Με το κλίμα να οξύνεται μέρα με τη μέρα γύρω από το ασφαλιστικό πλησιάζει η 12η του Δεκέμβρη και η 24ωρη πανελλαδική απεργία που έχουν κηρύξει ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, έχοντας βγάλει μπροστά το Μαγγίνα, ανοίγει τα χαρτιά της ξεκαθαρίζοντας ότι είναι αποφασισμένη να προχωρήσει την αντιασφαλιστική της επιδρομή με στόχο να καταφέρει ένα σημαντικό πλήγμα στα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Μάλιστα, όσο πιο πολύ ανοίγει τα χαρτιά της τόσο πιο ξεκάθαρο γίνεται ότι αυτό που επιδιώκει όχι μόνο δεν είναι «ήπιες» αλλαγές αλλά μια σαρωτική επίθεση που θίγει ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι, με τη σειρά τους, όχι μόνο δεν πείθονται από τους κυβερνητικούς χειρισμούς αλλά πλημμυρίζουν από οργή και αγανάκτηση. Και αυτό το εκφράζουν καθημερινά, με κάθε ευκαιρία. Από τη μαζικότητα των συνελεύσεων των σωματείων μέχρι την ανταπόκριση στις εξορμήσεις για την προπαγάνδιση της απεργίας γίνεται φανερό ότι οι εργαζόμενοι αναζητούν την έκφραση της οργής τους απέναντι σ’ ένα σύστημα που θέλει να κατεδαφίσει και την τελευταία κατάκτηση, να αφαιρέσει και το ελάχιστο δικαίωμα.
Γνωρίζει πολύ καλά η κυβέρνηση τι έχει να αντιμετωπίσει. Θυμάται πολύ έντονα τι συνέβη το 2001 και ξέρει ότι αυτό που επιχειρεί μπορεί να συσπειρώσει τους εργαζόμενους ενάντιά της. Αυτός, εξάλλου, είναι και ο λόγος που αρκετοί βουλευτές της ΝΔ αισθάνονται την ανάγκη να «προειδοποιήσουν» την ηγεσία τους για τους ρυθμούς της επίθεσης και την τακτική της, προσπαθώντας παράλληλα να προβάλουν ένα φιλολαϊκό πρόσωπο. Κανείς από αυτούς βέβαια δεν έχει την παραμικρή αντίθεση στην ουσία των αλλαγών που προωθούνται.
Γνωρίζουν πολύ καλά και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ πιο βάρος καλούνται να επωμιστούν. Ξέρουν ότι είναι οι ενδιάμεσοι σε μια μάχη που κρίνει πολλά. Ξέρουν ότι η αστική τάξη δηλώνει αποφασισμένη, αλλά διαπιστώνουν ότι και η πλευρά των εργαζομένων δείχνει όλο και πιο απρόθυμη να αποδεχτεί τα σαρωτικά μέτρα. Και το βέβαιο είναι ότι αισθάνονται άβολα σε αυτή τη θέση. Γι’ αυτό και θα αναζητήσουν τις νέες «ισορροπίες» τους. Αντίστοιχες με αυτές που προέκυψαν μετά την προδοτική στάση τους το 2006 και την υπογραφή της δίχρονης συλλογικής σύμβασης. Υπογραφή που συνοδεύτηκε από πολύμηνη αγωνιστική απραξία και έντονο το στοιχείο της απογοήτευσης στις εργαζόμενες μάζες.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αυτή η συνδικαλιστική ηγεσία αναζητά το νέο συμβιβασμό (πάντα σε βάρος της εργατικής τάξης). Όπως δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η γραμμή και οι στόχοι που προβάλλει δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να στρώνουν το δρόμο προς αυτό το συμβιβασμό.
Αποδέχεται η ηγεσία αυτή την αστική φιλολογία περί «κρίσης του ασφαλιστικού συστήματος», αναπαράγει το «εύρημα» της «γήρανσης του πληθυσμού», αναζητά το ρόλο και τη θέση της στα νέα διαχειριστικά όργανα που προωθεί η αντιδραστική κυβερνητική «μεταρρύθμιση». Συντάσσει εκθέσεις και κάνει αναλογιστικές μελέτες γύρω από το ασφαλιστικό, νομιμοποιώντας τα όπλα της αντεργατικής αστικής προπαγάνδας. Αναγνωρίζει κοινότητα απόψεων σε πτυχές του ασφαλιστικού με τον ΣΕΒ. Αναζητά την ευκαιρία να ξαναχωθεί στον ψευτοδιάλογο, όπως έκανε και το 2002, προσυπογράφοντας το νόμο Ρέππα πάνω στον οποίο στηρίζεται σημαντικότατο κομμάτι της σημερινής επίθεσης.
