Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 902)
Η αιφνιδιαστική ανακοίνωση της νέας στρατηγικής συμφωνίας Ηνωμένων Πολιτειών, Βρετανίας και Αυστραλίας (AUKUS από τα αρχικά των κρατών) στις 15 Σεπτεμβρίου, συμφωνία που προετοιμάστηκε τους προηγούμενους μήνες με απόλυτη μυστικότητα μεταξύ των τριών χωρών, αποτελεί μια απτή απόδειξη όσων τα τελευταία χρόνια έχουμε επισημάνει για το διεθνές σκηνικό και πρώτα από όλα για τις ΗΠΑ. Η συμφωνία αυτή επιβεβαιώνει πως η αμερικανική υπερδύναμη εξακολουθεί να έχει την μεγαλύτερη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών στον πλανήτη. Διαψεύδει όσους -μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν- εκτιμούσαν ότι οι Αμερικανοί αποσύρονται από την περιοχή, όπως διαψεύστηκαν όσοι μιλούσαν για «απομονωτισμό» επί Τραμπ. Αναδεικνύει το γεγονός πως οι ΗΠΑ δεν θα παραιτηθούν από την πάλη για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης σχετικής αποδυνάμωσής τους έναντι των άλλων ιμπεριαλιστών, όσες αντιφάσεις, αναπροσαρμογές και τυχοδιωκτισμούς και αν παράξει αυτή η στρατηγική επιλογή, όσες αιφνιδιαστικές κινήσεις και αντιφατικές επιλογές κι αν επιλέξουν ή αναγκαστούν να κάνουν. Αναπόφευκτα αυτές οι εξελίξεις διαμορφώνουν ένα ακόμα πιο περιπλεγμένο κουβάρι αντιθέσεων και παγκόσμιων ανταγωνισμών, που θα φέρει νέα δεινά στην εργατική τάξη και τους λαούς σε όλο τον κόσμο.
Προμετωπίδα της «νέας εταιρικής σχέσης ασφάλειας» αποτελεί το στρατιωτικό-στρατηγικό σκέλος, με αιχμή την παροχή τεχνολογίας πυρηνικής πρόωσης από τις ΗΠΑ στην Αυστραλία, ώστε η τελευταία να μπορέσει να κατασκευάσει οχτώ πυρηνοκίνητα υποβρύχια. Η συμφωνία επεκτείνεται στους τομείς της κυβερνοασφάλειας, της τεχνητής νοημοσύνης και της κβαντικής υπολογιστικής, ενώ εμμέσως αγγίζει και τον τομέα των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, που αναδείχθηκε μέσα στην πανδημική κρίση, τομείς που συνδέονται ολοένα και πιο πολύ με την κούρσα του γεωστρατηγικού ανταγωνισμού για την κυριαρχία στον πλανήτη. Φυσικά όλα τα προηγούμενα δεν είναι παρά ο σκελετός της AUKUS, που πρέπει να γεμίσει με «σάρκα» μέσα σε μια πορεία.
Οι ΗΠΑ με αυτή την συμφωνία επιχειρούν να στριμώξουν κυρίως την Κίνα, αλλά και την Ρωσία, σε ένα γενικότερο επίπεδο, ενώ στέλνουν μήνυμα στους ιμπεριαλιστές της ηπειρωτικής Ευρώπης (Γερμανία και Γαλλία) ότι δεν μπορεί να γίνουν ανεκτές και χωρίς συνέπειες οι διαφοροποιήσεις τους όσον αφορά την Ρωσία και την Κίνα.
