Κηλίδες αίματος σε ένα φόντο όλο και πιο σκούρο. Νεκρός ο εργάτης στην Cosco μετά από 12ωρη δουλειά και ενώ καλούνταν σε κόντρα βάρδια. Νεκρός και ο νεαρός Ρομά στο Πέραμα μετά από αφηνιασμένη καταδίωξη από την Αστυνομία και καταιγισμό πυροβολισμών. Στα «επιχειρήματα» υπεράσπισης αυτής της βαρβαρότητας, λιγοστεύουν οι αναφορές σε «μεμονωμένα» και «ατυχή» περιστατικά και πληθαίνουν οι πιο ωμές «λογικές»: για την «ανάπτυξη» και τη «θεσμική νομιμότητα» που πρέπει να προστατευτούν από τους πολλαπλούς «κινδύνους». Ποιοι είναι οι «κίνδυνοι»; Είναι οι Ρομά, είναι οι φοιτητές που αρνούνται τους «υγειονομικούς» ελέγχους, είναι οι αντιρρήσεις και οι αντιστάσεις στον μεσαίωνα που φέρνει ο νόμος Χατζηδάκη. Είναι οι διαδηλωτές που καταγγέλλουν τη συμφωνία με τις ΗΠΑ που κάνει τη χώρα προκεχωρημένο φυλάκιο για την περικύκλωση της Ρωσίας, βάση και πλατφόρμα αιματοκυλισμάτων των λαών της περιοχής.
Οι «κίνδυνοι» είναι οι… γραφικές μειοψηφίες που δεν εννοούν να καταλάβουν και να προσαρμοστούν στο παρόν και στο μέλλον που φέρνει η πολιτική του συστήματος και της κυβέρνησής του. Είναι οι «μειοψηφίες» που δεν πείθονται ούτε καν από την υπεύθυνη στοίχιση της αντιπολίτευσης σε αυτή την πολιτική, αλλά ούτε και από την απροσχημάτιστη επιστράτευση των συνδικαλιστικών ηγεσιών υπέρ αυτής της πολιτικής.
Το ζήτημα είναι ότι αυτές οι «μειοψηφίες» δεν είναι καθόλου γραφικές! Γιατί τότε δεν θα «άξιζαν» αυτή τη μανιασμένη καταδίωξή τους από τους κρατικούς μηχανισμούς, δεν θα χρειάζονταν να βρουν απέναντί τους την «πολύμορφη» συμπαράταξη των αστικών δυνάμεων, που σέρνει μαζί της και όλες τις ενδιάμεσες πολιτικές δυνάμεις που διαρκώς συμμορφώνονται με τις πρώτες. Το ζήτημα είναι ότι οι φωνές και οι προσπάθειες αντίστασης αναφέρονται και «αντιστοιχούν» στη συσσωρευόμενη οργή των εργατών, του λαού, της νεολαίας. Αυτοί είναι που πράγματι δεν «καταλαβαίνουν» και δεν «πείθονται» από αυτό που διαμορφώνουν στη ζωή τους οι πολιτικές της κυβέρνησης και του συστήματος. Και το μέγα ζήτημα, που είναι ζωτικό να παλευτεί σε μια συγκυρία κρίσιμη σαν τη σημερινή, σε μια πολιτική κατάσταση μεταβατική σε μεγάλους κινδύνους αλλά και σε σημαντικές δυνατότητες για τη λαϊκή πάλη, είναι και πρέπει να είναι πολύ σαφές: Να βγει αυτή η οργή στο προσκήνιο με μαζικούς αγώνες! Για να ανατραπούν πλευρές αυτής της πολιτικής. Για να διαμορφωθούν νέοι όροι συγκρότησης της εργατικής και λαϊκής πάλης, αναγκαίοι για τον δρόμο των αντιστάσεων, των διεκδικήσεων και της αναμέτρησης που χρειάζεται να ανοιχτεί.
