Πριν κλείσουν οι κάλπες
Ένα πρώτο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα που βγαίνει από όσα βιώσαμε όλο το τελευταίο διάστημα, σε σχέση με τις ευρωεκλογές είναι ότι καταβλήθηκε συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια, αυτές οι εκλογές να «κοινοβουλευτικοποιηθούν».
Στην προσπάθεια αυτή συμμετείχαν όλα τα κέντρα και στηρίγματα της εξουσίας, που εκτός από το γενικό συμφέρον που έχουν να νομιμοποιούν και να ωραιοποιούν μια ΕΕ που έχει πολλές ευθύνες για την επιδείνωση της θέσης των λαών, είχαν να διαχειριστούν και ιδιαίτερα ντόπιες προτεραιότητες και ανάγκες.
Προτεραιότητες και ανάγκες που αφορούν το αστικό πολιτικό σύστημα διαχείρισης, το οποίο για λόγους που έχουμε εξηγήσει, περνάει κλυδωνισμούς, χαρακτηρίζεται από ανισορροπίες και μια σειρά αναποτελεσματικότητες.
Η «κοινοβουλευτικοποίηση» των εκλογών, φάνηκε λοιπόν να δίνει διπλή διέξοδο στους παράγοντες του συστήματος.
Αφενός τις μετέτρεπε σε ένα «γκάλοπ» που θα «υποκαθιστούσε» την μη πραγματοποίηση των βουλευτικών εκλογών που σέρνονταν επί μήνες πριν. Ένα «γκάλοπ» που θα έδινε τη δυνατότητα να καθοριστούν οι επόμενες πολιτικές κινήσεις, τα επόμενα πολιτικά μαγειρέματα.
Από την άλλη ήταν ένας «ωραίος» τρόπος για να μεγαλώσουν οι εκβιασμοί πάνω στις μάζες, οι οποίες αν αφήνονταν «χαλαρές» όπως σε προηγούμενες ευρωεκλογές (να πιστεύουν ότι δεν χάθηκε και ο κόσμος από το αποτέλεσμά τους, μιας και δεν βγάζουν κυβερνήσεις), τα φαινόμενα αποστοίχισης από την επιρροή των κυρίαρχων κομμάτων πιθανόν να διευρύνονταν σε σχέση με τις βουλευτικές του 2007!
Η πρωτοβουλία ανήκει στο ΠΑΣΟΚ που πρωτομίλησε για την «σπουδαιότητα» του αποτελέσματος στις ευρωεκλογές. Για ευνόητους λόγους η ηγετική ομάδα του Παπανδρέου, θεώρησε ότι είναι μια ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ να δείξει ότι προπορεύεται και προηγείται ανέξοδα και χωρίς κόστος, αφού οι ευρωκλογές δεν θα το υποχρέωναν τουλάχιστον άμεσα να είναι αυτό που θα βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Ένα ΠΑΣΟΚ που στα λόγια διατυμπάνιζε βουλευτικές εκλογές, αλλά στην πράξη δεν ήταν ούτε τόσο έτοιμο, ούτε τόσο ακόμα αποδεκτό να αναλάβει. Για το ΠΑΣΟΚ, «βουλευτικές εκλογές» που δεν θα έβγαζαν κυβέρνηση ήταν ότι το καλύτερο. Στους υπολογισμούς του αυτούς, έπαιζε σαφέστατα ενισχυτικό ρόλο η άσχημη κατάσταση της ΝΔ, η οποία έδειχνε σημάδια ότι «το ‘χει πάρει απόφαση».
Το αποτέλεσμα το ζήσαμε. Στην επιλογή αυτή που έκανε η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ και ακολούθησαν όλα τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ στοιχήθηκαν τελικά η πλειοψηφία των ΜΜΕ. Η πολιτική της ΕΕ, τα ιμπεριαλιστικά ευρωπαϊκά σχέδια, η επίθεση στην εργατική τάξη και στην αγροτιά, τη νεολαία, που προωθούν οι «κοινές» πολιτικές, τα δεινά και τις επιπτώσεις που έχουν προκαλέσει οι εξαρτήσεις και οι δεσμεύσεις της χώρας από την ΕΕ, έγινε μεγάλη προσπάθεια να μείνουν κυριολεκτικά στα αζήτητα, στην όλη προεκλογική περίοδο. Μέσα σε όλα έπρεπε να στοιχηθεί και ο Σημιτισμός και ως ένα από τα ανταλλάγματα ήταν και η σιωπή απέναντι στα έργα και τις ημέρες του σημιτικού ΠΑΣΟΚ σε σχέση και με την ένταξη στην ΟΝΕ και την υιοθέτηση του ΕΥΡΩ.
