Ήρθε ξανά στην επικαιρότητα η ρημαγμένη και διαλυμένη Λιβύη, απ’ αφορμής δηλώσεων αμερικανού αξιωματούχου -οι οποίες διαψεύστηκαν από το ρωσικό υπουργείο Άμυνας- ότι αναπτύσσονται ρώσικες δυνάμεις σε στρατιωτική βάση της Δυτικής Αιγύπτου, κοντά στα σύνορα με τη Λιβύη και με σκοπό να συμμετάσχουν στον πόλεμο που διεξάγεται στο έδαφός της. Όπως και να έχει, στα αμερικανικά επιτελεία αλλά και στις πρωτεύουσες των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών αυτός δεν ήταν ο πρώτος συναγερμός. Μια σειρά γεγονότα του τελευταίου διαστήματος αποδείκνυαν την προσπάθεια ρωσικής παρέμβασης στη Λιβύη. Γεγονότα που θα ήταν ανησυχητικά για τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και από μόνα τους. Πολύ περισσότερο που συνδυάζονταν με την αυξανόμενη ρωσική επιρροή στο συριακό ζήτημα, με τη «σφήνα» της πρόσφατης -έστω τακτικής- ρωσοτουρκικής προσέγγισης αλλά και τις ενδείξεις πλευρίσματος της Αιγύπτου από τη ρωσική ηγεσία. Μια Αίγυπτος που αναζητά εκ νέου το ρόλο της στην περιοχή και έχοντας επιπλέον ιστορικούς-εθνολογικούς δεσμούς με την Ανατολική Λιβύη και -γιατί όχι- και αλυτρωτικές βλέψεις. Και όλα αυτά σε μια περίοδο και σε μια περιοχή γεωστρατηγικά πολύ κρίσιμη για την προώθηση ή όχι των αμερικανικών και ευρύτερα των δυτικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.
Μια μικρή αναφορά στις πρότερες εξελίξεις
Η δυτική παρέμβαση στη Λιβύη αποδείχτηκε διαλυτική για κάθε είδους προηγούμενο δεσμό στη χώρα αυτή. Αντιμαχόμενες φατρίες και συμμορίες ανακατεμένες με δωσίλογους πολιτικούς και πολέμαρχους διαιρούσαν πολλαπλά τη χώρα, με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές να μην μπορούν να βάλουν –για ίδιον όφελος πάντα- σε τάξη το χάος που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Ούτε η διενέργεια -κακήν κακώς- εκλογών ούτε η δημιουργία μιας δωσίλογης κυβέρνησης πάνω στα συντρίμμια του λιβυκού κράτους στάθηκαν ικανές να σταματήσουν την κατρακύλα. Μάλιστα από το καλοκαίρι του 2014 η πρωτεύουσα της Λιβύης , Τρίπολη, καταλήφθηκε από την ισλαμική πολιτοφυλακή «Η Αυγή της Λιβύης» που δημιούργησε την επονομαζόμενη κυβέρνηση του General National Congress (GNC). Οπότε η αναγνωρισμένη από τη Δύση κυβέρνηση αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στην πόλη Τομπρούκ της Ανατολικής Λιβύης και να σχηματίσει εκεί ένα δεύτερο κοινοβούλιο (Council of Deputies).
Οι δύο αυτές κυβερνήσεις συγκρούονταν μέχρι και το τέλος του 2015 για τον έλεγχο της χώρας, επιδιδόμενες σε έναν αγώνα προσέλκυσης των δεκάδων φυλών και κοινοτήτων που απαρτίζουν τη Λιβύη. Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές στήριζαν μεν την κυβέρνηση στο Τομπρούκ, έχοντας ωστόσο προβλήματα που ολοένα και αυξάνονταν αναφορικά με τον έλεγχο του κοινοβουλίου της, ενώ παράλληλα άνοιγαν διαύλους επικοινωνίας και με την κυβέρνηση που είχαν σχηματίσει οι ισλαμιστικές ομάδες στην Τρίπολη.
