Ταφόπετρα σε αγώνες και ελπίδες θέλει το σύστημα
Από το Φλεβάρη του 2012 ως τις εκλογές του περασμένου Γενάρη, επιχειρήθηκε από το πολιτικό σύστημα να μπει «ταφόπετρα» στους αγώνες, που «έπρεπε» να σταματήσουν για να δοθεί «πολιτική λύση» στα προβλήματα του λαού και της χώρας. Εργαζόμενοι και νεολαία διώχτηκαν από τους δρόμους, τις πλατείες, τις καταλήψεις, τις απεργίες, τις συνελεύσεις τους, από κάθε μαζική διαδικασία. Ήταν μια επιχείρηση ανακοπής της πολιτικοποίησης, της συγκρότησης, της οργάνωσης από τα κάτω πλατιών λαϊκών μαζών που στην πολύ μεγάλη τους πλειοψηφία για πρώτη φορά μετά από χρόνια –ή και για πρώτη φορά- έμπαιναν σε μαζική κίνηση και αναγνώριζαν στον εαυτό τους ρόλο για την πορεία των πραγμάτων. Ήταν μια επιχείρηση την οποία είχαν βέβαια απόλυτη ανάγκη τα βασικά ως τότε κόμματα του συστήματος (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) που έβλεπαν τις λαϊκές μάζες όχι μόνο να αποστοιχίζονται από την επιρροή τους αλλά και να αποκτούν επίγνωση των συστημικών χαρακτηριστικών των κομμάτων αυτών και να διεκδικούν (οι λαϊκές μάζες) να συγκροτήσουν τις δυνάμεις τους, στον αντίποδα της πολιτικής του συστήματος και των κομμάτων του. Αλλά ταυτόχρονα ήταν μια επιχείρηση στην οποία πρωτοστάτησαν, στήριξαν, πριμοδότησαν τα κόμματα του ρεφορμισμού και του νεορεφορμισμού. Πριν από όλα ο ΣΥΡΙΖΑ, που στα πλαίσια της επιχείρησης αυτής διαμόρφωνε την πορεία της προσαρμογής του στα ξένα και ντόπια κέντρα, την πορεία της ανέλιξης του στην κυβέρνηση. Η ηγεσία του ΚΚΕ που έβλεπε με ανακούφιση την απόσυρση των μαζών από το προσκήνιο, καθώς η όξυνση της ταξικής πάλης την είχε ήδη εκθέσει σοβαρά απέναντι στο λαό ακόμα και στην βάση του ΚΚΕ. Γι αυτό και σε κάθε εστία αγώνα που ξεκίνησε μετά το Φλεβάρη του 2012 (όπως στους εκπαιδευτικούς και τις καθαρίστριες του ΥΠΟΙΚ) στάθηκε μακριά ή και ανοιχτά απέναντι. Η ηγεσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που «βιαζόταν» να έρθουν τα ζητήματα στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο (δηλαδή στις κάλπες) και κάθε κίνηση της υποτίθεται «από τα κάτω» (όπως τα λεγόμενα «συντονιστικά» με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ) υπηρετούσε αυτή την κατεύθυνση. Βιαζόταν γιατί εκτιμούσε πως πλησίασε η ώρα να υπάρξει η μεταβατική-αντιφατική κυβέρνηση που θα υλοποιούσε το μεταβατικό της πρόγραμμα που με τη σειρά του θα άνοιγε το δρόμο στη δυαδική εξουσία…
