Δεν χρειάστηκαν περισσότερες από μερικές συναντήσεις με τους εκπροσώπους των «θεσμών» για να γκρεμιστεί η κυβερνητική προπαγάνδα περί ισχυρής «διαπραγμάτευσης», η οποία θα γινόταν με δήθεν όπλα τη συμφωνία ΓΣΕΕ-εργοδοτών στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού και το πόρισμα της επιτροπής «σοφών» που παρουσίασε εμφανώς ευχαριστημένος ο Κατρούγκαλος λίγες βδομάδες πριν. Ακόμα κι αν ο υπουργός προσπάθησε να διατηρήσει τον υποτιθέμενο διαχωρισμό μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων, χαρακτηρίζοντας το πρώτο «ακραίο παίχτη», η πραγματικότητα είναι ότι η γραμμή και των 2 πλευρών των ιμπεριαλιστών είναι κοινή απέναντι στους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους. Γι’ αυτό δίνεται και τόσος χώρος και ρόλος στο ΔΝΤ στην αξιολόγηση της εφαρμογής ενός προγράμματος στο οποίο δεν συμμετέχει. Ακριβώς γιατί το χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων αποτελεί «ειδικότητά» του, που την έχει αποδείξει σε κάθε περίπτωση που χρησιμοποιήθηκε.
Κεντρικό στοιχείο από τη μεριά του κουαρτέτου είναι η σε καμία περίπτωση επιστροφή σε οποιοδήποτε ζήτημα στους όρους που ίσχυαν πριν το 2010, στοιχείο που καταγράφηκε και στο πόρισμα της επιτροπής «σοφών». Πρόκειται για το σύνολο των αντεργατικών νόμων, αποφάσεων και ρυθμίσεων που ανέτρεψαν κατακτήσεις δεκαετιών μέσα σε λίγα χρόνια και επέβαλαν σημαντική χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων. Αυτό το πλαίσιο θεωρείται αδιαμφισβήτητη βάση, πάνω στην οποία θα στηριχτεί η νέα επίθεση που προωθείται σε αυτή τη φάση. Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, με τον πιο επίσημο τρόπο, ότι τα μέτρα εκείνα δεν είχαν καθόλου προσωρινό χαρακτήρα για την «αντιμετώπιση της κρίσης» αλλά ότι αποτελούσαν στρατηγική κατεύθυνση του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου, με σκοπό την εμπέδωση ενός «νέου» μοντέλου εργαζόμενου χωρίς δικαιώματα και κατακτήσεις. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα νέα μέτρα που έρχονται. Η ανατροπή των νέων αυτών μέτρων, καθώς και η ανατροπή συνολικά της αντεργατικής πολιτικής που εφαρμόζεται εδώ και χρόνια, σημαίνει σύγκρουση με αυτή τη στρατηγική κατεύθυνση του κεφαλαίου και απαιτεί αντίστοιχη συγκρότηση των εργαζομένων. Είναι ζήτημα του δικού τους αγώνα, του δικού τους κινήματος αντίστασης και διεκδίκησης, που δεν μπορεί να ανατεθεί στην όποια κυβέρνηση ούτε να παρακαμφθεί με προτάσεις νόμου και εκλογικούς/κοινοβουλευτικούς σχεδιασμούς.
Με βάση λοιπόν το πλαίσιο που ήδη είναι σε ισχύ, το κουαρτέτο εστιάζει τώρα στην παραπέρα απελευθέρωση των κινήσεων της εργοδοσίας και το χτύπημα της δυνατότητας συλλογικής οργάνωσης και δράσης των εργαζομένων. Το ένα από τα ζητήματα που έχουν ανοίξει προς το παρόν είναι η παραπέρα αύξηση του ορίου για ομαδικές απολύσεις από το 5% στο 10%, καθώς και η αποσύνδεση της έγκρισης ομαδικών απολύσεων πέραν του ορίου από τον εκάστοτε υπουργό Εργασίας. Η απάντηση από το υπουργείο έχει δύο σκέλη. Από τη μια, η κυβέρνηση δεσμεύεται να νομοθετήσει σύμφωνα με την απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου που αναμένεται για το θέμα, με αφορμή την περίπτωση της Λαφάρζ-ΑΓΕΤ Ηρακλής. Από την άλλη, «αντιπροτείνει» αυτό που ήδη προτάθηκε στο πόρισμα, δηλαδή την πλήρη ελαστικοποίηση σε επιχειρήσεις που θέλουν να προχωρήσουν σε ομαδικές απολύσεις, ώστε να μπορούν για όσο διάστημα θέλουν να απασχολούν τους εργαζόμενους τους όσο και όποτε θέλουν, ακόμα και για μηδενικές ώρες. Για να κάνει πιο πειστική την πρόταση αυτή, που εμφανίζεται ως αντιπρόταση ενώ μπορεί κάλλιστα να συνυπάρξει με την απαίτηση για διευκόλυνση των ομαδικών απολύσεων, δεσμεύεται να διαθέσει πόρους του ΟΑΕΔ για «συμπλήρωμα» του εισοδήματος των εργαζομένων που θα βρεθούν σε τέτοιο καθεστώς, φέρνοντας ως παράδειγμα το νέο πρόγραμμα που μετατρέπει το επίδομα ανεργίας σε επιδότηση της εργοδοσίας.
Στο ζήτημα του συνδικαλιστικού νόμου και γενικά της συλλογικής οργάνωσης και δράσης, δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό το περιεχόμενο των απαιτήσεων των «θεσμών». Σίγουρη είναι η πρόθεση επαναφοράς της απαγόρευσης μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία (ΟΜΕΔ), που ζητά και ο ΣΕΒ, παρά την απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματική τη σχετική μνημονιακή ρύθμιση και επανέφερε, τουλάχιστον τυπικά, τη δυνατότητα αυτή. Στα υπόλοιπα ζητήματα όμως, δεν είναι σαφές το τι θα περιλαμβάνει η γενική διατύπωση «εκσυγχρονισμός του συνδικαλιστικού νόμου», που προβλέπεται και στη συμφωνία ΓΣΕΕ-εργοδοτών. Είναι πάντως χαρακτηριστικός ο τρόπος που το ΔΝΤ έκλεισε τη συζήτηση για τις συλλογικές συμβάσεις που προσπάθησε να ανοίξει ο Κατρούγκαλος, τόσο σχετικά με την ισχύ των επιχειρησιακών όσο και με τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού. Το ίδιο χαρακτηριστική ήταν και η τοποθέτησή του ότι το προηγούμενο καθεστώς καθορισμού των μισθών ήταν «στρεβλό» και οδήγησε σε «μείωση της παραγωγικότητας». Ακόμα και για τον υποκατώτατο μισθό για τους κάτω των 25 χρονών, το επιχείρημα της κυβέρνησης για «άρση των ηλικιακών διαχωρισμών» έπεσε στο κενό.
Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, αρκετές από τις απαιτήσεις των ιμπεριαλιστών είναι ακόμα άγνωστες και θα ξεκαθαριστούν στον επόμενο κύκλο συναντήσεων με το υπουργείο. Ήδη πάντως ξεθωριάζει το υποτιθέμενο «εθνικό μέτωπο» που συγκρότησε για να κρατήσει τους εργαζόμενους στη γωνία η ΓΣΕΕ με τις εργοδοτικές ενώσεις, οι οποίες μία-μία διαχωρίζονται από τη συμφωνία του καλοκαιριού. Το γεγονός όμως ότι όλη η συζήτηση γίνεται με το πεδίο «ελεύθερο» από την παρέμβαση του εργατικού κινήματος είναι πολύ αρνητικό και διαμορφώνει αντίστοιχα δεδομένα. Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης περί «ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου» καταστρέφει συνειδήσεις και λειτουργεί αποσυγκροτητικά για τους εργαζόμενους, ειδικά όταν όχι μόνο δεν βρίσκει αντίλογο αλλά ενισχύεται από κινήσεις όπως της ΓΣΕΕ, που προσέφυγε στο Συμβούλιο της Ευρώπης ή του ΚΚΕ, που θέτει ερωτήματα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω της ευρωκοινοβουλευτικής του ομάδας. Αποκρύπτεται, έτσι, ότι ακόμα και στις κεντρικές χώρες της ΕΕ, τα εργασιακά δικαιώματα βρίσκονται στο στόχαστρο εδώ και χρόνια, με ένα καθεστώς πλήρους εργοδοτικής αυθαιρεσίας και απόλυτης εργασιακής ελαστικότητας να έχει επιβληθεί σε όλες τις χώρες. Υπονομεύεται η κατεύθυνση της πραγματικής οργάνωσης των εργαζομένων, ο αγώνας των οποίων είναι ο μόνος δρόμος για την ανακοπή της επίθεσης και τη διεκδίκηση καλύτερων όρων δουλειάς και ζωής.