Δύο είναι τα βασικά στοιχεία που αναδεικνύονται από όλη την εξέλιξη της εμπλοκής της χώρας στους Δυτικούς σχεδιασμούς και λογαριασμούς και όπως αυτή η εξέλιξη αποτυπώνεται από τα τέλη Γενάρη στην περιβόητη διαπραγμάτευση που διεξάγει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Πρώτο, είναι μεγάλου βάθους και εύρους οι αντιθέσεις των ιμπεριαλιστών, οι συγκρούσεις των σχεδιασμών και των τακτικών τους. Αυτό το φόντο- πλαίσιο των αντιθέσεων Αμερικάνων-Ευρωπαίων (αλλά και Ευρωπαίων-Ευρωπαίων) αποτέλεσε και αποτελεί τον κύριο παράγοντα της πολύμηνης εμπλοκής στο ελληνικό ζήτημα. Εμπλοκή που αναδείχτηκε ήδη από το περασμένο καλοκαίρι και συνέβαλλε σημαντικά στο «κάψιμο» της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου. Εμπλοκή που διαρκώς τροφοδοτείται από γεγονότα και εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή (από -πριν από όλα- την Ουκρανία, έως τα Βαλκάνια, την Τουρκία, τη Μ. Ανατολή και παρακάτω…), γιατί ακριβώς σε αυτή την ευρύτερη περιοχή αναφέρονται οι γεωπολιτικές, «ενεργειακές» και άλλες αντιθέσεις των ιμπεριαλιστών των ΗΠΑ και της ΕΕ. Και μια ιμπεριαλιστική συμφωνία «για την Ελλάδα»- το αεροπλανοφόρο των Αμερικανονατοϊκών στην περιοχή- προσκρούει σε πτυχές και πλευρές αυτών των αντιθέσεων και επιδιώξεων.
Δεύτερο, η κυβέρνηση Τσίπρα- Καμμένου αναδεικνύεται, παραπάνω ίσως και από όσο τα κέντρα έξω και μέσα στη χώρα εκτιμούσαν, αρκούντως ευεπίφορη στις πιέσεις και στις προσαρμογές. Όχι με ραγδαία βήματα, αλλά με αξιοσημείωτη σταθερότητα, μετατοπίζεται κάθε μέρα σε ολοένα πιο δεξιές θέσεις, σε θέσεις ανοιχτής προβολής, υπεράσπισης, υπηρέτησης, των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου. Από το πρόγραμμα ανακούφισης («Θεσσαλονίκης») και την ομοβροντία φιλολαϊκών μέτρων που εξήγγειλαν οι υπουργοί της, πέρασε στην αμοιβαία επωφελή συμφωνία, στον έντιμο συμβιβασμό, στον επώδυνο συμβιβασμό, και έφτασε στο δικό της μνημόνιο (των 47 σελίδων), το οποίο διόρθωσε με περισσότερα αντιλαϊκά μέτρα αμέσως μόλις της το ζήτησαν οι «θεσμοί». Όλα αυτά τα βήματα «χωνεύονται» από τον «όλο ΣΥΡΙΖΑ» στον οποίο οι ιδιοτυπίες και η ανερμάτιστη γκρίνια έχουν αποδειχτεί πλεονέκτημα όχι μόνο για αυτά αλλά και για την θεαματική ατλαντική ευθυγράμμιση της κυβέρνησης με τους αμερικάνικους άξονες (Ισραήλ, Αίγυπτος), τη νέα βάση στο Αιγαίο και άλλα. Οι πιέσεις και οι απαιτήσεις βέβαια δεν σταματούν και δεν θα σταματήσουν αλλά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πείθει ήδη (αυτούς που χρειάζεται να πείσει) ότι μπορεί να εξελιχτεί σε μια αντιλαϊκή κυβέρνηση στην οποία μπορούν να λογαριάζουν τα κέντρα εξουσίας.