Και σε καμία περίπτωση δεν είναι διατεθειμένη να στηρίξει τις αγωνιστικές διαθέσεις των εργαζομένων. Ούτε μπορεί μα ούτε και θέλει να γίνει ο φορέας της έκφρασης των εργατικών αγώνων. Και θα πρέπει από τώρα η εργατική τάξη να προετοιμάζεται για το «στρίψιμο» της ηγεσίας αυτής.
Είναι και το ΠΑΜΕ, ο «ταξικός πόλος», και η πολιτική ηγεσία του ΚΚΕ. Που «τα ρίχνουν» στην ξεπουλημένη ΓΣΕΕ και καλούν το λαό να αγωνιστεί με τις δικές τους θέσεις. Θέσεις που όχι μόνο δεν αντιπαλεύουν την αστική διαχειριστική λογική αλλά την ενισχύουν. Θέσεις που κρύβουν την πραγματική πολιτική ουσία της αντιασφαλιστικής επιδρομής, για να προβάλουν ένα άλλο μοντέλο διαχείρισης του ασφαλιστικού συστήματος, ικανού δήθεν να δώσει «λύσεις». Παραπονιούνται ότι το σύστημα της τριμερούς χρηματοδότησης (για το οποίο πρωτοστάτησαν) δεν εφαρμόστηκε ποτέ και δεν μπαίνουν στον κόπο να κάνουν αυτοκριτική για την αποτυχία αυτής της πολιτικής τους πρότασης (στην οποία επιμένουν!!!). Καταγγέλλουν τη ληστεία των ταμείων, την ώρα που τη νομιμοποιούν με τη συμμετοχή (και την υπογραφή κάποιες φορές) των συνδικαλιστών τους στις διοικήσεις των ταμείων αυτών. Καλούν σε λαϊκή ενότητα και συσπείρωση την ώρα που σπεύδουν να καλέσουν -για μια ακόμη φορά- σε ξεχωριστή συγκέντρωση. Καλούν τους εργαζόμενους να αγωνιστούν για την απόκρουση της αντιασφαλιστικής επίθεσης την ώρα που το πλαίσιο πάλης τους για την απεργία στις 12 Δεκέμβρη χωρά μέχρι και το… επίδομα θέρμανσης και τη μείωση των… τιμολογίων της ΔΕΗ (όπως αναφέρει ανακοίνωση της Ομοσπονδίας Οικοδόμων).
Καλούν τους εργαζόμενους να αγωνιστούν την ώρα που στις «Θέσεις του ΚΚΕ για την ασφάλιση» (Νοέμβρης 2007) δηλώνεται ότι «ο αγώνας αυτός, αν εξελιχθεί σε μια γενική αντιπαράθεση με όρους ταξικής, λαϊκής ενότητας, κοινωνικής συμμαχίας, θα δείξει τη λαϊκή δύναμη, δε θα φέρει αποτελέσματα ακόμα και σήμερα, αλλά θα διαδραματίσει ένα γενικότερο θετικό ρόλο σε όλα τα μέτωπα του αγώνα, θα ανοίξει δρόμους για το αύριο.»
Με δυο λόγια, το ΚΚΕ θεωρεί ότι ο αγώνας αυτός δεν έχει στόχο νίκης για το σήμερα, αλλά ΣΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ θα αποτελέσει παρακαταθήκη για το αύριο!!! Ουσιαστικά, το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους ότι δεν πιστεύουν στους αγώνες.
Πρέπει να είναι ξεκάθαρο σε κάθε εργαζόμενο ότι ο αγώνας αυτός, για να είναι νικηφόρος και αποτελεσματικός, δεν μπορεί παρά να κινηθεί σε κατεύθυνση ρήξης με την αστική πολιτική, να απορρίψει τα αστικά ιδεολογήματα και τη ρεφορμιστική λογική της συνδιαχείρισης και της συνδιαλλαγής. Στόχος των εργαζομένων δεν μπορεί να είναι η αναζήτηση ενός «ορθολογικού» τρόπου διαχείρισης του ασφαλιστικού συστήματος «προς όφελος της εργατικής τάξης» διότι πολύ απλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να υπάρξει στα πλαίσια του καπιταλισμού. Έγνοια των εργαζομένων δεν μπορεί να είναι η αναζήτηση «φιλολαϊκού» μάνατζμεντ στα ασφαλιστικά ταμεία και «εγγυημένων» επενδύσεων των αποθεματικών τους. Αυτά μπορούν να είναι έγνοιες όλων εκείνων που θέλουν το «κατιτί» τους από τη ληστεία των εργαζομένων.
Μόνος στόχος των εργαζομένων μπορεί και πρέπει να είναι η ανατροπή της αντιασφαλιστικής επιδρομής, η υπεράσπιση του δικαιώματος στην ασφάλιση και την περίθαλψη, η αποκάλυψη της αστικής προπαγάνδας και των υποστηριχτών της, η καλύτερη οργάνωση και συγκρότηση των αγώνων.
