Οι μαζικότατες κινητοποιήσεις του γαλλικού λαού, που συνεχίζονται για πέμπτη εβδομάδα, έχουν ήδη καταγραφεί ως ένα κορυφαίο πολιτικό γεγονός, το οποίο έχει παράξει αποτελέσματα τόσο στο λαό όσο και στην άρχουσα τάξη.
Η κίνηση των μαζών είναι από μόνη της ένα πολιτικό δεδομένο, το οποίο κάθε άλλο παρά αυτονόητο είναι στην εποχή μας. Δεν είναι μόνο οι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτών που πλημμυρίζουν τις πόλεις της Γαλλίας κάθε Σάββατο, είναι και οι εκατοντάδες χιλιάδες που καθημερινά βρίσκονται στα μπλόκα των αυτοκινητοδρόμων, οι αγρότες, οι εργαζόμενοι, η νεολαία, είναι όλος ο λαός που με συντριπτικά ποσοστά στηρίζει τις κινητοποιήσεις.
Η κίνηση αυτή έχει καταφέρει ήδη τις πρώτες της χειροπιαστές νίκες, από την αναβολή της επιβολής του φόρου στα καύσιμα, ο οποίος ήταν η αφορμή για τις κινητοποιήσεις, μέχρι τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Μακρόν στις 10/12. Κυρίως, όμως, κατάφερε μέσα σε λίγες μέρες να τσαλακώσει την …αδιάφθορη εικόνα του Μακρόν, του νέου και άφθαρτου τεχνοκράτη που στην αρχή παρουσιαζόταν ανεπηρέαστος από κινητοποιήσεις. Και τώρα, όχι μόνο κάνει βήματα πίσω, αλλά είναι αναγκασμένος να επιδοθεί σε ένα πραγματικό όργιο καταστολής απέναντι στους διαδηλωτές.
Επιπλέον, οι κινητοποιήσεις έχουν προκαλέσει ανησυχίες και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες όχι μόνο φοβούνται για την επέκτασή τους και σε άλλες χώρες, αλλά και αντιλαμβάνονται τις επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν για όλους, όταν ο ένας από τους βασικούς πυλώνες της ΕΕ έχει να αντιμετωπίσει τέτοια προβλήματα στο εσωτερικό του.
Η αντίθεση στην κυβέρνηση και την πολιτική που ακολουθεί φαίνεται να είναι το κύριο ενοποιητικό στοιχείο για όλον τον κόσμο που συμμετέχει στις κινητοποιήσεις. Ο φόρος στα καύσιμα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, το οποίο είχε ήδη γεμίσει από τις αντιλαϊκές πολιτικές που ακολουθούν οι κυβερνήσεις της γαλλικής αστικής τάξης εδώ και χρόνια και που επιτάχυνε με αξιοσημείωτο ζήλο ο Μακρόν, ακολουθώντας πιστά τις κατευθύνσεις της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Προφανώς ένα τέτοιο πολιτικό περιεχόμενο είναι απαραίτητο μεν, πρωτόλειο δε και δεν αρκεί για να γίνει η κίνηση των μαζών επικίνδυνη για το σύστημα. Τα 42 αιτήματα των «κίτρινων γιλέκων» αγγίζουν πλευρές της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας (δε θα μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς), όμως διαπνέονται από μικροαστισμό και ρεφορμισμό. Πρόκειται, σε μεγάλο βαθμό, για προτάσεις για τη βελτίωση του συστήματος και όχι για μάχιμα αιτήματα που οξύνουν τις αντιθέσεις του και αμφισβητούν την εξουσία του.
Τα αιτήματα, βέβαια, αντικατοπτρίζουν τόσο την ταξική, όσο και την πολιτική σύνθεση αυτού του κινήματος. Αν και η αρχή φαίνεται πως έγινε από μικροαστικά στρώματα, στις κινητοποιήσεις συμμετέχουν και αγρότες και εργάτες και νεολαία. Γιατί όλοι στενάζουν κάτω από την επίθεση που έχει εξαπολύσει στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις τους η κυβέρνηση του Μακρόν.
Όμως αυτή που μόλις τις τελευταίες ημέρες έχει αρχίσει να συνδέεται με το κίνημα είναι η οργανωμένη εργατική τάξη, δηλαδή τα συνδικάτα. Η απεργία που κήρυξε η CGT για τις 14 Δεκέμβρη είναι η κορυφαία, ως τώρα, πράξη συμμετοχής των συνδικάτων στις κινητοποιήσεις.
Ο άλλος μεγάλος απών είναι η Αριστερά. Είναι αρκετές οι δυνάμεις που συμμετέχουν, όμως δεν είναι αρκετές για να χρωματίσουν αυτό το κίνημα και να του δώσουν μια άλλη προοπτική. Και δεν είναι αρκετές όχι μόνο αριθμητικά, αλλά κυρίως πολιτικά, γιατί η κυρίαρχη τάση ήταν η αγνόηση του αγώνα, τουλάχιστον στην αρχή, με πρόσχημα την παρουσία των φασιστών σε αυτόν.
Ωστόσο, είναι ακριβώς αυτή η πολιτική φτώχεια (αν όχι στενομυαλιά ή και σκοπιμότητα) της Αριστεράς που αφήνει το χώρο στην ακροδεξιά να καρπωθεί τη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβερνητική πολιτική. Ο πολιτικός χάρτης των «κίτρινων γιλέκων» έχει και τις κατάμαυρές του περιοχές, οι οποίες εκφράστηκαν ακόμα και με την προβολή ρατσιστικών και ομοφοβικών συνθημάτων σε περιορισμένες, ευτυχώς, περιπτώσεις. Αν και οι βίαιες συγκρούσεις και η επιμονή των διαδηλωτών ανάγκασαν και τη Λεπέν να πάρει τις αποστάσεις της και να υπερασπιστεί την έννομη τάξη πάνω απ’ όλα.
Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» είναι ακριβώς αυτό που θα μπορούσε να είναι, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Είναι ένα κίνημα που αντιστοιχεί στην υποχώρηση των λαϊκών κινημάτων, στην ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και στην όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές και στην ιστορική ρεβάνς που θέλει να πάρει το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα από τους λαούς.
Έτσι, όσο λάθος είναι να απορρίπτουμε συλλήβδην τις κινητοποιήσεις επειδή τους λείπει η πολιτική και ιδεολογική καθαρότητα, άλλο τόσο λάθος είναι να θεωρήσουμε πως αυτές αποτελούν το νέο επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας.
Το βέβαιο είναι πως ο αγώνας αυτός, όπως και άλλοι παρόμοιοι των τελευταίων χρόνων και στη Γαλλία και αλλού, φέρουν υποχρεωτικά τα σημάδια της ήττας και της υποχώρησης, είναι όμως αγώνες που ανήκουν στο νέο κεφάλαιο της λαϊκής πάλης και όχι στο παλιό. Είναι οι αγώνες που μπορούν και πρέπει να γίνονται για να μπορέσουν οι λαοί μέσα από αυτούς να αναζητήσουν τους δρόμους και τις απαντήσεις τους. Γιατί τα επαναστατικά κινήματα δεν παραγγέλνονται, ούτε πέφτουν από τον ουρανό, ούτε ξεφυτρώνουν από τη μια μέρα στην άλλη. Αλλά γεννιούνται, συγκροτούνται και γιγαντώνονται μέσα στην ταξική πάλη, μέσα από την κίνηση των μαζών, μέσα από νίκες και ήττες, μέσα από βήματα μπρος και βήματα πίσω.
Οι κινητοποιήσεις του γαλλικού λαού, με τα χίλια μύρια προβλήματα και αδυναμίες τους, είναι πριν απ’ όλα ελπιδοφόρες γιατί ανιχνεύουν τις πολιτικές, ιδεολογικές, ακόμα και οργανωτικές κατευθύνσεις των λαϊκών κινημάτων του μέλλοντος.