Κάπως έτσι, και ενώ μετά το νέο κύκλο επαφών Τσίπρα-Μέρκελ- Ολάντ και τα νέα αγκαλιάσματα με Γιούνκερ, ήταν «ισχυρή η πολιτική συμφωνία» των «θεσμών και εταίρων» και άρα επί θύραις η νέα συμφωνία, το ΔΝΤ όλως αιφνιδίως ανακάλυψε «μεγάλες αποστάσεις» και αποχώρησε προσωρινά από τις «εντατικές διαβουλεύσεις» που έφτιαχναν τη νέα συμφωνία.
Κάπως έτσι, και ενώ η κυβερνητική προπαγάνδα ορκιζόταν πως διαπραγματεύεται «ανάπτυξη και λύση για το χρέος», τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση πανηγυρίζει γιατί διαφαίνεται 9μηνη παράταση του τρέχοντος Μνημονίου η οποία για να υπάρξει θα φορτώσει λαό και νεολαία με 47 και βάλε σελίδες νέα αντιλαϊκά-αντεργατικά μέτρα!
Δεν γνωρίζουμε βέβαια ποιο θα είναι το επόμενο στιγμιότυπο αυτής της εμπλοκής. Αλλά είναι προφανής η αναγκαιότητα που τα δεδομένα της κατάστασης σηματοδοτούν: αν ο λαός δεν βγει στους δρόμους, αν δεν ανοίξει ένας νέος μεγάλος κύκλος αγώνων, τότε, αύριο, την επόμενη εβδομάδα, τους επόμενους μήνες, η κατάσταση –και όχι μόνο η κοινωνικοοικονομική- θα είναι χειρότερη για το λαό μας, ακόμα πιο επικίνδυνη και αντιδραστική για όλους τους λαούς της περιοχής.
Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα κάποια στοιχεία αυτών των εξελίξεων.
Τι πραγματικά «ενόχλησε» το ΔΝΤ;
Η βασική πλευρά προσέγγισης του ελληνικού ζητήματος από τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές τέθηκε ξανά και στην τελευταία σύνοδο των G7 και συνοψίζεται στο ότι η χώρα πρέπει να μείνει εντός της δικής τους γεωπολιτικής κυριαρχίας και προφανώς με ελεγχόμενη την εσωτερική πολιτική της κατάσταση. Σε αυτό το μοτίβο εκδηλώνονται και οι δημόσιες αμερικάνικες παρεμβάσεις, και από τον Ομπάμα. Σε αυτό το πλαίσιο επίσης κινούνται Μέρκελ και Ολάντ.
Ωστόσο η προσέγγιση τους αυτή συναντά τα εμπόδια που δημιουργεί η… δικιά τους πολιτική αλλά και δεύτερο, τα δικά τους ιδιαίτερα και αντιτιθέμενα συμφέροντα. Με τη «δικιά τους πολιτική» αναφερόμαστε σε αυτό που συνόψισε ο Τόμσεν λέγοντας πως 300 ευρώ είναι ικανοποιητικός μισθός για βαλκανική χώρα. Μια πολιτική που προκαλεί το λιγότερο πολιτική αστάθεια και σοβαρά προβλήματα αναφορικά με την επιθυμητή για τους ιμπεριαλιστές και για την αστική τάξη κατάσταση σταθερότητας και ελέγχου.
