Δεν έχει τέλος και όριο η πορεία προσαρμογής και υποταγής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στα ιμπεριαλιστικά αφεντικά, στις επιδιώξεις του κεφαλαίου. Μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη, η κυβέρνηση εμφανιζόταν με «βαριά καρδιά» και δυσθυμία απέναντι στη συμφωνία που η ίδια υπέγραψε τον Αύγουστο με ΕΕ και ΔΝΤ και υποσχόταν και ένα «παράλληλο πρόγραμμα», που τάχα θα ελάφρυνε την εφαρμογή της για τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Τώρα, λίγους μήνες μετά, από τον πρωθυπουργό ως όλα τα κυβερνητικά στελέχη, όλοι τους διεκδικούν την δυνατόν ταχύτερη και μέχρι κεραίας εφαρμογή της συμφωνίας αυτής. Και από τη μια όλο και φέρνουν στην κακόφημη διαπραγμάτευση προτάσεις πιο σφαγιαστικές για το λαό και από την άλλη εγκαλούν το «κουαρτέτο» που καθυστερεί να τις εγκρίνει για να τις ψηφίσουν! Ταυτόχρονα ξεχάστηκαν και οι διάφορες κοσμοπολίτικες «ευαισθησίες» έναντι των προσφύγων που έχουν κιόλας αντικατασταθεί με φυλακές, χειροπέδες, αστυνομικές επιδρομές ενάντιά τους, σαν αυτή που ετοιμάζουν για να «καθαρίσουν» τον Πειραιά ενόψει της εμπορικής και επιβατικής κίνησης για το Πάσχα. Κορώνα αυτής της πολιτικής είναι η εφαρμογή των λεγόμενων «επαναπροωθήσεων», δηλαδή των μαζικών απελάσεων προσφύγων-μεταναστών, η υλοποίηση δηλαδή της συμφωνίας ΕΕ- Τουρκίας που τόσο θερμά χαιρετίστηκε από τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του. Όσο για τις στρατιωτικές-πολεμικές εκδουλεύσεις στους Αμερικανονατοϊκούς, το Αιγαίο είναι κιόλας γεμάτο από την απόβασή τους…
Όλα τα αδιέξοδα στις πλάτες του λαού
Δεν πρόκειται για κυβερνητική στροφή αλλά για μοιραία εξέλιξη, που όπως ήδη αναφέραμε δεν έχει φρένο και ανακοπή «από τα μέσα». Οι τελευταίες εξελίξεις, με τη δημοσιοποίηση των τηλεφωνικών συνομιλιών των στελεχών του ΔΝΤ, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πέταγμα -από την κυβέρνηση- λευκής πετσέτας, ομολογία πλήρους αδιεξόδου. Οι κυβερνητικές ελπίδες ότι θα (τους) σώσουν οι Αμερικάνοι μέσω ΔΝΤ διαψεύστηκαν παταγωδώς καθώς ανακαλύπτουν… την πυρίτιδα: οι ΗΠΑ απλώς χρησιμοποιούν το ελληνικό ζήτημα ως ακόμα ένα εργαλείο πίεσης στην ΕΕ και όχι γιατί πραγματικά ενδιαφέρονται για την πολυπόθητη «μείωση του χρέους». Άρα «καταγγέλλουμε» το… ακόρεστο του ΔΝΤ και «πάμε με την ΕΕ», ελπίζοντας πως οι απαιτήσεις των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών θα σταματήσουν κάπου «παρακάτω». Ωστόσο, αμέσως μετά, ο Σόιμπλε στάθηκε στο ιμπεριαλιστικό ύψος του, διευκρινίζοντας ότι «δεν προβλέπεται από τη νομοθεσία της ΕΕ» διαγραφή του χρέους και αφήνοντας στο εσαεί την ομηρεία και την πορεία αναπαραγωγής μέτρων σωτηρίας της χώρας.
