Μετανάστες: Από το δράμα της «φυγής» στο δράμα της «παράνομης» διαμονής.
Κάθε φορά που οι εκπρόσωποι του συστήματος αναφέρονται στους μετανάστες και στο λεγόμενο μεταναστευτικό πρόβλημα προβάλουν θέσεις που περιέχουν ένα διπλό ψέμα. Πρώτον ότι ΕΕ και ΗΠΑ βρίσκονται μπροστά σε ένα πρόβλημα που λίγο ως πολύ προέκυψε εξ αντικειμένου και χωρίς τη δικιά τους ευθύνη και δεύτερον ότι κάνουν ότι μπορούν, στα πλαίσια των αντοχών της δυτικής κοινωνίας, για την ανακούφιση και ένταξη ενός τουλάχιστον μέρους από τους μετανάστες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε, την τελευταία δεκαπενταετία, μπροστά σε ένα νέο μαζικό μεταναστευτικό κύμα. Εκατομμύρια άνθρωποι εγκαταλείπουν βίαια τις εστίες και τις ρημαγμένες χώρες τους και σχηματίζουν ένα ανθρώπινο ποτάμι, που κυλά σιωπηλά και «παράνομα» αναζητώντας διέξοδο για τη «Δύση». Αν τα κύματα των μεταναστών επαναλαμβάνονται στο διάβα της ιστορίας με διαφορετικές αφετηρίες, προορισμούς και γενεσιουργούς αιτίες, αυτό το ποτάμι των σύγχρονων κολασμένων της γης φέρει επάνω του το βαρύ και απάνθρωπο αποτύπωμα της σύγχρονης φάσης του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Είναι λοιπόν αναγκαίο να ξεκαθαριστεί σε πλατιές λαϊκές μάζες ότι:
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες εξελίσσεται μια πρωτόγνωρη επίθεση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς. Απελευθερωμένο πλέον, ύστερα από την ήττα του κομμουνιστικού κινήματος και την αποσυγκρότηση του λαϊκού και εργατικού κινήματος, ευνοημένο από τις ανατροπές που επήλθαν στους παγκόσμιους συσχετισμούς, όπως αυτές ολοκληρώθηκαν το ’89-91, αναδεικνύει την πραγματική του φύση, τη μέγιστη αγριότητα και την καταστροφική του μανία.
Αν αυτό εκδηλώνεται στις λεγόμενες αναπτυγμένες χώρες με την επιβολή όρων διάλυσης της εργατικής τάξης και μετατροπής της σε μια άβουλη μάζα αδύναμη να δράσει συνολικά και συλλογικά, στις εξαρτημένες χώρες εκφράζεται με την επιδίωξη μιας νέας πιο επαχθούς αποικιοκρατίας. Μιας κατάστασης που ξεκινά από την καταλήστευση των χωρών αυτών και την υπερεκμετάλλευση φυσικών πόρων και ανθρώπινου δυναμικού και φτάνει ως τη διάλυση του παραγωγικού τους ιστού και την ερημοποίησή τους. Και από την επιβολή κυβερνήσεων ανδρείκελων και τη δημιουργία προτεκτοράτων, ως την καταστροφή και υποδούλωση των χωρών αυτών, μέσα από τη φωτιά του πολέμου και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και την «ιδιαίτερη» περίπτωση της κατάρρευσης των αναπτυγμένων χωρών του ανατολικού συνασπισμού και την οικονομική και κοινωνική αποδιάρθρωσή τους μέσα από την επέλαση του καπιταλιστικού οδοστρωτήρα, έχουμε τις αιτίες που γεννούν τα εκατομμύρια των μεταναστών σήμερα.
Όμως οι μετανάστες δεν είναι μόνο το απάνθρωπο αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας για την επανακατάκτηση του κόσμου. Αποτελούν παράλληλα και αυτόνομη, κατά κάποιον τρόπο, επιδίωξη του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου. Τόσο γιατί με τη «φυγή» από τις πατρίδες τους δημιουργούνται ακόμη πιο επαχθείς όροι υποταγής των χωρών τους στον ιμπεριαλισμό, όσο και, κυρίως, γιατί αποτελούν μια μεγάλη δεξαμενή φθηνού εργατικού δυναμικού για τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, ενός δυναμικού που δεν έχει δικαιώματα και δυνατότητα αντίστασης και που η χρήση του διευκολύνει την περαιτέρω υποταγή της «γηγενούς» εργατικής τάξης.
