10 ΙΟΥΝΗ 2012

Να ανοίξουμε δικούς μας δρόμους

του Β.Σ.

Ξανά λοιπόν μπροστά στην κάλπη. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός τα γνωρίζουμε και ακόμη καλύτερα τα γνωρίζει ο ίδιος ο λαός που τα βιώνει καθημερινά.
Το ερώτημα αφορά το τι του ξημερώνει με βάση και τις προτάσεις και τα προγράμματα όσων προβάλλουν ως υποψήφιοι να αναλάβουν την διακυβέρνηση της χώρας αλλά και το πώς αυτά συνδέονται με την γενικότερη κατάσταση διεθνώς και εσωτερικά.
Σε σχέση με τις υποψηφιότητες, προβάλλει η πρόταση της ΝΔ κατ’ αρχάς, από κοντά το ΠΑΣΟΚ και με πιθανό αρωγό την ΔΗΜΑΡ ή όποιον άλλον προκύψει. Οι δυνάμεις αυτές, με όχι ουσιώδεις διαφορές δηλώνουν ότι προτίθενται και μπορούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα, εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου και αναδιαπραγματευόμενες πλευρές των συμφωνιών που έχει συνάψει η χώρα με τους «εταίρους μας».

Ένα πρώτο ζήτημα υπάρχει εδώ σε σχέση με την φύση και τον χαρακτήρα αυτών των δυνάμεων που αποτελούσαν και αποτελούν το πολιτικό προσωπικό με το οποίο το σύστημα προωθούσε την πολιτική του.
Ένα δεύτερο σε σχέση με την αξιοπιστία, την υπόσταση και το έρμα τους μια και ήσαν αυτές (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) που διακυβέρνησαν την χώρα τις τελευταίες δεκαετίες και την οδήγησαν στην κατάσταση που γνωρίζουμε και υφιστάμεθα.
Βεβαίως και μετά το εκλογικό σοκ που υπέστηκαν στις 6 του Μάη δηλώνουν ότι πήραν το μάθημά τους, αλλά πια δεν τους πιστεύουν ούτε εκείνοι που για διάφορους λόγους τελικά θα τους ψηφίσουν. Το πιο ενδιαφέρον ωστόσο στοιχείο αφορά το λεγόμενο ζήτημα της ανα-διαπραγμάτευσης. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον δίνει σ’ αυτό, το γεγονός ότι με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζεται και από την εμφανιζόμενη ως άλλη πλευρά. Μάλιστα είναι σ’ εκείνη την πλευρά (ΣΥΡΙΖΑ) που δίνονται σ’ αυτό τέτοιες διαστάσεις ώστε να αποτελεί πλέον την βάση της πολιτικής τους.
Αυτό που υποστηρίζεται είναι ότι επέρχονται, συντελούνται ήδη αλλαγές σε Ευρώπη-κόσμο στη βάση των οποίων οι δυνάμεις του συστήματος αναπροσανατολίζονται σε σχέση με την ακολουθούμενη ως τώρα πολιτική. Συνεπώς διαμορφώνονται συνθήκες που δίνουν την δυνατότητα μιας νέας διαπραγμάτευσης ώστε να αναπροσαρμοστούν προς το καλύτερο ή τουλάχιστον προς το λιγότερο επώδυνο οι όροι των συμφωνιών.

Τι -αν- και πόσο «αλλάζει»

Έχουν βάση, πόση και ποια τέτοιες εκτιμήσεις; Έχει βάση το να υποστηρίζεται ότι η νίκη Ολάντ λ.χ. σηματοδοτεί μια τέτοια αναστροφή; Έχουν το βάρος που τους αποδίδεται οι απόψεις διαφόρων αναλυτών, οικονομολόγων κ.λπ. ότι είναι αναγκαία μια τέτοια στροφή; Αποτελούν «ιδιοτροπία» της Μέρκελ οι ακολουθούμενες πολιτικές ή συγκεκριμένες επιλογές του γερμανικού και συνολικά του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου; Συνιστούν στροφή και εκφράσεις μιας άλλης πλέον πολιτικής οι κατά καιρούς δηλώσεις διαφόρων παραγόντων του συστήματος έως και κορυφαίων όπως ο Ομπάμα λ.χ. όταν στην πράξη ακολουθούν την ίδια στην ουσία της πολιτική; Να τα ερμηνεύσουμε αυτά ως εκφράσεις «παραλογισμού» όπως αρέσκονται ορισμένοι ή να τα εντάξουμε στα πλαίσια των αντιφάσεων του συστήματος και του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις;
Όσο τουλάχιστον μας αφορά έχουμε ξεκαθαρισμένα ορισμένα πράγματα. Η ακολουθούμενη από τις δυνάμεις του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος πολιτική έχει συγκεκριμένες αφετηρίες, χαρακτηριστικά και περιεχόμενο. Χαρακτηριστικά που δεν τα έχει αποκτήσει τα δύο τελευταία χρόνια ούτε με αφορμή την κρίση αλλά εδώ και δεκαετίες. Χαρακτηριστικά και περιεχόμενο που δεν διαμορφώθηκαν επειδή επικράτησαν κάποιες θεωρητικές αντιλήψεις (π.χ. νεοφιλελευθερισμός) αλλά αποτελούσαν εκφράσεις:
Πρώτον της ίδιας της φύσης και του χαρακτήρα του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Δεύτερον, των δεδομένων που διαμόρφωσε η ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών σε βάρος των λαών και που έδωσε την δυνατότητα στις δυνάμεις του συστήματος να περάσουν σε μια επίθεση ιστορικών διαστάσεων.
Τρίτο και με βάση τα προηγούμενα, στην ανάδειξη, ισχυροποίηση δυνάμεων, τάσεων, ροπών και δυναμικών στα πλαίσια του συστήματος που δεν είναι αναστρέψιμες με βάση τις δικές του «εσωτερικές» λειτουργίες.

