22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 2001

Ο Καζαντζίδης και η ανάγκη έκφρασης ενός λαού

Ο θάνατος του Στέλιου Καζαντζίδη είναι γεγονός που συγκίνησε πολλούς και δεν άφησε αδιάφορους τους περισσότερους. Αυτό φάνηκε και από την κηδεία του λαϊκού βάρδου όπου -όπως γράφτηκε- τα διάφορα κανάλια δεν μπόρεσαν να στήσουν το δικό τους «μελό», αφού πρωταγωνιστής ήταν ο ίδιος ο κόσμος με τις θερμές εκδηλώσεις του. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό το τελευταίο… Τα τραγούδια του Στ. Καζαντζίδη ταυτίστηκαν με μια περίοδο της πρόσφατης, μεταπολεμικής ιστορίας του τόπου μας, εκφράσανε πολύ πλατιά λαϊκά στρώματα. Εχει ειπωθεί -κι είναι σωστό- πως ο Καζαντζίδης ήταν ο τραγουδιστής της «ήττας». Της ήττας του λαϊκού κινήματος μετά τον εμφύλιο, της ήττας ενός λαού που γνώρισε τις σκληρές οικονομικοκοινωνικές συνθήκες της μεταπολεμικής περιόδου, που εξαναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της μετανάστευσης και του ξεσηκωμού. Ειδικά ο Στέλιος Καζαντζίδης ταυτίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά με τους ξενιτεμένους Ελληνες.

Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των μεγαφώνων που παίζαν στη διαπασών τη «συννεφιασμένη Κυριακή» στο κολαστήριο της Μακρονήσου κάθε πρωί με τη φωνή του Καζαντζίδη και με συγκεκριμένη στόχευση φυσικά το ηθικό των αγωνιστών. Αυτή βέβαια είναι η μια πλευρά του φαινομένου. Γιατί αν μείνει κανείς εκεί και μόνο, δεν είναι δύσκολο να σκορπίσει αφορισμούς σ” ό,τι αφορά ολόκληρο τελικά το μουσικό πολιτισμό της πρόσφατης ιστορίας του λαού μας.