Ως ένα βαθμό τα εκλογικά αποτελέσματα αυτά καθεαυτά, θα κρίνουν πώς θα αξιολογηθούν αυτές οι επιλογές της ηγετικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο μπορούμε ακόμα και χωρίς τα αποτελέσματα να πούμε ότι οι επιλογές αυτές είχαν την επιτυχία τους, όχι μόνο γιατί συσπείρωσαν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που μέχρι πριν από ένα χρόνο σφάζονταν αλλά και γιατί οι επιλογές αυτές συμπαρέσυραν προς ανάλογες κατευθύνσεις όλο το πολιτικό κατεστημένο της χώρας που το έριξε για μια ακόμα φορά στη σκανδαλολογία, στα χτυπήματα κάτω από τη μέση, στον αποπροσανατολισμό. Και κυρίως στον εκβιασμό των μαζών να ξεχάσουν τις «αποχές», τις «ψήφους διαμαρτυρίας» και να στοιχηθούν προσερχόμενες στις κάλπες, λες και κρίνονταν τίποτα σοβαρότερο από το ποιοι και πόσοι θα μοιραστούν τις καρέκλες στο Ευρωκοινοβούλιο. Η επιτυχία (όση τέλος πάντων επιτρέπουν τα δεδομένα) συνίσταται στο ότι η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, κατάφερε με τη βοήθεια βέβαια κέντρων του συστήματος να περάσει κλίμα συναγερμού στη βάση του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να συσπειρωθεί.
Το κέρδος επίσης για το σύστημα ήταν (θα δούμε την έκτασή του) ότι με αυτό τον τρόπο «ξύπνησε» και ο «κουρασμένος» αντίπαλος (η ΝΔ δηλαδή), ο οποίος τελικά αναγκάστηκε να σηκώσει το γάντι και να δώσει τη μάχη, προσπαθώντας να ανατρέψει μια παγιωμένη εικόνα ότι το «τέλος» πλησιάζει. Δεν προσαρμόστηκε αμέσως η ΝΔ στην πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ. Πέρασε και από τη φάση να απαξιώσει προκαταβολικά τα εκλογικά αποτελέσματα. Φάνηκε σύντομα ότι το να σφυρίζει αδιάφορα η ΝΔ λέγοντας ότι δεν κρίνεται τίποτα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ομολογία ήττας. Γι’ αυτό και γρήγορα το μοτίβο της ΝΔ άλλαξε. Προσχώρησε και αυτή στο στρατόπεδο του «πολλά κρίνονται» με πνεύμα ότι η ΝΔ είναι ακόμα παρούσα και αποφασισμένη να κυβερνήσει. Πρόθεσή της να αντιστρέψει την παγιωμένη εικόνα ότι ούτως ή άλλως πνέει τα λοίσθια. Παρά τις πρωτοβουλίες που πήρε, οι περισσότερες είχαν αμυντικό χαρακτήρα, χαρακτήρα απόκρουσης των τρικλοποδιών που δέχονταν. Ακόμα και η «επιθετική» της κίνηση να χρεώσει τη Ζίμενς στο ΠΑΣΟΚ, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι έφερε αποτελέσματα.
Το σίγουρο επίσης είναι ότι η ΝΔ με την προσπάθειά της να απαντήσει στις πρωτοβουλίες ενίσχυσης του ΠΑΣΟΚ, ενίσχυσε με τη σειρά της την σκανδαλολογία και την μεταφορά του κέντρου βάρους της όλης προεκλογικής «αντιπαράθεσης» στο ποιος είναι ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος διαχειριστής για λογαριασμό του συστήματος. Συνηγόρησε κι αυτή, στην εκστρατεία σιωπής για την ταμπακιέρα και τον απολογισμό της ένταξης στην ΕΕ.
