Αυτή είναι η ιστορία των 200 εκτελεσμένων κομμουνιστών της Καισαριανής. Η ιστορία των ανθρώπων που δεν αντιμετώπισαν το θάνατο στα ίσα, αλλά τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει. Πήγαν μπροστά, με τα καλά τους ρούχα, με χορούς και τραγούδια, με τα μάτια λυτά και τη γροθιά σφιγμένη στο εκτελεστικό απόσπασμα, με το βλέμμα σίγουρο, ότι το μέλλον ανήκει στους λαούς αυτού του κόσμου. Δεν ήταν ρομαντικοί, ούτε «αθώοι». Σφυρηλατήθηκαν στο καμίνι του αγώνα, γαλουχήθηκαν στα σπλάχνα του κομμουνιστικού κινήματος. Δε συνθηκολόγησαν στιγμή με τον κατακτητή. Στάθηκαν και πέθαναν αλύγιστοι απέναντι σε ντόπιους και ξένους δυνάστες. Πήγαν μπροστά στην πιο πολύτιμη ιστορία, αυτήν που γράφουν οι λαοί με την πάλη τους για την κοινωνική απελευθέρωση.
Αυτήν την ιστορία διαπραγματεύτηκε ο Παντελής Βούλγαρης στη νέα του ταινία «Το τελευταίο σημείωμα». Μια ταινία αξιόλογη αισθητικά, με εξαιρετική φωτογραφία και σενάριο, που δε φλυαρεί, αλλά φωτίζει την ουσία των γεγονότων. Μια ταινία, από την αρχή υποβλητική και καθηλωτική, φορτισμένη και με τη λιτότητα που χρειάζονται οι μεγάλες στιγμές της ιστορίας. Αποφάσισε να ασχοληθεί με το στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου, το δεκαήμερο που προηγήθηκε της εκτέλεσης των 200 κομμουνιστών στην Καισαριανή. Παράλληλα, η ταινία εστιάζει στην ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, στελέχους του ΚΚΕ, που υποχρεώνεται από τους Γερμανούς και επιφορτίζεται με το καθήκον από το κόμμα να γίνει ο διερμηνέας του στρατοπέδου. Λίγη ώρα πριν την εκτέλεση, ο διοικητής του στρατοπέδου του δίνει την επιλογή να ζήσει και να αντικατασταθεί από άλλον κρατούμενο, αλλά ο ίδιος δεν υποτάσσεται σε μια ζωή που θα τη μετανιώνει κάθε μέρα και ακολουθεί τους συντρόφους του στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο Παντελής Βούλγαρης δεν έφτιαξε ήρωες καρικατούρες, αλλά τους έδωσε το μέγεθος και την υπόσταση που πραγματικά είχαν. Ανέδειξε το στυγερό και σάπιο πρόσωπο του φασισμού. Σε μια περίοδο που στην Ελλάδα και παγκόσμια, η άνοδος του φασισμού γεννά ανησυχία, είναι σημαντικό να αναδεικνύονται οι κτηνωδίες του. Τώρα που το σύστημα έχει λυσσάξει να εξισώσει τον κομμουνισμό με τον φασισμό, είναι παραπάνω από απαραίτητο να ξεκαθαρίζεται, πως δεν υπάρχει τίποτα κοινό ανάμεσά τους. Κι ενώ, όμως, γίνεται σεβαστή η ιστορική αλήθεια, υπονοείται και μισολέγεται στην ταινία, ότι οι 200 είναι κομμουνιστές. Στο πιο καίριό της κομμάτι, στην εντολή που έρχεται για την εκτέλεσή τους, η λέξη «κομμουνιστές» αντικαθίσταται από τη λέξη « Έλληνες». Παραλείπεται εντελώς το κομμάτι της εντολής που επιβραβεύει «Έλληνες εθελοντές που εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς». Στην ταινία, δεν είναι ο ΕΛΑΣ αυτός, που έστησε ενέδρα και σκότωσε τον διοικητή της 41ης Μεραρχίας Οχυρών και την 3μελή συνοδεία του στις 27 Απρίλη του ’44, στους Μολάους της Λακωνίας, αλλά οι Έλληνες γενικά και γενικά τα αντίποινα στρέφονται εναντίον των Ελλήνων.
Γι’ αυτό, πολλά γράφτηκαν και θα γραφτούν περί δραματουργικής ελευθερίας, για το ότι δεν είναι ντοκιμαντέρ, αλλά ταινία, για την επιμονή των κομμουνιστών να κάνουν στείρα κάθε καλλιτεχνική απόπειρα, διδάσκοντας. Όμως όχι! Η ταινία ασχολείται με τους 200, που από τη μεταξική δικτατορία εξορίζονται και βασανίζονται στον Αϊ-Στράτη, την Ακροναυπλία, την Ανάφη, ακριβώς επειδή είναι κομμουνιστές. Κι όταν αιτούνται να ελευθερωθούν, για να πολεμήσουν τον κατακτητή, το μεταξικό καθεστώς τους παραδίδει σ’ αυτόν και μεταφέρονται στο γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου. Οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα, ακριβώς επειδή είναι κομμουνιστές. Ναι είναι και Έλληνες, αλλά Έλληνες είναι και οι «εθελοντές’» ταγματασφαλίτες και δοσίλογοι. Κι έχει ιδιαίτερη σημασία, ότι στην περίοδο της εθνικής συμφιλίωσης και συναίνεσης, την περίοδο του «όλοι μαζί, μπορούμε», αποκρύπτεται αυτό. Ο σκηνοθέτης, ενώ αναδεικνύει την ιστορία, διατηρεί το «μέχρι εκεί» και το «τόσο, όσο» που επιβάλλει η περίοδος.
Είναι γνωστή η προσπάθεια του συστήματος να αμβλύνει τις αντιθέσεις, να δημιουργήσει αυταπάτες ταξικής συνεργασίας και εθνικών προσπαθειών εξόδου από την κρίση, να κάμψει τις αντιστάσεις και να λειάνει την ιστορία, γιατί ξέρει, ότι ο εχθρός του λαού παραμένει ο ίδιος και τρέφεται από την αδυναμία του τελευταίου να συγκροτηθεί. Είναι επικίνδυνο για το σύστημα να συναντηθεί ο θεατής με τα ιδανικά και το δίκιο των κομμουνιστικών ιδεών, να σταθεί το ίδιο ακλόνητος απέναντι στη βαρβαρότητά του. Φοβάται, ότι η Πρωτομαγιά του ’44 θα θυμίσει στον λαό, ότι το αύριο του ανήκει.