Ειδικά για την Κίνα, εκτιμούν ότι απαιτούνται ακόμα πιο δραστικές πολιτικές περιορισμού των προσπαθειών της να κάνει την Νοτιοανατολική Ασία και τον Ινδικο-Ειρηνικό πεδίο προβολής ισχύος και εφαλτήριο για τον μετασχηματισμό της σε ιμπεριαλιστική δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας. Σίγουρα τους ανησύχησαν σφόδρα τα δορυφορικά δεδομένα που αναφέρονται στην κατασκευή 100 με 200 σιλό στην κινέζικη επικράτεια για να στεγάσουν μια νέα γενιά διηπειρωτικών πυραύλων. Αν με την παραγωγή πυρηνοκίνητων υποβρυχίων συνυπολογίσουμε την απόκτηση από μέρους της Καμπέρα θαλάσσιων και αεροπορικών πυραύλων τύπου «Κρουζ», αλλά και την επικείμενη αναβάθμιση των υποδομών και της παρουσίας των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Αυστραλία, φανερά επιχειρείται η επαναφορά της προηγούμενης- πριν την ραγδαία αύξηση της στρατιωτικής ικανότητας της Κίνας και τις κινήσεις της στην περιοχή- ισορροπίας δυνάμεων, που ευνοούσε τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της. Μ’ άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να μην επιτρέψουν στην Κίνα να αποκτήσει στρατιωτική-στρατηγική υπεροχή στην περιοχή, οικοδομώντας γύρω από τις ίδιες έναν συνασπισμό αποτροπής και αποθάρρυνσής της. Στην κατεύθυνση αυτή «επιστρατεύονται» τα «πάντα»: από την πάλη για την πρωτοκαθεδρία στις τεχνολογικές καινοτομίες, έως την αναδιάταξη των εφοδιαστικών αλυσίδων, όχι χωρίς αντιφάσεις και προβλήματα. Οι στρατηγικές αυτές κινήσεις επηρεάζουν έντονα και την Ρωσία, που βλέπει στις ανατολικές εσχατιές της να ανεβαίνει το θερμόμετρο του ανταγωνισμού και να συσσωρεύονται αντίπαλοι στόλοι, προηγμένα όπλα και πύραυλοι κάθε είδους. Και όλα αυτά με την ίδια να έχει, ειδικά σε Ινδικό-Ειρηνικό, μικρότερες δυνατότητες να αναπτύξει δυνάμεις σπασίματος της περικύκλωσης, σε σχέση με αυτές που έχει στα δυτικά σύνορά της. Ήδη βέβαια έχει κι αυτή πυκνώσει τις κινήσεις της γύρω από το Αφγανιστάν και μάλιστα σε πιο υψηλό και ποιοτικό επίπεδο σε σχέση με την Κίνα.
Σ’ αυτό το σημείο οφείλουμε να επισημάνουμε πως η ανακοίνωση της AUKUS φανερά επισπεύσθηκε για να μπορέσει η Ουάσιγκτον να αποκαταστήσει την τρωθείσα αξιοπιστία της (και) στις χώρες της περιοχής, μετά την ατιμωτική αποχώρηση των ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Έτσι κι αλλιώς, η Ουάσιγκτον προσμέτρησε σίγουρα στην κίνηση αυτή το γεγονός ότι οι προσπάθειες της Κίνας για επέκταση της επιρροής της έχει ανησυχήσει όχι μόνο δυνάμεις όπως η Ιαπωνία και η Νότιος Κορέα, αλλά και μια σειρά άλλες τοπικές άρχουσες τάξεις (π.χ. Φιλιππίνες). Στην ίδια κατεύθυνση ενεργοποιεί πλατύτερα σχήματα «συνεργασίας», ώστε να διευρύνει κατά το δυνατόν την δυνατότητά της να παρεμβαίνει στην περιοχή. Έτσι, λίγες μέρες μετά την AUKUS πραγματοποίησε την δεύτερη σε λίγους μήνες, δια ζώσης αυτή τη φορά, συνάντηση του Τετραμερούς Διαλόγου Ασφαλείας (QUAD - Ινδία, Ιαπωνία, Αυστραλία, ΗΠΑ).
