του Δημήτρη Παυλίδη
Μου ζητήθηκε να στείλω ένα μικρό κείμενο-μήνυμα σε μια εκδήλωση προς τιμήν του Κοστάντσο Πρέβε, που πρόκειται να γίνει στο Πέμπτο Λύκειο Θετικών Επιστημών (τώρα Λύκειο Αλεσάντρο Βόλτα), στο Τορίνο, στο οποίο δίδαξε για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Από τον Νοέμβριο του 2013, που πέθανε, αρκετές φορές γεγονότα και καταστάσεις οδήγησαν την σκέψη μου στον Πρέβε και στις απόψεις του για σύγχρονα προβλήματα που μας απασχολούν. Δεν έχω φιλοσοφική παιδεία και γι αυτό δεν μπορώ να μιλήσω για τον φιλόσοφο Πρέβε, αυτό δηλαδή που ο ίδιος θεωρούσε πως απέδιδε καλύτερα την προσωπικότητα και το έργο του. Εντός μιας εκ νέου περιόδου ιστορικής οπισθοδρόμησης που βιώνει η ανθρωπότητα, σε μια νέα εποχή τεράτων, ξαναπήγε η σκέψη μου στον Πρέβε όταν έμαθα για την απόφαση της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών να κλείσει το αρχείο Λούκατς στην Βουδαπέστη. Ο Πρέβε θεωρούσε τον εαυτό του μαθητή του Λούκατς και τον Ούγγρο φιλόσοφο ως τον επιφανέστερο μαρξιστή του Εικοστού αιώνα. Και η απόφαση της Ακαδημίας, συμβολισμός και δείκτης της εποχής.
Εγώ, όμως, θα μιλήσω για τον αντιιμπεριαλιστή Πρέβε, κατά την γνώμη μου εξαιρετικά επίκαιρο, τόσο γενικά όσο και για την χώρα μου, στις δύσκολες ημέρες που περνάει ακόμη μια φορά. Γνώρισα τον Πρέβε το καλοκαίρι του 2002, στην Ασίζη, στη διάρκεια μιας διεθνούς αντιιμπεριαλιστικής συνάντησης. Ήταν ήδη σε μια θέση πνευματικής εγρήγορσης και διαρκούς μάχης ενάντια στις εγκληματικές επεμβάσεις της Δύσης. Πρώτα, ενάντια στην Γιουγκοσλαβία, ύστερα στο Ιράκ και εκείνο τον καιρό στο Αφγανιστάν. Η εισβολή του Μπους του δεύτερου και η κατοχή του Ιράκ η οποία οδήγησε σε μια φοβερή διάλυση και καταστροφή στη Μεσοποταμία ακολούθησαν μετά. Από τότε και ειδικά ενόψει της αντιιμπεριαλιστικής συνάντησης στη Θεσσαλονίκη το 2003, είχαμε σταθερή επαφή και στη συνέχεια παρακολουθούσα, στο βαθμό που επέτρεπαν οι συνθήκες, τις θέσεις που διατύπωνε για τις διεθνείς εξελίξεις. Ο Πρέβε υποστήριξε σταθερά αρκετές διεθνείς αντιιμπεριαλιστικές πρωτοβουλίες που πήραμε εκείνα τα χρόνια, προξενώντας μάλιστα σε ορισμένους απορία. Πώς ήταν δυνατόν ένας μαρξιστής που ανήκε στο ρεύμα του λεγόμενου δυτικού μαρξισμού να συντονίζει τις θέσεις του για τις σύγχρονες διεθνείς εξελίξεις και ανάγκες, με οργανώσεις του ιστορικού μ-λ χώρου, κατ’ αυτούς κορυφαία δείγματα του δογματικού μαρξισμού και του τρισκατάρατου σταλινισμού; Ο Πρέβε, όμως, που δεν δίστασε να έρθει σε πλήρη ρήξη σχεδόν με όλους τους επιγόνους της λεγόμενης ευρωπαϊκής αριστεράς, να σηκώσει τη σημαία της πολεμικής, να πάει κόντρα στο ρεύμα, δεν είχε τέτοια διλήμματα. Αναγνώριζε τις διαφορετικές μας θέσεις για αυτό που έλεγε ιστορικό κομμουνισμό. Αλλά θεωρούσε τη στάση του καθένα απέναντι στην Νατοϊκή επέμβαση- διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας «λυδία λίθο», επιλογή στρατοπέδου με την ευρύτερη έννοια, κριτήριο συνολικής στάσης για την πορεία των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες αλλά και συνολικά στον κόσμο. Κατά τη γνώμη μου, δικαιώθηκε από τα μετέπειτα γεγονότα. Δηλαδή τον πολλαπλασιασμό των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, την απίστευτη καταστροφή κρατών και κοινωνιών, το φοβερό χάος που έχει δημιουργηθεί με άμεσες επιπτώσεις στην Ευρώπη και τους συσχετισμούς μέσα σε αυτήν.
