Οι πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με τις απεργίες, συνέχεια και πρακτική έκφραση τοποθετήσεων για την απεργία στις 30 Μάη, μπορεί να προκαλούν ενθουσιασμό σε ορισμένους, είναι όμως βαθιά ανησυχητικές. Δε χρειάζεται να τοποθετηθούμε ξανά για την κατάσταση του εργατικού κινήματος και συνολικά των εργαζομένων. Χρειάζεται, όμως, να υπενθυμίσουμε ότι για να τη δει κανείς, πρέπει να το θέλει. Πρέπει να κοιτάζει την αντικειμενική, συνολική πραγματικότητα στην οποία δουλεύουν –με τις διαβαθμίσεις και τις διαφοροποιήσεις της– τα εκατομμύρια των εργαζομένων στην Ελλάδα. Έχει γίνει δυστυχώς συνήθεια, ειδικά σε ανθρώπους με αναφορά στο κίνημα, να περιορίζουν ολοένα και περισσότερο την οπτική τους, ώστε η εικόνα να ανταποκρίνεται τελικά στη θεωρητική κατασκευή.
Σύμφωνα με αυτή την περιορισμένη εικόνα, όχι μόνο οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν έχουν την παραμικρή εκτίμηση των εργαζομένων, αλλά διαμορφώνονται και όροι «προσπεράσματός» τους. Συγκεντρώνονται δυνάμεις που βλέπουν τα πράγματα έξω από τη συμβιβαστική (και συμβιβασμένη) κατεύθυνση των ηγεσιών και δημιουργούν γεγονότα «νέα», «ελπιδοφόρα», «με κέφι και αισιοδοξία». «Πέρα» από τις (κεντρικές) συνδικαλιστικές ηγεσίες, χωρίς αυτές και τα προβλήματά τους.
Τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Οι εργαζόμενοι ζουν, δουλεύουν και παλεύουν στο πλαίσιο ενός πολύ αρνητικού συσχετισμού. Αυτός ο συσχετισμός καταγράφεται μεταξύ άλλων σε δεκάδες νόμους, σε δικαστικές αποφάσεις, σε συμβάσεις εργασίας (συλλογικές και ατομικές), σε αποδεικτικά μισθοδοσίας, σε συνελεύσεις σωματείων και σε απεργιακές συγκεντρώσεις (ή μάλλον στην έλλειψή τους). Τον αισθάνεται όποιος ψάχνει για δουλειά, όποιος δουλεύει και προσπαθεί να «μην μπλέκεται», όποιος δουλεύει και προσπαθεί να παρέμβει στους συναδέλφους του, όποιος δουλεύει και προσπαθεί να «τα ακουμπήσει» σε συνδικαλιστές-συνδέσμους με εργοδότες, βουλευτές, υπουργούς, υποψήφιους υπουργούς και κάθε είδους σωτήρα.
Αυτός ο αρνητικός συσχετισμός καταγράφεται και εντός του κινήματος. Στα εκατομμύρια των εργαζομένων που δεν γράφονται σε σωματεία. Στην κυριαρχία των αστικών δυνάμεων στα σωματεία που υπάρχουν, ειδικά στα πολύ μαζικά και σε αυτά που βρίσκονται πραγματικά μέσα σε χώρους δουλειάς. Στην αδυναμία έκφρασης, πόσο μάλλον ισχυροποίησης μιας αγωνιστικής αντίληψης. Στη δυσκολία εκδήλωσης αντιστάσεων και στην αδυναμία τους να καταγράψουν νίκες όταν υπάρχουν.
Καταγράφεται, όμως, και στην ενίσχυση κατευθύνσεων παραίτησης, ιδιώτευσης ή αναζήτησης διεξόδου «έξω» από το πρόβλημα, «μακριά» από αυτό. Τέτοια κατεύθυνση είναι αυτή που ενισχύεται το τελευταίο διάστημα, και ακόμα περισσότερο με βάση το πώς αντιμετωπίζεται η κατάσταση με τα πολλαπλά απεργιακά καλέσματα, δηλαδή σαν «επιτυχία», σαν «δυνατότητα», σαν «προοπτική». Στην ουσία της, πρόκειται για συνέχεια της λογικής του σωματείου-παράταξη, του σωματείου που συγκροτείται όταν συγκεντρωθεί ο αριθμός που απαιτεί το πρωτοδικείο, αδιαφορώντας για το αν υπάρχει ήδη σωματείο στον κλάδο ή/και σε αντιπαράθεση με επιχειρησιακά σωματεία. Αυτή τη λογική καλλιεργούν οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΚΚΕ τις τελευταίες δεκαετίες, η οποία αποτελεί επιλογή και, επομένως, διαφέρει πολύ από προηγούμενες καταστάσεις στις οποίες δεκάδες σωματεία, ακόμα και ομοσπονδίες, διαγράφονταν από τη δύναμη της ΓΣΕΕ. Υπόβαθρο αυτής της λογικής είναι ότι η βάση συγκρότησης των σωματείων δεν είναι το κοινό (ταξικό) συμφέρον των εργαζόμενων αλλά οι κοινές πολιτικές αντιλήψεις τους, με τη θέση τους στην παραγωγή να περνάει σε δεύτερη μοίρα και να αφορά περισσότερο τους τύπους και τη νομιμοποίηση του πράγματος. Από την ίδια λογική πηγάζουν ένα σωρό φαινόμενα, με κοινό χαρακτηριστικό το «κρύψιμο» της πολιτικής μέσα σε σωματεία, την ανάθεση πολιτικών καθηκόντων σε συνδικαλιστικά όργανα, την «αποπομπή» των κομμάτων για να επανέλθει «από το παράθυρο» η πλέον «κομματική» λειτουργία (που πχ. απαγορεύει τις παρατάξεις στα λεγόμενα σωματεία βάσης).
Η κατεύθυνση αυτή, όσες φορές κι αν ξαναεμφανίζεται, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Η δημοκρατική λειτουργία των σωματείων δεν είναι ηθικοπλαστική νουθεσία, είναι ανάγκη για την ανάπτυξη πραγματικών αγώνων και για τη διαδικασία συγκρότησης της εργατικής τάξης. Οι δυνάμεις που πανηγυρίζουν για την απεργία της 1/11 βαδίζουν το δρόμο που έχει στρώσει το ΚΚΕ από χρόνια (πριν το ΠΑΜΕ) και, με συνέπεια, του χρεώνουν ότι αφήνει χωρίς «ηγεσία» την κατεύθυνση που το ίδιο προωθεί. Βέβαια, το ΚΚΕ έχει φροντίσει να διατηρεί μια ασάφεια για το χαρακτήρα του ΠΑΜΕ, το οποίο άλλοτε χαρακτηρίζεται και δρα ως παράταξη και άλλοτε ως συνδικαλιστικό όργανο παράλληλο των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, με «μέλη» σωματεία και ομοσπονδίες/εργατικά κέντρα, ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιεί κι έτσι κι αλλιώς. Δεν θέλει, άλλωστε, να αναλάβει την ευθύνη μιας κατεύθυνσης που γνωρίζει ότι δεν έχει προοπτική και αξιοποιείται μόνο για δημιουργία εντυπώσεων και υπεκφυγές. Το ΚΚΕ έχει βασική ευθύνη για τη σύγχυση που έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί αυτή η τακτική του. Ευθύνη όμως έχουν και οι πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις με αναφορά στην αριστερά ή/και στην αυτονομία, που την ακολουθούν και την ενισχύουν, στη βάση φυσικά των δικών τους διαχρονικών πολιτικών αντιλήψεων και πρακτικών.