Η Βρετανία, μέσω της συμμετοχής της στην συμφωνία, προσπαθεί να βρει τον βηματισμό της στην μετά-BREXIT εποχή, κάνοντας τα πρώτα της βήματα στον στόχο που μπορεί να έχει προσδιορίσει λεκτικά ως «παγκόσμια Βρετανία», ο οποίος ωστόσο μένει σε μεγάλο βαθμό απροσδιόριστος. Επιπλέον, όπως φανερώνεται και με αυτήν την κίνηση, είναι ένας στόχος τόσο πολύ πάνω από το πραγματικό της μπόι, που τελικά το όλο εγχείρημα -τουλάχιστον μέχρι τώρα- να την οδηγεί στην σκιά της υπερατλαντικής υπερδύναμης.
Η Αυστραλία, αφού μεσολάβησαν δέκα χρόνια μετά την σημαντική απόφασή της (2011) να προχωρήσει στην εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων και στρατευμάτων στην επικράτειά της και αφού για ένα δίχρονο κινούνταν στα πλαίσια μιας ευμενούς προς την Κίνα ουδετερότητας, με αποτέλεσμα την σύσφιξη των οικονομικών σχέσεων με την Κίνα, φαίνεται να διάβηκε τον Ρουβίκωνα προς μια στενότερη και πιο ευθυγραμμισμένη σχέση με τις ΗΠΑ. Η Αυστραλία, πιεζόμενη παρασκηνιακά από τις ΗΠΑ, πήρε μια παρακινδυνευμένη απόφαση. Όχι μόνο διότι η απόκτηση πυρηνικής τεχνολογίας γίνεται με αντάλλαγμα το βάθεμα της εξάρτησής της από τους Αμερικάνους, αλλά και διότι η απόφασή της αυτή μπορεί να την ζορίσει στο εμπορικό-οικονομικό πεδίο. Εάν η προσπάθεια των ΗΠΑ να εντάξουν την Αυστραλία στο αντικινέζικο μέτωπο έχει και την πλευρά να στερήσουν στο Πεκίνο την πρόσβαση στην μεγαλύτερη παραγωγό χώρα υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), αυτό οφείλουμε να το διαβάσουμε και από την άλλη του όψη: ενδέχεται να στερήσει από την Αυστραλία μια μεγάλη και σίγουρη αγορά.
Όπως ήταν δεδομένο, η Κίνα, ο κύριος στόχος της συμφωνίας, αντέδρασε έντονα αναφερόμενη σε ψυχροπολεμικές αντιλήψεις, που οδηγούν σε νέα κούρσα εξοπλισμών και σε αστάθεια την περιοχή. Η κινέζικη ηγεσία επίλεξε μια διττή συμπεριφορά: Από τη μια, έκανε προβολή στρατιωτικής ισχύος προς την Ταϊβάν. Από την άλλη, προέβη σε μια «επίθεση φιλίας», αιτούμενη την ένταξη στην CPTPP, την συμφωνία που διαδέχτηκε την TPP (Trans-Pacific Partnership - Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού), μετά την απόφαση του Τραμπ που οδήγησε στην απόσυρση των ΗΠΑ από αυτήν. Παράλληλα, προσπαθεί να ενεργοποιήσει και την εμπορικού-οικονομικού χαρακτήρα Περιφερειακή Ολοκληρωμένη Οικονομική Εταιρική Σχέση (RCEP), η οποία είχε θεωρηθεί νίκη του Πεκίνου, αφού είχε καταφέρει να συμπεριλάβει χώρες-συμμάχους των ΗΠΑ (Ιαπωνία, Ν. Κορέα και Αυστραλία) και της οποίας το μέλλον, μετά τις τελευταίες εξελίξεις, προδιαγράφεται αβέβαιο. Παράλληλα, και εμφανώς προβληματισμένη, κινείται στην μεγαλύτερη σύσφιξη των σχέσεων με τη Ρωσία. Η κινέζικη ηγεσία γνωρίζει από πρώτο χέρι πως όχι μόνο έχει ακόμη ανάγκη την ρώσικη πολεμική βιομηχανία, αλλά προσβλέπει στην Μόσχα για μια από κοινού αντιμετώπιση των κλιμακούμενων πιέσεων των ΗΠΑ, τόσο μέσω των διμερών σχέσεων, όσο και μέσω της Συνεργασίας της Σαγκάης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το γεγονός ότι το Ιράν έγινε, προγραμματισμένα ή εσπευσμένα, πλήρες μέλος αυτής της Συνεργασίας, μόνο θετική είδηση είναι για Ρωσία και Κίνα. «Τέλος», προσπαθεί με κέντρο το Αφγανιστάν να προσεταιριστεί χώρες της περιοχής, ενώ έχει πυκνώσει και τις επαφές της με φιλικές προς αυτή χώρες, όπως η Ινδονησία και η Μαλαισία.