Το γεγονός ότι η ΝΔ «τεντώθηκε» προκειμένου να ανταποκριθεί στις πιέσεις και τις απαιτήσεις, είχε σαν αποτέλεσμα να ενταθούν τα φαινόμενα στοίχισης γύρω από τον Καραμανλή, με παράλληλες εσωτερικές ανακατατάξεις και μαχαιρώματα ένθεν κακείθεν. Μένει να δούμε που και πόσο θα διαταραχτούν οι ισορροπίες μεταξύ Καραμανλεϊκού και Μητσοτακέικου στο επόμενο διάστημα μετά τις εκλογές.
Ετσι όπως έχουν τα πράγματα, η ηγεσία της ΝΔ και ο Καραμανλής θέλουν τον αγώνα να «λήξει ισόπαλος», έτσι όπως έληξε η αντιπαράθεση των προηγούμενων μηνών, που τελικά παρά τα κοιλοπονήματα δεν έβγαλε κάλπη. Κι αυτό σαν έκφραση των αδιεξόδων, της πίεσης και των αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν το πολιτικό σύστημα συνολικά της χώρας μας, στην εποχή της οικονομικής κρίσης και της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Σαν έκφραση, αν θέλετε, του ότι η ΝΔ δεν είναι ακόμα τόσο ώριμη (ή σαπισμένη) για να πέσει και το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ώριμο για να ανέβει.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και τους συσχετισμούς και με την τροπή που πήραν τα πράγματα, οι ευρωκάλπες δεν θα κρίνουν μόνο τη μοιρασιά των ευρωκαρεκλών, αλλά και ορισμένα επιπλέον, τα οποία όμως και ας διακηρύσσονται αποπροσανατολιστικά το αντίθετο, δεν πολυενδιαφέρουν το λαό. Με την έννοια ότι ούτε περισσότερη δύναμη θα του δώσουν ούτε με περισσότερη σοφία και γνώση θα τον προικίσουν. Μπορεί λοιπόν οι ευρωκάλπες να δρομολογήσουν ορισμένες αναδιατάξεις και αναπροσαρμογές στο αστικό στρατόπεδο. Δεν θα κρίνουν όμως το αν η επίθεση θα συνεχιστεί, το αν η κρίση θα «γιατρευτεί», το αν οι ιμπεριαλιστές θα συνεχίσουν να εμπλέκουν τη χώρα και την περιοχή στους ανταγωνισμούς, το αν η Αριστερά θα αλλάξει χαρακτήρα, φυσιογνωμία και θα γίνει επαναστατική.
Τα ίδια καθήκοντα, οι ίδιες υποχρεώσεις, οι ίδιες προτεραιότητες θα συνεχίσουν να μπαίνουν μπροστά στους επαναστάτες και τους κομμουνιστές, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Ακόμα και αν ο λαός μας καταφέρει αν αντισταθεί (όσο αντισταθεί) στους εκβιασμούς και τα διλλήμματα, ακόμα και αν έχουμε υψηλά ποσοστά αποχής, άκυρων, λευκών, ακόμα και αν τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα αποδυναμωθούν εκλογικά, ακόμα και αν ο ρατσισμός και η ξενοφοβία δεν τύχουν έγκρισης στην κάλπη, το πραγματικό ζητούμενο, η Αριστερά δηλαδή και το κίνημα θα κριθούν στη διαδρομή μέσα στην ταξική πάλη.
Το ΚΚΕ(μ-λ), ξεκινώντας από την εκτίμηση του για τον χαρακτήρα, το μέλλον της ΕΕ, τη σχέση χωρών και λαών με τον σκληρό ιμπεριαλιστικό πυρήνα της Ευρώπης, επέλεξε τη θέση της αποχής με λογική παρέμβασης στην όλη κατάσταση. Δεν περιορίστηκε στο να «απέχει» σιωπηρά αλλά διατύπωσε και πρόβαλλε τις βασικές του εκτιμήσεις και απόψεις, κρίνοντας ότι με τη θέση της ΑΠΟΧΗΣ, ανοίγεται ένας ολόκληρος κύκλος συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, όχι μόνο γύρω από τον χαρακτήρα της ΕΕ αλλά και γύρω από την προοπτική του κινήματος και των λαών.