Οι δύο άξονες της επίθεσης στους λαούς

Ιδιαίτερη σημασία έχει το να δούμε τους δύο βασικούς άξονες αυτής της επίθεσης, αυτής της στρατηγικής και οι οποίοι διαμορφώθηκαν στη βάση της ήττας του κινήματος. Την επιδίωξη αναδιαμόρφωσης των ταξικών σχέσεων σε κάθε χώρα και συνολικά στον κόσμο σε βάση απόλυτης κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργατική τάξη. Την εκστρατεία επανακατάκτησης επαναποικιοποίησης του κόσμου από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Σε σχέση με αυτά είναι απλώς αδιανόητο για το κεφάλαιο το να αποδεχτεί την ελάχιστη αποδυνάμωση της θέσης υπεροχής-κυριαρχίας του πάνω στην εργατική τάξη και συνολικά τον κόσμο της δουλειάς.
Στην ίδια λογική κινείται και η κεφαλαιοκρατική αστική τάξη της χώρας μας (όπως και οι αστικές τάξεις όλων των χωρών) που βρήκε την ευκαιρία να περάσει εκείνες τις ανατροπές που δυσκολευόταν το προηγούμενο διάστημα. Αξιοσημείωτο εδώ το ότι -παρόλα τα καμώματα- δεν έχουν και πολύ διαφορετικές διαθέσεις ούτε εκείνες οι μικροαστικές ρεφορμιστικές δυνάμεις που κατά καιρούς «αγανακτούσαν» με την «συντεχνιακή λογική» και τον «εγωιστικό» χαρακτήρα εργατικών διεκδικήσεων.
Αντίστοιχα δεν υπάρχει καμιά ιμπεριαλιστική δύναμη (ευρωπαϊκή ή άλλη) που να αποδέχεται την κατάργηση ή έστω τον περιορισμό των όρων επικυριαρχίας (οικονομικών, πολιτικών, στρατιωτικών) που οι ιμπεριαλιστές ως σύνολο έχουν επιβάλλει στις πιο αδύναμες-εξαρτημένες χώρες.
Όσο για τις αστικές τάξεις αυτών των χωρών ναι μεν θα ‘θελαν ευρύτερα περιθώρια κίνησης για τις ίδιες ωστόσο κατά κανόνα συμμορφώνονται ανταλλάσσοντας τη διατήρηση της θέσης και του ρόλου τους με την αποδοχή της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας.
Αυτά είναι που καθορίζουν το έδαφος και τα χαρακτηριστικά της μεγάλης αναμέτρησης ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος από τη μια και την εργατική τάξη και συνολικά του κόσμου της δουλειάς και γενικότερα τους λαούς του κόσμου από την άλλη. Μια αναμέτρηση που θα χαρακτηρίζει τις εξελίξεις για ολάκερη την επόμενη ιστορική περίοδο.
Ταυτόχρονα και πάνω σ’ αυτό το έδαφος αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για την αναδιανομή των αγορών, το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Ένας ανταγωνισμός που παίρνει όλο και οξύτερες μορφές καθώς στα πλαίσια της αναδιάταξης δυνάμεων που συντελείται, το ζήτημα για κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη τίθεται πλέον με όρους ποιος ποιον.

Προβλήματα και αδιέξοδα του συστήματος

Από την άλλη μεριά αποτελεί πραγματικό γεγονός ότι το σύστημα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα που όλο και περισσότερο παίρνουν την μορφή ανακυκλωνόμενων αδιεξόδων. Αδιέξοδα που δεν οφείλονται σε «παραλογισμούς» και «πείσματα» αλλά όπως αναφέρθηκε στην ίδια την φύση και τον χαρακτήρα του. Στις αντινομίες, αντιφάσεις και αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν την ύπαρξη και λειτουργία του. Σε στοιχεία που δεν μπορούν να «διορθωθούν» με βάση κάποιες προτάσεις όσο «λογικές» κι αν ακούγονται.
Ας σταθούμε όσο μπορούμε πιο σύντομα σε δύο βασικά ζητήματα.
Υποστηρίζεται από ορισμένες πλευρές -και «σωστά» από μια άποψη- ότι το παγκόσμιο χρέος στραγγαλίζει την παγκόσμια οικονομία και δεν την αφήνει να αναπνεύσει, να αναπτυχθεί. Παρόλα αυτά όχι μόνο δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα αλλά με τις πολιτικές που ακολουθούνται μεγεθύνεται. Η εξήγηση δεν βρίσκεται σε τίποτα παράξενες σφαίρες αλλά στην συγκεκριμένη γήινη (καπιταλιστική καλύτερα) πραγματικότητα.
Το πλέγμα σχέσεων πάνω στο οποίο βασίζεται, παράγεται και αναπαράγεται το χρέος, στην ουσία του δεν είναι άλλο από έναν μηχανισμό που διασφαλίζει την ροή αξιών «εκ των κάτω προς τα άνω». Από τους εργαζόμενους στο κεφάλαιο, από τις εξαρτημένες χώρες στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και ανάμεσά τους στις ισχυρότερες από αυτές.
Συνεπώς δεν έχουν κανένα λόγο (το αντίθετο) να υπονομεύσουν έναν μηχανισμό που τους προσφέρει τόσα και που σε τελευταία ανάλυση αποτελεί συστατικό στοιχείο των βάσεων ύπαρξης και κυριαρχίας του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Το άλλο ζήτημα που έρχεται και ξανάρχεται (ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα) στην επικαιρότητα είναι αυτό της ανάπτυξης. Για το οποίο -επίσης «σωστά»- επισημαίνεται σχεδόν από τους πάντες ότι αποτελεί την απάντηση στα προβλήματα του συστήματος, τα αδιέξοδά του, τον δρόμο διεξόδου από την κρίση. Θα προσθέταμε μάλιστα ότι από οικονομικοτεχνική ας το πούμε έτσι, άποψη, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για μια τέτοια στροφή. Κεφάλαια σε αφθονία. Επιστημονικό, τεχνολογικό επίπεδο υψηλών προδιαγραφών. Ενέργεια και πρώτες ύλες σε επάρκεια. Εργατοτεχνικό προσωπικό, ολάκερες στρατιές. Ακόμη περισσότερο, όλα αυτά υπό τις παρούσες συνθήκες απαξιώνονται καθημερινά και καταστρέφονται ενόσω δεν χρησιμοποιούνται παραγωγικά. Και εδώ ωστόσο και όλως «παραδόξως» πραγματοποιείται το αντίθετο απ’ ό,τι διακηρύσσεται ως αναγκαίο. Το μεγαλύτερο βάρος, ο κατά πολύ μεγαλύτερος όγκος κεφαλαίων διοχετεύεται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα (με μια έννοια σε κατεύθυνση μεγέθυνσης του …χρέους) και πολύ λιγότερο σε επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Οι λόγοι είναι και πάλι συγκεκριμένοι. Υπό τους δοσμένους όρους και συνθήκες, μια τέτοια στροφή, δηλαδή επενδύσεις τέτοιας κλίμακας σαν αυτές που απαιτούνται σήμερα δεν μπορούν να γίνουν χωρίς διασφάλιση και μάλιστα σε βάθος χρόνου, των όρων απόσβεσης, απόδοσης κερδοφορίας τους. Αυτή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αναδιανομή των αγορών και να πραγματοποιηθεί χωρίς το συνολικότερο ξαναμοίρασμα του κόσμου. Και όλα αυτά δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίζουμε παρά μόνο στην συνάρτησή τους με την συντελούμενη αναδιάταξη δυνάμεων. Και αυτό δεν είναι βέβαια ένα απλά οικονομικό αλλά ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό ζήτημα.