Η πιο ηχηρή αντίδραση στην AUKUS προήλθε από την Γαλλία. Η Αυστραλία, λόγω της AUKUS, ακύρωνε το συμβόλαιο με το Παρίσι, που προέβλεπε την προμήθεια 12 συμβατικών υποβρυχίων κόστους 56 δισ. ευρώ! Η γαλλική εξαγωγική αμυντική βιομηχανία δέχονταν έναν ισχυρό κλονισμό και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός έπαιρνε το μήνυμα πως έχει απλωθεί σε «ξένα χωράφια». Το ότι η Γαλλία είναι η μόνη ευρωπαϊκή δύναμη που έχει παρουσία στον Ειρηνικό, με υπερπόντιες κτήσεις και 7.000 στρατιώτες, μέτρησε στο χτύπημα. Η ανάκληση στο Παρίσι των Γάλλων πρεσβευτών σε ΗΠΑ και Αυστραλία και το δηλητηριώδες σχόλιο για την Βρετανία («ο τελευταίος τροχός της αμάξης») ήταν ενδεικτικές πράξεις, που εξέφρασαν τον γαλλικό θυμό για το αμερικανικό «άδειασμα». Θα λέγαμε πως η πιο σημαντική απάντηση της Γαλλίας ήταν η προσπάθεια σφήνας, μέσω της ινδογαλλικής συμφωνίας, στην οποία υπογραμμίζονταν με νόημα η κοινή πάλη «για έναν ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό χωρίς αποκλεισμούς» και «αποκλείοντας κάθε μορφή ηγεμονίας». Η μετέπειτα προσπάθεια του Μπάιντεν για μια στοιχειώδη αποκατάσταση των σχέσεων ΗΠΑ-Γαλλίας και κυρίως η ανοχή των Αμερικανών στην αμυντική συμφωνία Γαλλίας–Ελλάδας, που συνοδεύτηκε από την αγορά των γαλλικών φρεγατών, δεν μπορούν να ισοφαρίσουν «το χτύπημα κάτω από τη μέση». Σε κάθε περίπτωση, η Γαλλία βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με τα όρια της δικής της δυνατότητας να λειτουργήσει με όρους χειραφέτησης απέναντι στον υπερατλαντικό σύμμαχο.
Ίσως όχι τόσο ηχηρή, αλλά το ίδιο ουσιαστική, ήταν η σοβαρή ενόχληση και η μεγάλη δυσαρέσκεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ «απολάμβανε» ακόμα μια φορά και θορυβώδικα τους καρπούς της εγγενούς στρατηγικής της αναπηρίας, αλλά και των ισχυρών αντιστάσεών της στις προσπάθειες των ΗΠΑ να την ευθυγραμμίσουν με τις δικές τους επιδιώξεις όσον αφορά τόσο την Ρωσία όσο και την Κίνα. Η συζήτηση που άνοιξε για πολλοστή φορά, περί της ανάγκης της ΕΕ να προχωρήσει στον δρόμο της στρατηγικής αυτονομίας, θα μείνει ξανά «στα χαρτιά» ενόσω οι δύο βασικές δυνάμεις της ΕΕ, δηλαδή η Γερμανία και η Γαλλία, δεν αποφασίζουν να συμπτύξουν στρατηγική συμμαχία, κάτι επίσης καθόλου απλό και εύκολο. Διότι, πέραν των δικών τους ενεργών αντιθέσεων και διαφορετικών ιεραρχήσεων που πρέπει να αντιμετωπίσουν, γνωρίζουν ότι, αν υποτεθεί ότι προχωρούν στην υλοποίησή της, θα χρειαστεί να χειραφετηθούν από την αμερικανική στρατηγική ομπρέλα, με ό,τι απαιτεί αλλά και με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Ερωτήματα και κριτικές επισημάνσεις για το σήμερα και το αύριο
Έχοντας επίγνωση της σχετικότητας που παράγει η ρευστή και μεταβατική περίοδος που βιώνουμε, θα θέλαμε να θέσουμε δύο καίρια ερωτήματα και να προβούμε σε αντίστοιχες κριτικές επισημάνσεις.
