«Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά». Αυτό θα μπορούσε να είναι το σύντομο σχόλιο για τη διαδρομή του πολιτικού συστήματος στη χώρα από τις εκλογές του 2009 ως τις τελευταίες της 20/9. Το 2009, τα κόμματα του συστήματος στη Βουλή άθροιζαν ποσοστό 83%, ενώ στην τωρινή Βουλή το αντίστοιχο άθροισμα είναι χωρίς τη φασιστική ΧΑ 81%, ενώ μαζί με αυτή τη μαύρη δύναμη του συστήματος φτάνει στο 88%! Από την άλλη, το 2009 το σύστημα διέθετε δύο μεγάλα και συμπαγή –ως τότε- κόμματα που είχαν σχεδόν 77,5% (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) τα οποία συμπλήρωνε το ΛΑΟΣ με 5,63%. Σήμερα όμως το 81% είναι κατακερματισμένο σε έξι κόμματα, με το καθένα από αυτά να έχει σοβαρά ζητήματα για το πώς θα συνεχίσει να αποτελεί βασικό στήριγμα ή συμπλήρωμα στην υπηρεσία του συστήματος. Τα κύρια ζητήματα εστιάζονται βέβαια στους δύο σημερινούς πυλώνες (ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ), που και οι δύο τελούν υπό αναμόρφωση και ανασυγκρότηση, ενώ το καθένα από τα μικρότερα (ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι, ΑΝΕΛ, Ένωση Κεντρώων) με διαφορετικούς όρους και χαρακτηριστικά αντιμετωπίζουν έως και το ζήτημα της επιβίωσής τους.
Κατακερματισμός και ενίσχυση της αντιδραστικής κατεύθυνσης είναι, λοιπόν, τα δύο βασικά χαρακτηριστικά στη διαδρομή αυτή του πολιτικού συστήματος όλα αυτά τα χρόνια. Ο κατακερματισμός είναι προφανής ενώ η αντιδραστική κατεύθυνση δεν αφορά μόνο βέβαια την Χ.Α. αλλά το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων στην εξέλιξή τους όλα αυτά τα χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κόμματα της Βουλής που –διακήρυσσαν έστω- την αντίθεσή τους στα Μνημόνια και την επίθεση ήταν: Το Μάη του 2012 αθροιστικά στο 25% (χωρίς τη ΔΗΜΑΡ και τους ΑΝΕΛ που μαζί άθροιζαν σχεδόν 17%), τον Ιούνη του 2012 στο 31%, τον φετινό Ιανουάριο 42% και τώρα είναι πλέον στο 5.5%! Βεβαίως η συμβατικότητα των ποσοστών καθυστερεί να καταγράψει μια σκληρή πραγματικότητα που έτσι κι αλλιώς βίωνε ο λαός, και ήταν παραπάνω από φανερή στο κίνημα, στους αγώνες, στις αντιστάσεις που μειώνονταν ευθέως ανάλογα με την αύξηση των θεωρούμενων αντιμνημονιακών ποσοστών εντός της Βουλής από το 2012 και μετά. Αλλά οπωσδήποτε έχει μια συγκεκριμένη πολιτική σημασία το γεγονός ότι με τον πιο επίσημο και ανοιχτό πλέον τρόπο και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση είναι «μνημονιακές», στην υπηρεσία δηλαδή του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου.
Η «δεύτερη ευκαιρία»
Αυτή η πορεία του κατακερματισμού και της αντιδραστικής πορείας όχι μόνο δεν έχει ολοκληρωθεί αλλά είναι σε πλήρη εξέλιξη γιατί είναι ζώσες και ισχυρές οι αιτίες της: Η ιμπεριαλιστική επίθεση με το συνακόλουθο βάθεμα της εξάρτησης και δίπλα σε αυτήν η επίθεση του ντόπιου κεφαλαίου είναι οι αιτίες της δραματικής επιδείνωσης των όρων ζωής της εργατικής τάξης και του λαού, της καταβύθισης των μικρών και μεσαίων στρωμάτων. Όλα αυτά με τη σειρά τους καταργούν και συντρίβουν σχέσεις και ισορροπίες που τα κόμματα του συστήματος είχαν διαμορφώσει όλα τα προηγούμενα χρόνια σε όλο το φάσμα της κοινωνικής-οικονομικής ζωής. Η χώρα και η κοινωνία αλλάζει-όχι σε μια άλλη ρότα από αυτή που ακολουθούσε πριν το 2009- αλλά με καταιγιστικούς ρυθμούς. Οι αυταπάτες και αιφνιδιασμοί απέναντι σε αυτή την κατάσταση (θεώρησαν ότι) βρήκαν πολιτική έκφραση, ενώ οι πραγματικές εργατικές-λαϊκές ανάγκες δεν μπόρεσαν -μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό ταξικό συσχετισμό- να διαμορφώσουν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο τη δικιά τους κατεύθυνση.