Όμως και χωρίς καθόλου να μπορεί να υποτιμηθεί το ζήτημα αυτής της αντίθεσης που μόλις αναφέραμε (ιμπεριαλισμός-λαός) και χωρίς να παραγνωρίζουμε τις αντιθέσεις που έχουν ενεργοποιηθεί ανάμεσα στην εξαρτημένη αστική τάξη και τους πάτρωνες της (που η ίδια θέλει να τις επιλύσει μέσα στο πλαίσιο της εξάρτησης της), αυτό που κύρια μπλοκάρει τη συμφωνία τους θεωρούμε ότι αφορά στο δεύτερο ζήτημα που αναφέραμε: στις δικές τους (των ιμπεριαλιστών) αντιθέσεις. Αντιθέσεις που οξύνθηκαν ιδιαίτερα στην περίοδο του Μπους και που η εκλογή Ομπάμα ήρθε βέβαια να τις εξομαλύνει, αλλά χωρίς να εγκαταλείπει- κάθε άλλο- το στρατηγικό στόχο των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία. Αυτός ο στόχος- και η συνακόλουθη μοίρα που οι ΗΠΑ επιφυλάσσουν στους Ευρωπαίους συμμάχους τους έγινε φανερός με την επέμβαση-πραξικόπημα στην Ουκρανία. Η τροπή που πήραν από τότε οι εξελίξεις και ιδιαίτερα από το Μάρτη του 2014 που η Μόσχα επικύρωσε την προσάρτηση της Κριμαίας, ανέβασε σε πολύ πιο ψηλό επίπεδο προϋπάρχουσες αντιθέσεις και αφύπνισε άλλες που βρίσκονταν «ανενεργές». Για παράδειγμα, το έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερα σοβαρό για τις ΗΠΑ ζήτημα της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης φαίνεται πως αποτελεί πια ζήτημα που οι Αμερικάνοι θέλουν να επιλυθεί άμεσα, εννοείται κόβοντας κάθε σύνδεση με τη Ρωσία και υπάγοντάς το στους δικούς τους αγωγούς είτε από Κασπία είτε από τη Μ. Ανατολή και τις χώρες του Περσικού Κόλπου. Επίσης «αφυπνίστηκαν» ζητήματα γεωπολιτικού ελέγχου και αντιθέσεων ΗΠΑ-Ευρώπης στα Δυτικά Βαλκάνια και καθώς οι ΗΠΑ «αποβιβάζουν» στρατιωτικές δυνάμεις σε ολόκληρη την περιοχή από τις Βαλτικές χώρες ως τη Μεσόγειο.
Οι Ευρωπαίοι λοιπόν –και ιδιαίτερα η Γερμανία με σημαντικές οικονομικές αυλές και φιλοδοξίες στην κεντρική-ανατολική Ευρώπη, αλλά χωρίς τις απαιτούμενες στρατιωτικές δυνατότητες- στριμώχνονται ιδιαίτερα. Επιθυμούν να αποφύγουν την ανοιχτή αντιπαράθεση με τη Ρωσία και για να διασώσουν αυτά που έχουν αλλά και κυρίως για να μην βρεθούν σε αυτό που το άνοιγμα αυτής της αντιπαράθεσης τους φέρνει. Και ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν στα πλαίσια της κρίσης την εκδήλωση των γενετικών ανωμαλιών του ευρώ, τριγμούς –όχι μόνο οικονομικούς- του οικοδομήματος ΕΕ/ΟΝΕ, με την Βρετανία να βάζει έως και ζήτημα αποχώρησης της από την «Ένωση» τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, στοιχεία του οποίου μόνο ενδεικτικά αναφέραμε, ανήκει το ελληνικό ζήτημα. Η Ελλάδα, χώρα βέβαια της ΕΕ και του ευρώ, χώρα που αν δεν υπάρξει πρόβλεψη από το ΕΣΠΑ… δεν μπορεί να ανοιχθεί ούτε χωματόδρομος σε χωριό! Αλλά επίσης η Ελλάδα, χώρα των αμερικάνικων βάσεων και των αμερικανονατοϊκών αποστολών (που η σημερινή κυβέρνηση επικαιροποιεί και αναβαθμίζει), χώρα που στα δομημένα της ομόλογα βρίσκονταν το χέρι της Goldman Sachs, που ακόμα και μέσω της ΕΕ «συνάντησε» ξανά το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ!