Κατά συνέπεια, η τελευταία κυβερνητική κίνηση έπεσε στο κενό που έτσι κι αλλιώς υπήρχε και υπάρχει. Είναι η άβυσσος της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας, είναι η μέγγενη των γερμανοαμερικανικών αντιθέσεων με επίδικο τη χώρα, που η ανερμάτιστη και υποτελής κυβέρνηση Τσίπρα- Καμμένου λογάριαζε πως θα τις ελέγξει και θα τις μετριάσει, πως θα τις αξιοποιήσει για λογαριασμό της χώρας και του λαού! Αυτό που καρπώνεται τώρα από τη δραματική κατάρρευση των αυταπατών της, είναι μια «δικαιολογία», γιατί «πρέπει» ο λαός να υποστεί ένα νέο γύρο εξοντωτικών και ισοπεδωτικών για τη ζωή του μέτρων, ενώ ο ορίζοντας θα παραμένει γεμάτος με νέες εφόδους στα πιο στοιχειώδη δικαιώματά του.
Ταυτόχρονα, βέβαια, συνολικά η μεγαλοαστική τάξη εισπράττει μια ακόμα ήττα, ένα ακόμα μήνυμα παραμονής και -ίσως και άλλης υποβάθμισής της- στις χαμηλές κατηγορίες. Εξάλλου, το ζήτημα μιας κάποιας διαγραφής του χρέους –για 50% έκανε λόγο μέχρι πριν λίγους μήνες η κυβέρνηση- αυτήν και μόνο αυτήν αφορούσε. Το «σενάριο» ήταν πως ξεπουλώντας το δημόσιο πλούτο στα ιμπεριαλιστικά αρπακτικά και συντρίβοντας τις κατακτήσεις και τα δικαιώματα εργατών και λαού θα έφτιαχναν μια «ελκυστική» Ελλάδα. Σε αυτήν τη χώρα-νεκροταφείο των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων θα έδιναν οι ιμπεριαλιστές μια «διαγραφή» για να μπει ξανά στις αγορές, για να έλθουν «επενδυτές» και να πάρουν μπρος και οι μπίζνες των ντόπιων μεταπρατών και αρπακτικών ως συμπληρώματα των διεθνών αφεντικών τους. Αυτό είναι το σενάριο που διαψεύδεται σήμερα και αυτή η διάψευση επιτείνει την πολιτική αστάθεια και μεγαλώνει τα προβλήματα συνολικά του ήδη σαραβαλιασμένου αστικού πολιτικού συστήματος.
Ο ΣΕΒ κιόλας -μετά το εξάμηνο του μέλιτος με την κυβέρνηση Τσίπρα- εξέφρασε δυσαρέσκειες και ανησυχίες με αφορμή την προαναγγελλόμενη νέα αύξηση φόρου στα καύσιμα. Ο Μητσοτάκης –και για να κατασβήσει την ισχυρή ακροδεξιά αμφισβήτησή του, που ετοιμάζει, λέει, κόμμα «Μπαλτάκου- Καρατζαφέρη»- έσπευσε σε μια φανερά σπασμωδική κίνηση να δηλώσει νέος υποψήφιος πρωθυπουργός, αφού ο τωρινός «δεν τα καταφέρνει». Ο συρφετός της κεντροαριστεράς –από το ΠΑΣΟΚ ως το Θοδωράκη, τον Σημίτη και τον ΓΑΠ- τρέχει να βάλει και αυτός υποψηφιότητα για ρόλο στις ενδεχόμενες εξελίξεις και προσπαθεί να συγκροτήσει «συντονιστική επιτροπή» με όλους τους υπουργούς του πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑΣΟΚ!