Ο «ξεσηκωμός του έθνους»
Τόσο η συμφωνία με τη Γαλλία, όσο και ακόμα περισσότερο αυτή με τις ΗΠΑ κατέγραψαν με τον πιο σαφή τρόπο ότι η αστική τάξη της χώρας, στη βάση της πάγιας πολιτικής της εξάρτησης και του «ανήκουμε στη Δύση», βάζει τη χώρα και τον λαό σε μια ακόμα περισσότερο αναβαθμισμένη εμπλοκή στους σχεδιασμούς και τις πολεμικές επιδιώξεις των αμερικανοΝΑΤΟϊκών. Η χώρα «εξοπλίζεται» με όπλα (σαν τις γαλλικές φρεγάτες) που το βεληνεκές τους φτάνει πολύ πιο μακριά από την «υπεράσπιση των συνόρων» της, γεμίζει αναβαθμισμένες βάσεις που (όπως στην Αλεξανδρούπολη) στοχεύουν προς …ανατολάς και αποκτά ρόλους και αποστολές για λογαριασμό των αμερικανοΝΑΤΟϊκών και στα πλαίσια των διαφόρων «αξόνων», από τα Δυτικά Βαλκάνια ως τη Λιβύη και τον Περσικό Κόλπο! Αυτός ο «ξεσηκωμός του έθνους» δεν προέκυψε τυχαία. Είναι αποτέλεσμα της κλιμάκωσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε όλο το θερμό τόξο της περιοχής, με κύριο και βασικό τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Ρωσίας, αλλά και με την επικουρία και των ενδοδυτικών αντιθέσεων και της αμερικάνικης έγνοιας να ανακοπεί η κινέζικη διείσδυση.
Το «τέντωμα» αυτό της χώρας είναι φανερό ότι προκαλεί ανησυχίες και μέσα στις αστικές δυνάμεις, που ταυτόχρονα βλέπουν να διαψεύδονται τα σενάρια για εξορύξεις και αγωγούς στα οποία προσδοκούσαν και ακόμα περισσότερο βλέπουν να διαψεύδονται οι προσδοκίες τους να πετύχουν νίκες σε βάρος της αστικής τάξης της Τουρκίας με τη στήριξη των πατρώνων τους. Στην πραγματικότητα αντιλαμβάνονται -όσο μπορούν με βάση την υποτελή φύση τους- ότι μπλέκουν σε υποθέσεις και επίδικα που ξεπερνούν κατά πολύ το μπόι της χώρας. Η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Μητσοτάκης, με βάση τις δεσμεύσεις της σημερινής τους θέσης, επιχειρούν να διασκεδάσουν αυτές τις ανησυχίες με τις πιο υπερφίαλες δηλώσεις. Από την άλλη, οι «ανησυχίες» που εξέφρασε ο ΣΥΡΙΖΑ πήραν …άκομψη αλλά αποστομωτική απάντηση από τον Αμερικάνο πρέσβη. Στη συνέντευξη που έδωσε ο Πάιατ μετά την υπογραφή της συμφωνίας υπενθύμισε χωρίς προσχήματα πως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτός που άνοιξε τον δρόμο στην παραπέρα αναβάθμιση του ρόλου της χώρας ως βάση και ως πολιτική πλατφόρμα των αμερικάνικων επιδιώξεων στην περιοχή. Και αυτό που ουσιαστικά επισήμανε απευθυνόμενος προς κάθε κατεύθυνση είναι πως στον δρόμο αυτό και δεδομένων των συνθηκών διεθνώς και στην περιοχή, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε φρενάρισμα ούτε πολύ περισσότερο επιστροφή! Για αυτό ακριβώς «είναι διαρκώς ανοιχτό» το ζήτημα της επέκτασης και της δημιουργίας νέων βάσεων και ό,τι άλλο απαιτηθεί για να προχωράει η «στρατηγική συνεργασία» ΗΠΑ-Ελλάδας, σύμφωνα με τις εκάστοτε επιλογές και τα συμφέροντα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η εξελισσόμενη αναβάθμιση της εμπλοκής της χώρας στα αμερικανοΝΑΤΟϊκά σχέδια είναι παράγοντας που δρα επικαθοριστικά σε όλα τα ζητήματα μέσα στη χώρα: από τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων και τις πολιτικές εξελίξεις (και με όρους διασταύρωσης ως και αντίθεσης με τις επιδιώξεις των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών) ως τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα και βέβαια ως το ζήτημα των ελευθεριών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων των μαζών. Σε μια χώρα-προπύργιο και στρατώνα των μεγάλων φονιάδων του πλανήτη, σε μια χώρα με τόσες «ευθύνες» και αποστολές στην περιοχή, μαζί και δίπλα με τα πιο αντιδραστικά καθεστώτα και δυνάμεις, είναι αναγκαία προϋπόθεση να δεθεί ο λαός χειροπόδαρα, να βγει εκτός πολιτικής νομιμότητας η αντιιμπεριαλιστική και αντιπολεμική πάλη.