Για τις ανάγκες αυτού του μηνύματος, ξαναδιάβασα μερικά τμήματα από το «Ο Ηθικός Βομβαρδισμός», ένα δοκίμιο -όπως γράφει ο υπότιτλος- για την ανθρωπιστική επέμβαση, το θεραπευτικό εμπάργκο και το προφανές ψέμα». Βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 2000 και δυστυχώς δεν έχει εκδοθεί στην Ελλάδα, παρά το γεγονός πως υπάρχει έτοιμη η μετάφρασή του. Λίγο καιρό πριν, την άνοιξη του 1999, τα βομβαρδιστικά του ΝΑΤΟ είχαν επιτεθεί στην Σερβία. Για πρώτη φορά, ύστερα από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα οι σειρήνες της αεράμυνας ηχούσαν για αληθινό επικείμενο κίνδυνο. Οι εικόνες από τα κατεστραμμένα κτίρια και τους νεκρούς στο Βελιγράδι και αλλού συγκλόνιζαν κάθε τίμιο άνθρωπο. Όλοι οι μελετητές του Πρέβε συμφωνούν πως αυτά τα γεγονότα ήταν ένα σημείο καμπής στη σκέψη του και τη συνολική θεώρησή του για τα συμβαίνοντα στον κόσμο. Και ο ίδιος, πολλές φορές, τόσο δημόσια όσο και σε προσωπικές συζητήσεις, επέμενε να αναφέρεται σε εκείνα τα γεγονότα και να ασκεί σκληρή κριτική στους Ευρωπαίους διανοούμενους, οι οποίοι συντάχθηκαν και υποστήριξαν την τερατώδη αντισέρβικη εκστρατεία και δικαιολόγησαν την πολεμική συμμαχία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων με τους Αμερικάνους.
Στο τελευταίο κεφάλαιο, με τίτλο «Συμπεράσματα», ο Πρέβε γράφει για την ανάγκη της αντιιμπεριαλιστικής εκπαίδευσης επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «[…] είναι χρήσιμο να θυμίσουμε σ’ έναν σημερινό νέο την αντιιμπεριαλιστική εκπαίδευση, που θα πρέπει να κληροδοτηθεί και να δικαιωθεί, μια εκπαίδευση που ένα μέρος της ιταλικής και της ευρωπαϊκής νεολαίας απέκτησε στη δεκαετία του 1960 [...] Η αντιιμπεριαλιστική εκπαίδευση οδήγησε πολλούς από μας, και εμένα συγκεκριμένα, να θεωρούμε προφανή μια κυριαρχία της εξωτερικής πολιτικής έναντι της εσωτερικής. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ασχολούμασταν με τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα για να έχουμε τη δικαιολογία να μην ασχοληθούμε με τις διαβάσεις πεζών ή με τις αγορές οπωρολαχανικών της γειτονιάς, όπως μας κατηγορούσαν οι μέλλοντες εξ επαγγέλματος πολιτικοί. Αυτό σημαίνει ότι –έστω και με οριακή συναίνεση και επιφύλαξη απέναντι στη βελτιωτική (και όχι υποβαθμιστική) μεταρρύθμιση εκείνης της εποχής, που κανένας υγιώς σκεπτόμενος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να περιφρονήσει –συνειδητοποιούσαμε ότι το βασικό κριτήριο για να κρίνουμε τη χώρα στην οποία ζούσαμε, ήταν η σχέση της με την καταπίεση στον κόσμο […]» . Ο Πρέβε απευθυνόμενος στους Ιταλούς μιλά για την κριτική στάση απέναντι στην εξωτερική δράση ενός δυτικού ισχυρού κράτους στον πολεμικό Εικοστό αιώνα. Τη μια πλευρά της χρειαζούμενης αντιιμπεριαλιστικής εκπαίδευσης. Εγώ, ως Έλληνας, συμπληρώνω πως η αντιιμπεριαλιστική εκπαίδευση, από την θέση του λαών που υπέστησαν και συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σκληρές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις (στρατιωτικές, πολιτικές ή οικονομικές, ανάλογα με την συγκυρία), έχει την ίδια κορυφαία πολιτική και πολιτιστική σημασία.