Όλοι αυτοί οι «σωτήρες» και στους όποιους συνδυασμούς τους, είναι φανερό ότι δεν μπορούν να ανασυστήσουν την προηγούμενη σχέση των πολιτικών πραγμάτων, να διαμορφώσουν λύσεις που θα έχουν πολιτική ισχύ και κύρος απέναντι στο λαό. Γιατί βασικά δεν έχουν απάντηση στα αδιέξοδα της άρχουσας τάξης, η οποία βρίσκεται να παρακολουθεί την εξελισσόμενη ιμπεριαλιστική επιδρομή και τους ανταγωνισμούς των προστατών της χωρίς πραγματικούς όρους διαπραγμάτευσης. Όλη η μεταπολιτευτική συγκρότηση των μεσοστρωμάτων, οι πλάγιες «χάρες» και οι ανάσες που απολάμβανε ο εξαρτημένος ελληνικός καπιταλισμός έχουν γκρεμιστεί και τίποτε δεν δείχνει πως ένα μέρος τους τουλάχιστον μπορεί και να αναστηλωθεί. Και αν κάπου συγκλίνει και συμπίπτει όλο αυτό το πολιτικό σκηνικό που γίνεται ολοένα πιο αντιδραστικό, αυτό δεν είναι άλλο από το να φορτωθεί ο λαός ξανά και ξανά όλα τα αδιέξοδα της εξάρτησης, να χτυπηθεί με νέα και νέα κύματα της βάρβαρης επίθεσης. Ενώ παραμένει βέβαια «αυτοτελές και μεγάλο» το κεφάλαιο της γεωπολιτικής-πολεμικής χρήσης της χώρας. Ήδη χορεύοντας τα αδιέξοδά τους έφτασαν να δώσουν το Αιγαίο στο ΝΑΤΟ και αυτό μπορεί να είναι μόνο η αρχή, μιας και η πολιτικοποίηση και η στρατιωτικοποίηση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην ευρύτερη περιοχή μόνο κλιμάκωση -και όχι επιστροφή σε ηπιότερες συνθήκες- μπορεί να δώσει.
Αυτό που προς το παρόν ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι καθώς κλείνει -με τρανταχτή ήττα- αυτή η φάση της διαπραγμάτευσης και πάμε στα «ορόσημα» του καλοκαιριού (οι μεγάλες δόσεις του Ιουλίου κλπ), πλησίασε πολύ η ώρα της νέας αντιλαϊκής εφόδου με το ασφαλιστικό, το φορολογικό κοκ. Και είναι με βάση όλα τα παραπάνω ζητήματα διάχυτoς ο προβληματισμός και το ερώτημα «αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντέξει και θα τα καταφέρει» στη διεκπεραίωση αυτής της επίθεσης. Σε σχέση με αυτό το ερώτημα, είναι φανερό ότι γίνονται τούτη την ώρα λογαριασμοί στα κέντρα μέσα και έξω από τη χώρα για να εκτιμηθεί αν σωστά ο Μητσοτάκης δηλώνει πως «το κόστος της παραμονής της κυβέρνησης είναι μεγαλύτερο από το κόστος της διαδικασίας για την αλλαγή της»… Ταυτόχρονα βέβαια η συνάντηση Μέρκελ- Λαγκάρντ (μετά τις «αποκαλύψεις» των Wikileaks), αν κάτι επιβεβαίωσε είναι αυτό που εκτιμούσαμε ήδη με την απόφαση του Κ.Ο. του ΚΚΕ (μ-λ) στις 19-7-15. Ότι δηλαδή ο συμβιβασμός που τότε διαμορφώθηκε μεταξύ ΗΠΑ- Γερμανίας και Γαλλίας σχετικά με το ελληνικό ζήτημα είναι ασταθής και προσωρινός. Μένει να δούμε λοιπόν αν, πώς και με ποιες μορφές θα επιχειρηθούν απαντήσεις στο ερώτημα της κυβερνητικής διαχείρισης στη χώρα.