Γι αυτό και οι αστικές τάξεις διατηρούν το δυναμικό αυτό σε κατάσταση παρανομίας ή προσωρινής νομιμότητας, και πάντως συνεχούς αβεβαιότητας για το μέλλον και σε ένα περιβάλλον ρατσισμού, ξενοφοβίας και έντονων διακρίσεων, που ξεκινούν από τις περιοχές «υποδοχής» (σύνορα) και συνεχίζονται στις περιοχές «αποδοχής» (εσωτερικό της χώρας).
Πολύ συχνά στιγματίζονται από παράγοντες του συστήματος τα κυκλώματα παράνομης μετακίνησης μεταναστών και προβάλλεται η προσπάθεια του «οργανωμένου κράτους» για το χτύπημα του σύγχρονου δουλεμπορίου και την αποτροπή της «παράνομης» μετανάστευσης. Πρόκειται για ένα ακόμη μεγάλο ψέμα. Αν ήθελαν να χτυπήσουν το δουλεμπόριο θα το είχαν κάνει πολύ εύκολα. Αλλά όχι μόνο δεν επιθυμούν να το χτυπήσουν, αντίθετα το ενισχύουν και το επιδιώκουν. Και όχι μόνο γιατί αυτό είναι συστατικό της λειτουργίας του συστήματος και προσοδοφόρα ενασχόληση μεγαλόσχημων παραγόντων και στελεχών των κρατικών υπηρεσιών. Αλλά κυρίως, γιατί το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα χρειάζεται, όπως προαναφέρθηκε, τους «παράνομους» και όχι τους νόμιμους μετανάστες.
Αυτό, λοιπόν, το καθεστώς παρανομίας ξεκινά από την αρχή του ταξιδιού τους. Τις χώρες τους, που κατέστρεψαν οι ιμπεριαλιστές και τα ανδρείκελά τους. Και συνεχίζεται κατά τη διάρκεια όλης της μεγάλης και επικίνδυνης πορείας τους προς τη «Δύση». Μέσα από βουνά, θάλασσες και ποτάμια και με τους δουλεμπόρους ελεύθερους κι ασύδοτους να συναγωνίζονται σε αγριότητα τους όμοιούς τους, που πριν μερικούς αιώνες μετέφεραν τους δούλους της Αφρικής στις Αμερικάνικες πολιτείες. Λιπόσαρκα κορμιά, στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο σε σαπιοκάραβα και βάρκες, πετιούνται πολλές φορές από τους δουλεμπόρους στη θάλασσα πριν πιάσουν ακτή. Άλλους πάλι τους καταπίνει το ποτάμι, πνίγοντας στα αφιλόξενα κι απρόβλεπτα νερά του τα όνειρα και τις ελπίδες των εξαντλημένων μεταναστών και προσφύγων.
Θα έλεγε κανείς ότι στα σύνορα της «πολιτισμένης δύσης», μέρος της οποίας θεωρείται και η χώρα μας, σταματά ή έστω μετριάζεται αισθητά αυτό το δράμα. Λάθος! Εδώ ξεκινά ένα άλλο δράμα. Ένας ολόκληρος μηχανισμός έχει αναπτυχθεί στα σύνορα και στις παραμεθόριες περιοχές, για να τονιστεί και να εξασφαλιστεί ότι όσοι θα παραμείνουν στη «φιλόξενη» χώρα υποδοχής θα συνεχίσουν να είναι «παράνομοι» και αναλώσιμοι, χωρίς ταυτότητα, αξιοπρέπεια και δικαιώματα.
Ναρκοπέδια, συνοριοφύλακες, στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών έρχονται αμέσως μετά από τον φουσκωμένο Έβρο και το τρικυμισμένο Αιγαίο.
Είναι τα μέσα υλοποίησης μιας πολιτικής, που αποτυπώνεται σε ευρωπαϊκές και διακρατικές συμφωνίες και εσωτερική νομοθεσία, για τη «φύλαξη των συνόρων», το καθεστώς της «παράνομης μετανάστευσης» της «διοικητικής απέλασης και επαναπροώθησης», το καθεστώς «χορήγησης ασύλου».