Τις τελευταίες δεκαετίες του πρωτόγνωρου ιδεολογικού πολέμου εκ μέρους των ισχυρών καπιταλιστικών δυτικών δυνάμεων, με το πρόσχημα της παγκοσμιοποίησης ή των θεωριών του τέλους της ιστορίας και του πολέμου των πολιτισμών, ο αντιιμπεριαλισμός ως θέση και προτεραιότητα κατατάχθηκε στις έννοιες που ανήκουν σε ξεπερασμένα αναλυτικά σχήματα. Ξύλινη λέξη που πρέπει να μπει στο μουσείο της Ιστορίας και όσοι επιμένουν να την εκφέρουν, απροσάρμοστοι δογματικοί και ανίκανοι να συλλάβουν τη σύγχρονη πραγματικότητα! Ήταν η ίδια αντιμετώπιση απέναντι στα αναλυτικά σχήματα της πάλης των τάξεων, των καπιταλιστικών κρίσεων, της εγγενούς ροπής του καπιταλισμού να οδηγείται σε πολέμους. Επίσης, στις απόψεις για τον ενεργό ιστορικό ρόλο του έθνους-κράτους, την αξία υπεράσπισης των εθνικών λαϊκών πολιτισμών, την σημασία του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία από την μεριά των χωρών και των λαών που υπόκεινται στην διαρκή ληστρική ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση. Δεν είναι καινούρια ιστορία αυτή η αντιπαράθεση. Αναζωογονήθηκε όμως η ισχύς της προπαγάνδας των ισχυρών από τις καταρρεύσεις του 1989-1991 και το παραλυτικό σοκ που προκάλεσαν στη σκέψη πολλών. Πολλοί στη δυτική Αριστερά, τη δεκαετία του ‘90 υπέκυψαν. Θα πρόσθετα, όχι μόνο υπέκυψαν αλλά πρωταγωνίστησαν εκ των υστέρων ως όψιμοι αλλά φανατικοί οπαδοί του αντιδογματικού σχήματος της παγκοσμιοποίησης στο οποίο οφείλουμε όλοι (ισχυροί και αδύναμοι, πλούσιοι και φτωχοί, εργαζόμενοι και καπιταλιστές, δεξιοί και αριστεροί, εξαρτημένες χώρες και πολυεθνικές κλπ) να προσαρμοστούμε. Σε αντίθεση με το ρεύμα στην Ευρώπη, ο Πρέβε αντιστάθηκε και προσπάθησε να δείξει πως δεν πρέπει να υποταχθούμε στο κυρίαρχο λόγο. Ακόμα και όταν αυτό το έκανε κάποιες φορές με μια δόση υπερβολής και προκλητικότητας δημιουργώντας παρεξηγήσεις.
Μεγάλη παρένθεση και ο λόγος για τον οποίο ο αρχικός σκοπός του κειμένου παραβιάστηκε: Όπως συμβαίνει συνήθως στην ιστορία, τα ερωτήματα και τα διλήμματα ξεπροβάλλουν από εκεί που δεν τα περιμένεις, με τρόπους πρωτότυπους και ρυθμούς καταιγιστικούς. Παλιά προβλήματα επανέρχονται, κρυμμένα μέσα σε καινούρια γεγονότα. Οι Έλληνες, από το καλοκαίρι του 2015 και όλο τον χειμώνα, είδαν δίπλα τους και αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν ένα κύμα απελπισμένων προσφύγων πολέμου, ιστορικό στις διαστάσεις του. Από το 1922 είχε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα ένα τέτοιο φαινόμενο, μια μαζική μετακίνηση πληθυσμού προς την επικράτειά της, αν και εκείνο το προσφυγικό ρεύμα ήταν Έλληνες που ξεριζώθηκαν από την Μικρά Ασία. Εξαιτίας και πάλι ενός πολέμου που εν πολλοίς υποδαύλισαν οι ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Στην Ελλάδα, παρά τη μεγάλη οικονομική δυσπραγία της λαϊκής πλειοψηφίας, αναπτύχθηκε αμέσως ένα ισχυρό κύμα αλληλεγγύης. Απλοί άνθρωποι, στις πόλεις, στα νησιά, στις παραμεθόριες περιοχές στο βορρά, προσέτρεξαν. Από το υστέρημά τους, προσπάθησαν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο τους πρόσφυγες από την Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν κλπ. Είναι αμέτρητες οι προσωπικές ή οικογενειακές περιπτώσεις προσφοράς που έγιναν με ανιδιοτέλεια, με περίσσευμα ψυχής κατά την χριστιανική έκφραση και οι οποίες δεν έχουν γίνει γνωστές εξαιτίας της σεμνότητας των πρωταγωνιστών τους. Στην απέναντι πλευρά, οι μεγαλοσχήμονες «φιλάνθρωποι», όλοι τους γνωστοί πλουτοκράτες, πήγαιναν με τις τηλεοπτικές κάμερες για να μοιράσουν μερικά ψίχουλα. Ενώ συνέβαιναν αυτά, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έκλειναν η μια μετά την άλλη τα σύνορα και στις Βρυξέλλες προετοίμαζαν την επαίσχυντη συμφωνία με την Τουρκία, την οποία συνυπέγραψε και η ελληνική κυβέρνηση. Μια συμφωνία- κόλαφος για τον λεγόμενο ευρωπαϊκό πολιτισμό και μνημείο απανθρωπιάς, από την οποία μέχρι και το Βατικανό αναγκάστηκε να διαχωρίσει τη θέση του. Στην περίοδο αυτή των καταιγιστικών γεγονότων, στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας, της αριστεράς και των κινημάτων αντίστασης, ξαναμπήκαν ορισμένα κρίσιμα διλήμματα.