Ο -πραγματικά- ζητούμενος απεγκλωβισμός
Η περιδίνηση της άρχουσας τάξης, οι εξόφθαλμες αδυναμίες στα όρια της χρεοκοπίας του πολιτικού συστήματος, αποτελούν αντικειμενικά όρους ενίσχυσης της λαϊκής πάλης, της υπόθεσης της συγκρότησης της εργατικής τάξης και του λαού σε σώμα πάλης για τα δικά τους συμφέροντα, για τη δική τους προοπτική. Ωστόσο, είναι αλήθεια πως αυτή η αντικειμενική δυνατότητα κάθε άλλο παρά αξιοποιείται. Οι αντιστάσεις, οι διεκδικήσεις και οι μαζικοί αγώνες λείπουν ή βρίσκονται σε επίπεδα πολύ πίσω από αυτό που απαιτεί η ταξική πάλη και σε όλα τα πεδία της. Στο ζήτημα της επίθεσης, ο λαϊκός ξεσηκωμός που καταγράφηκε στη γενική απεργία της 4 του Φλεβάρη -με τους αγρότες παράλληλα να βρίσκονται μαζικά στα μπλόκα- στάλθηκε στα αζήτητα από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και τις δυνάμεις της ρεφορμιστικής, συμβιβασμένης αριστεράς. Υπονομεύτηκε από την αρχή πολιτικά με τα πλαίσια που παρουσίαζαν τη λύση του ασφαλιστικού για το λαό ως ζήτημα ενός… κυβερνητικού προγράμματος που θα προβλέπει την «επιστροφή των κλεμμένων» και τη «διαγραφή του χρέους». Στο πλαίσιο αυτό συνέδραμαν και συνδιαμόρφωσαν ΚΚΕ, ΛΑΕ, και ΑΝΤΑΡΣΥΑ και βέβαια δεν είχε λόγους να το αρνηθεί έως και η ΔΑΚΕ στην ΑΔΕΔΥ. Στο δίμηνο που μεσολάβησε από τότε, πολύ «φυσιολογικά», τη θέση του μαζικού αγώνα πήρε ο… ακτιβισμός των «καταλήψεων» στα Υπουργεία, των «παραστάσεων» στο Χίλτον κοκ. Η τελευταία απεργία της ΑΔΕΔΥ (7/4) ήρθε για να επιβεβαιώσει πως το ζητούμενο είναι ένα «κίνημα υποδείξεων» προς την σημερινή (ή ίσως μια επόμενη) κυβέρνηση για την πολιτική που «πρέπει να εφαρμοστεί». Ένα τέτοιο «κίνημα» δεν χρειάζεται βέβαια τις μάζες του λαού στο δρόμο. Αρκούν οι «ηγεσίες» και οι «πρωτοπόροι». Εξάλλου ο λαός και η νεολαία –που κρατείται επίμονα καθηλωμένη- «δεν καταλαβαίνουν», παρότι γίνονται «φιλότιμες προσπάθειες» να καταλάβουν -όπως με τα σχέδια νόμου που αταλάντευτα καταθέτει η κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΚΕ.
Με το ζήτημα των προσφύγων και του ιμπεριαλιστικού πολέμου η κατάσταση είναι ακόμα πιο προσαρμοσμένη στα δόγματα και τις ανάγκες της αστικής τάξης. Η συντριπτική πλειοψηφία των δυνάμεων της Αριστεράς «μας» συνοψίζει το πρόβλημα στο ζήτημα του «εγκλωβισμού» των προσφύγων και σε αυτό είναι που θέλει να δώσει λύση! Άλλος με αερογέφυρα από την Τουρκία στην ΕΕ, άλλος με «ανοιχτά σύνορα», η «αγωνία» για τον «εγκλωβισμό» είναι ακατάσχετη. «Εγκλωβισμός» άραγε από τι; Από την ελπίδα-αυταπάτη να βρει θέση όλος αυτός ο κόσμος στα γερμανικά και άλλα ευρωπαϊκά σκλαβοπάζαρα; Είναι ένα ζήτημα η πολιτική κατάσταση του κινήματος στη Συρία και στις άλλες χώρες, που πράγματι είναι πολύ πίσω από το να βοηθά τους λαούς αυτών των χωρών να δουν ότι η ιμπεριαλιστική Δύση είναι εχθρός τους, ότι συνολικά οι καπιταλιστικές χώρες της ΕΕ και με τα έντονα αντιδραστικά χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν κάθε άλλο παρά αποτελούν διέξοδο για αυτούς και το μέλλον τους. Και είναι ένα άλλο ζήτημα το αν η Αριστερά στη χώρα μας παλεύει στην κατεύθυνση συνένωσης ντόπιων και ξένων φτωχών και εξαθλιωμένων, αν επιχειρεί πραγματικές απαντήσεις για τους πρόσφυγες. Το βέβαιο είναι ότι το δεύτερο ζήτημα δεν μπορεί να κρύβεται πίσω από το πρώτο. Δεν μπορεί το πρώτο ζήτημα να γίνεται άλλοθι για να έχει η Αριστερά στη χώρα μας γραμμή συναίνεσης και σύμπλευσης με την αστική τάξη και τους δικούς της «καημούς». Κάπως έτσι φτάσαμε πάντως σε προτάσεις για το πώς θα «στελεχωθούν τα κέντρα ταυτοποίησης» και σε διαπιστώσεις για το ότι είναι «αργός ο ρυθμός των επαναπροωθήσεων» (!) όπως μας ενημερώνει ο 902 στην ανάρτησή του, της 6/4.
