Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 888)
Να συνεχίσουμε με μαζικές συνελεύσεις και διαδηλώσεις για την ΑΝΑΤΡΟΠΗ του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη!
Το νομοσχέδιο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη στις 11/2 έγινε νόμος, με την ψήφο των βουλευτών της ΝΔ και της Ελληνικής Λύσης. Η κυβέρνηση προχωρά με αποφασιστικότητα την επίθεση που προσδοκά δεκαετίες τώρα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και που δεν της επέτρεπαν οι φοιτητικές και μαθητικές αντιδράσεις. Για ένα μήνα σχεδόν οι φοιτητές σε ολόκληρη τη χώρα διαδήλωναν κατά χιλιάδες, αψηφώντας την τρομοκρατία και την καταστολή μέσα στην πανδημία. Ο αγώνας που ξεκίνησε εδώ και 4 εβδομάδες, με φοιτητικές κινητοποιήσεις και προσπάθειες γενικών συνελεύσεων, δεν τελείωσε. Με άλλα λόγια, κάθε αριστερή δύναμη και κάθε αγωνιστής χρειάζεται να συμβάλλει για να συνεχιστεί ο αγώνας στην κατεύθυνση να ανατραπεί ο νόμος έκτρωμα.
Η αναμέτρηση με τον νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοϊδη δεν αρχίζει και δεν τελειώνει με την κατάθεση και την ψήφισή του. Τρανό ιστορικό παράδειγμα αποτελεί η ανατροπή του ψηφισμένου Νόμου 815 το 1979 από το ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα της εποχής. Η συνέχιση του αγώνα και οι όροι για να την ανατροπή του μαύρου νόμου κρίνονται από την πολιτική κατεύθυνση που θα υιοθετήσουν οι φοιτητικοί σύλλογοι. Οι δυνάμεις του συστήματος, κυβέρνηση και αστικό προσωπικό, έχουν δηλώσει με κάθε τρόπο ότι είναι αποφασισμένοι να διαλύσουν το δικαίωμα στη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση και να τσακίσουν τα λαϊκά στρώματα και τα παιδιά τους. Το ερώτημα που παραμένει είναι τι θα κάνει η αριστερά και οι φοιτητικοί σύλλογοι, με ποια γραμμή πάλης θα συνταχθούν, με την αναμέτρηση ή με την υποταγή, ποιες μορφές πάλης θα διαλέξουν, τους ακτιβισμούς ή τις μαζικές διαδικασίες των φοιτητών και την πλατιά κινητοποίηση τους.
Η κυρίαρχη αριστερά (ΚΝΕ και ΕΑΑΚ) έχει τοποθετηθεί στον συμβιβασμό και στην υποταγή. Παρότι είναι νωπά ακόμη τα μεγάλα συλλαλητήρια της περασμένης εβδομάδας, θεωρούν τον νόμο τετελεσμένο γεγονός και καλούν σε αγώνα για να «μην εφαρμοστεί» ή να «μείνει στα χαρτιά». Έχουν σαλπίσει παύση του αγώνα, κάτι που προμηνυόταν καιρό. Αναζητούν τη λύση στην άσκηση πίεσης σε διοικήσεις και πρυτάνεις και όχι στην κεντρική αναμέτρηση με τα κυβερνητικά μέτρα. Αλήθεια, όμως, πώς φαντάζονται οι δυνάμεις που παλεύουν για «να μην εφαρμοστεί ο νόμος» να υλοποιείται το αίτημά τους; Πώς φαντάζονται ένας ψηφισμένος νόμος να «μένει στα χαρτιά»; Θα μπαίνουν οι κάμερες και οι φοιτητές θα τις βγάζουν; Θα γίνονται έλεγχοι για την είσοδο στα πανεπιστήμια και οι φοιτητές θα τους αποτρέπουν; Θα διαγράφονται φοιτητές και θα τους δίνουν πτυχία; Θα μένουν χιλιάδες μαθητές εκτός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και θα τους εγγράφουν στις σχολές προτίμησής τους; Θα μπαίνει «λουκέτο» στα περιφερειακά τμήματα που θα καταργούνται και θα το «σπάνε»;
Για να μην εφαρμοστεί ο νόμος -ακόμα και με ενέργειες που θα στοχεύουν αποκλειστικά σε συγκεκριμένες πτυχές του, όπως οι κάμερες- κατά τη διάρκεια του αγώνα απαιτείται η πάλη να κατευθύνεται στην ανατροπή με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και πιο συνειδητή συμμετοχή κόσμου. Το «μπλοκάρισμα» έχει κοντά ποδάρια, χωρίς να σημαίνει ότι οι φοιτητές δε θα καλεστούν να διεξάγουν τον αναγκαίο κλεφτοπόλεμο. Το ζήτημα, όμως, για την ανατροπή του νόμου θα παραμένει. Και όποιος νομίζει ότι ενώ ο μαύρος νόμος ψηφίστηκε, «όλα αυτά δεν πρόκειται να εφαρμοστούν στην πράξη!», όπως διακήρυσσέ ο Δ. Κουτσούμπας στη Βουλή την ημέρα ψήφισης, πλανάται πλάνην οικτράν. Η κυβέρνηση, αξιολογώντας τον αρνητικό συσχετισμό σε βάρος του φοιτητικού και λαϊκού κινήματος, προχωράει αποφασιστικά εν μέσω πανδημίας, με σκοπό να αλλάξει εντελώς το τοπίο στα πανεπιστήμια και να χτυπήσει ριζικά την ικανότητα συγκρότησης και εκδήλωσης των αντιστάσεων.
Δυστυχώς δεν πρόκειται για παιχνίδι με τις λέξεις. Ο δρόμος που οδηγεί το αίτημα για «μη εφαρμογή» φάνηκε ξεκάθαρα στις δράσεις που προτάθηκαν για την εβδομάδα αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου. Οι προσπάθειες για γενικές συνελεύσεις πανελλαδικά έσβησαν, ενώ η σύγκλησή τους σε πολλές σχολές μπλοκαρίστηκε, με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχουν οι όροι». Οι σχεδιασμοί νέων διαδηλώσεων εξαφανίστηκαν. Στις χειρότερες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε το επιχείρημα «να περιμένουμε το Συντονιστικό Συλλόγων(!) να συνεδριάσει» ώστε να «κατεβάσει ένα σχέδιο στους συλλόγους», δηλαδή η πλήρης αντιστροφή των δημοκρατικών όρων λειτουργίας των φοιτητικών συλλόγων και των Γενικών τους Συνελεύσεων. Υπήρχε άρνηση των δυνάμεων αυτών για εκ νέου φοιτητική διαδήλωση και εναπόθεση των ελπίδων τους σε παραστάσεις διαμαρτυρίας στις διοικήσεις των σχολών με σκοπό να αποσπάσουν τοποθέτηση ότι ο νόμος δεν θα εφαρμοστεί.
Η γραμμή να «μην εφαρμοστεί» ο νόμος είναι υποταγή στους συσχετισμούς που υπάρχουν στις σχολές και στην κοινωνία, ανάμεσα στους συλλόγους και το υπουργείο και αποδοχή ότι αυτοί οι συσχετισμοί δεν μπορούν να αλλάξουν. Είναι αποδοχή ότι ο νόμος δεν γίνεται να ανατραπεί, πριν καν προσπαθήσουμε για αυτό. Καταδικάζει μία μάχη σε ήττα, πριν καν δοθεί. Είναι γραμμή ήττας. Έτσι η πλειοψηφία των δυνάμεων στις σχολές καταλήγει να επιλέγει τον «εύκολο» δρόμο, «όπου μπορούμε θα παρασύρουμε κοσμήτορες και προέδρους με το μέρος μας». Το δυστύχημα είναι ότι οι δυνάμεις αυτές, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όχι απλά δρουν με βάση το τι είναι «ρεαλιστικό» να γίνει, αλλά πάνε πολλά βήματα πίσω τον αγώνα, δρουν σε επίπεδο χαμηλότερο από τις πραγματικές διαθέσεις του κόσμου, διαλύοντας τα ψήγματα συγκρότησης που έχουν υπάρξει μέχρι τώρα.
Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι οι περισσότεροι φοιτητές που συμμετείχαν για πρώτη φορά σε φοιτητικές κινητοποιήσεις θεωρούσαν αυτονόητο ότι θα υπάρχει διαδήλωση την αμέσως επόμενη εβδομάδα μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου (ό,τι δηλαδή γινόταν τόσον καιρό), ενώ ΚΝΕ και μερίδα των ΕΑΑΚ το κόντραραν με μένος, επικαλούμενοι σε αρκετές περιπτώσεις τις «διαθέσεις» των φοιτητών; Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι μία εβδομάδα μετά από τρεις απανωτές κινητοποιήσεις (τις μαζικότερες όλου αυτού του διαστήματος), που οι φοιτητές ανταποκρίνονταν στα καλέσματα παρ’ όλες τις οργανωτικές αδυναμίες, τα χημικά, τα δακρυγόνα, τα «ξύλα» της αριστεράς, την εξεταστική, οι παραπάνω δυνάμεις κόντραραν κάθε προσπάθεια που στόχευε οι φοιτητές να βρεθούν στις γενικές συνελεύσεις και να συζητήσουν τη συνέχιση του αγώνα;
Παραμένει ζητούμενο η συνέχιση του αγώνα, έχοντας επίγνωση ότι η ψήφιση έσπειρε απογοήτευση. Ειδικά στον κόσμο που επιχείρησε τα πρώτα του βήματα πολιτικοποίησης και άκουσε τα μεγαλόστομα σχόλια για το μαχητικό «φοιτητικό κίνημα» των προηγούμενων εβδομάδων, που ξαφνικά έγινε ανίκανο να συγκροτήσει διαδήλωση, που ενώ θα «σάρωνε» ή θα «περνούσε» πάνω από την υπουργό και την κυβέρνηση, από εδώ και στο εξής θα παλεύει για να μην εφαρμοστεί ο νόμος... Η κατεύθυνση που όλο το προηγούμενο διάστημα δεν έθετε στην πρώτη γραμμή το «Κάτω το νομοσχέδιο Κεραμέως», που προτιμούσε τις εικονικές συγκρούσεις και τα «συντονιστικά κορυφής», που δεν προετοίμαζε τους φοιτητές για τη διάρκεια και την επιμονή που απαιτεί ο αγώνας, είναι η ίδια που έχει παραιτηθεί από τη μάχη της ανατροπής του νόμου.
Η «ανατροπή» και η «μη εφαρμογή» ενός νόμου είναι αντικρουόμενες γραμμές, όταν διαγκωνίζονται για το ποια πρέπει να είναι ο κεντρική στόχευση του φοιτητικού κινήματος. Μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά μόνον όταν η πάλη ενάντια στην εφαρμογή πτυχών του νόμου υπηρετεί την κατεύθυνση της ανατροπής του. Γιατί η κατεύθυνση της ανατροπής δεν κηρύσσει παύση κινήματος. Δεν περιμένει πρυτάνεις και καθηγητές να υπερασπιστούν τους φοιτητές, ούτε φυσικά καμία κυβέρνηση που θα εκλεχτεί και θα τροποποιήσει κάποιες πλευρές. Η κατεύθυνση της ανατροπής εμπεριέχει το καθήκον της οικοδόμησης μετώπου μαζικών συνελεύσεων, διαδηλώσεων και καταλήψεων, την προσπάθεια που χρειάζεται να γίνει για να εμπιστευτούν ξανά οι φοιτητές τα συλλογικά τους όργανα. Η διαδικασία αυτή είναι επίπονη και με διάρκεια, αλλά είναι η μόνη ρεαλιστική κατεύθυνση για να μπει φραγμός στην επίθεση ενάντια στο δικαίωμα μαθητών και φοιτητών να έχουν πρόσβαση εκπαίδευση. Ο ψηφισμένος πλέον νόμος επιβάλλει σε κάθε δύναμη και κάθε αγωνιστή να μπει στη μάχη για την οικοδόμηση μαζικού, μαχητικού φοιτητικού κινήματος που θα τον ανατρέψει.