«Αυθαιρετεί» η αστυνομία;
Τα πολλά «κρούσματα» αγριότητας (ακόμα και δολοφονιών) του τελευταίου διαστήματος προκάλεσαν και πάλι την «αντιπολιτευτική» ανάγκη να δυναμώσουν οι φωνές που κάνουν κριτική από τη σκοπιά του λεγόμενου «κράτους δικαίου» που πρέπει να σταθεί απέναντι σ’ αυτά. Είναι φωνές που ξεκινούν από το να σιγοντάρουν τις δικαιολογίες για το «δεν ακούστηκαν οι εντολές του Αρχηγείου» και οι αστυνομικοί «αυθαιρέτησαν» και φτάνουν μέχρι να καταγγείλουν το «κράτος της Δεξιάς». Είναι προφανές ότι όλα αυτά είναι μια προσπάθεια ώστε η οργή που προκαλείται να αφομοιωθεί εντός των συστημικών πλαισίων με την πιο …ριζοσπαστική της εκδοχή να φτάνει στην προσδοκία μιας αλλαγής της κυβερνητικής διαχείρισης από τη ΝΔ στον ΣΥΡΙΖΑ και τις άλλες «δημοκρατικές δυνάμεις».
Τελικά και κυρίως, όμως, αυτές οι κριτικές είναι μια προσπάθεια για να μην δει ο λαός και η νεολαία τι πραγματικά αντιμετωπίζουν και σε ποια βάση και με ποιους στόχους μπορούν να παλέψουν και να υπερασπιστούν τις ελευθερίες τους και τα δικαιώματά τους. Σε όλα τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων, από αυτά της Σταυρούπολης στη Θεσσαλονίκη (αλλά και σε άλλες μαθητικές καταλήψεις) ως την πρόταση αποφυλάκισης Πατέλη και μέχρι τα τωρινά, πρέπει να επισημανθούν δύο πολιτικές διαστάσεις.
Η μια και ειδικότερη διάσταση είναι μια προφανής και συντεταγμένη επιχείρηση «επανεμφάνισης» και ενίσχυσης ακροδεξιών-φασιστικών δυνάμεων. Μια επιχείρηση που έχει τις προηγούμενες αφετηρίες στους «μακεδονομάχους», ενώ στις σημερινές συνθήκες διευρύνει τη βάση της αξιοποιώντας την πανδημία και την κυβερνητική πολιτική γι αυτήν. Μια επιχείρηση που έχει τις «επικοινωνίες» της με το κυβερνητικό κόμμα και με ανοιχτό το ζήτημα των επιδιώξεών της. Με ανοιχτό δηλαδή το αν επιδιώκει να επιδράσει στις εσωτερικές διεργασίες και ανισορροπίες της ΝΔ και να τις στρέψει σε ακόμα πιο αντιδραστική κατεύθυνση ή αν επιδιώκει μια αυτοτελή εμφάνιση ενός ακροδεξιού φασίζοντος μορφώματος.
