Πολλαπλά είναι τα μέτωπα της επίθεσης που σχεδιάζει να ανοίξει η κυβέρνηση της ΝΔ απέναντι στους εργαζόμενους, το λαό και τη νεολαία. Αξιοποιώντας το βαρύ αρνητικό συσχετισμό, την εκλογική του αποτύπωση και την μεγάλης διάρκειας κινηματική νηνεμία, θέλει να προωθήσει σε σύντομο χρόνο πλήθος αντεργατικών μέτρων. Αυτά δεν αποτελούν απλά συνέχεια των αντίστοιχων της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά –πατώντας στα δεδομένα που κι εκείνη δημιούργησε– συνιστούν το δικό της «πρόγραμμα» αντιλαϊκής πολιτικής, του οποίου την «ιδιοκτησία» διεκδικεί χωρίς περιστροφές. Γνωρίζει, άλλωστε, η ΝΔ ότι επιλέχτηκε από τα ξένα και ντόπια κέντρα για την ανάληψη της κυβέρνησης (και) στην κατεύθυνση γκρεμίσματος κάθε κατάκτησης και ισοπέδωσης κάθε εργασιακού δικαιώματος. Η «ανάπτυξη» που υπόσχεται ότι θα φυτρώσει στην ερημωμένη από δικαιώματα χώρα που ονειρεύεται η κυβέρνηση, εκτός από παραμύθι, αποτελεί και ευθύ χτύπημα στην ιδεολογική συγκρότηση της εργατικής τάξης και του λαού, με στόχο την υπονόμευση των αντιστάσεων που μπορούν και πρέπει να αναπτυχθούν. Η συμβολή στη συγκρότηση των μετώπων πάλης των εργαζόμενων και του λαού και η ενίσχυσή τους σε κάθε επίπεδο είναι καθήκον για κάθε δύναμη που θέλει να αναφέρεται στο κίνημα.
Ασφαλιστικό
Τα βασικά χαρακτηριστικά των προθέσεων της νέας κυβέρνησης σχετικά με το ασφαλιστικό συνοψίζονται στον «κεφαλαιοποιητικό χαρακτήρα» του συστήματος και στον αναβαθμισμένο ρόλο του ιδιωτικού τομέα. Αν και στις προγραμματικές δηλώσεις του ο Μητσοτάκης περιορίστηκε στην εξαγγελία για σταδιακή μείωση ασφαλιστικών εισφορών χωρίς περαιτέρω ανάλυση, η ΝΔ έχει τοποθετηθεί από καιρό υπέρ ενός «πλήρως κεφαλαιοποιητικού» συστήματος για τις επικουρικές συντάξεις. Ο βουλευτής της ΝΔ Κ. Κυρανάκης, σε συνέντευξή του, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αντίστοιχης λογικής και για τις κύριες συντάξεις, που θα αφορά τους νέους εργαζόμενους που θα πιάσουν την πρώτη τους δουλειά μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου. Η βασική περιγραφή ενός τέτοιου συστήματος προβλέπει μειωμένες υποχρεωτικές εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και «ελεύθερη επιλογή» ασφάλισης με ατομική μερίδα σε επαγγελματικό ταμείο ή/και σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες. Στο «τέλος», προβλέπεται κάποια ελάχιστη βασική σύνταξη που εγγυάται το κράτος και ό,τι, υποτίθεται, έχει μαζευτεί στους «ατομικούς κουμπαράδες» του κάθε εργαζόμενου.