Ακόμα κι έτσι να “ναι τα πράγματα -και εν πολλοίς είναι- δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πως ο Στ. Καζαντζίδης έκφρασε με τον πιο χαρακτηριστικό και αυθεντικό τρόπο την πίκρα, τον πόθο, τον καημό αυτής της ήττας. Και μάλιστα μέσα από μια φωνή με τεράστιες εκφραστικές δυνατότητες και λαϊκή «ρίζα» (κάπου γράφηκε πως μια τέτοια φωνή εμφανίζεται με συχνότητα διακοσίων χρόνων!). Μ” αυτή την έννοια ο Καζαντζίδης ήταν ένας έξοχος, αυθεντικός και ανεπανάληπτος λαϊκός βάρδος. Κι εδώ πρόκειται για μια διαδικασία που είναι «τελείως άγνωστη» στη μαζική παραγωγή σουξέ και τραγουδιών-σκουπιδιών που βιώνουμε σήμερα. Βέβαια στο σημείο αυτό μπορεί να ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση για το πώς ορίζεται τελικά στις μέρες μας (αλλά και στην πρόσφατη ιστορία μας) αυτό το λαϊκό. Ο Λένιν είχε γράψει πως το λαϊκό δεν ταυτίζεται σώνει και καλά με το προοδευτικό. Είναι πολύτιμη αυτή η διαπίστωση. Μην ξεχνάμε πως την «εποχή του Καζαντζίδη» έχουμε μια σειρά μουσικές εκφράσεις σ” αυτό που με τη στενότερη ή ευρύτερη έννοια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λαϊκό τραγούδι. Πέρα από την αριστερή και πιο έντεχνη, όχι όμως λιγότερο λαϊκή, ανάταση του Θεοδωράκη (άδικα ο Καζαντζίδης σε συνέντευξή του την κριτικάρει σαν «μη λαϊκή»), έχουμε την τσιτσάνεια προσαρμογή του ρεμπέτικου σε δυτικές ατραπούς, το φαινόμενο του αρχοντορεμπέτικου και -γιατί όχι;- μια σειρά λαϊκούς συνθέτες, οι περισσότεροι των οποίων με δεσμούς με την Αριστερά (Δερβενιώτης, Τσετίνης, Γαβαλάς κ.λπ.), που επιχειρούν και πετυχαίνουν παντρέματα ρεμπέτικων, δημοτικών, δυτικών και ανατολίτικων ακουσμάτων. Ολος αυτός ο μουσικός πλούτος έκφρασε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό διάφορες πλευρές της προσωπικότητας ενός λαού και την ποικιλία των αναγκών του. Εκεί πολλές φορές συνυπήρχαν η αγωνιστική διάθεση μαζί με τη μοιρολατρία, ο πόνος μαζί με τη χαρά, το προοδευτικό μαζί με το αντιδραστικό (π.χ. η αντίληψη για τις γυναίκες). Μέσα σ” αυτό το αντιφατικό λαϊκό χωνευτήρι, η μορφή του Στέλιου Καζαντζίδη κυριαρχεί. Κι όταν αυτό το χωνευτήρι (από τα τέλη της δεκαετίας του ’60) αρχίζει να κατρακυλά προς το σουξέ, την ευτέλεια, την υποτίμηση του ακροατή, όταν πλέον αποσπάται τελείως από το λαό (εδώ έβαλε και η χούντα το χεράκι της), δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε πως ο Καζαντζίδης ήταν απών. Δεν έχει σημασία αν αυτό έγινε μέσα από μια προσωπική κόντρα ή βίτσιο, σημασία έχει ότι ο Καζαντζίδης δεν συμμετέχει σ” αυτό το «μπούγιο». Βέβαια από κει και πέρα μπορεί να μετρήσει κανείς πολλά «φάλτσα» του Καζαντζίδη. Η πρόταση για εθνικοποίηση της φωνής του, η μόνιμη αυτοπροβολή του σαν του αιωνίως αδικημένου και πικραμένου (τι να πει κι ο προδομένος κι αδικημένος λαός), η προσπάθεια δικαίωσης προσωπικών επιλογών (μόνος εναντίον όλων), αλλά και πολλές άδικες και αντιφατικές κρίσεις (και στο πολιτικό επίπεδο).

Ο Καζαντζίδης δεν ήταν ένας στρατευμένος τραγουδιστής -αυτό είναι σαφές- αν και «εισέπραξε» από το μετεμφυλιακό κράτος κάποια πράγματα για την αριστερή καταγωγή του. Τα φάλτσα της προσωπικής και πολιτικής πορείας του Καζαντζίδη είναι κοινός τόπος για μια σειρά λαϊκούς δημιουργούς όπου το υπερτροφικό εγώ «φαλτσάρει» πολύ πιο συχνά και σε αντίθεση με το καλλιτεχνικό τους ταλέντο (τι να πει κανείς π.χ. για το Θεοδωράκη;). Εξάλλου, το έργο της διόρθωσης όχι με την έννοια του συνετισμού αλλά των ορίων στην προσφορά ενός λαϊκού καλλιτέχνη δεν είναι μόνο δικό του ζήτημα, αλλά και δουλειά του κινήματος.

Οπως και να το κάνουμε, το κενό της έκφρασης ενός λαού είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερο από το κενό που αφήνει στις καρδιές των απλών, λαϊκών Ελλήνων ο θάνατος του Καζαντζίδη. Που λυπούνται και θρηνούν πραγματικά. Μόνο που δεν γνωρίζουν ή, καλύτερα, κάνουν πως δεν θέλουν να γνωρίζουν ότι θρηνούν και κλαίνε για τη δική τους ζωή, για τα δικά τους βιώματα, για τις δικές τους χαμένες ελπίδες.

φ. 438, 22/9/01

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr