Η πανελλαδική σύσκεψη των σχημάτων που είναι ή αναφέρονται στην ΠΑΑΣ, έκλεισε τον πρώτο κύκλο αυτής της προσπάθειας και ταυτόχρονα άνοιξε μια νέα και σίγουρα πιο απαιτητική φάση για τη Λαϊκή Αντίσταση-Αριστερή Αντιιμπεριαλιστική Συνεργασία. Πιο απαιτητική, γιατί, περνώντας από τη φάση «Πρωτοβουλία για..» σε μια πιο προσδιορισμένη συγκρότηση, το δυναμικό του εγχειρήματος αντικειμενικά καλείται πιο πιεστικά να «παράξει έργο», να συγκροτήσει υπόσταση και ρόλο μέσα στο κίνημα και την πυρακτωμένη ταξική πάλη. Η μέχρι τώρα διαδρομή πέτυχε αναμφίβολα και μια πρώτη στοιχειώδη συγκέντρωση δυνάμεων και διαμόρφωσε πολιτικό στίγμα και στόχους για το εγχείρημα. Αυτά αποτελούν μια βάση εκκίνησης που δεν υπήρχε τον Απρίλη του 2012 (Ακροπόλ), ούτε βέβαια τον Οκτώβρη του 2011, όταν το ΚΚΕ(μ-λ) κατέθετε την σχετική πρόταση. Η βάση αυτή έχει ιδιαίτερη αξία και σημασία, γιατί διαμορφώθηκε με ανοιχτό, δημοκρατικό τρόπο, μπροστά στον κόσμο της Αριστεράς και του αγώνα, χωρίς εκβιασμούς και «υποσχέσεις», χωρίς «προγράμματα» και «μεγάλα λόγια». Διαμορφώθηκε και συγκροτήθηκε σε αναφορά με τα λαϊκά προβλήματα και τις ανάγκες της πάλης. Και αναμφίβολα, σε αντίθεση με τις διάφορες προτάσεις που κυκλοφορούν, το εγχείρημα μπορεί να γίνει πεδίο συνάντησης και πάλης του λαού και της νεολαίας. Ωστόσο (πρέπει να) έχουμε επίγνωση ότι το εγχείρημα δεν έχει αποκρυσταλλώσει τα χαρακτηριστικά του και δεν έχει διαμορφώσει τους όρους που θα του επιτρέψουν να αποκτήσει δυναμική και θέσεις μέσα στο κίνημα που να αντιστοιχούν στους στόχους που θέτει. Η Λαϊκή Αντίσταση, με όσα κατέγραψε και διακήρυξε στην ιδρυτική πανελλαδική της σύσκεψη αλλά και με όσα δεν κατόρθωσε ακόμα να αποσαφηνίσει, είναι φανερό ότι θα κριθεί από δω και μπρος!
Μια μόνιμη και κρίσιμη ανάγκη
Μια σημαντική και αναντικατάστατη διάσταση που θα κρίνει μαζί με άλλα ζητήματα το αν η Λαϊκή Αντίσταση θα κινηθεί αποφασιστικά και αποτελεσματικά στην προώθηση των στόχων που θέτει, είναι η διαρκής ανοιχτή συζήτηση και διαπάλη που πρέπει να υπάρχει σχετικά με τα χαρακτηριστικά της, σχετικά με το «τι είναι» και πώς παλεύει! Γιατί η Λαϊκή Αντίσταση δεν μπορεί, βέβαια, να ξανοιχτεί και να «περπατήσει» μέσα στο λαό και τους αγώνες του ως ένα «κλειστό σύστημα», με βουβές και αφανείς διεργασίες για όλα τα πολλά και μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίζει στην πορεία της. Αλλά ως ένας μάχιμος, πολιτικός και κινηματικός ιστός σχημάτων και αγωνιστών, που ανήκει στα σχήματα και στους αγωνιστές του, οι οποίοι έχουν «κάθε στιγμή» επίγνωση των ερωτημάτων και των ζητημάτων που αντιμετωπίζει το εγχείρημα. Και έχουν, επίσης, γνώμη και θέση απέναντι σε αυτά τα ερωτήματα και αυτά τα ζητήματα και άρα τη δυνατότητα να συμβάλλουν και να συνδιαμορφώσουν κάθε φορά τις απαντήσεις. Και οπωσδήποτε να έχουν τη δυνατότητα κάθε φορά να κρίνουν τι είναι αυτό που έχει τεθεί, γιατί και πώς διαμορφώθηκαν οι όποιες απαντήσεις. Αυτή η αντίληψη δεν αφορά βέβαια κάποιο «δημοκρατισμό» που πρέπει να επιδειχθεί ενόψει κάποιου ανομολόγητου στόχου. Αφορά την ουσία, τον πραγματικό στόχο και σκοπό της όλης προσπάθειας: Ο ίδιος ο αγωνιζόμενος κόσμος είναι αυτός που πρέπει να διαμορφώνει και να κρίνει τα χαρακτηριστικά του «οχήματος της πάλης του». Αυτή ακριβώς τη θετική παρακαταθήκη άφησε, ανάμεσα σε άλλα, η πανελλαδική σύσκεψη της 26-27/10 που αποτέλεσε μια πρώτη ευκαιρία ένα ολόκληρο δυναμικό να έρθει σε άμεση συνεννόηση, σε κοινή αναζήτηση ή και σε αντιπαράθεση. Και είναι βέβαιο πως, αν και δεν ήταν δυνατόν να απαντηθούν και να συμφωνηθούν «όλα» στα πλαίσια της σύσκεψης, η πραγματοποίησή της βοήθησε στην «κοινή εκφώνηση» ερωτημάτων και ζητημάτων που έχουμε μπροστά μας. Αυτή η παρακαταθήκη πρέπει να γίνει οδηγός της λειτουργίας της Λαϊκής Αντίστασης, τοπικά και πανελλαδικά, αλλά και ιδιαίτερα για τις οργανωμένες δυνάμεις που συμμετέχουν στο εγχείρημα. Γιατί βέβαια η συζήτηση και ο προβληματισμός, σχετικά με τα βήματα του εγχειρήματος, δεν μπορεί να είναι «προνόμιό» τους, που μάλιστα θα το ασκούν χωριστά οι μεν από τους δε! Είναι εξίσου δικαίωμα και ανάγκη όλων των αγωνιστών που συμμετέχουν ή απλώς παρακολουθούν τη Λαϊκή Αντίσταση, είναι όρος για να απλώνει το εγχείρημα και να δένεται με το λαό και τη νεολαία. Ας δούμε, λοιπόν, ορισμένα συμπεράσματα και εκτιμήσεις για την ουσία των ζητημάτων και όπως εμείς θεωρούμε ότι προέκυψαν από το πανελλαδικό διήμερο.
Τι κατέγραψε και που στοχεύει
Η Λαϊκή Αντίσταση κατέγραψε και διαμόρφωσε ένα πολιτικό πλαίσιο που, πριν από όλα, ορίζει τους αντιπάλους του λαού και της νεολαίας. Ο ιμπεριαλισμός και το κεφάλαιο, το κράτος (τους), οι κυβερνήσεις (τους) και τα κόμματά τους, μαζί με όλους τους μηχανισμούς που υπηρετούν την εξουσία του συστήματος της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης, είναι οι δυνάμεις που διεξάγουν την επίθεση ενάντια στο σύνολο των εργατικών-λαϊκών δικαιωμάτων και κατακτήσεων, στο πλαίσιο της γενικευμένης επίθεσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού κόσμου ενάντια στο προλεταριάτο και στους λαούς. Σε αυτή τη βάση και καθώς η κρίση οξύνεται και η επίθεση θέτει ζητήματα ζωής, δημοκρατίας και ειρήνης για το λαό μας και τους λαούς της περιοχής, η Λαϊκή Αντίσταση, ενόψει των απαντήσεων που εκτιμά ότι απαιτούνται και παλεύει να οικοδομηθούν από το λαϊκό κίνημα, καταγράφει και την αναγκαία πολιτική της οριοθέτηση από τα κόμματα, τις δυνάμεις και τα ρεύματα που αναφέρονται στο κίνημα, είτε αυτές αναφέρονται στην αριστερά είτε στον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο. Μια οριοθέτηση που προκύπτει και ταυτόχρονα στηρίζει το δικό της διπλό στόχο για το λαό και την πάλη του:
• Την ενίσχυση αλλά και την οικοδόμηση εστιών αντίστασης σε χώρους δουλειάς, νεολαίας, στις γειτονιές, απέναντι στα διάφορα μέτρα της επίθεσης, για την αντιμετώπιση τους, για τη δημιουργία όρων κίνησης, πάλης και οργάνωσης των λαϊκών μαζών ως πρωταρχική αναγκαιότητα της υπόθεσης τους
• Την προοπτική της οικοδόμησης κοινωνικοπολιτικού Μετώπου Αντίστασης Διεκδίκησης και Ανατροπής της επίθεσης, που δεν μπορεί να οριστεί ως εξαγγελία αλλά θα χτιστεί και θα συντεθεί μέσα από την διαρκή πάλη που θα αλλάζει τα σημερινά όρια και θα μετατοπίζει το συσχετισμό υπέρ της δυνατότητας των μαζών να παρεμβαίνουν και να διαμορφώνουν τις εξελίξεις
Είναι φανερό, ότι η οικοδόμηση του Μετώπου αυτού θα θέσει νέα και άλλης τάξης ζητήματα αναφορικά με τη δυνατότητα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, να πάει παραπέρα την υπόθεσή της. Η Λαϊκή Αντίσταση έχει διακηρύξει την πεποίθησή της για την ανάγκη της επαναστατικής ανατροπής της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της αστικής τάξης, αλλά δεν επιδίδεται σε ακαδημαϊσμούς, σε σχέδια επί χάρτου ή πιο απλά σε ζητήματα που δεν αφορούν το μπόι της και τη σημερινή κατάσταση του λαϊκού κινήματος. Θέλει και πρέπει να επικεντρώσει την πάλη της στα σημερινά δεδομένα του ταξικού συσχετισμού, θέλει και πρέπει να υπηρετήσει σήμερα την υπόθεση της λαϊκής πάλης και μέσα σε αυτήν και με αυτήν, να επιτύχει τη συγκρότηση και τη συγκέντρωση δυνάμεων, στη βάση της αντίθεσης στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας και στην επίθεση του κεφαλαίου.
Τι «δεν είναι» η Λαϊκή Αντίσταση
Ορίζοντας έτσι τους στόχους που θέλει να υπηρετήσει η Λαϊκή Αντίσταση, διευκρινίζει με μεγάλη σαφήνεια τι «δεν είναι», σε ποια βάση πρέπει να κριθεί η πορεία της από τον καθένα, ποια ζητήματα την «αφορούν», ποια ζητήματα καλείται να αντιμετωπίσει και ποια όχι! Παρόλα αυτά και καθώς οι κυρίαρχες διαστρεβλώσεις που έχει καλλιεργήσει η μεγάλη πλειοψηφία των δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά και στο κίνημα τείνουν να γίνουν ο «πάγιος» τρόπος σκέψης και κρίσης σε ένα ευρύτερο δυναμικό κόσμου και αγωνιστών, να επιβάλλουν τα κλισέ και τα κάθε είδους κόλπα σαν … μονόδρομο για το λαό και τα ζητήματα του κινήματος, είναι αναγκαίο να διατυπωθούν και οι αρνήσεις τις οποίες προς κάθε κατεύθυνση διακηρύσσει η Λαϊκή Αντίσταση:
-Η Λαϊκή Αντίσταση δεν είναι εκλογικό σχήμα, δεν σκοπεύει και δεν θέλει να συγκεντρώσει αγωνιστές, εργαζόμενους και νεολαίους, για να προσθέσει «άλλη μια» εκλογική βάση σε όσες ήδη υπάρχουν και επιχειρούν να αναπαραχθούν-διευρυνθούν, σε βάρος των απαιτήσεων και των αναγκών της πάλης και του κινήματος.
-Η Λαϊκή Αντίσταση δεν είναι προθάλαμος κομματικών ενοτήτων ούτε γενικά «κατασκευάζεται» ως εργαλείο διαμόρφωσης κομματικών συγκολλήσεων και αναδιατάξεων. Η μαχητική πολιτική-κινηματική δράση της σε χώρους δουλειάς και νεολαίας, στις πόλεις, στις γειτονιές και στις περιοχές της χώρας, θέλουμε και μπορεί σε μια πορεία, «ταράζοντας τα νερά» στον κόσμο της Αριστεράς και ευρύτερα στο λαό, να αλλάξει τους όρους που διαμορφώνουν (και) τα πολιτικά δεδομένα στην Αριστερά. Να σπάσει γραμμές, συνήθειες, αντιλήψεις, πρακτικές που έχουν διαμορφωθεί και κυριαρχούν εδώ και πολλά χρόνια στη βάση της υποταγής, της «συνεννόησης», της συνδιαχείρισης με το σύστημα. Σε αυτή και μόνο τη βάση, μπορεί και πρέπει να επιδράσει και στο επίπεδο των οργανώσεων-κομμάτων της Αριστεράς στη χώρα.
-Η Λαϊκή Αντίσταση δεν είναι πόλος ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά. Δεν αναζητά δυνάμεις για να τις δορυφοροποιήσει ή για να τις απορροφήσει σε ένα «έτοιμο» και «δοσμένο» πολιτικό πλαίσιο-πρόγραμμα. Αναζητά και επιδιώκει την κοινή δράση πάνω στα ζητήματα του κινήματος, την από κοινού διαμόρφωση αγωνιστικών απαντήσεων στα λαϊκά προβλήματα, το συντονισμό και τη συνεννόηση στην μαζική πάλη με κάθε συλλογικότητα και αγωνιστή του κινήματος.
-Η Λαϊκή Αντίσταση δεν είναι Μέτωπο, γιατί πριν από όλα δεν υπάρχει «Μέτωπο» που δεν περιλαμβάνει σημαντικά κομμάτια «διατεταγμένου» και μαχόμενου λαού. Μέσα στο σωρό των εικονικών «κινημάτων» και «συγκρούσεων», των «αντεπιθέσεων», των «ανατροπών» και των «ρήξεων» που η μεγάλη πλειοψηφία της Αριστεράς χρόνια τώρα και ασύστολα κατασκευάζει, δεν έχει… διστάσει πολλές φορές να κατασκευάσει και «μέτωπα», που κατά κανόνα ο λαός τα πληροφορείται παραμονές εκλογών. Ας βάλουμε ένα φρένο στη φθορά, στο αυτό-προβοκάρισμα κάθε έννοιας που είναι σπουδαία για την υπόθεση του λαού και του κινήματος. Και ας διευκρινίσουμε, άλλη μια φορά, πως ο όρος «μετωπική πολιτική συνεργασία» που χρησιμοποιήθηκε και στο πανελλαδικό διήμερο, αναφέρεται στο είδος της συνεργασίας των δύο οργανώσεων [ΚΚΕ(μ-λ) και ΜΛ-ΚΚΕ], με βάση την οποία συγκροτήθηκε η ΠΑΑΣ ή στο μετωπικό, δηλαδή ευρύ, χαραχτήρα που επιδιώκουμε να έχει η πολιτική συνάντηση- συνεργασία δυνάμεων στα πλαίσια της Λαϊκής Αντίστασης και καμιά σχέση δεν έχει με το Μέτωπο που αποτελεί στόχο της πάλης μας.