Η AUKUS είναι απόδειξη πως οι ΗΠΑ «παρατάνε» το ΝΑΤΟ ή τέλος πάντων το βάζουν σε υποδεέστερη μοίρα σε σχέση με τον λεγόμενο «αγγλοσαξονικό άξονα»; Νομίζουμε πως η κίνηση με την AUKUS ήταν μια αναγκαστική επιλογή για την αντιμετώπιση Κίνας (και Ρωσίας) λόγω της διαφοροποίησης των Ευρωπαίων στο πεδίο αυτό. Ταυτόχρονα, ο «αγγλοσαξονικός άξονας» χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός εκβιασμού της ΕΕ. Για όσο μπορούμε να δούμε στο μέλλον, ο «αγγλοσαξονικός άξονας» δεν θα αποκτήσει εύκολα ένα άλλο στρατηγικό βάρος και βάθος και, σε κάθε περίπτωση, για να συμβεί κάτι τέτοιο πρέπει να συμβούν μεγάλες ανατροπές. Με άλλα λόγια, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν θα αφήσει έτσι απλά και αβίαστα την μόνη ενεργή στρατηγική συμμαχία, το ΝΑΤΟ, στην οποία ηγεμονεύει και μέσω της οποίας πολλαπλασιάζει την προβολή ισχύος του, για να αναδιπλωθεί και να περιοριστεί σε μια συμμαχία με Βρετανία και Αυστραλία.
Το δεύτερο ερώτημα αφορά το αν έχουμε μετατόπιση του κέντρου βάρους σε Ασία-Ινδικό-Ειρηνικό, και συνδέεται εν μέρει με το πρώτο. Είναι προφανές για μας ότι μεγαλώνει σχετικά το ειδικό βάρος της περιοχής αυτής για ευνόητους λόγους και μπορεί να μεγαλώσει κι άλλο. Αυτό ήδη προκαλεί ανακατατάξεις και επανιεραρχήσεις σε όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις πρώτης και δεύτερης τάξης. Ωστόσο, θεωρούμε πολύ πρόωρη και παρακινδυνευμένη τη θεώρηση που μεταφέρει το κύριο μέτωπο της παγκόσμιας αντιπαράθεσης από την Ευρώπη στην περιοχή αυτή. Όσο μας επιτρέπουν οι δικές μας προσλαμβάνουσες, αλλά και η ίδια η κατάσταση, για μια τέτοια μετατόπιση απαιτείται να συμβούν τεκτονικές αλλαγές στον παγκόσμιο χάρτη. Μια τέτοια θεώρηση στο σήμερα αγνοεί το μέγεθος Ρωσία (επαναφέροντας από την πίσω πόρτα την πολλαπλά διαψευσμένη εκτίμηση του 1990 περί «Φιλιπινέζας») και ταυτόχρονα υποτιμά την γεωστρατηγική σημασία του ελέγχου του ευρωπαϊκού χώρου. Θα τολμούσαμε να πούμε πως ακόμα και αν το μέτωπο Ευρώπη υποτιμηθεί προς στιγμή, π.χ. από τις ΗΠΑ, η ίδια η πραγματικότητα και οι απαιτήσεις της θα τις αναγκάσουν να «ανακρούσουν πρύμναν».