«Λύσεις» μετάθεσης του προβλήματος

Το ερώτημα συνεπώς δεν βρίσκεται στο αν οι ιθύνοντες του συστήματος βλέπουν τα προβλήματα, τα αδιέξοδα, τους κινδύνους. Ενός κραχ λ.χ. μεγαλύτερου από αυτό του 2008. Το ζήτημα βρίσκεται στο ότι με βάση τον ίδιο τον χαρακτήρα του συστήματος αδυνατούν να τα απαντήσουν αποτελεσματικά και ολοκληρωμένα. Να υπερβούν τους όρους στη βάση των οποίων λειτουργεί και οι οποίοι καθορίζουν το πλαίσιο και τα όρια μέσα στα οποία κινούνται και οι ίδιοι. Έτσι εκ των πραγμάτων καταφεύγουν σε λύσεις και ρυθμίσεις περιορισμένου χαρακτήρα που απαντούν στα πιο άμεσα και οξυμένα προβλήματα. Μια πολιτική «μετάθεσης» στην ουσία των προβλημάτων στον χρόνο και για όσο χρόνο θα είναι σε θέση να τα αντιμετωπίζουν με αυτό τον τρόπο. Αυτό είναι λίγο πολύ το έδαφος πάνω στο οποίο κινούνται αυτές οι υποτιθέμενες νέες τάσεις. Όσο τουλάχιστον μας αφορά, στην εκλογή Ολάντ λ.χ. περισσότερο βλέπουμε την δυσαρέσκεια και τις αντιδράσεις του γαλλικού κεφαλαίου απέναντι στην πρωτοκαθεδρία και τα αντίστοιχα οφέλη του γερμανικού παρά αυτά που θρυλούνται. Από εκεί και πέρα ήδη οι αποφάσεις και τα ανακοινωθέντα του G8 και της πρόσφατης Ευρωπαϊκής Συνόδου δίνουν αρκετά καθαρά το πώς ιεραρχούνται οι κατευθύνσεις τους.

Το ελληνικό ζήτημα και οι ανησυχίες του συστήματος

[Και για να ‘ρθουμε στο συγκεκριμένο ελληνικό πρόβλημα που εν πολλοίς είναι και ευρωπαϊκό.]
Τους ιθύνοντες του συστήματος σαφώς και τους ανησυχεί η πιθανότητα μιας ελληνικής χρεοκοπίας. Όχι βέβαια για τις συνέπειες που θα έχει κάτι τέτοιο για τον ελληνικό λαό αλλά για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην υπόσταση του Ευρώ, τη συνοχή της ΟΝΕ και της ίδιας της ΕΕ. Άλλο τόσο και ίσως περισσότερο τους ανησυχεί η εκφρασμένη (και εκλογικά) οργή του ελληνικού λαού αλλά και οι αντιδράσεις άλλων λαών και τα προβλήματα που θέτουν. Με βάση ακριβώς αυτές τις ανησυχίες οι Ευρωπαίοι (αλλά όχι μόνο) ιμπεριαλιστές πολλαπλασιάζουν τις παρεμβάσεις, τις πιέσεις, τους εκβιασμούς, τις απειλές στον ελληνικό λαό ώστε να αποδεχτεί τους όρους των «συμφωνιών» δηλαδή της εξάρτησης, της υποταγής του.