Η ήττα του κινήματος και η κατεύθυνση της Αντίστασης
Δεν θα λέγαμε τίποτε καινούριο, αν επισημαίναμε πως κρατούσα άποψη στην Αριστερά και στο κίνημα είναι, σήμερα και εδώ και πολλά χρόνια, η άποψη ότι «η Αντίσταση είναι λίγη», και ότι «το θέμα είναι να βρούμε τι θα κάνουμε μετά από αυτήν». Η άποψη αυτή έχει μια συνακόλουθη πρακτική στάση στα κινήματα, στους αγώνες, στις ζόρικες και κρίσιμες ώρες και στιγμές που ολοένα και πληθαίνουν. Μια πρακτική στάση που ισοδυναμεί με φυγομαχία και παραίτηση από τον κάθε φορά συγκεκριμένο αγώνα, όταν αυτός φτάνει σε σημείο κόντρας με κόστος με την πολιτική και τους μηχανισμούς του συστήματος. ‘Η μια πρακτική στάση που δεν επιδιώκει ούτε να ανοίξει ποτέ αγώνα και μαζική αντίσταση, ακόμα και στις πιο οξυμένες περιπτώσεις της επίθεσης του συστήματος. Όλα αυτά «δικαιολογούνται» στο όνομα των «μεγάλων στόχων» που έχουν θέσει ηγεσίες κομμάτων, οργανώσεων, πολιτικοσυνδικαλιστικών δυνάμεων. Κάπως έτσι έγινε φέτος στους ναυτεργάτες, στο Μετρό, στους εκπαιδευτικούς και μάλιστα δύο φορές, στην ΕΡΤ, στους χώρους της υγείας. Κάπως έτσι γίνεται, αυτό τον καιρό, με τους μαθητές που συλλαμβάνονται και καταδικάζονται και από τη μεριά του κινήματος δεν υπάρχει ούτε η στοιχειώδης απάντηση.
Δηλαδή οι εργαζόμενοι, ο λαός δέχονται απανωτά και πολύ βαριά πια χτυπήματα, και οι απαντήσεις σε αυτά είτε απλώς δεν υπάρχουν είτε πνίγονται μόλις αρχίσουν να γίνονται «απειλητικά» και η εν γένει Αριστερά θεωρεί πως όλα είναι «καλώς καμωμένα». Και συνεχίζει τις «αναζητήσεις» της για την «κυβερνητική εξουσία», για τη «λαϊκή εξουσία», για την «αντικαπιταλιστική ανατροπή» και ό,τι άλλο προαιρείσθαι! Επιπλέον, και ακόμα χειρότερα, οι ηγεσίες και οι αντιλήψεις αυτής της Αριστεράς επιδιώκουν να διαμορφώσουν και ένα «ακροατήριο», μια βάση που, δια μέσω αυτού του πολιτικού μιθριδατισμού, θα στέκεται παράλυτη απέναντι σε αυτή την κατάσταση. Θα είναι θεατής και συζητητής των φαεινών και πολιτικών κατασκευών αυτών των ηγεσιών, την ίδια ώρα που οι εργάτες και ο λαός σφαγιάζονται από την επίθεση! Ενώ δηλαδή συντρίβονται δικαιώματα, σωματεία, η ίδια η ιδέα της συλλογικής στάσης και πάλης και τσακίζονται αγωνιστικές αναζητήσεις και διαθέσεις! Ενώ δηλαδή διαρκώς χειροτερεύει πρακτικά, πολιτικά και «υλικά» ο συσχετισμός για τις λαϊκές μάζες!
Πρόκειται για ένα κρίσιμο πολιτικό ζήτημα που οι ρίζες του βρίσκονται στην ίδια την ήττα του κινήματος και όπως αυτή επισφραγίστηκε με τις καταρρεύσεις του 89-91, με τις οποίες ο καπιταλισμός-ιμπεριαλισμός αναγόρευσε εαυτόν σε «μονόδρομο» για τους λαούς, έξω από τον οποίο και μετά τον οποίο «ζωή δεν υπάρχει». Αυτός ο συσχετισμός ήδη από τη δεκαετία του 90 «έβαλε» στην Αριστερά τους «προβληματισμούς» για τα «αμυντικά-επιθετικά» αιτήματα, τις «ανησυχίες» για «ένα άλλο ασφαλιστικό, ένα άλλο σχολείο, μια άλλη ΕΕ» , «έναν άλλο κόσμο» στον οποίο όμως πάλι θα είναι αφέντες οι δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου! Αυτός ο συσχετισμός έφτασε σήμερα να παράγει συνθήματα του είδους «οι μόνοι αγώνες που έχουν αξία είναι οι αγώνες που παλεύουν για την εξουσία» με τους εμπνευστές τους (ΚΚΕ) να είναι έτοιμοι να κάνουν αυτοκριτική, ίσως και να αποκηρύξουν τον πολύμηνο απεργιακό αγώνα των εργατών της Χαλυβουργικής!
Με όλα αυτά, είναι σαφές το πολιτικό-πρακτικό ζήτημα που σήμερα αντιμετωπίζει ο λαός και η πάλη του, ζήτημα που αφορά και τη Λαϊκή Αντίσταση, τόσο γενικά όσο και ειδικά και συγκεκριμένα, όπως φάνηκε στην πανελλαδική σύσκεψη. Η ανάδειξη και στήριξη των αγωνιστικών διαθέσεων του λαού και της νεολαίας, η πολιτική, κινηματική και πρακτική συμβολή μας στην οικοδόμηση εστιών αντίστασης είναι όρος που χωρίς αυτόν δεν υπάρχει τίποτε για το «μετά»! Το πρώτο δηλαδή κομμάτι του διπλού στόχου της Λαϊκής Αντίστασης, όπως τον αναφέραμε παραπάνω, είναι ένα ολόκληρο πεδίο, ένας πολιτικός προσανατολισμός που δεν μπορούμε να τον παρακάμψουμε. Και οφείλουμε να αντιληφθούμε ότι οι διαφωνίες μας με τις κατευθύνσεις άλλων δυνάμεων και συγκροτήσεων εδράζονται και ξεκινούν ακριβώς από αυτό το ζήτημα, από την ανάγκη δηλαδή να αναπτυχθούν και να στηριχθούν αγώνες και αντιστάσεις σήμερα απέναντι στην πολιτική του συστήματος. Ή, με άλλα λόγια, να αντιληφθούμε πως δεν είναι ήδη και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να βρούμε πρόθυμους συμμάχους και συνεργάτες για την ανάδειξη και υλοποίηση αυτής της κατεύθυνσης αλλά αντίθετα θα χρειαστεί η ίδια η Λαϊκή Αντίσταση να δημιουργεί όρους και συσχετισμούς μέσα στο λαό και τη νεολαία που θα ανοίγουν δρόμο σε αυτή την κατεύθυνση.
Πώς θα αποκτήσει δυναμική το εγχείρημα;
Αυτή την κοινή αγωνία των εκατοντάδων αγωνιστών που ήδη βάζουν πλάτη στην προσπάθειά μας αλλά και των ακόμα περισσότερων που έχουν μια επαφή αλλά χρειάζονται μια ώθηση, για να πάψουν να «παρακολουθούν» και να μπουν ενεργητικά στην υπόθεση, οφείλουμε να τη συζητήσουμε και να τη συζητάμε, πολιτικά, ανοιχτά και συντροφικά. Γνωρίζουμε, βέβαια, το γενικότερο αντιδραστικό-αρνητικό συσχετισμό, ζούμε την πολιτική έντασης της φασιστικοποίησης που επιδιώκει να βάλει «στο γύψο» τις εργατικές –λαϊκές αντιστάσεις και αναζητήσεις, ακόμα και τη γραμμή υποταγής-ενσωμάτωσης στο σύστημα, τη γραμμή παροχής υπηρεσιών στο συνταγματικό τόξο, όπως με διάφορες μορφές εκφράζεται στα πλαίσια των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά. Όλα αυτά προφανώς ισχύουν αλλά η μονόπλευρη επίκλησή τους, σαν «δικαιολογητικά» για μια Λαϊκή Αντίσταση που δεν θα κάνει βήματα σύνδεσης με το λαό και ανάπτυξης της πάλης της, είναι τουλάχιστον άγονη αν όχι και «ύποπτη»! Γιατί ακριβώς απέναντι σε όλα αυτά και εξ αιτίας αυτών συγκροτήθηκε η Λαϊκή Αντίσταση. Γιατί θεωρούμε πως ο λαός δεν «ησυχάζει», πως είναι όχι μόνο αναγκαίο αλλά και δυνατό να υπάρξουν αγώνες και μαζική πάλη και πως η Λαϊκή Αντίσταση έχει ως προς αυτό ευθύνες και δυνατότητες!
Το ερώτημα, λοιπόν, της δυναμικής αφορά και σχεδόν ταυτίζεται με το ερώτημα του χαραχτήρα και της λογικής στη βάση της οποίας συγκροτείται η προσπάθειά μας. Από τη συγκέντρωση στο Ακροπόλ τον Απρίλη του 2012 και μέχρι σήμερα, θεωρούμε ότι έχει καταδειχθεί με σαφήνεια, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ποια λογική δεν μπορεί να δώσει δυναμική και προοπτική στη Λαϊκή Αντίσταση. Δεν μπορούμε να περιμένουμε ότι η λογική «παραγωγής διακηρύξεων» που θα είναι λιγότερο ή περισσότερο σωστές και εύστοχες μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει όρους συσπείρωσης εργαζομένων και νεολαίας, όρους συγκρότησης ενός αξιόμαχου κινηματικού-πολιτικού ιστού σχημάτων και αγωνιστών στη χώρα! Είναι προφανές και βέβαιο, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, πως, αν η Λαϊκή Αντίσταση επιδιώξει να λειτουργήσει ως ένα κεντρικό πολιτικό εγχείρημα «έξω και πάνω» από το κίνημα, το λαό και τα ζητήματα που καθημερινά θέτει η ταξική πάλη, θα αυτοπεριχαρακωθεί και θα χάσει κάθε δυνατότητα σύνδεσης με το λαό και επίδρασης στην υπόθεση της πάλης. Σε αυτή τη βάση, απόψεις που ακούστηκαν και στην πανελλαδική σύσκεψη ότι το εγχείρημα «δεν θα κριθεί στους αγώνες», ότι «δεν θα πρέπει να αναζητήσει όρους παρουσίας και παρέμβασης στους μαζικούς χώρους των εργαζομένων και της νεολαίας» οδηγούν στον εγκλωβισμό του εγχειρήματος στα όρια ενός «κόκκινου φάρου». Δεν είναι αυτός όμως ο ρόλος που θέλουμε και πρέπει να αναλάβουμε! Όχι μόνο γιατί το ΚΚΕ ήδη τον καλύπτει και μάλιστα με μια σχετική οργανωτική επάρκεια. Αλλά κυρίως και πάνω από όλα, γιατί δεν είναι αυτό που απαιτούν οι συνθήκες, δεν είναι αυτός ο ρόλος που θα ανοίξει το δρόμο για το λαό την πάλη του και την υπόθεση του κινήματος!
Ας είμαστε, λοιπόν, συγκεκριμένοι και σαφείς σχετικά με το ερώτημα της δυναμικής και της προοπτικής του εγχειρήματος: Το δυναμικό εκείνων των αγωνιστών που δεν θέλει ή δεν πιστεύει στην ανάγκη και τη δυνατότητα άμεσης εμπλοκής της Λαϊκής Αντίστασης στα προβλήματα των εργαζομένων και της νεολαίας βάζει φρένο και λειτουργεί αντικειμενικά ως ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας στην υπόθεση που έχουμε αναλάβει.
Η ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση της μαείναι το πνεύμα και η πράξη που πρέπει να επικρατήσει! Για να απελευθερώσει σε αγωνιστική μαχητική κατεύθυνση καταρχήν το δυναμικό της ίδιας της Λαϊκής Αντίστασης, για να διαμορφώσει σχέσεις και να συγκροτήσει και να συγκεντρώσει δυνάμεις μέσα στο λαό και στη νεολαία.
χητικής συμμετοχής, της ανάληψης τολμηρών πρωτοβουλιών με κινηματικούς όρους και τη λογική της κοινής δράσης, από όλη την «κλίμακα» των σχημάτων και δυνάμεων της Λαϊκής Αντίστασης, σε όλα τα μικρά ή μεγάλα, τοπικά και κεντρικά, με μερική ή γενική πολιτική σημασία ζητήματα του λαού μας, και στη βάση των πολιτικών κατευθύνσεων που έχουμε διαμορφώσει,
Σε κάθε περίπτωση, γύρω από αυτή τη διαπάλη, θα κριθούν και θα διαμορφωθούν τα επόμενα βήματα της Λαϊκής Αντίστασης.