Σε αυτή τη βάση ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε, στις εκλογές της 20/9, τη «δεύτερη ευκαιρία» που ζήτησε. Την «πρώτη ευκαιρία» που είχε τον περασμένο Γενάρη την χρησιμοποίησε για να προσαρμόσει εαυτόν με την ιμπεριαλιστική-καπιταλιστική κυριαρχία στη χώρα, από τη θέση της κυβέρνησης. Για να συνάψει σχέσεις και δεσμούς με τα πραγματικά κέντρα εξουσίας και ταυτόχρονα μέσα σε αυτή την πορεία προσαρμογής να «δείξει» στο λαό πως «δεν υπάρχει» δρόμος αντίστασης και ανατροπής της επίθεσης. Και όλα αυτά τα έκανε με τον πιο «κανονικό τρόπο». Υπογράφοντας το τρίτο Μνημόνιο και ψηφίζοντάς το στη Βουλή μαζί με όλο το «παρελθόν» από το οποίο τάχα θέλει να ξεμπερδέψει!
Για ποιο στόχο και σκοπό ζήτησε λοιπόν (αλλά και από ποιους) τη δεύτερη ευκαιρία; Προφανώς για να εφαρμόσει το τρίτο Μνημόνιο μαζί με τα δύο προηγούμενα, συνολικά για να υπηρετήσει τους επικυρίαρχους στη χώρα ιμπεριαλιστές και το ντόπιο κεφάλαιο. Αυτό δηλώθηκε σε πολλούς τόνους προεκλογικά (μέχρι και ότι «δαιμονοποιήσαμε τα Μνημόνια» είπαν τα στελέχη του, αντιγράφοντας τον Πάγκαλο) και θα γίνει άμεσα πράξη της «νέας» κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Και το «αίτημα» για «δεύτερη ευκαιρία» δεν απευθυνόταν μόνο στο λαό που ο Τσίπρας εκβίαζε με τον πιο χυδαίο τρόπο, ότι τάχα ο ίδιος είναι πιο κατάλληλος και πιο φιλολαϊκός για να εφαρμόσει την επίθεση ενάντια στα δικαιώματά του. Απευθυνόταν και στα κέντρα εξουσίας –ντόπια και ξένα- που στήριξαν την προσπάθειά του να αναλάβει εκ νέου την κυβερνητική εξουσία απαλλαγμένος από τις παλιές ψεύτικες υποσχέσεις του, «πιο ώριμος και προσγειωμένος» όπως ο ίδιος έλεγε στο διάγγελμά του.
Ωστόσο, δεν είναι «μόνο» το τρίτο Μνημόνιο και η επίθεση στο λαό που η κυβέρνηση έχει να επιτελέσει στη νέα θητεία της. Είναι και το «διαρκές Μνημόνιο» της υπηρέτησης των αμερικανονατοϊκών πολεμικών σχεδίων στην περιοχή σε συνθήκες αναβρασμού και έντασης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Ήδη ο ΥΠΕΞ των ΗΠΑ ζήτησε συνάντηση με τον Τσίπρα για να «του εκθέσει θέματα αμερικανικού ενδιαφέροντος». Τέτοια είναι οι ευρω-ρωσικές σχέσεις, η κατάσταση στη Συρία, στα Βαλκάνια και ο ρόλος και οι αποστολές που η Ελλάδα πρέπει να αναλάβει εν ονόματι του «συμμαχικού» συμφέροντος.