Με βάση όλα αυτά, λέμε ξανά και ξανά ότι ο ιμπεριαλιστικός καυγάς για το ελληνικό ζήτημα δεν αρχίζει ούτε τελειώνει στην μοιρασιά των φιλέτων που διαρπάζονται, ή στην –υπαρκτή- αμερικάνικη επιδίωξη να φορτώσει το ελληνικό χρέος στους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της. Εξάλλου οι ιδιαίτερα άγριες απαιτήσεις του ΔΝΤ για το ασφαλιστικό και το εργασιακό αποτελούν χείρα βοηθείας στην Ευρώπη στο βαθμό που δείχνουν στους Γερμανούς και τους άλλους από ποιες πηγές πλούτου να «ισοφαρίσουν» τη μείωση του χρέους που τους καλούν να δεχτούν.
Τι είναι λοιπόν αυτό που «ενόχλησε» το ΔΝΤ και που εξαιτίας αυτής της «ενόχλησης» βραχυκυκλώνει την απόφαση για συμφωνία-παράταση; Πιο σωστά και συνολικά το ερώτημα θα ήταν: Ποιο πλαίσιο και ποιες αποστολές προβλέπουν οι ΗΠΑ για τη χώρα μας έτσι ώστε να υπηρετείται το συνολικό δικό τους πλαίσιο; Και ποια από τα στοιχεία του βρίσκουν αντιθέσεις στους Ευρωπαίους; Τις συγκεκριμένες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά μένει να τις δούμε από τις επόμενες εξελίξεις. Το βέβαιο είναι ότι αυτή καθαυτή η επιλογή της παράτασης που έχει επικρατήσει (και όχι μιας νέας συμφωνίας) απηχεί ακριβώς την προσωρινότητα που θα έχει η μεταξύ των ιμπεριαλιστών συμφωνία. Και βέβαια την ανάγκη τους να επανέλθουν στο ελληνικό ζήτημα και να αποφασίσουν ξανά για αυτό παίρνοντας προφανώς υπόψη τους όρους που θα έχουν διαμορφώσει μέσα από τις αντιπαραθέσεις τους και τις συμφωνίες τους στο ευρύτερο πεδίο. Και το κύριο που σημαίνει αυτό για τη χώρα είναι ότι όχι μόνο παραμένει αλλά βυθίζεται ακόμα περισσότερο στη δίνη των ιμπεριαλιστικών καυγάδων και απαιτήσεων.
Παράταση-προετοιμασία για το πολιτικό σύστημα
Οι όροι λοιπόν του ζητήματος δείχνουν πως θα χρειαστεί πιο αποφασιστικά για το σύστημα να αντιμετωπιστεί η κατάσταση πολιτικής αστάθειας και ρευστότητας που σήμερα υπάρχει. Η απόφαση λοιπόν για μια παράταση από τη μια «προφυλάσσει» όσο αυτό είναι δυνατό, το μόνο ισχυρό στοιχείο του σημερινού πολιτικού συστήματος, που δεν είναι άλλο από το κυβερνητικό μπλοκ και τα δύο κόμματά του. «Προφυλάσσει» γιατί η κυβέρνηση λογαριάζει να την παρουσιάσει στο λαό ως το «τελευταίο αναγκαίο βάσανο» πριν την απελευθέρωσή του από τα βάσανα των Μνημονίων. Γι αυτό ακριβώς σαν τους χαμαιλέοντες οι κυβερνητικοί παράγοντες βγήκαν με κάθε άνεση να την υποστηρίξουν ξεχνώντας ότι μέχρι χθες υποστήριζαν με πάθος την «μακρόπνοη συμφωνία».