Παράλληλα ασκούνται πιέσεις στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να ξεκαθαρίσει -διαβεβαιώσει τον ευρωπαϊκό του προσανατολισμό και την αποδοχή των όρων του -ευρωπαϊκού- παιχνιδιού.
Από την άλλη μεριά αφήνεται να διαφανεί η πιθανότητα ορισμένων τροποποιήσεων και -εννοείται- πάντα πάνω στο έδαφος του υπάρχοντος πλαισίου. Από άποψη ουσίας, το περιεχόμενό τους συνίσταται.
Πρώτον, στο να στηριχτούν όσο γίνεται στις σημερινές συνθήκες η ελληνική κεφαλαιοκρατική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό ώστε να είναι σε θέση να προωθήσουν αποτελεσματικά τους βασικούς στόχους του συστήματος.
Δεύτερον, η πιθανότητα άμβλυνσης ορισμένων -των οξύτερων και στην πράξη ανεφάρμοστων- ρυθμίσεων ώστε να μπορεί να εκτονωθεί στη φάση αυτή η οργή των λαϊκών μαζών. Να ελεγχθεί, να ευνουχιστεί ώστε να μπορέσει να προωθηθεί η συνολική στρατηγική του συστήματος.
Το τι σημαίνει συνεπώς η ανάληψη -ξανά- της διακυβέρνησης της χώρας από τις δυνάμεις που την κυβέρνησαν μέχρι τα σήμερα μπορούμε να το γνωρίζουμε από τα τώρα. Το τι θα σημαίνει για τις εργασιακές σχέσεις. Για την υποχρέωση του λαού να αποπληρώνει τα «δοσίματα» στους σύγχρονους φεουδάρχες. Για την παραχώρηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας στο ντόπιο και ξένο κεφάλαιο.Η πρόταση ΣΥΡΙΖΑ και τα σημεία στήριξής της
Απέναντι σ’ αυτή την πολιτική εμφανίζεται σαν υποτιθέμενη εναλλακτική λύση η πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Βασικά στοιχεία αυτής της πρότασης.
Παραμονή σε Ευρώ, ΟΝΕ, ΕΕ.
Καταγγελία ή με άλλες διατυπώσεις απεμπλοκή από το Μνημόνιο.
Κατάργηση σειράς αντιλαϊκών μέτρων που υπαγορεύονται από Μνημόνιο, δανειακή σύμβαση.
Επαναδιαπραγμάτευση του χρέους.
Έλεγχος Τραπεζών, δημόσιων επιχειρήσεων.
Διεθνής αναπροσανατολισμός στην κατεύθυνση μιας πιο πολύπλευρης εξωτερικής πολιτικής κ.λπ.
Θα αποφύγουμε εδώ να ασχοληθούμε με το αλαλούμ των αντιφατικών και αντικρουόμενων δηλώσεων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Θα επισημάνουμε ωστόσο το εξής. Σε δηλώσεις, ομιλίες του Τσίπρα κ.ά. διακηρύσσεται στη διαπασών η κατεύθυνση αποκατάστασης της ανεξαρτησίας της χώρας, απελευθέρωσης του λαού από τα δεσμά που του ‘χουν επιβάλλει ή ακόμα και ανάληψης της εξουσίας. Τώρα πώς συμβιβάζονται όλα αυτά με παραμονή σε ΟΝΕ-ΕΕ, αυτό μόνο με την ιδιαίτερου τύπου λογική του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εξηγηθεί. Αλλά ας το προσπεράσουμε προς το παρόν. Ας σταθούμε σε ορισμένα ζητήματα πιο άμεσου ενδιαφέροντος αλλά και διαφωτιστικά ως προς το τι και πώς εννοούνται ορισμένα πράγματα.
Ιδιαίτερη σημασία θεωρούμε πως έχει, το πού θεωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί να στηριχτεί η πολιτική που προτείνει, ποιοι οι παράγοντες που κάνουν εφικτή την προώθηση πραγματοποίησής της.
α) Στο νέο διεθνές κλίμα και με τις νέες τάσεις που (όχι μόνο κατά την άποψη του ΣΥΡΙΖΑ) διαμορφώνονται στο ευρωπαϊκό και διεθνές πεδίο.
β) Στον διαχωρισμό που επιχειρούν ανάμεσα σε Μνημόνιο, δανειακή σύμβαση, PSI.
γ) Στην -με άγνωστο σ’ εμάς τρόπο- εδραιωμένη πεποίθησή τους, ότι οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές ούτε θέλουν ούτε «μπορούν» να αποβάλλουν την Ελλάδα από ΟΝΕ, ΕΕ και άρα θέμα επιστροφής στη δραχμή δεν υφίσταται.

Αναζητώντας «αριστερούς» δρόμους στον καπιταλιστικό «μονόδρομο»
Ας τα δούμε πιο συγκεκριμένα.
Όσον αφορά το πρώτο, αναφερθήκαμε ήδη αρκετά σ’ αυτό με αφορμή ανάλογες εκτιμήσεις του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και άλλων και στο γιατί τέτοιες εκτιμήσεις δεν έχουν πραγματική βάση. Εδώ θα σταθούμε σε ορισμένες εκφράσεις του ζητήματος που συνδέονται ιδιαίτερα με την περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ. Όσον αφορά λοιπόν την άποψη των αστικών δυνάμεων έχουμε εδώ μια «ανάγνωση» της πραγματικότητας που εναρμονίζεται με την φύση και τον χαρακτήρα τους, την ανοιχτή και δηλωμένη ένταξή τους στο καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Το ζήτημα είναι ότι παρά τις πόζες «διαφορετικότητας» με παραπλήσιο τρόπο προσεγγίζουν την πραγματικότητα, δηλαδή το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα που σήμερα κυριαρχικά την καθορίζει και οι δυνάμεις που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μάλιστα αυτή η προσέγγιση που αποτελεί την βάση των θεωρητικών και ιδεολογικών αντιλήψεων που καθορίζουν την πολιτική τους και σ’ όλες της τις εκφράσεις. Ας αναφερθούμε -πολύ επιγραμματικά- σε ορισμένα βασικά τους στοιχεία.
Η αντιμετώπιση του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος σαν την «μοναδική» πραγματικότητα απέναντι στην οποία δεν υπάρχει για το ορατό μέλλον συνολική εναλλακτική (π.χ. σοσιαλιστική) απάντηση.
Η θεώρηση του καπιταλισμού σαν ένα σύστημα που μπορεί να εξελίσσεται, βελτιώνεται, μεταρρυθμίζεται με βάση τις δικές του εσωτερικές λειτουργίες.
Σε συνάρτηση μ’ αυτό η εκτίμηση ότι στα πλαίσια του συστήματος αναπτύσσονται δυνάμεις του συστήματος, φορείς αυτής της δυνατότητας του συστήματος να αυτομεταρρυθμίζεται.
Συνεπώς η μόνη επιλογή της Αριστεράς είναι να αναζητήσει να βρει δρόμους και απαντήσεις μέσα στα πλαίσια αυτού του καπιταλιστικού μονόδρομου.
Να κινηθεί στην κατεύθυνση ενίσχυσης των μεταρρυθμιστικών τάσεων και δυνατοτήτων του συστήματος, υποστηρίζοντας, πιέζοντας, διεκδικώντας.
Αντίστοιχα, να αναζητά, να στηρίζει και να στηρίζεται σε αστικές δυνάμεις-φορείς αυτών των μεταρρυθμιστικών τάσεων.