Όλα αυτά μαζί αναδεικνύουν τις τρικυμίες που έχει μπροστά της η νέα κυβέρνηση, προαναγγέλλουν τριγμούς συνολικά για το πολιτικό σύστημα. Δεν είναι τυχαίο πως σχεδόν ταυτόχρονα με την εκλογή της νέας κυβέρνησης, ο γερμανικός Σπιγκελ έσπευσε να εκτιμήσει και να επαναφέρει ως μεγάλη την πιθανότητα ενός «grexit”, επιβεβαιώνοντας πως και από την εδώ μεριά του Ατλαντικού ο ιμπεριαλιστικός συμβιβασμός που αποτυπώθηκε για την Ελλάδα στη συμφωνία του περασμένου Ιουλίου είναι ασταθής και η τύχη του θα κρίνεται διαρκώς.
Στη βάση όλων αυτών, με την εκλογική του νίκη στις 20 του Σεπτέμβρη, ο ΣΥΡΙΖΑ έκλεισε τον κύκλο του ως κόμμα της μικροαστικής διαμαρτυρίας και του ρεφορμισμού. Οι αυταπάτες του και οι ρεφορμιστικές θεωρήσεις του μέσα από τη διαδρομή που ακολούθησε και σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό σκηνικό, ξεβράστηκαν και υπάχθηκαν στις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου. Το για πόσο θα υπάρξει ως εργαλείο τους, ως φορέας της επίθεσης του συστήματος, το πόσο εκτενής θα είναι ο νέος δηλαδή κύκλος του, δεν θα εξαρτηθεί μόνο από τις αναμορφώσεις που θα επιχειρήσει –μάλλον άμεσα- η ηγεσία του. Αλλά και από τις αντιθέσεις των κυρίαρχων δυνάμεων και βέβαια από την πάλη του λαού.
Οι «ευκαιρίες» και πραγματικές απαιτήσεις της ταξικής πάλης
Η διαπίστωση της αστάθειας του πολιτικού συστήματος που φτάνει να εκδηλώνεται και ως πολιτική κρίση σε πολλές στιγμές αυτών των χρόνων, δεν είναι μόνο δική μας. Γίνεται από όλες μάλλον τις δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά και το κίνημα. Το κρίσιμο ερώτημα ωστόσο είναι τι μπορεί να σημαίνει αυτή η διαπίστωση για τα καθήκοντα και τους στόχους που μπαίνουν στο κίνημα, στην πάλη. Γιατί δηλαδή καταθέτει κανείς και επικαλείται αυτή τη διαπίστωση.
Όσον μας αφορά, χρησιμοποιούμε τη διαπίστωση αυτή για να αναδείξουμε και μέσα από αυτή τον εξαρτημένο χαραχτήρα του καπιταλιστικού συστήματος στη χώρα μας, το πλαίσιο κίνησης της αστικής τάξης και των πολιτικών κομμάτων του συστήματος, τους εχθρούς που μπαίνουν μπροστά στο λαό και στην πάλη του όταν αυτή αρχίζει να κάνει τα βήματά της. Τη χρησιμοποιούμε ταυτόχρονα για να αναδείξουμε τα όρια και τις αντιφάσεις των επιλογών του συστήματος, κόντρα σε μια λογική που θέλει να το εμφανίζει «παντοδύναμο», κόντρα στη «λογική» που ισχυρίζεται πως είναι όλα «προγραμματισμένα» και «κανονισμένα»… από την εποχή του Μάαστριχτ. Μια «λογική» που είναι μεταφυσική και στο πολιτικό δια ταύτα της όχι μόνο δεν ισχυροποιεί το λαό και την πάλη του αναδεικνύοντας ρήγματα και αντιφάσεις, αλλά αντίθετα τον καθηλώνει, εμφανίζοντας του έναν αντίπαλο χωρίς κανένα πρόβλημα και με δυνατότητες προγραμματισμού και στρατηγικής που ούτε οι ιμπεριαλιστικές χώρες δεν έχουν!
