Ολοκληρώνεται η προεκλογική εκστρατεία για την ευρωβουλή με τις καθιερωμένες παροχολογίες της κυβέρνησης και τις «αποκαλύψεις» της αντιπολίτευσης για τις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με την μεγαλοαστική τάξη και τα γιοτ της. Μια προεκλογική φιέστα που για άλλη μια φορά προσπάθησε να αποπροσανατολίσει το λαό και τους εργαζόμενους όχι μόνο από τα ουσιαστικά τους προβλήματα αλλά και από αυτό καθ’ αυτό το περιεχόμενο αυτής της ψηφοφορίας. Τι σημαίνει δηλαδή ευρωκοινοβούλιο και ΕΕ, για τα οποία ο λαός καλείται να ψηφίσει σωτήρες που θα έχουν διακοσμητικό ρόλο στις αποφάσεις των ισχυρών ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, που κάθε άλλο παρά συναποφασίζουν την πολιτική τους με τους ευρωβουλευτές.
Στην πραγματικότητα, οι εκλογές αυτές αποτελούν ένα επίσημο και διευρυμένο γκάλοπ για το ποια πολιτικά κόμματα θα εκφράσουν τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα που αντιπαρατίθενται με σφοδρότητα στο εσωτερικό μιας λυκοσυμμαχίας που συνταράσσεται από αντιθέσεις και φυγόκεντρες τάσεις και που όμως εξακολουθεί ν’ αποτελεί το όχημά τους στον ανταγωνισμό τους για το ξαναμοίρασμα των αγορών με τους βασικούς ιμπεριαλιστές ΗΠΑ και Ρωσία.
Παράλληλα, για χώρες όπως η δικιά μας, που προετοιμάζονται και για βουλευτικές εκλογές, οι ευρωεκλογές θα αποτελέσουν ένα ακόμη δείγμα για το πρόκριμα του νέου διαχειριστή που θα αναλάβει τα ηνία της συνέχισης της αντιλαϊκής επίθεσης που έχει εξαπολυθεί με τα μνημόνια και τα ενδιάμεσα προγράμματα λιτότητας-εξαθλίωσης που πάνω από μια δεκαετία ετοίμασε και επέβαλε η ΕΕ μαζί με το ΔΝΤ. Γι’ αυτό και ανέλαβε ακόμη και ο ΣΕΒ, με τους Φέσσα και Μυτιληναίο, να μας πείσουν για την κρισιμότητα αυτών των εκλογών και την ανάγκη να πάμε να ψηφίσουμε καθότι «οι επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι και ο ΣΕΒ θεωρούν τις ευρωπαϊκές εκλογές πολύ σοβαρές και πρέπει όλος ο κόσμος να λάβει υπόψη του αυτό το μήνυμα».
Εξαγγελίες και …προγράμματα
Το μοτίβο που πλασάρεται από τους βασικούς μονομάχους δείχνει να οριοθετείται με βάση τις συνεντεύξεις των αρχηγών τους αλλά και τα σποτάκια που προβάλλουν. Από τη μια πλευρά, έχουμε τον «φιλολαϊκό» ΣΥΡΙΖΑ που κατάφερε να μας βγάλει από τα μνημόνια και να μας οδηγήσει στην…ανάπτυξη αλλά και στην αποκατάσταση των απωλειών που υπέστησαν οι εργαζόμενοι, μέσω των «επιδομάτων» που ανακοίνωσε. Από την άλλη, βρίσκεται η δύναμη της τάξης και της ασφάλειας, που στηρίζει την ιδιωτική πρωτοβουλία και την πληγείσα μεσαία τάξη, στοχεύοντας στην πλήρη αφαίρεση των όποιων κατακτήσεων απέμειναν στον κόσμο της εργασίας μετά από την δεκάχρονη σκληρή αντιλαϊκή πολιτική που εφάρμοσαν όλες οι τελευταίες κυβερνήσεις, για να μην μιλήσουμε για παλιότερα χρόνια.
Όσο κι αν προσπαθούν να δημιουργήσουν μια τέτοια διλημματική κατάσταση, η πραγματικότητα που γνωρίζουν οι εργαζόμενοι από την καθημερινότητά τους τούς διαψεύδει. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε φιλολαϊκός ούτε βέβαια ο Μητσοτάκης αποφάσισε να τον ενισχύσει με τις αντεργατικές εξαγγελίες του. Και οι δύο απευθύνονται στο κεφάλαιο και στους ιμπεριαλιστές, επιζητώντας την εύνοιά τους στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές.
