Καθώς η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην οριστική μετατροπή της σε φορέα της επίθεσης κεφαλαίου-ιμπεριαλιστών ενάντια στον λαό, ταυτόχρονα έδινε και ένα οριστικό τέλος στην ρεφορμιστική αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική, στο πλαίσιο του συστήματος, από μία δήθεν αριστερή διακυβέρνηση. Οι εργαζόμενοι και όλος ο λαός φορτώνονται με νέα βάρβαρα μέτρα στο όνομα της «σωτηρίας της χώρας» και με την βούλα της «Αριστεράς». Για να επιβεβαιωθεί με τραγικό τρόπο ότι τα κάθε είδους ρεφορμιστικά σχέδια έχουν από καιρό μείνει χωρίς περιεχόμενο και πραγματικό έδαφος και η μόνη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν, όποτε προκύψει η «ανάγκη», είναι να αποτελέσουν συμπληρωματική δύναμη των αστικών πολιτικών δυνάμεων.
Μια χαρά τα κατάφεραν οι κάθε είδους έμποροι της «ενότητας της αριστεράς» στην συγκρότηση ενός πολιτικού φορέα αστικής διαχείρισης που σήμερα θέτει και αυτός τον εκβιασμό στον λαό ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την ανατίναξη των δικαιωμάτων, την καταστροφή της ζωής της εργαζόμενης πλειοψηφίας και την υποταγή στους ιμπεριαλιστές δυνάστες.
Οι εξελίξεις που βιώνει ο εργαζόμενος λαός την τελευταία περίοδο αναδεικνύουν ξανά το ζήτημα της Αριστεράς σαν τον καταλυτικό εκείνο παράγοντα που θα μπορούσε, κάτω από προϋποθέσεις, να τροποποιήσει τους δυσμενείς πολιτικούς-ταξικούς συσχετισμούς και να ανοίξει δρόμους αντίστασης, διεκδίκησης, αναμέτρησης και ανατροπής.
Αποτελεί κρίσιμο πολιτικό ζήτημα για τους εργαζόμενους και τη νεολαία, το ερώτημα τι Αριστερά έχουμε και τι Αριστερά θέλουμε για να αναμετρηθούμε νικηφόρα με τους πραγματικούς εχθρούς μας.
Βγάζοντας από τον «λογαριασμό» την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε, σε βασικές γραμμές, ότι αυτό που αποκαλείται Αριστερά στην χώρα μας, χαρακτηρίζεται από τρία ρεύματα.
Το ρεύμα που δημιουργεί το ΚΚΕ με την κατεύθυνση της «λαϊκής εξουσίας» και τον «επιστημονικά σχεδιασμένο κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας». Μία κατεύθυνση, η οποία «αναγνωρίζει» την ταξική πάλη μόνο στα όρια της μετωπικής συγκρότησης και της «λαϊκής συμμαχίας» που η ίδια έχει πετύχει και αρνείται να πάρει το βάρος ενός εργατολαϊκού μετώπου πάλης που θα βάλει εμπόδια στην επίθεση και θα επιχειρήσει να την ανατρέψει. Κρύβεται πίσω από τους υπέρ της συσχετισμούς στα πλαίσια του κινήματος και τις κούφιες ταξικές κορώνες που καμία αξία δεν έχουν όσο δεν κινούνται στην κατεύθυνση της αναμέτρησης αλλά παραμένουν σε χαμηλής έντασης αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του συστήματος. Το ρεφορμιστικό DNA στην ηγεσία αυτού του ρεύματος είναι ισχυρότατο και εκδηλώνεται σε κάθε «ευκαιρία» που του παρουσιάζεται. Είτε με την πρόταση στην βουλή για την ψήφιση της κατάργησης των παλιών μνημονίων, είτε με την πρόταση να τεθεί και η δική του θέση στο πρόσφατο δημοψήφισμα(!!) καθώς και με τις συνεχείς προτάσεις του για συγκρότηση «κρατικών φορέων» σε κάθε τομέα της οικονομίας και των κοινωνικών υποδομών. Ακόμη και η αποδοχή των 751 ευρώ σαν βασικού μισθού, ενώ κάποια χρόνια πριν εκτόξευε την «διεκδίκηση» στα 1200-1300 ευρώ, δείχνει και τα όρια της συμμόρφωσής του στις «αντοχές» της καπιταλιστικής παραγωγής. Η ηγεσία του ΚΚΕ με την ψευτο-θεωρία της «ιμπεριαλιαστικής Ελλάδας» έστω και «μέσης ανάπτυξης» αρνείται την κύρια αντίθεση ιμπεριαλισμού-λαού και παρουσιάζει την κατάχτηση της λαϊκής εξουσίας σαν μία σύγκρουση μόνο με τις δυνάμεις των επιχειρηματικών ομίλων του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αποκρύβοντας το γεγονός ότι η σύγκρουση του λαού με τους ιμπεριαλιστές θα υπάρξει και θα είναι σφοδρότατη όπως δείχνουν και οι τρέχουσες εξελίξεις, όχι αφού πάρει την εξουσία, αλλά για να την πάρει.