Ταυτόχρονα η παράταση μεταθέτει το ζητούμενο των εκλογών δίνοντας χρόνο προετοιμασίας στις δυνάμεις του συστήματος, μιας και τα σημερινά (δημοσκοπικά) δεδομένα δεν δίνουν λύσεις στο ζήτημα της αναμόρφωσης-ενίσχυσης του πολιτικού συστήματος κατά πώς η επίθεση και η συνολικότερη κατάσταση απαιτεί. Το Ποτάμι έσπευσε να πάρει ήδη θέση… ευθύνης «καταγγέλλοντας» την παράταση ως άσκοπο χάσιμο χρόνου και ζητώντας εδώ και τώρα μεγάλο Μνημόνιο! Η ΝΔ, πιο προσεκτικά, αλλά και με σημαντικά εσωτερικά προβλήματα, περιμένει να αποσαφηνιστεί το εάν και πώς για να πάρει θέση, ενώ το κατάλοιπο του ΠΑΣΟΚ θα επιχειρήσει εκ νέου τη συγκρότηση της λεγόμενης κεντροαριστεράς, αφαιρώντας και το Βενιζέλο από τα πρόσωπά του.
Για το λαό, βέβαια, η 9μηνη παράταση –ή όποια μορφή έχει η νέα συμφωνία- δεν είναι παράταση! Είναι συνέχιση, διαιώνιση, επιδείνωση μιας άγριας πολιτικής που έχει ρημάξει τη ζωή του, και έχει τσαλαπατήσει τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα του. Ουσιαστικά η κυβέρνηση ετοίμασε ένα ολόκληρο πακέτο νέων μέτρων (ένταση της φοροληστείας, ιδιωτικοποιήσεις, βαρύ χτύπημα στις συντάξεις, πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή μεγαλύτερη συμπίεση σε περίθαλψη- παιδεία- κοινωνικά δικαιώματα, και ότι άλλο προσθέτει υπό τις οδηγίες των θεσμών), για να πετύχει τη συνέχιση της εφαρμογής των προηγούμενων Μνημονίων και των εκατοντάδων εφαρμοστικών τους νόμων! Ενώ ταυτόχρονα προωθεί την επίθεση σε χώρους και κλάδους εργαζομένων, όπως λόγου χάρη στους εργάτες του ΟΛΠ, όπου μέσω του ΤΑΙΠΕΔ απαγόρευσε να συζητηθεί το θέμα των συλλογικών τους συμβάσεων, των οποίων η μετενέργεια λήγει στις 8 Ιουλίου! Και βέβαια η προοπτική της λεγόμενης παράτασης, η επόμενη μέρα της όπως τη σχεδιάζουν και τη μεθοδεύουν τα ξένα και ντόπια κέντρα είναι ένα ακόμα πιο αντιδραστικό πολιτικό σύστημα, μια πιο καλά «ψημένη» στα καθήκοντα της επίθεσης κυβέρνηση, για να συνεχιστεί η βαρβαρότητα για το λαό, για να γίνουν πιο αποτελεσματικές οι κάθε είδους «υπηρεσίες» της χώρας στους ξένους δυνάστες. Και αυτό ισχύει είτε πάρει είτε δεν πάρει ανταλλάγματα η αστική τάξη στη «διάρθρωση του χρέους» ή στους ρόλους και τις ισορροπίες που θα διαμορφώνονται στην περιοχή.
Η μόνη δύναμη που μπορεί να αμφισβητήσει και να αντιταχθεί στο μαύρο παρόν και στο εφιαλτικό μέλλον που μας φέρνει το σύστημα και οι υπηρέτες του, είναι οι εργάτες, ο λαός και η νεολαία. Με τη μαζική τους πάλη χρειάζεται να βγουν στο προσκήνιο των εξελίξεων, ξεπερνώντας τις απάτες, την υποταγή και το «μούδιασμα» που ακόμα επικρατεί και επιβάλλονται- καλλιεργούνται από τις πολλές μορφές και όψεις του συστήματος. Στον αγώνα και στη συγκρότηση των δυνάμεων του λαού και της νεολαίας μέσα από τον αγώνα, και μόνο σε αυτόν, μπορεί να αλλάξουν τα σημερινά δεδομένα, και να ανοίξει ο δρόμος για όλα όσα μπορούν και δικαιούνται να κατακτήσουν.