσπονδίας), στην οποία τα δύο συνιστώντα μέρη θα έχουν πλήρεις δικαιοδοσίες ξεχωριστής κυριαρχίας αλλά και για τις εγγυήσεις και τα κατοχικά στρατεύματα. Δήλωσε εμφαντικά: «Η Ελλάδα και η ελληνοκυπριακή πλευρά σίγουρα πρέπει να παρατήσουν την ρητορική “μηδέν στρατός και εγγυήσεις”. Το σύστημα εγγυήσεων του 1960 και η τότε συμφωνία δεν μπορεί να αλλάξει ούτε σημείο στίξης ακόμη και 57 χρόνια μετά. Μετά την επιχείρηση του 1974, για πολλά χρόνια λεγόταν ότι υπάρχουν 40.000 στρατιώτες, αλλά γνωρίζουμε ότι αυτός ο αριθμός έχει μειωθεί. Αν υπάρξει συμφωνία, ούτε εμείς αλλά ούτε και η Τουρκία στοχεύουμε να παραμείνει τέτοιος αριθμός στρατού. Στη συμφωνία του 1960, ήταν 650 Τούρκοι και 950 Έλληνες στρατιώτες. Ο αριθμός μπορεί να αλλάξει με συμβιβασμό, να είναι και πιο πάνω. Σε ότι αφορά τις εγγυήσεις, πρέπει να καταλάβουν οι συνομιλητές μας ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν βλέπουν την ασφάλειά τους πουθενά εκτός από την Τουρκία».
Δ.Π.