Ως πανάκεια στα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πρωτογενής τομέας της χώρας μας παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση και το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ο Εθνικός Φάκελος για τη νέα ΚΑΠ, δηλαδή οι νέες ρυθμίσεις που προβλέπονται να ισχύσουν από 1ης/1/2015, στο πλαίσιο εφαρμογής της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Προβλήθηκαν ως ρυθμίσεις τέτοιες, ώστε στο εξής οι αγροτικές επιδοτήσεις να είναι «δίκαιες, διαφανείς και ισόρροπα κατανεμημένες στους πραγματικά ενεργούς αγρότες και μόνο για τη γη που πραγματικά καλλιεργείται και παράγει προϊόντα», ως απάντηση στα διαρθρωτικά προβλήματα της αγροτικής οικονομίας, ως μέτρα που θα αντιστρέψουν τη διατροφική εξάρτηση της χώρας και θα ανακόψουν την εγκατάλειψη της υπαίθρου, τη συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού κ.λπ. Οι ισχυρισμοί αυτοί της κυβέρνησης το πρώτο που κάνουν είναι να επιβεβαιώνουν (από την «ανάποδη») τις αρνητικές συνέπειες που είχε η μέχρι τώρα εφαρμογή της ΚΑΠ, της οποίας βέβαια συνέχεια αποτελεί και η νέα ΚΑΠ για την περίοδο 2015-2020. Δηλαδή, αυτό που έμμεσα παραδέχεται η κυβέρνηση είναι ότι η μέχρι τώρα εφαρμογή της ΚΑΠ δυνάμωσε τη διατροφική εξάρτηση της χώρας, όξυνε τα διαρθρωτικά προβλήματα, οδήγησε στην εγκατάλειψη καλλιεργειών και στο ξεκλήρισμα χιλιάδων φτωχομεσαίων αγροτών, ενίσχυσε τη συγκεντροποίηση της αγροτικής γης, έφερε φτώχεια στα χωριά κ.λπ.
Και, επίσης, βασικό εργαλείο για να περάσουν όλα αυτά αποτέλεσε ο μηχανισμός των αγροτικών επιδοτήσεων, που ούτε «δίκαιες, διαφανείς και ισόρροπα κατανεμημένες» ήταν, που δεν τις εισέπρατταν μόνο «οι πραγματικά ενεργοί αγρότες», αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι το καρπώνονταν μεγαλοαγρότες, μεγάλες αγροτικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, «στρεμματάδες» ετεροεπαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι κ.λπ.), μοναστήρια κ.λπ., ενώ ούτε δίνονταν «μόνο για τη γη που πραγματικά καλλιεργείται και παράγει προϊόντα».
Πέρα από κάποιες διορθώσεις κάποιων επιμέρους «στρεβλώσεων», με τη νέα ΚΑΠ 2015-2020 δεν πρόκειται να αλλάξουν οι βασικές πολιτικές επιλογές της ΕΕ. Από τη μια, διατηρείται βέβαια και για μετά το 2015 το μοντέλο του επιδοτούμενου αγροτικού τομέα (όπως άλλωστε συμβαίνει στο σύνολο των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, προκειμένου αυτές να κυριαρχούν στον παγκόσμιο διατροφικό ανταγωνισμό), αλλά, από την άλλη, με τέτοιο τρόπο ώστε κερδισμένες να είναι όχι χώρες εξαρτημένες σαν την Ελλάδα και χώρες της περιφέρειας της ΕΕ (παρ’ όλα τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα), αλλά οι χώρες του ιμπεριαλιστικού πυρήνα της ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία κ.ά.) οι οποίες -«από γενέσεως» της ΚΑΠ- εισπράττουν τη μερίδα του λέοντος των αγροτικών επιδοτήσεων.