Η τεράστια πλειοψηφία των εργαζόμενων στην Ελλάδα αγνοεί τη συζήτηση που άνοιξε ξανά με βάση τα πολλαπλά απεργιακά καλέσματα. Αν τη μάθει ένας εργαζόμενος, είτε αδιαφορεί γιατί τα ζητήματα του κινήματος νιώθει πως δεν τον αφορούν, είτε εντείνεται η απέχθειά του προς τους πολιτικαντισμούς που συνοδεύουν τη συνδικαλιστική δραστηριότητα. Ακόμα κι οι εργαζόμενοι που διατηρούν σχέση με το κίνημα καλούνται να διαλέξουν σωματείο, συγκέντρωση, διαδήλωση και –πλέον– μέρα απεργίας. Ακόμα κι αν, για ένα μικρό διάστημα, δημιουργείται ένας εύθραυστος ενθουσιασμός σε κάποιον κόσμο, γρήγορα ανακαλύπτει ότι τα ζητήματα δεν λύνονται όταν τα αγνοείς. Ότι η ζωή του δεν βελτιώνεται, ότι η εργοδοσία δεν χαρίζει τίποτα ούτε αναγνωρίζει σωματεία αν δεν εξαναγκαστεί, ότι η συλλογική δράση με τους διπλανούς του παραμένει αναγκαία. Και αν δεν ξεκαθαρίσει ποια αντίληψη αναπαράγει τα αδιέξοδα και ποια μπορεί να δώσει διέξοδο, σταδιακά οδηγείται στη θεωρητικοποίηση της παραίτησης: ότι όλοι είναι (και θα είναι πάντα) υποταγμένοι, ότι όλοι κοιτάζουν (και θα κοιτάζουν πάντα) τον «εαυτούλη» τους, ότι κανένας δεν καταλαβαίνει και ούτε πρόκειται και ούτε χρειάζεται να καταλάβει. Βοηθάει βέβαια κι ο βερμπαλισμός όλων των επίδοξων «ταξικών πόλων». Παραιτείται, λοιπόν, από την προσπάθεια ο άνθρωπος που καταλαβαίνει, που αναζητά το κοινό καλό, που θέλει να αντισταθεί, και συναντιέται (σε επίπεδο αντίληψης) με τους εργατοπατέρες και τον ελιτισμό τους. Μόνο που δεν ανήκει στην ελίτ, όπως αυτοί, οι οποίοι εν τω μεταξύ συνεχίζουν τη διαλυτική τους «δουλειά» με το πεδίο ελεύθερο.
Είναι γεγονός ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν χαίρουν καμίας εκτίμησης, ούτε καν από αυτούς που τις αναδεικνύουν. Δεν αναδεικνύονται όμως στη βάση της εκτίμησης που χαίρουν αλλά στη βάση της αντίληψης που κυριαρχεί. Συνολικά, κυριαρχεί η υποταγή στην εργοδοσία, αλλά όχι από άποψη. Ακόμα κι αν καταλήγει σε «άποψη», αυτό είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας απανωτών εκβιασμών, τους οποίους παράγει η ίδια η λειτουργία του συστήματος. Όσο λοιπόν οι εκβιασμοί μένουν αναπάντητοι και όσο η μόνη δυνατή απάντηση βρίσκεται σε συλλογικό επίπεδο, τόσο θεωρητικοποιείται (με τη βοήθεια κάθε αστικού ιδεολογήματος) η υποταγή σαν επιλογή. Το πεδίο του αγώνα, της αντίστασης και της διεκδίκησης είναι το μόνο στο οποίο μπορούν να αναζητηθούν απαντήσεις. Η «εναλλακτική» λοιπόν δεν βρίσκεται έξω και μακριά από τους εργαζόμενους και τις ανάγκες τους, αλλά μέσα σε αυτούς. Η καλύτερη καταδίκη της συμβιβαστικής κατεύθυνσης που προωθούν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι η μαζικοποίηση των αγώνων, της συλλογικής δράσης. Και αυτή την κατεύθυνση καλούμαστε καθημερινά να παλεύουμε με αποφασιστικότητα και εμπιστοσύνη στις λαϊκές και εργατικές δυνάμεις. Και με ακόμα μεγαλύτερη ένταση σε κάθε απεργιακή μάχη, με την επόμενη στις 28 Νοέμβρη.
Α.Π., εργαζόμενος στα ΕΛΠΕ