Η μετατροπή της κοινωνικής ασφάλισης σε «ατομική υπόθεση» ακυρώνει την ουσία του συλλογικού δικαιώματος των εργαζόμενων στην ασφάλιση και τη σύνταξη. Οι κατακτήσεις του εργατικού κινήματος σχετικά με το ασφαλιστικό έχουν ως πυρήνα τους την υποχρέωση του συλλογικού καπιταλιστή, του κράτους δηλαδή, να διαθέτει ένα αξιοπρεπές εισόδημα στους εργαζόμενους, όταν αυτοί δεν έχουν πια τη δυνατότητα να δουλέψουν, είτε λόγω γήρατος είτε λόγω υγείας. Πρόκειται για διεκδίκηση επιστροφής προς τους εργαζόμενους ως σύνολο (στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι απόμαχοι της δουλειάς) μέρους της υπεραξίας που καρπώνονται συνολικά οι καπιταλιστές από τους εργαζόμενους. Από αυτή την πραγματικότητα προκύπτει τόσο ο συλλογικός χαρακτήρας του δικαιώματος στην ασφάλιση όσο και η αποσύνδεσή του από κάθε λογής εισφορές, κρατήσεις κ.τ.λ. Αυτή την πραγματική βάση προσπαθεί μόνιμα να αποκρύψει το σύστημα, με σκοπό την αναίρεση των αντίστοιχων κατακτήσεων, από ένα σύστημα που δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα στη ζωή των ανθρώπων που δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί.
Η εξατομίκευση, λοιπόν, δεν είναι παρά το άλλο όνομα της κατάργησης. Πρόκειται για μια επιστροφή στην προ εκατονταετίας κατάσταση, όπου κάθε εργαζόμενος παλεύει, χωρίς αποτέλεσμα, μόνος να βάλει κάτι στην άκρη για τις δύσκολες μέρες, ενδεχόμενα σε μια τράπεζα, μια ασφαλιστική (ίσως «συνεταιριστικής» μορφής) ή κάποιο αντίστοιχο ευαγές ίδρυμα που κερδοσκοπεί με αυτό το ποσό με άλλοθι την προστασία του από τους «παράνομους» κλέφτες. Όταν ο Κυρανάκης δηλώνει ότι τα σημερινά παιδιά «πιστεύουν ότι με το σημερινό σύστημα δεν θα πάρουν ποτέ σύνταξη», ταυτόχρονα καλλιεργεί την ιδεολογική αποσυγκρότηση της νεολαίας αλλά και πανηγυρίζει για τα αποτελέσματα που έχουν ήδη πετύχει οι όμοιοί του μέχρι τώρα. Γι’ αυτό και δεν είναι παρά χυδαία υποκρισία η κριτική του Κατρούγκαλου και ευρύτερα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που εστιάζει στη μη βιωσιμότητα του μοντέλου (λόγω έλλειψης εισφορών) και στην ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης. Γιατί και το δικό τους μοντέλο «ορθολογικής διαχείρισης» ήταν κατά βάση «κεφαλαιοποιητικό» μέσω της λογικής της ανταποδοτικότητας, ενώ έφερε νέες μειώσεις στις συντάξεις και αυξήσεις στις εισφορές στο όνομα της βιωσιμότητας. Η δε απαξίωση έγινε πρώτα υλικά, με το πετσόκομμα των συντάξεων, για να καταλήξει στην απαξίωση και στη σκέψη των εργαζομένων.
Ο κύριος στόχος του συστήματος, με τη μια ή την άλλη κυβέρνηση, είναι το χτύπημα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση. Μεταξύ άλλων συνεπειών, επεκτείνεται και ο χώρος δράσης του ιδιωτικού κεφαλαίου, το οποίο, μαζί με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες σε τριτοβάθμιο (ειδικά στην Ελλάδα) και δευτεροβάθμιο επίπεδο, ανυπομονεί να βάλει χέρι άμεσα στα δισεκατομμύρια που σχετίζονται με την ασφάλιση. Αυτό αποτυπώνεται και στο ενδιαφέρον που δείχνουν ξένα κεφάλαια για τις ασφαλιστικές εταιρίες στην Ελλάδα, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Εθνικής Ασφαλιστικής. Στην προμετωπίδα, όμως, των διεκδικήσεων του λαού πρέπει να βρίσκεται το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση, κόντρα σε λογικές παραίτησης και απαξίωσης μιας από τις πιο καθοριστικές κατακτήσεις του κινήματος.
Συνδικαλιστικός νόμος
Αλλαγή και στο συνδικαλιστικό νόμο ανακοίνωσε στη Βουλή ο υπ. Εργασίας, Γ. Βρούτσης, με πρόβλεψη για ένα τεράστιο ηλεκτρονικό φακέλωμα σωματείων, συνδικαλιστών και εργαζομένων. Σύμφωνα με αυτό, η κυβέρνηση θα δημιουργήσει ηλεκτρονικό μητρώο συνδικαλιστικών οργανώσεων και στελεχών και θα καθιερώσει ηλεκτρονική ψηφοφορία για την απόφαση κήρυξης απεργίας. Σκοπός ρητά είναι να «γνωρίζουμε πλέον και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους συνδικαλιστές και τα στελέχη, ποιοι είναι», αλλά και «κάθε εργαζόμενος να έχει το δικαίωμα να ψηφίζει». Στην ομιλία του μάλιστα, ο Βρούτσης αξιοποίησε τις πρόσφατες αντιπαραθέσεις στη ΓΣΕΕ και σε εργατικά κέντρα και ομοσπονδίες σαν επιχείρημα.
Η ΝΔ θέλει να επιβάλει ακόμα πιο ασφυκτικό έλεγχο των συνδικαλιστικών οργάνων των εργαζομένων, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον αντι-απεργιακό νόμο ΣΥΡΙΖΑ (που απαιτεί απόλυτη πλειοψηφία για την προκήρυξη απεργίας σε πρωτοβάθμιο σωματείο) αλλά και τις πρόσφατες επεμβάσεις των κρατικών μηχανισμών (όπως ήταν η έφοδος του ΣΔΟΕ στην ΕΛΜΕ Πειραιά και οι πολλαπλές αποφάσεις διορισμού διοικήσεων από δικαστήρια μέχρι και σε επίπεδο ΓΣΕΕ). Αξιοποιεί τη στάση όλων των συνδικαλιστικών δυνάμεων, με σημαντική την ευθύνη του ΠΑΜΕ, οι οποίες παρότρυναν όλο το προηγούμενο διάστημα την εμπλοκή της «δικαιοσύνης» στα σωματεία, νομιμοποιώντας την και αποδεχόμενοι την «αρμοδιότητα» του αστικού κράτους στα συνδικαλιστικά ζητήματα. Οι δε προτάσεις για ηλεκτρονικά μητρώα είχαν πέσει και από δυνάμεις με αναφορά στην αριστερά, υποτίθεται για να «ξεκαθαρίσουν» τα φαινόμενα νοθείας, διπλοψηφιών κ.τ.λ.
Όπως γίνεται φανερό, τα συνδικαλιστικά όργανα, ακόμα και στη σημερινή τους κατάσταση αποσυγκρότησης, απομαζικοποίησης, κυριαρχίας εργοδοτικών, κυβερνητικών και ρεφορμιστικών δυνάμεων, συνολικής απαξίωσης, θεωρούνται από το σύστημα εν δυνάμει όπλο στα χέρια των εργαζομένων. Γι’ αυτό και τρέχει να στραγγαλίσει τις δυνατότητές τους, πριν καν εκδηλωθούν. Οι εργαζόμενοι έχουν κάθε λόγο να αντισταθούν σε κάθε επιχείρηση διείσδυσης του κράτους στο εσωτερικό των δικών τους οργάνων και να διεκδικήσουν συνδικαλισμό ελεύθερο και ανεξάρτητο από κράτος και εργοδοσία.