Η δεύτερη και συνολικότερη διάσταση είναι αυτή της έντασης της φασιστικοποίησης ως βασικής και επίσημης πολιτικής του συστήματος. Αυτή είναι που αντικειμενικά τροφοδοτεί τις όποιες ιδιαίτερες δυνάμεις και επιδιώξεις. Αυτή είναι που σαν αναγκαία συνθήκη στήριξης της άγριας καπιταλιστικής επίθεσης και της μετατροπής της χώρας σε βάση των ιμπεριαλιστών «παράγει» και ενισχύει υποκειμενικά και αντικειμενικά τις αγριότητες που ζούμε. Συνεπώς, αν το «κράτος δικαίου» είναι γενικά μια φενάκη στον καπιταλισμό, όπου υπάρχει μόνο το αστικό (δηλαδή ταξικό και καταπιεστικό) κράτος, στις σημερινές συνθήκες είναι εκατό φορές φενάκη και απάτη η αναζήτησή του! Η αστική νομιμότητα, όπως ακριβώς το επιβάλλουν οι ανάγκες του συστήματος της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης, γίνεται διαρκώς πιο στενή για τον λαό. Συνεπώς η άρνηση των πολιτικών που βάζουν στον γύψο τις ελευθερίες, η καταγγελία της κρατικής βίας και τρομοκρατίας, δεν μπορεί να γίνεται στο όνομα και με την προσδοκία μιας άλλης κυβερνητικής διαχείρισης, αλλά στη βάση των δικαιωμάτων του λαού και της νεολαίας. Δηλαδή, το δικαίωμα στη διαδήλωση, στην απεργία, στην οργάνωση και στην πάλη μπορεί να τα υπερασπίζεται μόνο η μαζική οργάνωση και πάλη και στη βάση της συνολικότερης αντίστασης και διεκδίκησης που αυτή θα συγκροτεί απέναντι στις πολιτικές του συστήματος.
Δικά του όργανα πάλης χρειάζεται ο λαός!
Οι τελευταίες εξελίξεις στον χώρο των εκπαιδευτικών έχουν ευρύτερη πολιτική σημασία, χρειάζεται να εκτιμηθούν και να αντιμετωπιστούν με προσοχή. Τόσο για να στηριχθεί κάθε δυνατότητα συνέχισης της πάλης στον χώρο αυτό, που συνδέεται άμεσα με την πάλη μαθητών και φοιτητών και υπό πολιτικούς όρους μπορεί να δώσει σημαντικούς μαζικούς αγώνες που θα παίξουν ρόλο στη γενικότερη υπόθεση της λαϊκής αντίστασης και πάλης, όσο και γιατί στις εξελίξεις αυτές αποτυπώνονται συνολικότερα ζητήματα που καλείται άμεσα να αντιμετωπίσει το εργατικό-λαϊκό κίνημα.