Με αυτή την έννοια, θεωρούμε εντελώς λαθεμένη τη βάση στην οποία συγκροτήθηκε η πρωτοβουλία συνδικαλιστικών σχημάτων στην Αθήνα, αλλά και η αντανάκλασή της στην πρωτοβουλία σωματείων.
Πρώτον, διότι παρότι επικαλούνται την ανάγκη ευρύτερου συντονισμού χωρίς αποκλεισμούς, στην πραγματικότητα κινούνται σε μια παραταξιακή λογική που δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από αυτήν του ΠΑΜΕ. Στην ουσία αυτό που προέκυψε δεν είναι τίποτε άλλο από μια μεταμφίεση των Παρεμβάσεων-Συσπειρώσεων. Δεν είναι τυχαία η επιμονή των Παρεμβάσεων στο σύνολο του πλαισίου τους, όταν μέλη της Ταξικής Πορείας και των Αγωνιστικών Κινήσεων Εκπαιδευτικών δήλωναν την αντίθεσή τους με στοιχεία αυτού του πλαισίου και ζητούσαν τη συμπόρευση στη βάση των κοινών στοιχείων και αιτημάτων. Δεν είναι τυχαίες, επίσης, οι επανειλημμένες τοποθετήσεις μελών των Παρεμβάσεων που αμφισβητούν την ανάγκη ευρύτερων πρωτοβουλιών την ώρα που υπάρχει το σχήμα των Παρεμβάσεων!!! Στην ουσία, η αντίληψη αυτή δεν κάνει τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το να αποδεικνύει πόσο λαθεμένη αντίληψη έχει για την κοινή δράση, πόσο παγιδευμένη είναι σε μια αυταπάτη αυτάρκειας και σε ονειρώξεις ηγεμονισμών μακριά από τις αναζητήσεις του λαού και της εργατικής τάξης.
Δεύτερον, διότι τα πλαίσια αιτημάτων που προβάλλουν και τα σχήματα και τα σωματεία δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τη διαχειριστική λογική του ΠΑΜΕ, αλλά και της ΠΑΣΚΕ και της Αυτόνομης Παρέμβασης. Κατάλογοι αιτημάτων που ξεχνούν (ή δεν μπορούν να διακρίνουν) το κύριο από το δευτερεύον. Προτάσεις για τη διαχείριση των αποθεματικών των ταμείων, για επιστροφή των κλεμμένων και κρατική εξασφάλιση των αποθεματικών και -παράλληλα- αιτήματα για αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις και βελτίωση των ασφαλιστικών παροχών. Και αναρωτιόμαστε εμείς: οι αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις προϋποθέτουν την επιστροφή των κλεμμένων και την «εξυγίανση» των ταμείων ή πρέπει να μπαίνουν ως αίτημα ανεξάρτητα από αυτά; Και αν πρέπει να μπαίνουν ανεξάρτητα, τότε τι νόημα έχει η σύνδεση της πάλης για τα αιτήματα αυτά με προτάσεις γύρω από τα ταμεία;
Τρίτον, διότι η μικροηγεμονική λογική που φαίνεται να κυριαρχεί στο χώρο δεν μπορεί να υπηρετήσει την πραγματική ανάγκη συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων, συνδικαλιστών, εργαζομένων. Δυστυχώς, η επίκληση της «βάσης» και του «από τα κάτω» συντονισμού είναι σε πλήρη αντίθεση με την «από τα πάνω» διαχείριση της όλης υπόθεσης. Η «κοπτοραπτική» πάνω στο πλαίσιο των σωματείων (το οποίο υποτίθεται ότι είχε ήδη εγκριθεί από κάποια ΔΣ και κάποιες συνελεύσεις) και η άνεση με την οποία γινόταν αποτελεί χαρακτηριστικό αυτής της αντίληψης.
Ωστόσο, θεωρούμε ότι ο δρόμος είναι μακρύς και ο αγώνας που έχει να δώσει η εργατική τάξη είναι πολύ μεγάλος. Σε αυτόν τον αγώνα κανείς δεν περισσεύει και κανείς δεν δικαιούται να κάνει ότι δεν καταλαβαίνει. Αυτό που κρίνεται σήμερα είναι πολύ πάνω από την μικροπαραταξιακή συγκρότηση του καθενός. Είναι η συγκρότηση της ίδιας της εργατικής τάξης. Και σαν κομμάτια της πιστεύουμε ότι αυτά που μας ενώνουν είναι πολύ πιο ουσιαστικά από αυτά που μας χωρίζουν. Όσο πιο γρήγορα το αντιληφθούμε τόσο το καλύτερο.
φ.586, 1/12/07