Παρά τη σύμβαση απαγόρευσης ναρκών, που η Ελλάδα υπέγραψε το 1997, η χώρα μας διαθέτει πάνω από ένα εκατομμύριο νάρκες κατά προσωπικού, ενώ ναρκοθετημένες είναι εκτεταμένες περιοχές κατά μήκος του ποταμού Έβρου. Δεκάδες είναι οι μετανάστες και πρόσφυγες που, δύο βήματα υποτίθεται από την ελευθερία, σκοτώνονται ή ακρωτηριάζονται στα ναρκοπέδια. Οι κρατικές ανακοινώσεις είναι πανομοιότυπες. «Το ναρκοπέδιο είχε διπλή περίφραξη και φωσφορίζουσες πινακίδες γραμμένες στα ελληνικά και αγγλικά». Η δολοφονία μετονομάζεται σε «ατύχημα» και ως φταίχτης καταδεικνύεται ο «απρόσεχτος» μετανάστης. Αυτός άλλωστε είναι έτσι κι αλλιώς «αναλώσιμος»!
Τα τελευταία χρόνια ένα σώμα πολλών εκατοντάδων συνοριοφυλάκων έχει αναπτυχθεί στην παραμεθόρια περιοχή του Έβρου, αλλά και στην Κομοτηνή, την Ξάνθη και ακόμη πιο μέσα. Ένα σώμα που, παράλληλα, χρησιμοποιείται και για γενικότερη τρομοκράτηση των πολιτών της περιοχής, με συνεχή μπλόκα στους δρόμους, προτεταμένα όπλα και ασύδοτες ανακρίσεις των περαστικών. Σύγχρονα εξοπλισμένοι με θερμικές κάμερες και άλλα μέσα, λειτουργούν με πρότυπο τους ράμπο των αμερικάνικων ταινιών και αποτελούν τους προπομπούς της «κρατικής μέριμνας». Με ρατσιστική, εξευτελιστική συμπεριφορά και ξύλο, κυρίαρχοι πάνω στη ζωή και το μέλλον των αβοήθητων, χαμένων στο πουθενά μεταναστών, τους αναχαιτίζον στα σύνορα ή τους στοιβάζουν 20-30 μαζί σε κρατητήρια λίγων τετραγωνικών μέτρων, υγρά και βρώμικα, που αναδύουν έντονη μυρωδιά ακαθαρσιών. Κάποιοι απ’ αυτούς θα ξαναριχτούν στο ποτάμι, ίσως και το ίδιο βράδυ, αναλόγως των εντολών και των «αναγκών της οικονομίας» (Ολυμπιακοί Αγώνες κ.λπ.) και κάποιοι θα μεταφερθούν πιο μέσα, στα λεγόμενα κέντρα υποδοχής, τα στρατόπεδα κράτησης μεταναστών. Έχουν καταγγελθεί σε διεθνείς οργανισμούς πολλές περιπτώσεις μαζικών βασανισμών και βιασμών, καθώς και προσφύγων που έχουν επείγουσα ανάγκη από νοσοκομειακή περίθαλψη χωρίς να επιτραπεί η μεταφορά τους σε νοσοκομεία και είναι φυσικά πολύ περισσότερες οι περιπτώσεις που δε βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση Τούρκου αγωνιστή των λευκών κελιών που, αφού συνελήφθη από τους συνοριοφύλακες και ξυλοκοπήθηκε μέχρι λιποθυμίας, ξύπνησε την άλλη μέρα σε νοσοκομείο της … Τουρκίας. Αλλά και άλλου πολιτικού πρόσφυγα που, ενώ κατόρθωσε να έχει επικοινωνία και με δικηγόρο, στη συνέχεια εξαφανίστηκε (τον εξαφάνισαν δηλαδή) με τις αστυνομικές αρχές να αρνούνται ότι υπήρξε τέτοιος κρατούμενος.
Οι «τυχεροί», όπως προαναφέρθηκε, θα μεταφερθούν στο στρατόπεδα κράτησης. Ορισμένα απ’ αυτά, όπως της Βέννας Ροδόπης, είναι πραγματικά κολαστήρια. Όντας μια παλιά αποθήκη του ΟΣΕ 1.000 τετραγωνικών μέτρων, συγκεντρώνει κατά περιόδους μέχρι και 1.000 μετανάστες, ανακατεμένους άντρες, γυναίκες και παιδιά, δηλαδή ένα τετραγωνικό μέτρο για τον καθένα. Βρώμικοι χώροι, με πρόχειρες τουαλέτες, 2 για κάθε 100 άτομα, χωρίς προαύλιο, χωρίς περίθαλψη και με άθλιο φαγητό. Ανάλογες συνθήκες επικρατούν και σε άλλα στρατόπεδα, όπως αυτό στον Πέπλο και τα Βρυσικά του Έβρου, αλλά και στο Παγάνι της Λέσβου, ενώ το καλοκαίρι του 2002 στοιβάχθηκαν 3.000 περίπου μετανάστες σε διάφορες αποθήκες στους τρεις νομούς της Θράκης, κάτω από συνθήκες θερμοπληξίας, με αποτέλεσμα να έχουμε την εξέγερση των μεταναστών από τα κρατητήρια των Σαπών.