Βασική επίπτωση για τους φτωχομεσαίους αγρότες της χώρας μας θα είναι η μείωση του εισοδήματός τους, αφού με τη νέα ΚΑΠ θα έχουμε μείωση των επιδοτήσεων. Ο συνολικός προϋπολογισμός για τη νέα περίοδο 2015-2020 όχι μόνο δεν αυξάνεται σε σχέση με την τρέχουσα περίοδο, αλλά είναι μειωμένος κατά περίπου 300 εκατ. ευρώ. Η μείωση των επιδοτήσεων θα είναι κλιμακωτή, ενώ θα φτάσει ως και 30% μέχρι το 2019 για αγρότες με υψηλά «ιστορικά δικαιώματα» (στρεμματικές επιδοτήσεις ανάλογα με το τι καλλιεργούσε και τι επιδοτήσεις έπαιρνε στις χρονιές 2000-2002 ο κάθε παραγωγός). Και ενώ προβλέπονται μειώσεις, την ίδια στιγμή η κυβέρνηση διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα βαφτίζει αυτές τις μειώσεις «προστασία των απωλειών», επειδή, θέλοντας να αμβλύνει τις αρνητικές επιπτώσεις της νέας ΚΑΠ, ενεργοποίησε ρήτρα που περιορίζει τις απώλειες των παλιών δικαιούχων μέχρι το 30%! Αν συνυπολογίσουμε βέβαια τις διαδοχικές αυξήσεις στο κόστος παραγωγής (σπόροι, λιπάσματα, καλλιεργητικά έξοδα κ.λπ.), καθώς και τις μειώσεις στις τιμές πώλησης των αγροτικών προϊόντων, καταλαβαίνουμε ότι η πραγματική μείωση του αγροτικού εισοδήματος θα είναι πολύ πάνω από το 30%.
Πολύς λόγος γίνεται και για το «πρασίνισμα», δηλαδή τα υποχρεωτικά περιβαλλοντικά μέτρα που επιβάλλονται μέσω της ΚΑΠ και θα απορροφούν το 30% των κονδυλίων (διαφοροποίηση καλλιεργειών, ποσοστό ακαλλιέργητων εκτάσεων κ.λπ.). Το «πρασίνισμα» αυτό δεν είναι υποχρεωτικό για τους μικροπαραγωγούς έως 100 στρέμματα (που άλλωστε λόγω του μικρού κλήρου δεν έχουν και την πολυτέλεια να αφήσουν ακαλλιέργητες εκτάσεις), με συνέπεια αυτό το 30% να το λυμαίνονται κυρίως οι μεγαλοπαραγωγοί (από το σύνολο των περίπου 700.000 παραγωγών μόνο 200.000 περίπου έχουν πάνω από 100 στρέμματα). Οι οικολογικές ευαισθησίες της ΚΑΠ γίνονται άλλο ένα κανάλι μεταφοράς επιδοτήσεων-εισοδήματος προς τους μεγαλοαγρότες.
Η φυτική παραγωγή εξακολουθεί και με τη νέα ΚΑΠ να απορροφά το μεγαλύτερο κομμάτι των επιδοτήσεων (75%) σε βάρος της κτηνοτροφίας (25%), διαιωνίζοντας έτσι τη διατροφική εξάρτηση της χώρας μας και τα τεράστια ελλείμματα στο αγροτικό ισοζύγιο, ελλείμματα κυρίως από εισαγωγές κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων από τις πλεονασματικές χώρες της δυτικής Ευρώπης.
Χτύπημα στο αγροτικό εισόδημα, φτωχοποίηση για τον αγροτόκοσμο, ξεκλήρισμα για τους φτωχομεσαίους, βάθεμα της εξάρτησης, φτώχεια και εγκατάλειψη στα χωριά φέρνει λοιπόν και η νέα ΚΑΠ 2015-2020 -φυσική συνέχεια της προηγούμενης ΚΑΠ-, που κινείται στις γνωστές ράγες της αντιαγροτικής πολιτικής της ΕΕ. Και όπως μέχρι τώρα έτσι και στα επόμενα χρόνια δεν είναι κάποιοι μνημονιακοί νεοφιλελεύθεροι «μερκελιστές» που συγκυριακά την υπαγορεύουν, αλλά αποτελεί την ουσία της ίδιας της ΕΕ και της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της. Γι’ αυτό και η επιβίωση της φτωχομεσαίας αγροτιάς δεν περνά από μια «άλλη», «δίκαιη», «αποτελεσματική» και «αναπτυξιακή» ΚΑΠ, αλλά από την αναμέτρηση συνολικά με την ιμπεριαλιστική πολιτική, από την πάλη για την ανατροπή της ΚΑΠ, για να σπάσουν τα δεσμά της εξάρτησης, για έξοδο από την ΕΕ.