Μετά τις εκλογές του Γενάρη και αφού ο λαός και οι αγώνες είχαν πράγματι αποσυρθεί από το προσκήνιο και με δεδομένο πια πως είχαν καταρρεύσει ή σοβαρά αποδυναμωθεί τα βασικά κόμματα του συστήματος (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) και ενώ είχαν ήδη καεί –χρησιμοποιούμενα στην επίθεση ενάντια στο λαό- συμπληρώματα όπως το ΛΑΟΣ και η ΔΗΜΑΡ, οι πολιτικές ανάγκες του συστήματος επικεντρώθηκαν στο ζήτημα της «βίαιης ωρίμανσης» του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Δραγασάκης καιρό πριν έχει ονομάσει την πορεία σύνδεσης του με τα ντόπια και ξένα κέντρα, την πορεία εκκαθάρισης των αυταπατών και μετασχηματισμού του σε φορέα της επίθεσης. Όσα ζήσαμε το τελευταίο 7μηνο αφορούσαν αυτήν ακριβώς την εξέλιξη και την προώθησή της, χωρίς βέβαια παράλληλα το σύστημα να παραιτείται από την προσπάθειά του να βρει όρους ανασυγκρότησης της «κεντροδεξιάς», ανάκαμψης των δυνάμεων που απέμειναν από την «κεντροαριστερά», ενίσχυσης για το πρόθυμο για όλα ΠΟΤΑΜΙ, διάσωσης των ΑΝΕΛ και ανάδειξης όποιων άλλων μορφωμάτων-εφεδρειών του «προκύψουν», από το Λεβέντη ως την «Τελεία» και διατηρώντας πάντα τη ναζιστική «Χ.Α.» ως το αναγκαίο μαντρόσκυλο ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Ωστόσο και ανεξάρτητα από το αν και πόσο «στιβαρός» και μακρόπνοος θα αποδειχτεί για το σύστημα ο «ωριμασμένος ΣΥΡΙΖΑ» που ο Τσίπρας θέλει να αναδείξει μέσα από τις εκλογές της 20ης του Σεπτέμβρη, «πίσω» από τη διαδικασία της ωρίμανσής του υπήρχε και υπάρχει το πιο βασικό ζήτημα. Ο λαός! Ο λαός που παρότι διωγμένος από τους αγώνες και το προσκήνιο των εξελίξεων συνεχίζει να… υπάρχει με (τη βουβή) οργή του, την επίθεση στο πετσί του, τα μεγάλα χτυπήματα στα πιο στοιχειώδη δικαιώματά του. Και βέβαια με την «ελπίδα» (κεντρικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Γενάρη) θρυμματισμένη σε τόσα κομμάτια όσα τα προαπαιτούμενα και τα μέτρα του τρίτου Μνημονίου που ψήφισε η «πεντακομματική του φετινού καλοκαιριού». Εδώ ακριβώς βρίσκεται και ο βασικός στόχος των επερχόμενων εκλογών για το σύστημα συνολικά, και για όλες τις πολιτικές δυνάμεις του. Από τον «ώριμο» ΣΥΡΙΖΑ ως τη ΝΔ, το ΠΟΤΑΜΙ, το ΠΑΣΟΚ και όλους τους συνεργάτες τους: Να βάλουν με τις εκλογές αυτές ταφόπετρα σε κάθε λαϊκή ελπίδα για ανακούφιση, πολύ περισσότερο για ανατροπή των Μνημονίων και συνολικά της αντιδραστικής–αντεργατικής-αντιλαϊκής πολιτικής και επίθεσης που στοχεύουν να φουντώσει και να επεκταθεί ακόμα περισσότερο. Να επιβάλουν στο λαό να αποδεχτεί (και με την ψήφο του) πως θα είναι «αιώνια» η ιμπεριαλιστική εξάρτηση και η επιτροπεία, πως είναι «αναπόφευκτη» η εξαθλίωσή του, η ανεργία, ο εργασιακός και κοινωνικός μεσαίωνας. Να τον εξαναγκάσουν σε παραίτηση ακόμα και από κάθε σκέψη αντίστασης και πάλης γιατί αυτός ο δρόμος είναι τάχα «μάταιος», μιας και αυτός είναι που –υποτίθεται ότι- οδήγησε μετά τον ξεσηκωμό του 2010-12, στο τρίτο Μνημόνιο!
Υπάρχει άλλος δρόμος για το λαό!
Στον αντίποδα ακριβώς αυτού του πολιτικού στόχου του συστήματος, των επίδοξων κυβερνητών του και των κολαούζων τους, βρίσκεται ο κεντρικός πολιτικός στόχος που θέλει να υπηρετήσει το ΚΚΕ(μ-λ) μέσα από την παρέμβασή του στα πλαίσια της εκλογικής συνεργασίας του με το Μ-Λ ΚΚΕ.
Δεν παραγνωρίζουμε ασφαλώς τους αρνητικούς όρους και συνθήκες μέσα από τις οποίες καλούμαστε να δώσουμε αυτή την εκλογική μάχη. Αλλά πολύ περισσότερο αναγκαίο από το να σταθεί κανείς στα στοιχεία του δυσμενούς πολιτικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο δίνουμε τη μάχη αυτή, θεωρούμε την ανάδειξη της κρισιμότητας που αυτή έχει. Για το λαό συνολικά και τα μειοψηφικά αλλά όχι ασήμαντα τμήματά του που έχουν βγάλει κάποια πρώτα συμπεράσματα από τις εξελίξεις της τελευταίας 5ετίας. Για τον κόσμο που μόχθησε στους αγώνες της προηγούμενης περιόδου. Για όλους αυτούς και για την «επόμενη μέρα» των εκλογών, πρέπει και μπορούμε μέσα από την εκλογική μάχη να απαντήσουμε όσο πιο πλατιά και αποφασιστικά, και με συνολικό πολιτικό τρόπο τον εκβιασμό της υποταγής που ασκεί το σύστημα στο λαό, την απαίτηση «παράδοσής του» στην επίθεση και τα μαύρα σχέδιά του.
Η απάντηση αυτή συνοψίζεται στη βασική μας κατεύθυνση: Υπάρχει άλλος δρόμος για το λαό πέρα από την «παράδοσή του» που απαιτεί το σύστημα αλλά και έξω από τις δύο εκδοχές των αυταπατών, των συμβιβασμών και της απόσυρσης από τη μαζική πάλη που προπαγανδίζουν οι μικροαστικές-ρεφορμιστικές δυνάμεις (ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και ΚΚΕ). Ο δρόμος της Αντίστασης-Διεκδίκησης-Αναμέτρησης! Πρόκειται για έναν δρόμο που δεν είναι βέβαια «έτοιμος και στρωμένος» για να καλέσουμε τον λαό να τον «ακολουθήσει» δια της (εκλογικής) εξουσιοδότησης που θα δώσει σε μας και όποιες άλλες δυνάμεις αναφέρονται ή μπορεί να αναφερθούν σε αυτόν. Αλλά για έναν δρόμο που χρειάζεται και μπορεί να τον ανοίξει ο ίδιος ο λαός, με την οργάνωσή του, τη συγκρότησή του και τη μαζική του πάλη. Σε αυτή τη βάση, η κατεύθυνση που προβάλλουμε, υπερασπίζουμε, παλεύουμε και στα πλαίσια της εκλογικής μάχης, έχει διπλό χαραχτήρα: Και κινηματικό και πολιτικό.
Κινηματικό, γιατί καλεί το λαό και τη νεολαία μαζικά σε κάθε χώρο δουλειάς και σπουδών, στις γειτονιές των πόλεων και στα χωριά, να συγκροτήσει εστίες αντίστασης και πάλης, με κεντρικό πολιτικό στόχο σε αυτή τη φάση τον αγώνα για να πετύχουμε ρωγμές στην επίθεση του συστήματος, για την ανατροπή του τρίτου Μνημονίου, συνολικά των Μνημονίων και της επίθεσης.
Πολιτικό, γιατί προτείνουμε, επιδιώκουμε και παλεύουμε, αυτοί οι αγώνες και όλος ο πλούτος των διεργασιών που θα αναπτύσσουν, να έχουν συγκεκριμένη κατεύθυνση και τακτικά και στρατηγικά. Δεν θα πρόκειται βέβαια ούτε για μια γραμμική ούτε για μια ισομοιρασμένη (κινηματικά-πολιτικά) διαδικασία και εξέλιξη. Αλλά με βάση και όλα τα δεδομένα (αρνητικά και θετικά) της 5ετίας, γίνεται ευρύτερα φανερό πως ο «κινηματισμός» γίνεται πολύ εύκολα λεία των αστικών-ρεφορμιστικών δυνάμεων, πως είναι αναγκαίο μέσα στο κίνημα και στην πάλη να δυναμώνει πολιτικά και οργανωτικά η αντιιμπεριαλιστική, επαναστατική, κομμουνιστική κατεύθυνση. Γιατί η πολιτική και κοινωνικοοικονομική κατάσταση στη χώρα, η εμπλοκή της στις εντεινόμενες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και αντιθέσεις στην περιοχή, δείχνουν ολοένα πιο πειστικά την αναγκαία διέξοδο: Το σπάσιμο των δεσμών της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας, την ανάδειξη της εργατικής τάξης και του λαού σε δύναμη ικανή να θέσει το ζήτημα της αναμέτρησης για ανεξαρτησία και σοσιαλισμό. Γι αυτό και για αυτή την πορεία και μέσα σε αυτή την πορεία αλλαγής των συσχετισμών και διαμόρφωσης των όρων της επαναστατικής προοπτικής, απαιτείται η συγκρότηση Μετώπου Αντίστασης και Διεκδίκησης που θα έχει ως κινητήρα του ένα Αριστερό Μέτωπο των αντιιμπεριαλιστικών και επαναστατικών κομμουνιστικών δυνάμεων που η ίδια η πάλη θα δυναμώσει, θα διαμορφώσει και θα αναδείξει.
Οι δύο αυτές «πλευρές» της πρότασης και της κατεύθυνσης που παλεύουμε και στις εκλογές μέσα στο λαό είναι αλληλένδετες. Δεν υπάρχει η μία χωρίς την άλλη. Όπως διαλεκτικά δεμένα θεωρούμε ότι είναι η υπόθεση της ανάπτυξης κινήματος με τη συγκρότηση επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος, το ίδιο διαλεκτικά δεμένα και αλλητροφοδοτούμενα είναι η γραμμή της μαζικής λαϊκής πάλης ενάντια στην επίθεση και την εξάρτηση με την στρατηγική κατεύθυνση της επαναστατικής ανατροπής του συστήματος της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης. Η ισχύς της γραμμής στο σήμερα αναβαθμίζεται και στερεώνεται στη βάση της στρατηγικής κατεύθυνσής μας. Και η στρατηγική κατεύθυνση μπορεί να αποκτά πόδια και υπόσταση σήμερα μόνο στο βαθμό που υπάρχει και παλεύεται με αποτελέσματα η γραμμή της μαζικής αντίστασης και διεκδίκησης.
Αναβαθμισμένες πολιτικές απαιτήσεις
Όλα τα παραπάνω δεν είναι μια συζήτηση για έναν μικρό κύκλο «μυημένων», όσο και αν είναι πράγματι αναγκαία η εκλαΐκευσή τους και η αναλυτική επιχειρηματολόγησή τους στη βάση των σημερινών πολιτικών δεδομένων. Όσο και αν η «κουρελαρία» του αστικού πολιτικού σκηνικού που συνωστίζεται γύρω από το πώς θα προωθηθεί το «πρόγραμμα» και τα μέτρα της επίθεσης στο λαό δεν το δείχνει, στην πραγματικότητα αντιμετωπίζουμε μια εκλογική μάχη με αναβαθμισμένες πολιτικές απαιτήσεις. Γιατί πρώτον, το «κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε» αποτελεί τη βασική θέση όλων των δυνάμεων του συστήματος (μεταφρασμένο πολιτικά ως «καπιταλιστικός μονόδρομος») ήδη από το 1990. Γιατί δεύτερον, όλες οι εξελίξεις του 7μηνου που πέρασε συνέδραμαν πολύ στο να αναδειχτεί ακόμα πιο έντονα αυτός ο εκβιασμός απέναντι στον κάθε λαϊκό άνθρωπο και νεολαίο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η διαδρομή του «επιβεβαίωσε» το «μονόδρομο» της εξάρτησης και συνακόλουθα της καπιταλιστικής κυριαρχίας στα μάτια ενός μεγάλου τμήματος του λαού. Σε κάθε περίπτωση το ερώτημα για το αν γίνεται και πώς «να ζούμε χωρίς προστάτες», για το αν γίνεται και πώς «να γίνει ο λαός αφέντης στη χώρα του», τέθηκε πλατιά.
Από τη μια –και κυρίως- με τους όρους των ιμπεριαλιστών και της αστικής τάξης, για να το αναδείξουν ως αδιανόητο και… απαγορευμένο ερώτημα χρησιμοποιώντας όχι μόνο την καταιγιστική προπαγάνδα τους αλλά και το μέρος της ισχύος που έκριναν αναγκαίο σε αυτή τη φάση. Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό (των αντιθέσεων των ιμπεριαλιστών και των αδιεξόδων της εξαρτημένης αστικής τάξης) ότι έστω και έτσι το ζήτημα τέθηκε!
Από την άλλη, με πολύ μεγάλες στρεβλώσεις και ακόμα περισσότερες… ευκολίες στην απάντησή του, τέθηκε από το φάσμα των δυνάμεων της «Αριστεράς μας» ή πιο σωστά των μικροαστικών (πολιτικά) και ρεφορμιστικών δυνάμεων. Οι δυνάμεις αυτές ανέδειξαν σε κρίσιμες και θερμές για το λαό και τη χώρα συνθήκες, και την έλλειψη εμπιστοσύνης τους στο λαό και την άρνησή τους στην επαναστατική προοπτική του κινήματος. Επιβεβαίωσαν έτσι από την ανάποδη τη διαλεκτική σχέση της γραμμής με την στρατηγική κατεύθυνση. Η ηγεσία του ΚΚΕ επειδή έχει επιλέξει την μη εμπλοκή των δυνάμεών της στην πάλη, έχει κατασκευάσει τη θεωρία της «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας» και τις «αντιθέσεις των επιχειρηματικών ομίλων» για να γλιτώσει από τα καθήκοντα της πάλης ενάντια στην εξάρτηση. Έτσι, στα κρίσιμα γεγονότα (αφού διάνθισε τις θέσεις της και με ολίγον από «ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις»), έκρυψε ξανά την απουσία γραμμής πάλης σήμερα πίσω από τη «λαϊκή εξουσία». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με βάση το μεταβατικό της πρόγραμμα έφτασε να δει «ιστορική ευκαιρία» στις εξελίξεις και τελικά ένα τμήμα της (μαζί με τη ΜΑΡΣ που η συμπαράταξή τους είχε πανηγυριστεί ως σημαντικό βήμα) να αφομοιωθεί από τη ΛΑΕ εκτιμώντας αυτή την αφομοίωση ως το αναγκαίο «δια ταύτα» της «ιστορικής ευκαιρίας». Το υπόλοιπο κομμάτι όχι μόνο δεν βγάζει συμπεράσματα για το πώς έφτασε να γίνεται συμπλήρωμα της καρικατούρας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αντίθετα επιμένει στο «κεκτημένο» του μεταβατικού προγράμματος!