Μια «βολική» θεώρηση της ιστορίας
Έχουν άμεσο «σημερινό» ενδιαφέρον ορισμένες συγκεκριμένες εκφράσεις αυτής της αντίληψης.
Το γεγονός λ.χ. ότι απέδωσαν σ’ αυτή την δυνατότητα του συστήματος να αυτομεταρρυθμίζεται, τις υποχωρήσεις που αναγκάστηκε να κάνει μεταπολεμικά (κοινωνικό κράτος κ.λπ.) μπροστά στην ορμητική ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος και την πίεση που ασκούσε η ύπαρξη των σοσιαλιστικών χωρών. Στη βάση μάλιστα αυτής της λογικής εμφάνισαν το ιδεολόγημα του «νεοτερικού καπιταλισμού» σαν μορφή αυτοεξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος.
Με ανάλογο τρόπο «ερμήνευσαν» την ανατροπή αυτής της κατάστασης, την επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τους λαούς. Μια εξέλιξη που υπήρξε αποτέλεσμα και έκφραση της ήττας του κινήματος και της παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες.
Σε αντίθεση με τα πραγματικά ιστορικά και πολιτικά δεδομένα προτίμησαν να την αποδίδουν (έως και σήμερα) στην επικράτηση των νεοφιλελεύθερων θεωρητικών οικονομικών αντιλήψεων και την υιοθέτησή τους από τις πολιτικές ηγεσίες του συστήματος. Αυτές κατά την άποψή τους οδήγησαν στο πριόνισμα του νεοτερικού καπιταλισμού, εξέτρεψαν την «παγκοσμιοποίηση» (το άλλο ιμπεριαλιστικό θεώρημα που επίσης υιοθέτησαν) από τον «καλό» της δρόμο. Αυτό ήταν που οδήγησε σε ματοβαμένες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις (που ορισμένοι τους τις βάφτισαν «ειρηνευτικές») και που έφερε την κυριαρχία των «αγορών» με τις γνωστές συνέπειες και στρεβλώσεις.
Το να ερμηνεύει κανείς τις κοσμογονικού χαρακτήρα ανατροπές στις ταξικές και διεθνείς σχέσεις και συσχετισμούς που συντελέστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες με ιδεολογήματα τέτοιου χαρακτήρα, δεν είναι απλά και μόνο έκφραση πολιτικής ανεπάρκειας και ελαφρότητας.
Το να αντιμετωπίζει κανείς αυτά που υφίστανται οι λαοί σαν εκφράσεις «λαθεμένων» επιλογών και παρεκκλίσεων από μια ορθολογική αντιμετώπιση των πραγμάτων, δεν είναι απλώς λάθος ή έστω έκφραση «αθώων» αυταπατών. Αποτελεί συνειδητή άρνηση της πραγματικότητας καθώς η «αναγνώρισή» της θα οδηγούσε σε κατάρρευση του οικοδομήματος ιδεολογημάτων και φαντασιώσεων που τους θρέφει. Ακόμη περισσότερο θα έθετε σε αμφισβήτηση την πολιτική τους γραμμή, θα τους έβαζε μπροστά σε απαιτήσεις που ούτε θέλουν ούτε μπορούν να αντιμετωπίσουν.
Κινούμενοι λοιπόν με βάση αυτές τις αντιλήψεις βλέπουν το «άλλο» και το «νέο» στην εκλογή Ολάντ. Στην υποτιθέμενη διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος από τις ΗΠΑ. Δίνουν βάρος που δεν έχουν σε εκτιμήσεις και προτάσεις διαφόρων αναλυτών. Ποντάρουν σε υποτιθέμενες νέες τάσεις που διαμορφώνονται στην Ευρώπη και τον κόσμο και έχουν διαφορετική κατεύθυνση και ιεραρχήσεις. Που προσανατολίζονται σε μια πολιτική ελέγχου του τραπεζοχρηματιστικού συστήματος, και στροφής στην οικονομική ανάπτυξη κ.λπ.
Το να αναζητά ωστόσο κανείς δυνάμεις αναστροφής των κατευθύνσεων του συστήματος μέσα στο ίδιο το σύστημα δεν είναι απλά και μόνο αποπροσανατολιστικό. Αποτελεί γραμμή παγίδευσης των λαϊκών μαζών σε αδιέξοδες κατευθύνσεις. Ευνουχισμού των αγωνιστικών τους διαθέσεων απογοήτευσης, αδρανοποίησής τους. Αποτροπής από το να κινηθούν στην κατεύθυνση αναζήτησης των δικών τους απαντήσεων μέσα από την πάλη και συγκρότηση των δυνάμέων τους.
Για το εφεύρημα πως άλλο πράγμα το Μνημόνιο, άλλο η δανειακή σύμβαση και άλλο το PSI θα είμαστε σύντομοι. Μπροστά σε τέτοιου είδους απόψεις περισσότερο αναρωτιόμαστε τίνι τρόπω μπορεί να οδηγείται μια πολιτική δύναμη σε τέτοιες αλχημείες. Αλλά ας είναι.
Δεν θα σταθούμε καθόλου στην νομική διάσταση του ζητήματος. ούτε μας απασχολεί ούτε μας αφορά. Αλλά έστω. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι νομικά το ζήτημα έχει όπως το θέτουν, τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Αν οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δεν προχωρήσουν σε εκταμίευση των δόσεων του «δανείου» με ποιον «νομικό» τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ θα τους υποχρεώσει να το κάνουν; Θα διαμαρτυρηθεί εντόνως; Θα τους πάει στα ευρωπαϊκά (δηλαδή τα δικά τους) δικαστήρια; Θα προσφύγει στον ΟΗΕ; Σώθηκε και αυτός και η χώρα. Αλλά ας περάσουμε στο τρίτο σημείο όπου όλη αυτή η ελαφρότητα φθάνει στην μεγαλύτερη «δόξα» της.