Στην επιχειρηματικότητα και το κεφάλαιο απευθύνεται κυρίως ο Τσίπρας με τις 120 δόσεις για τα χρέη και τη μείωση του ΦΠΑ σε κάποια καταναλωτικά είδη, ενώ το …επίδομα της 13ης σύνταξης είναι στην ίδια γραμμή της αύξησης του κατώτατου μισθού, ακλουθώντας μια πολιτική τόνωσης της αγοράς μέσω ψίχουλων από αυτά που έχασαν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι αυτά τα χρόνια. Σε καμία περίπτωση δεν ενισχύεται το εισόδημα των εργαζόμενων και των οικογενειών τους μέσα από τέτοιες προεκλογικές παροχές ούτε βέβαια κι από αυτές που κρατάει ο Τσακαλώτος στο τσεπάκι του για την προεκλογική περίοδο των βουλευτικών (όπως η ψαλιδισμένη επαναφορά του καταργημένου ΕΚΑΣ σε μικρό τμήμα αυτών που το έπαιρναν). Είναι οι ίδιοι που επέβαλαν το 4ο μνημόνιο, κατήργησαν την κυριακάτικη αργία, πετσόκοψαν τις συντάξεις, επέβαλλαν τον καθορισμό των συλλογικών συμβάσεων από το κράτος και, όπως αναφέρει και αυτή η εργατοπατερική ΓΣΕΕ στην ετήσια έκθεσή της, οι χαμηλοί μισθοί (κάτω από 500 ευρώ στην πλειοψηφία τους), η αύξηση της ελαστικής εργασίας και η τεράστια ανεργία είναι αυτό που χαρακτηρίζει την αγορά εργασίας. Πάνω σε αυτό το αντεργατικό πεδίο, θριαμβολογεί ο Τσίπρας για την αύξηση 25-30ευρώ μηνιαίως που θα πάρει ο εργαζόμενος και 50-60 ο συνταξιούχος με το πακέτο μέτρων που εξήγγειλε έως το 2020.
Από την άλλη, ο Μητσοτάκης μπορεί να ξενίζει με την ωμότητα των μέτρων που παρουσιάζει για τους εργαζόμενους σε μια προεκλογική περίοδο, αφού σίγουρα ο έντονα αντιλαϊκός τους χαρακτήρας απωθεί ψηφοφόρους παρά έλκει. Γνωρίζει, βέβαια, ότι η ψήφος που θα πάρει έχει περισσότερο τον χαρακτήρα μιας αντιΣΥΡΙΖΑ διαμαρτυρίας παρά πολιτικής συμφωνίας, γεγονός που τον «απελευθερώνει» να δηλώσει τις πραγματικές του προθέσεις. Όμως, κατά βάση, αυτές οι εξαγγελίες απευθύνονται προς τα ξένα κέντρα που ανησυχούν για τη στάση του απέναντι στην συμφωνία των Πρεσπών, δηλώνοντας την αποφασιστικότητά του να πάρει τη ρεβάνς απέναντι στον κόσμο της εργασίας. Άλλωστε είναι δηλωμένο ότι και οι δύο συμφωνούν στη μετατροπή της χώρας σε ορμητήριο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με τη διασπορά βάσεων και παραχωρήσεων στο στρατό του.
Σε αυτά τα κέντρα και στο ντόπιο κεφάλαιο απευθύνονται οι θέσεις του για κατάργηση των επιδομάτων και της 13ης σύνταξης, όπως και οι προτάσεις για ιδιωτικοποίηση νοσοκομείων, στα οποία όμως θα δουλεύουν δημόσιοι υπάλληλοι με τους όρους γαλέρας που πρότεινε (κατάργηση πενθήμερου και 8ωρου). Ανάλογες ήταν και οι προτάσεις του για την Παιδεία και τον ψυκτικό του Περιστερίου καθώς και τις συντάξεις-ασφάλεια. Και σίγουρα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία η ταυτόχρονη απαίτηση του ΣΕΒ να επανεξεταστούν οι όροι αποζημίωσης στις απολύσεις.
Η προεκλογική περίοδος προσφέρεται για δημιουργία εντυπώσεων, είτε με παροχές ψίχουλων είτε με αποκαλύψεις για το ήθος και την «ειλικρίνεια» των προθέσεων των διεκδικητών της εξουσίας. Στην πραγματικότητα όμως, πίσω από τον κουρνιαχτό που σηκώνουν, κρύβεται η συνέχεια με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα της επίθεσης που έχουν αποφασίσει και οι δύο μονομάχοι απέναντι στα λαϊκά και εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις, οδηγώντας σε μεγαλύτερο γονάτισμα τον κόσμο της εργασίας τώρα που βρίσκεται αφοπλισμένος και κάτω από το βάρος της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό βγάζουν οι συνεντεύξεις και των δύο μονομάχων αλλά και των επίδοξων συνεταίρων της εξουσίας που διαμορφώνει το σύστημα, έχοντας υπόψιν του την απαξίωση που έχει υποστεί –κι όχι μόνο εδώ- το βασικό πολιτικό του προσωπικό.