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με τη στήριξη της δεξιάς και κεντροαριστερής αντιπολίτευσης, ενώ από τη μια πλευρά διακήρυσσε την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες του πολέμου, από την άλλη καλούσε το ΝΑΤΟ να αναλάβει ενεργό ρόλο στο Αιγαίο! Δηλαδή καλούσε τους εμπρηστές του πολέμου στη Μέση Ανατολή, τη Μεσοποταμία και τη Βόρεια Αφρική να έρθουν στην αυλή μας! Ταυτόχρονα, υποσχόταν νέες στρατιωτικές βάσεις στις ΗΠΑ σε νησιά του Αιγαίου και ανέπτυσσε στενή και διαρκή στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ. Με ανοικτές τις αντιθέσεις με την Τουρκία, σε μια ειδική γεωπολιτική θέση στην ταραγμένη Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρεθεί μπλεγμένη στον διαρκή πόλεμο στην Μέση Ανατολή. Για όσους από εμάς θέλουν να βλέπουν με μια σφαιρική ματιά τις εξελίξεις και τους επερχόμενους κινδύνους, η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες ήταν η μια όψη ενός διπλού σύνθετου καθήκοντος που έβαλε μπροστά μας η ζωή. Η άλλη –ίδιας ζωτικής σημασίας- ήταν η ανάγκη να υπενθυμίσουμε στον ελληνικό λαό πως κινδυνεύει και αυτός από τις φλόγες του πολέμου που πυροδοτεί ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός. Να καταδείξουμε πως οι πρόσφυγες δεν έρχονται από κάποια μακρινή Ατλαντίδα αλλά από γειτονικές χώρες τις οποίες πριν λίγο καιρό βομβάρδισαν τα αεροπλάνα του ΝΑΤΟ που εξορμούσαν αρκετές φορές και από την βάση της Σούδας στην Κρήτη. Να φωνάξουμε πως ο κίνδυνος για μια πολεμική ανάφλεξη στα Βαλκάνια ή στο Αιγαίο δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά ένας διαρκής κίνδυνος, όσο οι πολεμοκάπηλοι διαφεντεύουν τις τύχες των λαών. Και κυρίως να προσπαθήσουμε να ξαναβγεί στους δρόμους ένα μαζικό αντιπολεμικό- αντιιμπεριαλιστικό κίνημα που να έχει στην προμετωπίδα την αληθινή λαϊκή αλληλεγγύη- κοινό αγώνα στους/με τους πρόσφυγες.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και οι υπόλοιπες καθεστωτικές δυνάμεις, μαζί με τη συγχορδία των ΜΜΕ της πλουτοκρατίας και τις μεγάλες ΜΚΟ, συντονίστηκαν ευθύς εξαρχής σε μια ενιαία γραμμή, απέναντι στις αυθόρμητη και ανυστερόβουλη προσπάθεια των απλών Ελλήνων πολιτών να βοηθήσουν τους πρόσφυγες. «Ασχοληθείτε εσείς με την αλληλεγγύη και αφήστε σε εμάς τα σύνθετα και δύσκολα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής»! Γι’ αυτούς η εκπαίδευση στην αλληλεγγύη δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με την αντιιμπεριαλιστική εκπαίδευση! Για μια ακόμη φορά, οι αντιιμπεριαλιστές αντιμετωπίστηκαν ως παρείσακτοι, εμμονικοί και απόλυτα δογματικοί. Αυτό, για μια κυβέρνηση που έχει αποδεχθεί απόλυτα όλες τις επαχθείς συμφωνίες και τη συμμετοχή της Ελλάδας σε πολεμικούς συνασπισμούς, είναι απόλυτα κατανοητό να συμβαίνει. Εκείνο που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί είναι η στάση ενός μεγάλου τμήματος της ριζοσπαστικής αριστεράς, το οποίο, παρά τις διαψεύσεις, επιμένει να αρνείται να σηκώσει τις σημαίες του αντιιμπεριαλισμού. Είναι το ίδιο τμήμα που στήριξε άμεσα ή έμμεσα την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Είναι το ίδιο τμήμα που υποστήριξε την μεταρρυθμιστική πλατφόρμα του Ευρωπαϊκού και Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ και πολέμησε κάθε αντιιμπεριαλιστική προσπάθεια σαν ξεπερασμένη ιστορικά.