Ταυτόχρονα δίπλα σε αυτή τη διαπίστωση καταθέτουμε πάντα άλλες δύο καίριες και βασικές επισημάνσεις: Τον ιδιαίτερα αρνητικό συσχετισμό που υπάρχει σήμερα για την εργατική τάξη και το λαό σε όλα τα επίπεδα και είναι έκδηλος στην καθημερινή πολιτική, ταξική ζωή και πάλη, δηλαδή την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης και του λαού πολιτικά, ιδεολογικά, θεωρητικά, οργανωτικά. Και δεύτερο -που αποτελεί «μέρος» του προηγούμενου αλλά έχει και τη σχετική αυτοτέλειά του- την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος στον 20ο αιώνα που εκφράστηκε μέσα από την καπιταλιστική παλινόρθωση και «επικυρώθηκε» πλατιά με τις καταρρεύσεις του 1989-91. Ήττα που ζητάει απαντήσεις για το πώς και το γιατί, που με τη σειρά τους οι απαντήσεις αυτές αποτελούν βασικές προϋποθέσεις της εκ νέου συγκρότησης του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος.
Στην πλειοψηφία των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά, η διαπίστωση της πολιτικής αστάθειας και της πολιτικής κρίσης γίνεται για εντελώς διαφορετικούς-ουσιαστικά αντίθετους- λόγους και στόχους. Στη βάση της διαπίστωσης αυτής, ο αντίπαλος, δηλαδή οι ιμπεριαλιστές αφέντες της χώρας και η καπιταλιστική κυριαρχία, μικραίνει… μέχρι εξαφανίσεως! Κυρίως όμως εξαφανίζεται η -απαράγραπτη για εμάς- ανάγκη η εργατική τάξη και ο λαός να συγκροτηθούν σε κάθε επίπεδο και μέσα από μια ολόκληρη πορεία αγώνων και μαχών, σε δυνάμεις που θα μπορούν να αναμετρηθούν με τον αντίπαλο και να τον ανατρέψουν.
Σε αυτή τη βάση, οι δυνάμεις αυτές διαγράφουν το πρώτο αναγκαίο και ζητούμενο της σημερινής –εδώ και χρόνια- κατάστασης: Το ζήτημα της συγκρότησης αντιστάσεων, και μαζικών αγώνων διεκδίκησης. Έχοντας έτσι χρησιμοποιήσει τη διαπίστωση της πολιτικής αστάθειας και κρίσης, φτάνουν να διακηρύξουν την «ευκαιρία» που είναι υποτίθεται μπροστά μας: Να δώσει –ο λαός εννοείται-, εδώ και τώρα κεντρική πολιτική λύση στο πρόβλημά του και στο πρόβλημα της χώρας! Έστω λύση «καταρχήν», έστω λύση «μεταβατική», έστω λύση «αντιφατική», αλλά σε κάθε περίπτωση λύση στο κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο.
Είναι αλήθεια ότι αυτή η κατεύθυνση παρουσιάζεται με διαβαθμίσεις ως προς την… ωμότητά της. Η πιο χυδαία εκδοχή της ως τώρα υπήρξε αυτή του ΣΥΡΙΖΑ που «καταργούσε τα μνημόνια σε ένα νόμο και ένα άρθρο» μόλις θα ερχόταν στην κυβέρνηση. Τα γεγονότα σχετικά με τη διαδρομή του γνωστά αλλά τα συμπεράσματα καθόλου προφανή όσον αφορά μια σειρά δυνάμεις. Το σενάριο (του καλού) ΣΥΡΙΖΑ επαναλήφθηκε στις τελευταίες εκλογές από τη ΛΑΕ. Αναπόφευκτα, στο τοπίο που είχε δημιουργηθεί και με τη δικιά της συνδρομή και συνενοχή, η επιδίωξη να αναλάβει η ΛΑΕ σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο να φέρει τη «λύση» για το λαό γνώρισε παταγώδη αποτυχία, αν κανείς αναλογιστεί τους κοινοβουλευτικούς-εκλογικούς όρους που διέθετε η δύναμη αυτή.