Κρίνουμε ότι η επιλογή του ήταν σωστή και επιτυχημένη, ανεξάρτητα από την έκταση της αποχής. Για πρώτη φορά σε τέτοια ένταση και έκταση η θέση της αποχής με πολιτικό τρόπο, τροφοδότησε τόσες πολλές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.
Όχι μόνο με τους παράγοντες του συστήματος και των κυρίαρχων που την πολέμησαν σαν θέση, με νύχια και με δόντια. Για πρώτη φορά απ’ όσο θυμόμαστε, με τόση διάρκεια, με τόση ένταση, με τόσα ύπουλα χτυπήματα κάτω από τη μέση, στρατεύτηκε όλο το κατεστημένο ενάντια στη θέση της αποχής.
Για πρώτη φορά η θέση της ΑΠΟΧΗΣ, προκάλεσε τέτοια αντίδραση σε όλες τις μικρές και μεγάλες δυνάμεις της Αριστεράς, ίσως γιατί για πρώτη φορά τόσο εύστοχα η θέσης της αποχής, χτύπησε καίρια τον εκλογικό κρετινισμό της σημερινής Αριστεράς.
Κρετινισμός που έχει παγιωθεί πλέον στο DNA των ηγετικών πυρήνων του συνόλου της Αριστεράς, σαν μια ακόμα έκφραση και σημάδι της γενικότερης σύγχυσης, ηττοπάθειας και μοιρολατρίας που τη διακρίνει.
Η θέση της αποχής, προκάλεσε οχετό λάσπης από το σύνολο των δυνάμεων της Αριστεράς, που σε καταθλιπτική ομοφωνία «επιχειρημάτων» με το σύστημα, εκβίαζαν με κάθε μέσο τον κόσμο να προσέλθει στις κάλπες.
Μια Αριστερά, που αδιαμαρτύρητα και κυρίως πρόθυμα δέχτηκε να παίξει στο γήπεδο του αντιπάλου, ευρωπαϊκό και ντόπιο!
Μια Αριστερά, που θέλησε να δώσει επιπλέον δύναμη στο ιδεολογικό και πολιτικό πογκρόμ σε βάρος της αποχής, μήπως και κρατήσει καμία ψήφο περισσότερη. «Δικαιολογημένα» βέβαια γιατί δεν έχει και άλλη προίκα να επιδείξει πέραν των ποσοστών. Αλλωστε την διακατέχει τόσος φόβος απέναντι στο κίνημα και στους αγώνες.
Μια Αριστερά που για μια ακόμα φορά θα αφήσει άοπλους όσους την στήριζαν και την στηρίζουν, απέναντι στην επίθεση του συστήματος. Μια Αριστερά που πασχίζει να βρει καταφύγιο και παρηγοριά στα ποσοστά, γιατί το ‘χει πάρει απόφαση ότι ούτε θέλει ούτε μπορεί να σταθεί δίπλα και να στηρίξει αυτούς που κάθε τόσο τους θυμάται για να τους παρακαλέσει να την στηρίξουν!
Μια Αριστερά που σπρώχνει τις περισσότερες τάσεις στο εσωτερικό τους να διαγκωνίζονται στο γήπεδο του αστισμού, προκειμένου να επιβεβαιώσουν μέσω της κάλπης την πρωτοκαθεδρία τους και ακόμα χειρότερα να χρησιμοποιούν τα ποσοστά για να πάρουν καλύτερη θέση στην «επετηρίδα» όσων «παλεύουν» να αναδειχθούν «ρυθμιστές» (δηλαδή συμμέτοχοι) στα πολιτικά μαγειρέματα της αστικής τάξης.
Τώρα που οι κάλπες έκλεισαν
Το πρώτο κομμάτι του άρθρου γράφτηκε την Κυριακή 7 Ιούνη, πριν τις εκλογές. Το αποτέλεσμα που έβγαλαν οι κάλπες και κυρίως τα όσα προέκυψαν έξω από τις κάλπες, επιτρέπει να φωτίσουμε καλύτερα ορισμένα ζητήματα που αφήσαμε ανοιχτά.
Κατά πρώτον λοιπόν τα υψηλά ποσοστά αποχής, απαντώντας με αποστομωτικό τρόπο στις Κασσάνδρες ΔΕΝ βοήθησαν και πολύ τα δύο κυρίαρχα αστικά κόμματα.
Τόσο η ΝΔ (κυρίως) αλλά και το ΠΑΣΟΚ (έστω προσωρινά) έχασαν την υποστήριξη πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ψήφων, που στο μεγαλύτερό τους τμήμα φαίνεται να έκαναν αποχή.
Εστω και αν μικρό μέρος των σημαντικών απωλειών των δύο κομμάτων στράφηκαν προς την ενίσχυση του ΛΑΟΣ με ό,τι αρνητικό αυτό συνεπάγεται. Το ενδεχόμενο αυτό δεν είναι καθόλου αρκετό να βαφτίσει το σύνολο τη αποχής ως συντηρικοποίησης, ή έστω απάθεια και απολιτική.
Το ότι ένα μέρος των απωλειών ενίσχυσε απολιτικές ή και δεξιές πρακτικές στο όνομα της δήθεν οικολογίας, δεν μπορεί να ανατρέψει την κύρια πλευρά των απωλειών των κυρίαρχων κομμάτων που στράφηκαν στην αποχή.
Ούτε φυσικά οι 150.000 μείωση των άκυρων-λευκών σε σχέση με προηγούμενες εκλογές μπορεί να προσμετρηθεί στην αυθαίρετη εκτίμηση περί απολιτικής συμπεριφοράς.
Στο κάτω-κάτω γιατί η ψήφος προς διάφορες (λιγότερο ή περισσότερο μαϊμούδες) οικολογικές ομάδες, γιατί η ψήφος στους κυνηγούς, στους Βεργήδες, είναι περισσότερο προοδευτική στάση από αυτή της αποχής;
Η προσπάθεια να παρουσιαστεί η στάση της αποχής, ως συντηρητική, άχρωμη, αδιάφορη, απολίτικη και σαν προμήνυμα αμερικανοποίησης της πολιτικής ζωής του τόπου, συνεχίστηκε και μετά τις εκλογές.
Εστω λίγο πιο δειλά και πιο συγκρατημένα, με πρωτοστάτες (ποιους άλλους;) τις ηγεσίες της κυρίαρχης Αριστεράς, συνεχίζουμε και ακούμε τα ίδια πάνω κάτω αναμασήματα επιχειρημάτων, έστω και αν τα ίδια τα αποτελέσματα, διαψεύδουν σε μεγάλο βαθμό τα όσα ακούγονταν προεκλογικά.
Δεν είναι βέβαια τυχαίο το ότι ενάντια στην αποχή στράφηκαν και στρέφονται με μεγάλο φανατισμό οι ηγεσίες των μεγαλύτερων και μικρότερων σχηματισμών της Αριστεράς.
Πρώτα και κύρια γιατί η στάση της αποχής τους έπληξε και αυτούς άμεσα, εκφράζοντας την αποδοκιμασία ενός μέρους του εκλογικού σώματος που σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις είχε προτιμήσει έστω και με βαριά καρδιά να τους στηρίξει.
Αντί λοιπόν αυτές οι ηγεσίες να σκύψουν πάνω στο πρόβλημα που οι ίδιες δημιούργησαν και να δώσουν απαντήσεις, προτιμούν να ξορκίζουν το κακό, βαφτίζοντας την αποχή συλλήβδην σαν συντηρικοποίηση. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως εδώ και δεκαετίες, ούτε θέλουν, ούτε μπορούν αυτές οι ηγεσίες να προσεγγίσουν το πρόβλημα, γιατί αισθάνονται να αναιρούν τους εαυτούς τους.
Και οι δύο λοιπόν συνιστώσες της επίσημης Αριστεράς έχασαν εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους σε σχέση με όσες είχαν πάρει στις εκλογές του 2004, όταν αυτάρεσκα καμάρωναν διότι τότε είχαν ενισχυθεί!
Οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ από τις δικές τους αφετηρίες συλλήβδην υποστηρίζουν ότι όλος αυτός ο κόσμος περίπου ως δια μαγείας μέσα σε ενάμιση χρόνο “συντηρητικοποιήθηκε”, γι’ αυτό και τους γύρισε την πλάτη!