Αρκετοί αγωνιστές στα δίκτυα και τις κινήσεις αλληλεγγύης προβάλλουν το επιχείρημα πως ο αντιιμπεριαλισμός δεν συγκινεί τον κόσμο, δεν μπορεί να τον κινητοποιήσει, δεν γίνεται κατανοητός, είναι μια αφηρημένη έννοια (!), δεν μπορεί να φέρει άμεσα αποτελέσματα. Θα μπορούσα να αντιτείνω αρκετά επιχειρήματα που αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο. Δεν θα το κάνω. Θα υπενθυμίσω μόνο την στάση του Πρέβε, τις ημέρες που η Ευρώπη (και η Ιταλία) βομβάρδιζε το Βελιγράδι και η ευρωπαϊκή Αριστερά στοχοποιούσε τον Μιλόσεβιτς σαν τον δαίμονα που έπρεπε να εξοντωθεί. Τη μοναξιά, το αίσθημα της αναποτελεσματικότητας και της μειοψηφικής θέσης εμείς, στην Ελλάδα τότε, δεν το νιώσαμε. Εδώ υπήρχε μια σαφής πλειοψηφία για την οποία η αντιιμπεριαλιστική εκπαίδευση των προηγούμενων δεκαετιών έπαιξε σημαντικό ρόλο. Σε αντίθεση με τον Πρέβε, ο οποίος χρειάστηκε να πάει κόντρα στον κυρίαρχο λόγο. Η ιστορία, όμως, τον δικαίωσε απόλυτα! Αλλά δεν είναι μόνο ζήτημα ιστορικής δικαίωσης. Για τους λαούς, τα κινήματα αντίστασης και αλληλεγγύης, ο αντιιμπεριαλισμός είναι ένα ζωτικό ζήτημα, πρώτης γραμμής. Το ίδιο ζωτικός με το παιδικό γάλα για τα μικρά προσφυγόπουλα ή το ζεστό τσάι για τους θαλασσοδαρμένους ή τους παγωμένους στους δρόμους. Το ίδιο αναγκαίος με μια ασφαλή στέγη για τους χιλιάδες αποκλεισμένους στα ελληνικά και ευρωπαϊκά σύνορα. Έχω αρκετή επίγνωση της δυσκολίας να προσπαθείς να αντιμετωπίσεις την κυρίαρχη προπαγάνδα, ειδικά όταν αυτή ενδύεται μερικές φορές καιροσκοπικά την «φιλάνθρωπη και ελεήμονα» ιδεολογία και συμπεριφορά. Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να διαρρήξεις το πέπλο της σύγχυσης, του φόβου και της ηττοπάθειας απέναντι στους ισχυρούς. Αυτούς που οργανώνουν τον πόλεμο και από τα ίδια ταμεία και γραφεία σχεδιάζουν τη «φιλανθρωπία» στα θύματά του. Αυτούς που με ιδεολογικό καταναγκασμό προστάζουν τον «εθελοντισμό» σαν την μόνη ορθολογική και πολιτισμένη επιλογή για τους απλούς ανθρώπους. Το ερώτημα, όμως, παραμένει και παραμονεύει! Τότε τι χρησιμότητα θα είχαν εκείνες οι ομάδες των ανθρώπων που με ισχυρή θέληση αποφασίζουν να πάνε κόντρα στο ρεύμα των καιρών και των ισχυρών;