Το δεύτερο ρεύμα συγκροτούν η Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ σε «επικοινωνία» με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το «μεταβατικό πρόγραμμα» της εξόδου από το ευρώ, των κρατικοποιήσεων και των εργατικών ελέγχων εντός συστήματος και ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Παρόλο που το σχέδιο της «αριστερής διακυβέρνησης» που θα μπορούσε να θέσει σε εφαρμογή αυτό το «μεταβατικό πρόγραμμα» κάτω από την πίεση αυτών των δυνάμεων έγινε θρύψαλα από την ίδια την πραγματικότητα, επιμένουν στην ίδια κατεύθυνση, εγκλωβισμένοι στις αυταπάτες και τις λαθεμένες εκτιμήσεις τους. Η φιλοδοξία να δημιουργηθεί ένας πολιτικός χώρος «συνεπούς ΣΥΡΙΖΑ» με παρουσία στην κεντρική πολιτική σκηνή έχει μετατρέψει τον χώρο αυτό σε κυνηγό της …κάλπης και των «μεγάλων μαχών» γύρω από αυτή. Σε δυνάμεις αυτού του ρεύματος η έξοδος από την ΕΕ αντιμετωπίζεται ως τακτικός στόχος του κινήματος, ενώ άλλες δεν αναφέρονται κάν σε αυτό τον στόχο και επιμένουν μόνο στην «σωτήρια» επιλογή εθνικού νομίσματος. Όλοι πάντως σε αυτό το ρεύμα «ξεχνούν» ΗΠΑ και ΝΑΤΟ τόσο για το ρόλο τους στην χώρα όσο και σαν αντίπαλους του λαού και του κινήματος που βρίσκει απέναντι στην πάλη του. Και σε αυτό το ρεύμα, όπως και στο ΚΚΕ, περισσεύει η επαναστατική φλυαρία αλλά στα δύσκολα «προσγειώνεται» στην αποδοχή των ορίων του συστήματος, κάτι που αποκαλύπτει η άποψή τους για την διαγραφή του χρέους που αποτελεί όρο για την χρηματοδότηση υγείας, παιδείας, κοινωνικής ασφάλισης, μισθών, συντάξεων, επιδομάτων ανεργίας, αποδεχόμενοι επί της ουσίας όλη την συστημική προπαγάνδα για τον ρόλο του.
Σαν τρίτο ρεύμα, διακριτό και σε αντιπαράθεση με τα άλλα, με όλο και πιο συγκροτημένο λόγο και δράση είναι αυτό της Διεκδίκησης και της Αναμέτρησης, που σήμερα εκφράζεται κυρίως από τις δυνάμεις και τους αγωνιστές που συγκροτούν την Λαϊκή Αντίσταση-Αριστερή Αντιιμπεριαλιστική Συνεργασία. Παρά τις μικρές του δυνάμεις αυτό το ρεύμα, έχοντας σαν βασικό του όπλο μία γενικά σωστή πολιτική εκτίμηση της πραγματικότητας και των αναγκών του κινήματος, επιχειρεί να παρέμβει μέσα στον λαό με συνθήματα και στόχους πάλης που από την μία αναγνωρίζει τους πραγματικούς εχθρούς και από την άλλη θέλει να συγκροτήσει το κίνημα στο επίπεδο που απαιτούν οι συνθήκες. Με ένα αντικαπιταλιστικό – αντιιμπεριαλιστικό-αντισυνδιαχειριστικό πλαίσιο, το ρεύμα αυτό προσπαθεί να προσδώσει στην Αριστερά τον χαρακτήρα για τον οποίο δημιουργήθηκε και μπορεί να υπάρχει σαν επαναστατικός πολιτικός χώρος. Η ενίσχυση αυτού του ρεύματος θα κατακτηθεί στην σύνδεσή του με τους εργαζόμενους και τη νεολαία, κυρίως στην δημιουργία όρων κινήματος αντίστασης–διεκδίκησης–αναμέτρησης στους δύσκολους καιρούς τόσο για το λαό όσο και για την Αριστερά. Η αναβάθμιση της πολιτικής και οργανωτικής του συγκρότησης, η διεύρυνσή του με αγωνιστές και συλλογικότητες που κινούνται στην ίδια κατεύθυνση, μπορεί να αποτελέσει σημαντική συμβολή στην ισχυροποίησή του έτσι ώστε να τροποποιηθούν και οι συσχετισμοί στα πλαίσια του κινήματος, όρος απαραίτητος για να αποτινάξει από πάνω του την σκουριά της ήττας και της συνθηκολόγησης που επέβαλε η ρεφορμιστική κυριαρχία.
Η κατεύθυνση δύσκολη και τα εμπόδια πολλά αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς οι «ευκολίες» μας τελείωσαν.