Σ’ αυτά τα στρατόπεδα, όπως και στα κρατητήρια των αστυνομικών τμημάτων, οι μετανάστες θεωρούνται κρατούμενοι του κοινού ποινικού δικαίου. Μόνο συγγενείς τους επιτρέπεται να τους επισκεφτούν, που βέβαια είναι είτε συγκρατούμενοί τους, είτε βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, και δικηγόροι, που προσωπικά έχουν οριστεί από κάποιον μετανάστη ως συνήγοροί τους (αν είναι δυνατόν), ενώ απαγορεύεται αυστηρώς η επίσκεψη φορέων και αντιρατσιστικών οργανώσεων, για οποιαδήποτε ανθρωπιστική, ιατρική ή δικαστική συνδρομή. Σ’ αυτό το καθεστώς της πλήρους απομόνωσης και εξαθλίωσης κρατούνται συνήθως μερικούς μήνες, και κατόπιν, με μια προειδοποίηση να εγκαταλείψουν τη χώρα μέσα σε τρεις μήνες, αφήνονται «ελεύθεροι» να περάσουν την πύλη της υπόλοιπης χώρας.
Μέσα σ’ αυτό το καθεστώς απομόνωσης, είναι πολύ φυσικό να είναι σχεδόν απαγορευτικό να υποβληθεί αίτηση χορήγησης ασύλου, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει συνδρομή ελληνικών οργανώσεων ή συντρόφων τους που ήδη βρίσκονται στην Ελλάδα. Από τις ελληνικές αρχές μπαίνουν μια σειρά επιπλέον εμπόδια στους πολιτικούς πρόσφυγες, οι οποίοι, άλλωστε, είναι ανεπιθύμητοι και χρειάζεται πολύς αγώνας για να αποτραπεί η απέλασή τους. Από την άρνηση παραλαβής αίτησης ασύλου, την άρνηση πρόσβασης σε δικηγόρο και μεταφραστή, την προσαγωγή τους σε δίκη γιατί πέρασαν παράνομα στη χώρα (θαρρείς και θα μπορούσαν να περάσουν σαν κύριοι από τα τελωνεία), την άρνηση χορήγησης ροζ κάρτας και βέβαια τη συστηματική και με το ίδιο ασαφές σκεπτικό («δεν συντρέχουν λόγοι») άρνηση χορήγησης πολιτικού ασύλου, που έχει ως αποτέλεσμα το ποσοστό χορήγησης ασύλου να πέσει από το 9,55% το 1999 σε λιγότερο από 0,1% το 2003, δηλαδή να χορηγηθεί πολιτικό άσυλο μόνο σε τρεις περιπτώσεις τη χρονιά αυτή. Εδώ τα γεγονότα της 11ης Σεπτέμβρη, οι συμφωνίες «καταπολέμησης της τρομοκρατίας», οι λίστες με τις οποίες επαναστατικές οργανώσεις χαρακτηρίζονται τρομοκρατικές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο.
Νάρκες, συνοριοφύλακες, κρατητήρια, στρατόπεδα κράτησης, ξυλοδαρμοί και βασανιστήρια, εξαφανίσεις και επαναπροωθήσεις, εξευτελισμοί, απομόνωση και εκφοβισμοί, κατάργηση του δικαιώματος ασύλου και απελάσεις, όλα αυτά που συμβαίνουν κοντά στα σύνορα, στη Θράκη και στα νησιά, μαζί με το χαρτί της διοικητικής απέλασης, τη βούλα, δηλαδή, του «παράνομου», δίνουν τα «εφόδια» εκείνα που είναι απαραίτητα στον μετανάστη για να τραβήξει, έτοιμος πλέον, προς τα σκλαβοπάζαρα της Αθήνας και των άλλων μεγάλων πόλεων.