Η στάση ξεπουλήματος της αγωνιστικής διάθεσης και στάσης του κόσμου της Εκπαίδευσης, που χωρίς προσχήματα και με πραξικοπηματικούς όρους επέλεξαν και επιχειρούν να επιβάλλουν οι δύο Ομοσπονδίες (ΟΛΜΕ και ΔΟΕ) δεν είναι βέβαια απρόσμενη, αλλά κυρίως δεν είναι ούτε τοπική (του χώρου) ούτε προσωρινή. Είναι η «φυσιολογική» εξέλιξη μιας πολύχρονης πορείας συμβιβασμών και υποταγής, είναι μια πραγματική αποτύπωση των πολιτικών συσχετισμών που υπάρχουν (ιδιαίτερα στα δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια όργανα αλλά όχι μόνο σε αυτά) σε όλη την κλίμακα του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος. Η ωμή αυτή αποτύπωση δεν εκδηλώνεται τυχαία σήμερα. Καθοριστικό ρόλο παίζει η κλιμάκωση της αντεργατικής αντιλαϊκής επίθεσης του συστήματος, που με τον νόμο Χατζηδάκη απαιτεί και επιχειρεί να διαμορφώσει συνθήκες νεκροταφείου στον εργαζόμενο κόσμο. Απέναντι σε αυτή την επίθεση πριν από όλα οι καθεστωτικές αλλά και οι ρεφορμιστικές και ενδιάμεσες παρατάξεις δεν είχαν -με βάση τα χαρακτηριστικά τους και τη διαδρομή τους- άλλη επιλογή από την υποταγή. Σκηνές προς αυτή την κατεύθυνση οι εργαζόμενοι έχουν δει πάρα πολλές εδώ και πολλά χρόνια από ΓΣΣΕ, ΑΔΕΔΥ, Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα, ενώ πολύ πρόσφατα ζήσαμε την ακύρωση της απεργίας (3/6/21) που καλούνταν να σταθεί απέναντι στο τότε νομοσχέδιο Χατζηδάκη. Ήταν μια ακύρωση που πρόθυμα συνυπέγραψαν και οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ/ΚΚΕ.
Διαμορφώνεται, συνεπώς, ένα νέο και σαφώς δυσμενέστερο τοπίο για την υπόθεση της εργατικής λαϊκής πάλης, που θα απαιτεί απαντήσεις και ενώ θα προωθείται από το σύστημα και την κυβέρνησή του η υλοποίηση του νόμου Χατζηδάκη. Οι απαντήσεις αυτές προφανώς δεν μπορεί να είναι οι μάταιες προσπάθειες αναθέρμανσης των αυταπατών για τις Ομοσπονδίες και τους «αγώνες» που αυτές θα αναλάβουν στο νέο τοπίο. Όσο δεν ξεκαθαρίζεται ότι ο μόνος ρόλος που αυτές οι Ομοσπονδίες θα έχουν θα είναι ο ρόλος του διακοσμητή της άγριας καπιταλιστικής επίθεσης, όσο επιχειρείται με αγωνιστικές φωνασκίες να …εκβιαστούν σε αγώνες τα φαντάσματα του παρελθόντος, τόσο θα υπονομεύεται η δυνατότητα της μαζικής εργατικής-λαϊκής πάλης.
Ταυτόχρονα, οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στη γνωστή διατύπωση που ζητά «αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού στα όργανα του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος». Γιατί αυτοί που ζητούν αυτή την «αλλαγή» έχουν συνδράμει ενεργητικά όλα αυτά τα χρόνια στην πορεία εκφυλισμού του κινήματος, έχουν υποστηρίξει και προωθήσει την πολιτική της ταξικής συνεργασίας και του παραμερισμού των μαζών. Γιατί τελικά οι ρίζες του προβλήματος βρίσκονται στα ίδια τα πρωτοβάθμια σωματεία, που έχουν αποσυγκροτηθεί και είναι στην πλειονότητά τους σφραγίδες και αυτά στα χέρια των καθεστωτικών δυνάμεων και των δυνάμεων της συνδιαλλαγής.
Εκεί ακριβώς, στα πρωτοβάθμια σωματεία και στην υπόθεση της ταξικής και αγωνιστικής τους ανασυγκρότησης, είναι που πρέπει να επικεντρωθεί η πάλη και οι προσπάθειες απάντησης του προβλήματος. Η πάλη αυτή, που έχει πρωτίστως πολιτικό χαρακτήρα και πολιτικές κατευθύνσεις, πρέπει και μπορεί να δοθεί μέσα στις σημερινές συνθήκες της άγριας επίθεσης, επιδιώκοντας τη συγκρότηση αντιστάσεων και μαζικών αγώνων για την απάντησή της και κόντρα στις προδιαγραφές της νομιμότητας του νεκροταφείου που θέλει να επιβάλλει ο νόμος Χατζηδάκη αλλά και συνολικά οι πολιτικές φασιστικοποίησης του συστήματος.