Οι γέφυρες του ΣΥΡΙΖΑ, η δημοσκοπική ανάδειξη του ΚΙΝΑΛ και η επανασυγκρότηση του Ποταμιού αποτελούν στοιχεία της προσπάθειας ανασύνταξης ενός πολιτικού προσωπικού που μέσα στην ακόμη αντιδραστικότερη πορεία του πολιτικού σκηνικού ελπίζουν ότι θα επιτρέψει να οικοδομήσουν όρους κυβερνητικής συνέχειας –με όποιους όρους σταθερότητας μπορεί σήμερα να γίνει κάτι τέτοιο- ώστε η αντιλαϊκή πολιτική να συνεχιστεί. Η παραδοχή του Τσίπρα ότι οι ευρωεκλογές θα αποτελέσουν ένα δημοψήφισμα και όχι, όπως μέχρι τώρα ισχυριζόταν, ψήφο εμπιστοσύνης, δείχνει ότι τα μηνύματα που έχουν, περιγράφουν την οργή του λαού και αυτό που τους μένει είναι η μείωση της ψαλίδας ώστε να μπουν με καλύτερους όρους στις βουλευτικές εκλογές. Οι δηλώσεις Στουρνάρα για αδυναμία παροχής δεύτερου πακέτου που σκέφτεται ο Τσακαλώτος για τις βουλευτικές και η απειλή για νέα μέτρα έρχεται να επιβεβαιώσει τις ανησυχίες των ξένων κυρίως κέντρων, για την οικονομική πολιτική που δείχνει να θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθήσει στην περίπτωση νίκης του, και συνακόλουθα, τον προβληματισμό τους όχι μόνο για τις …μεταρρυθμίσεις που έχει δεσμευτεί αλλά και για την ανοχή που δείχνεται απέναντι στην σημερινή κυβέρνηση.
Η προσπάθεια δημιουργίας μετώπου απέναντι στα εθνικιστικά, φασιστικά ρεύματα που αναδείχτηκαν στο εσωτερικό της ΕΕ -από τον φανατικό του BREXIT Φάρατζ μέχρι την Λεπέν και τον Όρμπαν και Σαλβίνι έως και την εδώ ΧΑ και την ατέρμονη δίκη της, όπως και τα άφθονα εθνικιστικά παρακλάδια της με «μακεδονομάχους» που κατεβαίνουν στις ευρωεκλογές-, είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των κύριων και κυρίαρχων τμημάτων των ιμπεριαλιστικών αστικών τάξεων να μην διαρραγεί το όχημα που τους επιτρέπει να αναβαθμίζουν το ρόλο τους έκαστος, αλλά και σαν σύνολο στη συμμαχία που βρίσκονται. Η πολιτική τους απέναντι στους λαούς και την εργατική τάξη απαιτεί την παρουσία αυτών των φορέων αλλά όχι σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Η φασιστικοποίηση που επιβάλλεται από τα «δημοκρατικά» κόμματα και η κρατική τρομοκρατία που γνώρισαν όχι μόνο οι γάλλοι διαδηλωτές αλλά και κάθε λαϊκό και εργατικό κομμάτι που αποφάσισε να διεκδικήσει καλύτερους όρους εργασίας και ζωής, δείχνει ότι προς ώρας το σύστημα τα καταφέρνει χωρίς «ακραίες» λύσεις.
Οι κάλπες θέλουν να κρύψουν την πραγματικότητα
Σε ένα τοπίο όπου καθημερινά οι πολεμικές προκλήσεις των ιμπεριαλιστών αυξάνονται, σε μια περιοχή όπου από τα Βαλκάνια έως την Κύπρο και το Ιράν οι ανταγωνισμοί και η πολιτική αστάθεια περισσεύει, είναι σίγουρα απορίας άξιο σε τι επιλέγει να αντιπαρατεθεί το πολιτικό προσωπικό σε αυτές τις ευρωεκλογές αλλά και στις αυτοδιοικητικές. Τα φρονήματα των πατεράδων τους, τα γιοτ και οι συναναστροφές τους με τη μεγαλοαστική τάξη, τα σκάνδαλα και η τυμβωρυχία στις πραγματικές δολοφονίες ανθρώπων στο Μάτι και τη Μάνδρα γίνονται ταμπλόιτ προκειμένου να αποσπάσουν ψήφους. Συμβάλλουν, επίσης, και στο να μην συζητιούνται τα πραγματικά προβλήματα: ο ρόλος των αμερικάνων και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών στην περιοχή, οι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί των αστικών τάξεων στο Αιγαίο και την Α. Μεσόγειο, η ανάδειξη της αλήθειας ότι τα κοιτάσματα και το ενεργειακό θα μετατραπούν σε μπούμερανγκ απέναντι στους λαούς της περιοχής ακριβώς γιατί ελέγχονται και εντάσσονται στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Έρχεται, λοιπόν, να αποδειχτεί για άλλη μια φορά πως οι απόψεις ότι οι αστικές τάξεις μπορούν να διεκδικήσουν «ειρηνικά» ΑΟΖ και αλλαγές στα θαλάσσια σύνορα είναι αυταπάτες που σέρνουν γειτονικούς λαούς σε νέες περιπέτειες αλλά και διευκολύνουν με τον τρόπο τους λύσεις ιμπεριαλιστικές, όπως η αναβάθμιση του ρόλου τους στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Γι’ αυτά όλοι σιωπούν και αν δεν κατακεραυνώνουν μονομερώς τον «τούρκικο επεκτατισμό», το πολύ πολύ να καλούν σε ψήφιση των αγωνιστών δημάρχων και των αριστερών ευρωψηφοδελτίων ως το μόνο μεγάλο όχι στην ΕΕ, αφού βεβαίως την αναβαθμίσουμε στις συνειδήσεις του λαού, καλώντας τον να μην κάνει αποχή γιατί στις Βρυξέλλες κρίνεται η τύχη του.
Καμία αυταπάτη
Τα τύμπανα του πολέμου άρχισαν να ηχούν και πάλι στην ευρύτερη γειτονιά μας μετά από μια παροδική «ηρεμία» στην Συρία. Από το Κόσσοβο, την Αλβανία, την Τουρκία, την Κύπρο έως και τον περσικό κόλπο συγκεντρώνονται νέες στρατιωτικές δυνάμεις των ιμπεριαλιστών ενώ και οι ντόπιοι χωροφύλακες ακονίζουν τα μαχαίρια τους. Κι αυτό δεν απαντιέται με την ψήφο και την κάλπη αλλά με ισχυρό αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό κίνημα.
Η θέληση της τάξης των εκμεταλλευτών, των καπιταλιστών-ιμπεριαλιστών, να τελειώνουν με τις εργατικές κατακτήσεις και τα λαϊκά δικαιώματα έχει γίνει άμεσα απαιτητή. Και δεν τους εμποδίζει ούτε η προεκλογική περίοδος να ομολογήσουν τον μεσαίωνα που οραματίζονται. Και αυτό δεν ανατρέπεται μέσα από τις κάλπες, όσες «αντεπιθέσεις» κι αν εξαγγείλει κανείς, όσους δημάρχους και δημοτικούς συμβούλους αριστερούς κι αν αναδείξει, πολύ περισσότερο όταν αυτοί έχουν ως πεδίο δράσης τους τα όρια του συστήματος και την προσπάθεια, μέσω συνεχών «προοδευτικών» προτάσεων, να βελτιώσουν αυτό το σάπιο σύστημα.
Η ΕΕ αποτελεί εχθρό των λαϊκών και εργατικών συμφερόντων και είναι πολλές οι φορές που υπερθεμάτισε στον αντικομμουνισμό. Το ευρωκοινοβούλιό της απλά έρχεται να καλύψει τον αντιδραστικό της ρόλο και να δώσει την ψευδαίσθηση ότι εκφράζει όλα τα πολιτικά ρεύματα στις καπιταλιστικές κοινωνίες της, κάτι που δικαιώνει την υπερταξική της απεύθυνση και συνεπώς τη δυνατότητα να αλλάζουν οι πολιτικές της μέσω ανατροπής συσχετισμών. Τίποτε από αυτά δεν ισχύει. Η μόνη πραγματική άρνηση και εναντίωση σε αυτό το «πλουραλιστικό» περιτύλιγμα είναι η αποχή από τις ευρωεκλογές και η πάλη για έξοδο από την ΕΕ με όρους λαϊκού και εργατικού κινήματος. Και γι’ αυτό παλεύει το ΚΚΕ(μ-λ), μέσα από την προπαγάνδα του για ΑΠΟΧΗ από τις ευρωεκλογές.