Παραπέρα, αλλά όχι πολύ μακριά, η κατεύθυνση της εδώ και τώρα κεντρικής λύσης με έτοιμο το μεταβατικό πρόγραμμα (και τις τεχνικές πλευρές του, όπως ενημέρωναν προεκλογικά) προβάλλεται και παλεύεται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η οποία συγκροτήθηκε και υπάρχει στη βάση αυτού του προγράμματος και τα στελέχη των δυνάμεων (ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ) που αποχώρησαν προεκλογικά για να πάνε στην ΛΑΕ –αλλά και στελέχη του ΝΑΡ- ανέδειξαν με δημόσιες παρεμβάσεις τους ως κρίσιμο και πρωτεύοντα στόχο την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, πρώτο βήμα για να ανοίξει ο δρόμος που θα οδηγήσει στην υλοποίηση του μεταβατικού προγράμματος…
Προφανώς το πρόβλημα έχει βάθος. Η λογική της «ευκαιρίας» να… χωθούμε στα ρήγματα (με λιγότερα ή περισσότερα προαπαιτούμενα στο μεταβατικό πρόγραμμα) είναι αναπαλαίωση του μεταρρυθμισμού, του ρεφορμισμού, της θεωρίας για την (ειρηνική) μετεξέλιξη του καπιταλισμού με ρήξεις εντός του συστήματος.
Εξάλλου και η άλλη εκδοχή, αυτή της «ψυχραιμίας» απέναντι στην πολιτική αστάθεια και κρίση, που παρουσιάζει η ηγεσία του ΚΚΕ, αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Γιατί και σε αυτή την εκδοχή «δεν χρειάζονται» οι μαζικοί λαϊκοί αγώνες. Και η «συγκέντρωση δυνάμεων» για την οποία κάνει λόγο η μετεκλογική ανακοίνωση της Κ.Ε. του ΚΚΕ θα γίνει «στην κατεύθυνση ισχυροποίησης της Λαϊκής Συμμαχίας», δηλαδή των μετωπικών σχημάτων του ΚΚΕ και όχι στο έδαφος της μαζικής πάλης.
Το πρόβλημα έχει βάθος και είναι το πρόβλημα της Αριστεράς, που δεν ανέκυψε βέβαια στις τελευταίες εκλογές αλλά υπάρχει εδώ και δεκαετίες. Είναι το πρόβλημα που δεν μπορεί να απαντηθεί έξω από τους αγώνες, τη μαζική πάλη του λαού και της νεολαίας. Δεν μπορεί να απαντηθεί χωρίς την κατεύθυνση της συγκρότησης μαζικού αντιιμπεριαλιστικού, αντικαπιταλιστικού κινήματος.
Αναγκαίο οι νέοι μαζικοί ξεσηκωμοί!
Οι κάλπες της 20/9 κατέγραψαν τους αρνητικούς πολιτικούς όρους που έτσι κι αλλιώς υπήρχαν για την πάλη του λαού και την προοπτική του. Ας μην ξεχνάμε πως ο λαός έφτασε σε αυτές μέσα σε ένα πλαίσιο αρνητικών εξελίξεων και σε ένα κλίμα που κυριαρχούσε η απογοήτευση, η συμμόρφωση, ακόμα και το «ανίκητο» των ιμπεριαλιστών και των ντόπιων αφεντικών. Κυρίως έφτασε σε αυτές χωρίς την αίσθηση της δικιάς του δύναμης και το κουράγιο που δίνουν οι αγώνες. Αυτά τα στοιχεία καταγράφηκαν στα αποτελέσματα, ακόμα και σε ένα τμήμα της αποχής.
Αυτό που δεν μπορούσε να καταγραφεί στις κάλπες είναι η έκταση της ανεργίας και της εξαθλίωσης, είναι η κατάσταση του κοινωνικού-εργασιακού μεσαίωνα που βιώνει η εργατική τάξη και ο λαός. Ακόμα περισσότερο οι κάλπες δεν μπορούσαν να καταγράψουν την ένταση των αδιεξόδων των λαϊκών μαζών από τη νέα βάρβαρη επίθεση που θα εξαπολύσει άμεσα η κυβέρνηση Τσίπρα –Καμένου και τη συνακόλουθη ανάγκη τους να αντισταθούν και να παλέψουν για τα στοιχειώδη στη ζωή δικαιώματα τους.
Αυτή είναι η βάση της γραμμής πάλης, αυτά είναι τα θεμέλια της αντοχής και της επιμονής με την οποία πρέπει να παλευτεί μέσα στο λαό και τη νεολαία η γραμμή αυτή.