Το «πυρηνικό» διαπραγματευτικό όπλο και άλλες ανοησίες 

Αυτό που προβάλλει σαν βάθρο των πολιτικών επιλογών του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ακράδαντη πεποίθηση που εκδηλώνουν οι επιτελείς του πως οι ευρωπαίοι ιθύνοντες ούτε θέλουν ούτε «μπορούν» να μας βγάλουν από Ευρώ, ΟΝΕ, ΕΕ. Την πεποίθησή τους αυτή την στηρίζουν.

α)Στο νέο πολιτικό κλίμα και τάσεις που διαμορφώνονται στην Ευρώπη και συνολικά στον κόσμο.
β)Στο ότι κατά την άποψή τους δεν υπάρχει νομικά τρόπος αποβολής μιας χώρας από ΟΝΕ, ΕΕ με βάση τις συνθήκες και το νομικό πλαίσιο που συγκροτούν.
γ)Στο ότι το κόστος για τις χώρες της ΟΝΕ, της ΕΕ αλλά και συνολικά για το σύστημα θα είναι τόσο μεγάλο ώστε «δεν θα τολμήσουν» να προχωρήσουν σε μια τέτοια κίνηση.

Σε σχέση με αυτά και όσον αφορά το πρώτο αναφερθήκαμε μόλις προηγούμενα στο αν και πόση υπόσταση έχουν και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε. Ως προς το δεύτερο, αυτό για το οποίο καταρχάς αναρωτιόμαστε είναι το τι «βλάβες» μπορεί να προκαλεί η ανέλπιστη (και για τους ίδιους) εκλογική τους εκτίναξη. Όσο μας αφορά και πάλι θα προσπεράσουμε τη νομική διάσταση του ζητήματος μια και ελάχιστα μας απασχολεί το αν νομικά στέκει η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ ή εκείνων που υποστηρίζουν το ακριβώς αντίθετο.
Από τη μεριά μας γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι νομικές ρυθμίσεις-δεσμεύσεις αποτελούν κατά κύριο λόγο έκφραση και αποτύπωμα πολιτικών βουλήσεων. Αν λοιπόν οι πολιτικές βουλήσεις αλλάξουν, οι νομικοί θεσμοί δεν αποτελούν τόσο ισχυρό φραγμό όσο αφελώς φαντάζονται ορισμένοι. Αν δηλαδή οι πολιτικές ηγεσίες των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων καταλήξουν -για οποιουσδήποτε λόγους- ότι ή πρέπει να αποβληθεί η Ελλάδα, τότε θα βρουν και τους πρακτικούς, πολιτικούς αλλά και νομικούς τρόπους να υλοποιήσουν τις αποφάσεις τους. Όλα τα άλλα είναι απλώς του αέρος.
Εκείνο συνεπώς που μένει να διεκδικεί κάποια υπόσταση είναι το τρίτο. Αυτό που αναφέρεται στο κόστος που μπορεί να έχει και για τους άλλους μια αποβολή ή αποχώρηση της Ελλάδας από ΟΝΕ ή και ΕΕ.
Και εδώ χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα ζητήματα.
α)Όσο μας αφορά, όχι σήμερα αλλά εδώ και πολύ καιρό, έχουμε διατυπώσει την άποψη ότι η ένταξη σειράς μικρότερων χωρών στον ιμπεριαλιστικό συνασπισμό της ΕΕ έχει έναν βασικό σκοπό. Το να αποτελούν το ευρύ πεδίο εκμεταλλευτικής δράσης του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Άρα όντως οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές δεν έχουν κατ’ αρχάς κανένα λόγο (το αντίθετο) να διώξουν καμιά χώρα.
β)Σε σχέση με την ΟΝΕ, ένα δηλαδή πιο κλειστό ευρωπαϊκό κλαμπ, ισχύουν παραπλήσια πράγματα. Η υιοθέτηση του Ευρώ (με τις όποιες ατέλειές του ως νόμισμα) έχει επίσης ωφελήσει πολλαπλώς τις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Επιπροσθέτως χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι συνολικά η ΕΕ (και όχι μόνο η ΟΝΕ ή ορισμένες ισχυρές χώρες) αποτελούν την ευρεία βάση στήριξης που πέραν των άλλων προσδίδει υπόσταση στο ευρώ. Συνεπώς και από αυτή την πλευρά υπάρχουν σοβαροί λόγοι που κάνουν ανεπιθύμητη την έξοδο οποιασδήποτε χώρας.
γ)Σαφέστατα και είναι σωστή η εκτίμηση που αναφέρεται στην οικονομική και ειδικότερα διατραπεζική διασύνδεση τόσο των χωρών της ΟΝΕ-ΕΕ όσο και γενικότερα. Έχουν επίσης βάση οι απόψεις που θεωρούν πως η κατάρρευση-χρεοκοπία μιας χώρας είναι πιθανό να προκαλέσει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις μεγαλύτερες ίσως και από αυτές που προκάλεσε η κατάρρευση της Leman το 2008. Γι’ αυτό άλλωστε και οι ανησυχίες, γι’ αυτό τα μέτρα που παίρνονται, γι’ αυτό και οι πιέσεις συμμόρφωσης και πειθάρχησης.