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι ενώ από τη μια η επίθεση, η κρίση, και η ιμπεριαλιστική αγριότητα θέτουν αντικειμενικά και επιτακτικά την ανάγκη να συγκροτήσει ο λαός τις δυνάμεις του και τις απαντήσεις του, από την άλλη γίνονται όλο και πιο έκδηλα τα συμπτώματα των αδιεξόδων της κρατούσας αριστεράς. Και βέβαια βρίσκουν έδαφος να ανακυκλωθούν οι χειρότερες αυταπάτες σαν αυτές που σερβίρει η ΛΑΕ, που αφού ακολούθησε, ως το «και πέντε» του τρίτου Μνημονίου, τη γραμμή της διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τις γονυκλισίες στην Γκαζπρομ και τα παρακάλια στους Κινέζους για να «διεκδικήσει» την «ανεξαρτησία» της χώρας, επαναλαμβάνει τώρα σε πιο δεξιά εκδοχή τον «παλιό καλό» ΣΥΡΙΖΑ.
Μπροστά στην εκλογική μάχη
Έχουμε επίγνωση ότι δεν μπορούμε στα πλαίσια της εκλογικής μάχης να απαντήσουμε και να αναστρέψουμε την απογοήτευση εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων και νέων, παρόλο που όπως έχουμε διδαχτεί από την πείρα μας, η φωνή της Αντίστασης και της επαναστατικής κατεύθυνσης αφήνει παρακαταθήκες σε ευρύτερα λαϊκά και εργατικά στρώματα.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο αντιλαμβανόμαστε ότι στις σημερινές δύσκολες και αντιφατικές συνθήκες είναι διευρυμένα τα όρια της πολιτικής αλλά και της εκλογικής μας απήχησης και επιρροής.
Γιατί παρά την απογοήτευση, είναι ορατά σε μεγάλα τμήματα τα γυμνά δόντια των παλιών και νέων διαχειριστών του συστήματος και απέναντι στην έκδηλη γραμμή επίθεσης που όλοι υπηρετούν υπάρχει ένα πολύ μεγάλο δυναμικό που δεν «τα παρατάει» ή που μπορεί να πάρει κουράγιο και να εμπνευστεί από την παρέμβαση της εκλογικής συνεργασίας. Γιατί η κατάσταση χρεοκοπίας της ρεφορμιστικής Αριστεράς δεν δημιουργεί μόνο φαινόμενα αποστράτευσης, ούτε καλύπτεται πάντα από την οργανωτική υπεροχή και τα εκλογικά τερτίπια. Αλλά παράγει και προβληματισμό που ξεπερνάει τις εκλογικές γραμμές, όπως φάνηκε και με τα μεγέθη της ΑΠΟΧΗΣ στο κάλπικο δημοψήφισμα του Ιούλη. Και ακόμα γιατί η παρουσία και η πάλη της Λαϊκής Αντίστασης-Αριστερής Αντιιμπεριαλιστικής Συνεργασίας και ιδιαίτερα τους τελευταίους δύσκολους μήνες έδωσε πιο συγκεκριμένα δείγματα σε μεγαλύτερη κλίμακα κόσμου της κατεύθυνσης που παλεύουμε και υπηρετούμε.
Σε αυτή τη βάση η εκλογική μάχη πρέπει να δοθεί με αισιοδοξία και αγωνιστικό πνεύμα. Για να στερεωθούν και να διευρυνθούν οι σχέσεις μας με τους εργάτες, τους εργαζόμενους, τη φτωχή αγροτιά, τους ανέργους και τη νεολαία. Για να υπερασπίσουμε μέσα στο λαό το δικαίωμά του να μην υποταχτεί στην επίθεση, την ανάγκη του να αγωνιστεί και να διεκδικήσει. Για να θέσουμε πλατιά και τολμηρά το ζήτημα του κινήματος και της επαναστατικής κομμουνιστικής αριστεράς και στις διαστάσεις που σήμερα έχει αναδειχτεί. Για να οικοδομήσουμε προϋποθέσεις για να ξεσπάσουν μαζικοί αγώνες την επόμενη μέρα.