Το λαϊκό –εργατικό κίνημα, οι μάζες της νεολαίας στη χώρα μας δεν μπορούν να βρουν το δρόμο τους, ενόσω πριν από όλα πολιτικά εγκλωβίζονται στην ημερήσια διάταξη που θέτει η αστική τάξη και ο ιμπεριαλισμός για τη χώρα μας, για την κοινωνική της κατάσταση, για τις τύχες των λαών και των χωρών της περιοχής. Η αριστερά της αντιιμπεριαλιστικής- αντικαπιταλιστικής πάλης και της επαναστατικής προοπτικής για να υπάρξει, πρέπει να χειραφετηθεί από τους αστικούς-ιμπεριαλιστικούς εκβιασμούς και μονοδρόμους. Να χαράξει κατεύθυνση κόντρα στα δεδομένα που αυτοί ορίζουν και να συνδεθεί με τις μάζες για να γίνει αυτή η κατεύθυνση δρόμος των μαζών, μαζική πάλη και αγώνας. Η διαρκής δεξιά μετατόπιση που επικαλείται ως άλλοθι την αντιδραστική θεωρία «του λαού που δεν καταλαβαίνει», που εμφανίζεται ως «έξυπνη τακτική» που θα αποκτήσει τάχα «μαζικό ακροατήριο», είναι στην καλύτερη περίπτωση ουτοπία. Στην πραγματικότητα, είναι συνθηκολόγηση και υποταγή στον αντίπαλο που κάνει ολοένα πιο «μακρινό» το πραγματικό ζητούμενο, γιατί ανατροφοδοτεί μέσα στον κόσμο τη σύγχυση, τις αυταπάτες, τη γραμμή της απόσυρσης από τη μαζική πάλη.
Η δικιά μας κατεύθυνση, αυτό που ονομάσαμε «τρίτο ρεύμα» σήμερα στην Αριστερά στη χώρα μας και συγκεκριμενοποιήθηκε πολιτικά στη βάση του δικού μας δρόμου, στο βαθμό που τον επεξεργαστήκαμε στην τελευταία πρόσφατη Συνδιάσκεψή μας, δεν έχει σημεία τομής με αυτές τις γραμμές της συνθηκολόγησης και της υποταγής. Και είναι φανερό πως, στις δύσκολες σημερινές συνθήκες με τις απαιτήσεις να εντείνονται διαρκώς, χρειάζεται να παλέψουμε πιο αποφασιστικά και σε όλα τα επίπεδα για να ενισχύσουμε την δικιά μας πολιτική και οργανωτική «προίκα». Να παλέψουμε μέσα στο λαό και τη νεολαία, απέναντι στα μέτωπα που η επίθεση και ο ιμπεριαλισμός καθορίζουν, με τόλμη και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και την προοπτική των μαζών!