Εμείς αντίθετα, μέσα σ’ αυτές τις εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους, ακόμα και αν σε μια επόμενη φάση “επαναπατρισθούν” διακρίνουμε ένα δυναμικό ανθρώπων (εργαζόμενων, αγροτών, νέων) που θα μπορούσε να βρει διέξοδο και προοπτική στο κίνημα.
Το γεγονός και μόνο ότι εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές από όσους είχαν ψηφίσει Αριστερά τον Σεπτέμβρη του 2007, αντέδρασαν στον άγαρμπο εκβιασμό και δεν πήγαν στις κάλπες, κάθε άλλο παρά αρνητικό θεωρείται.
Αντίθετα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί σαν ένα βήμα μπρος, αν βέβαια η πορεία αποδέσμευσης από τον ρεφορμισμό συνοδεύονταν από βήματα ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος και οικοδόμησης μιας επαναστατικής Αριστεράς.
Σε στάση αποχής βέβαια κατά εκατοντάδες χιλιάδες οδηγήθηκαν και μεγάλα κομμάτια της εκλογικής πελατείας της ΝΔ αλλά και του ΠΑΣΟΚ.
Εμείς δεν θα πέσουμε στο λάκκο να διαχωρίσουμε τον κόσμο που ψήφισε και τον κόσμο που δεν ψήφισε αυθαίρετα, κατά το δοκούν και με βάση τη στενή κομματική επιλογή που είχαμε στις συγκεκριμένες εκλογές.
Δεν είμαστε τόσο υποκειμενικοί, ώστε να θεωρούμε αυτούς που ψήφισαν υποταγμένους στο σύστημα και τους απέχοντες συνειδητούς αριστερούς, ωστόσο η αποχή αυτή σαν στιγμιότυπο, σαν γεγονός, μόνο θετικά μπορεί να κριθεί.
Σαν στάση η αποχή, συνέβαλλε περισσότερο στην καταδίκη της ΕΕ, στην απονομιμοποίηση όλης αυτής της φάρσας των Ευρωεκλογών και του ευρωκοινοβουλίου.
Σαν στάση η αποχή, εκ των πραγμάτων, αποτελεί χαστούκι στους ιμπεριαλιστές που πασχίζουν να δώσουν νομιμότητα στο οικοδόμημα που έχουν στήσει.
Εστω και ανολοκλήρωτα, έστω και όχι τόσο ξεκάθαρα η στάση της αποχής, ήταν επίσης γερό χαστούκι στις προσπάθειες των κυρίαρχων κομμάτων να στοιχίσουν εκβιαστικά τις μάζες.
Εν κατακλείδι και ας μην άρεσε σε δεξιούς, αριστερούς και υπεραριστερούς φιλοερωπαϊστές, η μεγάλη αποχή συνάδει με την όλη εικόνα που αναδύει η ΕΕ, ιδιαίτερα μετά την κρίση και την εκλογή Ομπάμα. Μια εικόνα κλυδωνισμών, καινούριων αδιεξόδων περιχαράκωσης στα σύνορα!
Μήπως τελικά αυτή είναι η κύρια αιτία που σε πολλούς ακόμα και «αριστερούς» δεν άρεσε η αποχή. Μήπως γιατί τους χάλασε την εικόνα των «αδιατάρακτων» ολοκληρώσεων και της παγκοσμιοποίησης;
Όπως και να ‘χει το ενδιαφέρον από και πέρα, θα εστιαστεί κυρίως στο εσωτερικό μέτωπο, όπου θα έχουμε επιδείνωση της επίθεσης.
Το ΚΚΕ(μ-λ) θα δώσει όλες του τις δυνάμεις μέσα στο κίνημα και τις αντιστάσεις για την συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων. Για την οικοδόμηση κινήματος αντίστασης στην εξάρτηση, στη λιτότητα, στην καταστολή, στη φτώχεια, στην ανεργία.
Μια συγκρότηση λαϊκών δυνάμεων στην προοπτική αναμέτρησης με το σύστημα και τον ιμπεριαλισμό.