Αυτά είναι σε γενικές γραμμές που κάνουν τους ιθύνοντες του ΣΥΡΙΖΑ να πιστεύουν ότι κρατούν στα χέρια τους ένα «πυρηνικό όπλο» και στα πλαίσια μιας «ισορροπίας τρόμου» όπως αρέσκονται να την χαρακτηρίζουν. Ένα «απόλυτο» διαπραγματευτικό χαρτί με το οποίο πιστεύουν ότι μπορούν κι αυτοί με τη σειρά τους να εκβιάσουν τους ισχυρούς.Η άρνηση της -καπιταλιστικής- πραγματικότητας
Μόνο που στις σφαίρες που αιωρούνται πλέον «ξεχνάν» ορισμένα πράγματα.
Το καπιταλιστικό σύστημα δεν υφίσταται για να κάνει παροχές ή να ανακουφίζει τους εργαζόμενους αλλά για να τους εκμεταλλεύεται.
Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν υπάρχουν για να «βοηθούν» τις εξαρτημένες χώρες αλλά να τις ληστεύουν.
Η ΕΕ δεν συστάθηκε για να προωθεί την ισομερή ανάπτυξη των μετεχουσών χωρών αλλά το ακριβώς αντίθετο. Την κατοχύρωση και διεύρυνση της ανισομέρειας που επιτρέπει στις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις να εκμεταλλεύονται πολλαπλώς τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Η ΟΝΕ δεν συγκροτήθηκε για να παρέχει κεφάλαια στις εξαρτημένες χώρες αλλά -πέραν των άλλων- για να διαμορφώνει όρους ροής κεφαλαίων από αυτές προς τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις.
Το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που διαμορφώθηκε εδώ και δεκαετίες δεν έγινε για να υπηρετεί την παγκόσμια ανάπτυξη αλλά για να λειτουργεί σαν μηχανισμός ροής αξιών απ’ όλο τον κόσμο προς τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Αυτά δεν αποτελούν συγκυριακές επιλογές ή αποτελέσματα αποφάσεων κάποιων κυβερνήσεων που μπορεί να αναιρεθούν από επόμενες. Αποτελούν στοιχεία συγκρότησης των βάσεων ύπαρξης και κυριαρχίας του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος που δεν είναι «διαπραγματεύσιμα».
Συμπερασματικά συνεπώς σε σχέση με όλα αυτά. Οι ιθύνοντες του συστήματος πράγματι ανησυχούν. Πράγματι παίρνουν μέτρα και είναι διατεθειμένοι να πάρουν κι άλλα για να μην τους συμβεί κάποιο «ατύχημα» ή για να το αντιμετωπίσουν εφόσον συμβεί. Δεν είναι ωστόσο καθόλου διατεθειμένοι να κάνουν υποχωρήσεις που να υπονομεύουν τα βάθρα του συστήματος, που να αναιρούν τους λόγους για τους οποίους υπάρχει, που να ακυρώνουν τις βασικές στρατηγικές του κατευθύνσεις.
Αυτό υπογραμμίζεται και από το γεγονός ότι «αδυνατούν» να πάρουν μέρα αντιμετώπισης των συνολικότερων αδιεξόδων του συστήματος, ευρύτερων και κρισιμότερων διαστάσεων από το «ελληνικό ζήτημα». Όχι επειδή «παραλογίζονται» ή «πεισμώνουν» αλλά επειδή -όπως ήδη έχουμε αναφέρει- αυτό σκοντάφτει στις ίδιες τις αντινομίες, αντιφάσεις και αντιθέσεις του συστήματος. Όποιοι λοιπόν φαντάζονται ότι έχουν διαφορετικά τα πράγματα, απλώς ζουν σ’ έναν δικό τους κόσμο και αυτό που τους μέλλεται είναι να προσγειωθούν ανώμαλα. Και το να προσγειωθούν μόνο αυτοί μπορεί να ‘ναι και καλό, το να συμπαρασύρουν όμως κι έναν κόσμο είναι απόλυτα αρνητικό.
Με βάση όλα αυτά, είναι καθαρό ότι η υπόσταση και σημασία των σημείων στήριξης της πολιτικής του που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν οδηγούν πουθενά αλλού παρά σε μια λογική ανα-διαπραγμάτευσης. Σ’ αυτό συνηγορούν τόσο η συνολική κατάσταση και οι συνθήκες μέσα στις οποίες τίθεται το ζήτημα, όσο και τα χαρακτηριστικά του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ σαν πολιτικού οργανισμού με συγκεκριμένη ιστορική διαδρομή και απόψεις. Απ’ εκεί και πέρα το πού «συναντιέται»και πού διαφέρει με τις αντίστοιχες λογικές (ανα-διαπραγμάτευσης) της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ και των «Ανεξάρτητων» μένει να το δούμε.
Όπως και να ‘χει το εκλογικό δίλημμα παίρνει πλέον την μορφή τού ποια πολιτική δύναμη ή συνασπισμός δυνάμεων (κεντροδεξιός ή κεντροαριστερός) θα αναλάβει να την φέρει εις πέρας.