Στις αρχές του 2015, αποτέλεσμα της αυξανόμενης επιρροής των στρατιωτικών σ’ αυτό, υπήρξε απόφαση του δεύτερου κοινοβουλίου (που εδρεύει στο Τομπρούκ) να ανακαλέσει στα στρατιωτικά τους καθήκοντα μια σειρά ανώτατων αξιωματικών του καθεστώτος Καντάφι, οι οποίοι μετά την ανατροπή του -το 2011- αρνήθηκαν να αφοπλίσουν τις μονάδες που ήλεγχαν. Μεταξύ αυτών και τον απότακτο στρατηγό Χαλίφα Χάφταρ, τον οποίο μάλιστα έχρισε αρχηγό του λιβυκού στρατού. Ο Χαλίφα Χάφταρ, στρατηγός του Καντάφι, τον βοήθησε να ανέβει στην εξουσία το 1969, όμως συγκρούστηκε μαζί του τη δεκαετία του 1980, ενώ πολλά λέγονταν για την περίοδο της επέμβασης των Δυτικών (2011) και τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ και τη CIA. Το τελευταίο δίχρονο έχει αναπτύξει σχέσεις με την Αίγυπτο και με τη Ρωσία.
Για να ξαναγυρίσουμε στα γεγονότα, η διαμάχη αυτών των δύο κοινοβουλίων, εκτός των άλλων προβλημάτων που δημιούργησε για τη δυτική επικυριαρχία και τον έλεγχο της Λιβύης, έδωσε τη δυνατότητα στο ISIS αλλά και στην Αλ-Κάιντα να αποκτήσουν ερείσματα και να καταχτήσουν τμήματα της λιβυκής επικράτειας. Η επανέναρξη των βομβαρδισμών από τους αμερικάνους βασικά ιμπεριαλιστές έδινε κάποια, αλλά πάντως όχι αρκετά αποτελέσματα. Γι’ αυτό η προσπάθεια εντάθηκε στο πολιτικό πεδίο.
Μετά από ισχυρές δυτικές πιέσεις, οι δύο κυβερνήσεις βρέθηκαν στο Μαρόκο στα τέλη του 2015 και κατέληξαν σε μια συμφωνία για τη δημιουργία μιας «Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας» (GNA). Ωστόσο, και επειδή η συμφωνία αυτή δεν προέβλεπε κανένα ρόλο στο στρατηγό Χαλίφα Χάφταρ, ο ίδιος αυτονομήθηκε διατηρώντας ταυτόχρονα τη διοίκηση του στρατού (Εθνικός Στρατός της Λιβύης) και ελέγχοντας μέσω αυτού ένα μεγάλο μέρος της Ανατολικής Λιβύης. Επιπλέον, και το κοινοβούλιο στο Τομπρούκ αρνήθηκε να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στη νέα κυβέρνηση , απαιτώντας από τον πρωθυπουργό Φαγιέζ Αλ Σάρατζ να παρουσιάσει μια άλλη κυβερνητική σύνθεση και ουσιαστικά θέτοντας το ζήτημα του στρατηγού Χάφταρ. Τη σημαντική επιρροή που απολάμβανε πια ο στρατηγός Χάφταρ αποτυπώνει και το γεγονός πως ενάντια στη νέα κυβέρνηση ήταν και ο ίδιος ο πρόεδρος του κοινοβουλίου Άγκιλα Σάλεχ.
Με αυτές τις εξελίξεις αναπαράχθηκε ουσιαστικά η πρότερη διαίρεση με άλλο τρόπο. Αντιδρώντας η Ευρωπαϊκή Ένωση στις κινήσεις αυτονόμησης του Σάλεχ παρέτεινε τον περασμένο Οκτώβριο (2016) και για άλλους έξι μήνες, δηλαδή έως και τον Απρίλιο του 2017, τις κυρώσεις σε βάρος του προέδρου του κοινοβουλίου της Λιβύης, Αγκίλα Σάλεχ, καθώς και άλλων δύο πρώην αξιωματούχων (του Χαλίφα αλ Γουέιλ και του Νούρι Αμπού Σαχμάιν), τους οποίους κατηγορεί ότι «παρακωλύουν» τις προσπάθειες αποκατάστασης της ειρήνης στη χώρα!
Τα τωρινά γεγονότα
Από τα τέλη του 2016 και τις αρχές του 2017 οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν και οι δυτικές ανησυχίες κορυφώνονταν. Τον περασμένο Δεκέμβρη, ο στρατηγός Χάφταρ επισκέφθηκε τη Μόσχα, συναντώντας μεταξύ άλλων τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ. Επίσης τον περασμένο Γενάρη ξεναγήθηκε στο ρωσικό αεροπλανοφόρο «Ναύαρχος Κουζνέτσοφ», που έπλεε στην Ανατολική Μεσόγειο, και πραγματοποίησε τηλεδιάσκεψη με τον ρώσο υπουργό Άμυνας Σεργκέι Σόιγκου. Σε συνέντευξή του μάλιστα ο στρατηγός Χάφταρ δήλωσε ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να αναλάβει δράση για να μπει τέλος στο εμπάργκο όπλων που επιβάλλεται από τον ΟΗΕ στη Λιβύη. Επιπλέον δήλωσε ότι η ρωσική κυβέρνηση του υποσχέθηκε στρατιωτική βοήθεια μετά την άρση του εμπάργκο.
Οι έντονες ανησυχίες των Δυτικών για τις κινήσεις του ρώσικου ιμπεριαλισμού οδήγησαν στην αύξηση των πιέσεων προς τις δύο πλευρές της εσωτερικής διαμάχης στη Λιβύη. Έτσι τον περασμένο Φεβρουάριο ο πρωθυπουργός Φαγιέζ Αλ Σάρατζ και ο στρατηγός Χαλίφα Χάφταρ συναντήθηκαν στο Κάιρο και κατέληξαν σε μια συμφωνία για τον τερματισμό της διαμάχης. Το κεντρικά της σημεία προβλέπουν το σχηματισμό μιας επιτροπής που θα συζητήσει τον τρόπο διανομής της εξουσίας στο «ενιαίο» κράτος της Λιβύης, την υποβολή συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώνουν την «ειρηνευτική συμφωνία» που υπογράφηκε στο Μαρόκο το 2015, την προκήρυξη εκλογών όχι αργότερα από το τέλος του 2018 και τη δημιουργία –με τη συνεργασία όλων των ομάδων και των οργανώσεων- μιας κοινής προσωρινής κυβέρνησης.
Για να αποφευχθεί μάλιστα η αποτυχία της, όπως ανακοίνωσε και ο μεσολαβητής του ΟΗΕ Μάρτιν Κόμπλερ, οι συζητήσεις που διεξήχθησαν επί «πιθανών τροποποιήσεων» στο κείμενο της συμφωνίας του 2015 αφορούσαν το μελλοντικό ρόλο του στρατηγού. Η συμφωνία αυτή των Σάρατζ-Χάφταρ δείχνει πως ο στρατηγός δεν μπορεί να προσπεραστεί πια από κανέναν, είτε εσωτερικό είτε εξωτερικό παράγοντα. Επίσης οι μέχρι τώρα εξελίξεις δείχνουν πως η συμφωνία δεν προχωρά, ενώ και ο στρατηγός Χάφταρ δήλωσε πρόσφατα πως προέχει η νίκη επί του ISIS και της Αλ Κάιντα στα πεδία των μαχών και έπειτα η διπλωματία, θέλοντας να κατοχυρώσει αλλά και να αναβαθμίσει παραπέρα το μελλοντικό του ρόλο.
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό ήρθαν οι δηλώσεις του αμερικανού αξιωματούχου και η διάψευση από το ρωσικό υπουργείο Άμυνας. Πάντως, αντίστοιχα ρεπορτάζ για τον αυξανόμενο ρόλο της Ρωσίας στη Λιβύη είχαν και οι τουρκικές εφημερίδες , με την τουρκική ηγεσία να απεύχεται το ενδεχόμενο αλλαγής των συσχετισμών στη Λιβύη μιας και έχει τελευταία αναβαθμίσει τις σχέσεις της με την πλευρά Σάρατζ.
«Τέλος», ο πρόεδρος του λιβυκού κοινοβουλίου, που εδρεύει στο Τομπρούκ της ανατολικής Λιβύης, Αγκίλα Σάλεχ, παραδέχτηκε μιλώντας στο ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων «Ria Novosti» πως η ρωσική κυβέρνηση πρόσφερε βοήθεια στις στρατιωτικές δυνάμεις του στρατηγού Χαλίφα Χάφταρ α) σε εκπαίδευση ενόπλων και β) στη συντήρηση στρατιωτικού υλικού στο πλαίσιο προσπαθειών για «βοήθεια στη μάχη κατά της τρομοκρατίας».
Φαίνεται λοιπόν πως τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αλλά και οι φιλοδοξίες περιφερειακών δυνάμεων ρίχνουν οξύ σε μια ακόμη ανοιχτή πληγή της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.