Ιδιωτικοποιήσεις
Ειδική αναφορά στις ιδιωτικοποιήσεις έκανε ο ίδιος ο Μητσοτάκης, με ιδιαίτερη σημασίας να είναι αυτές στον ενεργειακό κλάδο. Εκτός από ΔΕΠΑ και ΕΛΠΕ, ο πρωθυπουργός μίλησε για άμεση ιδιωτικοποίηση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ), «διάσωση» της ΔΕΗ και τελικά ιδιωτικοποίησή της με καλύτερους όρους από αυτούς που οδήγησαν τις προσπάθειες της προηγούμενης κυβέρνησης σε αποτυχία προσέλκυσης αγοραστών. Ανεξάρτητα από το τι πραγματικά είναι στο χέρι της κυβέρνησης να σχεδιάσει, το βέβαιο είναι ότι η «ελκυστικότητα» των επιχειρήσεων προς ιδιωτικοποίηση θα χρησιμοποιηθεί άμεσα ως εκβιασμός για επιδείνωση των όρων δουλειάς των εργαζομένων και μειώσεις προσωπικού, ενώ θα έχει συνέπειες και στους καταναλωτές. Οι αρχικές «δεσμεύσεις» για καμία αύξηση στα τιμολόγια της ΔΕΗ γρήγορα αντικαταστάθηκαν από αυξήσεις «ει δυνατόν» σε μονοψήφιο ποσοστό, ενώ πολλαπλασιάζονται τα εξώδικα και οι διακοπές ρεύματος σε νοικοκυριά που αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς. Οι χειρισμοί της κυβέρνησης πρέπει να βρουν απέναντί τους τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις προς πώληση, οι οποίοι σύντομα θα βρεθούν στο στόχαστρο με τη γνωστή προπαγάνδα περί «ρετιρέ», «προνομιούχων» κ.τ.λ.
Συλλογικές συμβάσεις
Παρότι δεν έγινε κάποια ειδική αναφορά μετά τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης, η κατεύθυνση παραπέρα χτυπήματος των συλλογικών συμβάσεων είναι δηλωμένη. Η «προτίμηση» στις επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις έρχεται να υποβαθμίσει κι άλλο τις κλαδικές, με τους εργαζόμενους στις μικρές επιχειρήσεις να παραμένουν εντελώς απροστάτευτοι. Ακόμα, όμως, και στις μεγαλύτερες, οι συνέπειες της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και του αρνητικού συσχετισμού αποκαλύπτονται στην ασυδοσία, την επιθετικότητα και την αυθαιρεσία των εργοδοτών, που αρνούνται συστηματικά την υπογραφή ΣΣΕ. Η κυβέρνηση χρησιμοποιεί αυτούσια την επιχειρηματολογία του κεφαλαίου, με τον Μητσοτάκη να μιλάει για σύνδεση των μισθών με την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα.
Φορολογικό και επιδόματα
Οι αντιφατικές δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών για «διεύρυνση της φορολογικής βάσης» αλλά χωρίς μείωση του αφορολόγητου και ταυτόχρονα μείωση του πρώτου συντελεστή (ως 10.000) στο 9% αφήνει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο πετσοκόμματος των πλέον χαμηλόμισθων, έστω και κλείνοντας το μάτι στη λεγόμενη «μεσαία τάξη». Επιπλέον, οι δεσμεύσεις για διατήρηση των πλεονασμάτων μέσω περιστολής των κρατικών δαπανών παράλληλα με μειώσεις φόρων, δείχνουν κατεύθυνση συρρίκνωσης και κατάργησης επιδομάτων, παρά τις «διαβεβαιώσεις» για το αντίθετο.
Το αφήγημα της νέας κυβέρνησης περιλαμβάνει πολλή «ανάπτυξη» και «ευημερία». Δεν είναι παρά μια προσπάθεια να «χρυσωθεί το χάπι» των νέων θυσιών από τους εργαζομένους στο βωμό των συμφερόντων του κεφαλαίου. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα λόγο να αποδεχτούν νέα χειροτέρευση της θέσης τους για κάποια «βελτίωση» στο μέλλον, γιατί αυτή ποτέ δεν πρόκειται να έρθει με τις κατακτήσεις τους διαλυμένες. Αντίθετα, πρέπει να προετοιμάσουν τις δικές τους δυνάμεις για να αποκρούσουν την επίθεση σε όλα τα μέτωπα και να διεκδικήσουν στο δρόμο τα δικά τους δικαιώματα. Η μόνη διέξοδος και η μόνη προοπτική για κάθε εργαζόμενο βρίσκεται στον συλλογικό, μαζικό αγώνα.