Δεν υπάρχουν εύκολοι δρόμοι
Αν αυτή είναι η επικρατέστερη εκδοχή, γεγονός είναι ότι «πλανάται» και μια άλλη που συνδέεται με την ρητορική στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Με τις μεγαλόστομες διακηρύξεις για ανεξαρτητοποίηση της χώρας, απελευθέρωση του λαού από τα δεσμά, αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας-εξουσίας κ.ά.
Το πρώτο που θα ‘χαμε να παρατηρήσουμε σε σχέση με αυτά είναι ότι ζητήματα τέτοιας τάξης δεν είναι από εκείνα που τα θέτει κανείς «ολίγον». Ή τα θέτει ή δεν τα θέτει.
Το δεύτερο ότι αυτά τα ζητήματα δεν ανήκουν στην σφαίρα της διαπραγμάτευσης αλλά της αναμέτρησης με τις δυνάμεις του συστήματος.
Το τρίτο, ότι μια αναμέτρηση τέτοιου χαρακτήρα έχει τους δικούς της όρους, προϋποθέσεις και απαιτήσεις.
Όταν λοιπόν υπάρχει η διακηρυγμένη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ περί παραμονής σε ΕΕ-ΟΝΕ αυτό σημαίνει πως ούτε ζήτημα ανεξαρτησίας τίθεται, ούτε λαϊκής εξουσίας και τα συναφή.
Ταυτόχρονα σημαίνει ότι δεν προτίθεται να προχωρήσει σε αναμέτρηση με τις δυνάμεις του συστήματος αλλά παραμένει στο έδαφος της διαπραγμάτευσης.
Όσον αφορά τώρα το τρίτο και κρίσιμο ζήτημα που αφορά τους όρους και τις απαιτήσεις που θέτει μια τέτοια αναμέτρηση, πιθανόν και οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ (τουλάχιστον ορισμένοι) να έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τις διαστάσεις που έχει το ζήτημα που τίθεται αλλά και τα δικά τους όρια.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι έχουν αρχίσει, όπως οι προηγούμενοι πολιτευτάδες να μιλούν για «καμένη γη» και «άδεια ταμεία» που θα παραλάβουν αν γίνουν κυβέρνηση κ.λπ. (Αλήθεια, χτες το ανακάλυψαν αυτό;)

Ψεύτικα και αληθινά διλήμματα 
Με αυτούς λοιπόν τους όρους βαδίζουμε προς εκλογές όπου το δίλημμα που τίθεται για το λαό είναι να επιλέξει ποιος από τους δύο πολιτικούς σχηματισμούς (κεντροδεξιός ή κεντροαριστερός) θα αναλάβει τη νέα διαπραγμάτευση με τους «εταίρους μας». Ωστόσο είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση τα πραγματικά προβλήματα του λαού θα μείνουν αναπάντητα και οι προσδοκίες του ανεκπλήρωτες. Και εδώ είναι που προβάλλει το σημαντικότερο ζήτημα. Το ότι ο λαός δεν είναι ακόμα σε θέση να θέσει τα δικά του διλήμματα και με τους δικούς του όρους. Το ότι η πάλη του δεν έχει φτάσει ακόμα σ’ εκείνα τα επίπεδα συγκρότησης που χρειάζονται ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας τέτοιας αναμέτρησης.
Ακόμη περισσότερο, το ότι με αυτούς τους όρους και για όσο διάστημα συνεχίζουν να ισχύουν, οι αγώνες του θα «κεφαλαιοποιούνται» πολιτικά από ρεφορμιστικές ή και αστικές δυνάμεις.
Και εδώ αναδείχνονται ορισμένα ερωτήματα.
Πώς φτάσαμε σ’ ένα τέτοιο σημείο; Ποιες οι ευθύνες των δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά; Ποιο ρόλο έπαιξε το ότι αυτές οι δυνάμεις (σχεδόν στο σύνολό τους) ιεραρχούσαν σε πρώτο πλάνο την κοινοβουλευτική τους «πάλη» ενώ αντίθετα, εμπόδιζαν, υπονόμευαν την κατεύθυνση συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων στα πεδία αντίστασης και πάλης; Είναι εν τέλει αναπόφευκτο να περάσουμε και από ένα τέτοιο στάδιο; Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του απάντηση. Εκείνο στο οποίο η απάντηση είναι δεδομένη, είναι ότι όπως και να ‘χει οφείλουμε αν το ξεπεράσουμε. Έτσι ή αλλιώς, το πρόβλημα για τον λαό και το κίνημα θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά τις εκλογές, όποιος και αν κερδίσει.
Αυτό σημαίνει ορισμένα πράγματα. Πρώτο και βασικό ότι οφείλουμε να κατανοήσουμε την πραγματικότητα που βιώνουμε. Ότι κινούμαστε στο πεδίο της αναμέτρησης ανάμεσα στις δυνάμεις του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος από τη μια και τον κόσμο της δουλειάς, συνολικά τους λαούς από την άλλη. Μιας αναμέτρησης που εξελίσσεται εδώ και χρόνια που θα συνεχιστεί και θα καθορίσει την μορφή του κόσμου για όλη την επόμενη ιστορική περίοδο. Μια αναμέτρηση την οποία οι δυνάμεις του συστήματος την αντιμετωπίζουν με τον πιο συνειδητό, συγκροτημένο και ανελέητο τρόπο, με όλες τις δυνατότητες και μηχανισμού που διαθέτουν.
Οφείλουμε συνεπώς να κατανοήσουμε ότι μόνο σε ανάλογη βάση μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε. Ότι δεν υπάρχουν εύκολες, ανώδυνες και γρήγορες λύσεις. Ότι οφείλουμε να συγκρουστούμε με απόψεις και δυνάμεις που δημιουργούν τέτοιου είδους αυταπάτες. Ότι εν τέλει δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις μια τέτοιας αναμέτρησης αν δεν προχωρήσουμε αποφασιστικά στην κατεύθυνση της ολόπλευρης συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων μέσα στην πάλη και μέσα από την πάλη.

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr