10 ΙΟΥΛΗ 2021

Ο ΣΥΡΙΖΑ του… ρεαλιστικού ριζοσπαστισμού

Άρθρο από την Προλεταριακή Σημαία (φύλλο 898)

Τελικά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρήκε το «μότο» για να διεκδικήσει ξανά την κυβερνητική διαχείριση στις επόμενες εκλογές «όποτε αυτές και αν γίνουν», όπως είπε και ο Α. Τσίπρας στην εναρκτήρια ομιλία του στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη που ξεκίνησε την Παρασκευή 2 Ιούλη. Η Δικαιοσύνη, λοιπόν, αποτελεί το νέο σλόγκαν και την απάντηση σε όλα τα ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας. Είναι μία «ανακάλυψη» που ήρθε να απαντήσει στο αδιέξοδο που χαρακτηρίζει τις επιλογές μίας ηγεσίας που προσπαθεί εναγωνίως να ξαναμπεί στο πολιτικό προσκήνιο και να αποκτήσει ξανά «επαφή» με τα εργατολαϊκά στρώματα από τη μία, χωρίς όμως από την άλλη να διαταράξει και τις σχέσεις της με το ξένο και ντόπιο κεφάλαιο και κυρίως με τους επικυρίαρχους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ και ΕΕ.

Σε μία περίοδο που το κεφάλαιο και οι ιμπεριαλιστές έχουν εξαπολύσει μία γενικευμένη επίθεση στην εργατική τάξη και τους λαούς για να φορτώσουν την κρίση του συστήματος στις πλάτες τους, ο ΣΥΡΙΖΑ παριστάνει ότι υπάρχει, εντός συστήματος, μία άλλη κατεύθυνση, που τη χαρακτηρίζει η λογική και η δικαιοσύνη. Σε αυτή την κατεύθυνση επιχειρεί να εγκλωβίσει ξανά λαϊκά στρώματα και νεολαία, για μια κυβερνητική διεκδίκηση, η οποία, υποτίθεται, θα απαντήσει όλα τα ζητήματα της επίθεσης. Η κατεύθυνση αυτή αναδείχθηκε ιδιαίτερα στις απεργιακές κινητοποιήσεις ενάντια στο αντεργατικό τερατούργημα της ΝΔ, όπου τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έλεγαν ότι όση επιτυχία και αν έχουν οι απεργιακές κινητοποιήσεις, το νομοσχέδιο θα ψηφιστεί και από την άποψη αυτή το μόνο που έχει σημασία είναι η κυβερνητική αλλαγή. Στέλνει το μήνυμα ότι σήμερα δεν χρειάζεται οργανωμένος, μαζικός και παρατεταμένος διεκδικητικός αγώνας του εργαζόμενου λαού, αλλά διαμαρτυρίες ενταγμένες στην προοπτική της αλλαγής κυβέρνησης. Είναι προφανές ότι με αυτό το σχήμα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει από τη μία να αυξήσει τους αντιπολιτευτικούς τόνους και την επιρροή του στον λαό, χωρίς από την άλλη να οξύνει το κλίμα και να βρεθεί απολογούμενος απέναντι στις δυνάμεις του συστήματος ότι «ξεσηκώνει» τον λαό. Εξάλλου και η κυβερνητική του θητεία αποκάλυψε ότι πέρα από την πλήρη υποταγή στις απαιτήσεις ΕΕ-ΔΝΤ-κεφαλαίου, βασικό του διαβατήριο για τη συνέχιση της πολιτικής του αποτέλεσε η καθήλωση του εργατικού λαϊκού κινήματος.

Η Προγραμματική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε μία διαδικασία για να αναδειχθούν οι προγραμματικές θέσεις του, οι οποίες βέβαια είχαν διατυπωθεί το προηγούμενο διάστημα είτε με το σχέδιο «Ελλάδα+» που αφορά τη διαχείριση του «Ταμείου Ανάκαμψης» της ΕΕ είτε με τις δηλώσεις Τσίπρα για τα εργασιακά.

Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο το περιεχόμενο του «προγράμματος», καθώς περιέχει τα γνωστά περί «καθολικού κοινωνικού κράτους», «δίκαιης ανάπτυξης»…, αλλά η προσέγγιση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από αυτό και είναι αποκαλυπτική η τοποθέτηση του Αλ. Τσίπρα στο κλείσιμο της διαδικασίας. Είπε, λοιπόν, ότι «άκουσα γόνιμο προβληματισμό για το εάν ο ΣΥΡΙΖΑ για να κερδίσει πρέπει να πάει προς τα Δεξιά ή να πάει προς τα Αριστερά. Ο ΣΥΡΙΖΑ για να κερδίσει δεν αρκούν όσοι αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί ή ριζοσπάστες. Πρέπει να κερδίσει αυτό που ονομάζουμε μεσαίο χώρο. Πώς θα κερδίσουμε το κέντρο; Με πολιτικές του μέσου όρου; Με κεντρώες ή δεξιόστροφες πολιτικές; Δεν κερδίζεται έτσι το κέντρο. Εάν θέλουμε να κερδίσουμε τους προοδευτικούς πολίτες, πρέπει να έχουμε ένα σαφές πρόταγμα πολιτικής, ένα σαφές αριστερό πρόγραμμα. Το να στρίψουμε αριστερά για να κερδίσουμε το κέντρο, δεν μπορούμε να το κάνουμε με ανούσιες αυτοαναφορικές προτάσεις και συνθήματα, αλλά με προγραμματικό λόγο, ένα πρόγραμμα βαθιά ριζοσπαστικό, αλλά ρεαλιστικό και υλοποιήσιμο». 

Είναι φανερό ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει τη θέση που με πολύ «κόπο» κατέκτησε, αυτή του πυλώνα του αστικού πολιτικού συστήματος, ενώ φιλοδοξεί να επανέλθει στην κυβερνητική διαχείριση με ένα «αριστερό πρόγραμμα», το οποίο δεν πρέπει να τρομάζει με ακρότητες, αλλά να είναι ρεαλιστικό και υλοποιήσιμο. Με λίγα λόγια, να γίνει αποδεκτό από την άρχουσα τάξη της χώρας και τους ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ-ΕΕ. Γιατί πολύ απλά χωρίς την έγκρισή τους το «αριστερό πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ είναι για τα σκουπίδια, αφού όπως ήδη έχει προβάλλει δεν σκοπεύει να συγκρουστεί με τις κυρίαρχες δυνάμεις του συστήματος. Θεωρεί ότι μπορεί είτε να τις «πείσει» είτε να τις «εξαναγκάσει» να το αποδεχτούν, τουλάχιστον κατά ένα μέρος. Όπως το έκανε και τον Ιούλη του 2015 -μέρες που είναι- μετά το αποτέλεσμα του κάλπικου δημοψηφίσματος, όταν πανικόβλητος έτρεχε να δηλώσει την πλήρη υποταγή του στις εντολές ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ, μετατρεπόμενος σε οργανικό κομμάτι της επίθεσης στον εργαζόμενο λαό.

Η πρόταξη του ρεαλισμού από τη μεριά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έχει κατά βάση δύο αποδέκτες. Ο ένας είναι η ντόπια αστική τάξη και οι ιμπεριαλιστές, που όπως ήδη αναφέρθηκε έχουν και αυτοί συμφέρον από το «αριστερό πρόγραμμα», καθώς η χώρα από τη μία δεν θα μετακινηθεί καθόλου από το πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, στο οποίο έχει συμβάλλει τα μέγιστα και από την άλλη φιλοδοξεί να διαμορφώσει μία «δίκαιη ανάπτυξη», από την οποία όλοι θα ωφεληθούν, τόσο το κεφάλαιο όσο και οι εργαζόμενοι. Μάλιστα, η αντίληψη αυτή φιλοδοξεί να μπορεί να αποτελέσει την «εναλλακτική» στη δομική κρίση του συστήματος, τόσο στη χώρα μας όσο και σε διεθνές επίπεδο, αφού θεωρεί ότι έχει και την υποστήριξη της σημερινής διοίκησης των ΗΠΑ (Μπάιντεν).

Ο άλλος αποδέκτης είναι ο λαός και η νεολαία και ιδιαίτερα ο δημοκρατικός και αριστερός κόσμος, που όλο το προηγούμενο διάστημα έδειξε αγωνιστικές διαθέσεις απέναντι στην επίθεση της κυβέρνησης της ΝΔ στα δημοκρατικά δικαιώματα, στην εκπαίδευση, στα εργασιακά, στην περίθαλψη. Επιδιώκει να τον «διαπαιδαγωγήσει» στον ρεαλισμό της υποταγής και του μονόδρομου της αλλαγής της κυβερνητικής διαχείρισης σαν τη μόνη διέξοδο που μπορεί να έχει σήμερα και στο μέλλον. Καθώς είναι σίγουρο ότι όσο περισσότεροι εργαζόμενοι και νέοι θα βγαίνουν στον δρόμο του αγώνα, κόντρα στην επίθεση κυβέρνησης-κεφαλαίου, τόσο θα χειραφετούνται από αντιλήψεις που θέλουν να τους εγκλωβίσουν σε λογικές κυβερνητικών εναλλαγών εντός των πλαισίων του συστήματος. Από την άποψη αυτή, ο εκβιασμός του ρεαλισμού από τη μεριά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελεί ταυτόχρονα και μία τροχοπέδη για την ανάπτυξη του εργατικού λαϊκού κινήματος, κάτι το οποίο ήδη φάνηκε τόσο στις διαδικασίες απόσυρσης ΑΔΕΔΥ-ΕΚΑ από την απεργία της 3ης Ιούνη όσο και στην εξαίρεση της ΟΛΜΕ από την απεργία της 10ης Ιούνη, έτσι ώστε να διαφυλαχθεί η «ιερή αγελάδα» των εξετάσεων.

Όσο και αν αυτή η κατεύθυνση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ξεκάθαρη και ωμή, ταυτόχρονα είναι και επικίνδυνη για το εργατικό λαϊκό κίνημα, με βάση τους πολιτικούς και ταξικούς συσχετισμούς και το χαμηλό επίπεδο πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης. Η λογική του ρεαλισμού της υποταγής στηρίζεται ακριβώς στην απογοήτευση και την «ανημπόρια» και εμφανίζεται σαν μία εύκολη διέξοδος, που μπορεί να υπάρξει, αρκεί να ενισχυθεί εκλογικά. Από την άποψη αυτή, μπορεί να επηρεάσει ένα δυναμικό και να το οδηγήσει να γίνει ουρά στις κοινοβουλευτικές και κυβερνητικές αυταπάτες της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, άλλους αφοσιωμένα και άλλους «κριτικά» με βάση και την προηγούμενη κυβερνητική θητεία.

Ιδιαίτερα στο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων και των δικαιωμάτων των εργαζόμενων, που δέχονται την ολομέτωπη επίθεση από τη μεριά της κυβέρνησης της ΝΔ, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ «επενδύει» από τη μία μεριά σε αντιπολιτευτικούς τόνους, ενώ από την άλλη διαμορφώνει ένα σχέδιο, το οποίο και παρουσίασε ο Αλ. Τσίπρας, με «αύξηση» του βασικού μισθού στα 800 ευρώ, επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, κατάργηση του πρόσφατα ψηφισμένου νόμου Χατζηδάκη, ακόμα και 35ωρο χωρίς μείωση αποδοχών προβλέπει το νέο σχέδιο, «πιλοτικά» βέβαια. Με αυτές τις διακηρύξεις, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να παρουσιαστεί σαν ο μοναδικός «προστάτης» των εργαζόμενων απέναντι στην επίθεση της κυβέρνησης ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να πετάξει από πάνω του όλα τα αντεργατικά χαρακτηριστικά από την περίοδο της κυβερνητικής του θητείας, στις αποδοχές, στο ασφαλιστικό, στον συνδικαλισμό και να «μηδενίσει το κοντέρ». Η βασική αντίληψή του στηρίζεται στη θεωρία «της ενίσχυσης της ζήτησης» από τη μεριά του εργαζόμενου λαού, καθώς κάτι τέτοιο θεωρεί ότι μπορεί να δώσει ώθηση στην οικονομία και ιδιαίτερα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αυτή την περίοδο και με βάση την κρίση της πανδημίας βρίσκονται σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Αυτό θεωρεί ότι είναι και το ισχυρό του επιχείρημα, έτσι ώστε να γίνουν όλα αυτά αποδεκτά, ιδιαίτερα από τη μεριά του ντόπιου κεφαλαίου.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν απευθύνεται στους εργαζόμενους με ένα διεκδικητικό πλαίσιο πάλης στο σήμερα, αλλά με ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, το οποίο «θα υλοποιήσει» αν κερδίσει τις επόμενες εκλογές και αναλάβει την κυβερνητική διαχείριση. Οι εργαζόμενοι και ο λαός γενικότερα γνωρίζουν πολύ καλά από την ίδια τους την πείρα ότι αυτού του είδους οι εξαγγελίες πάντα εξαρτώνται από τις «αντοχές» της καπιταλιστικής οικονομίας, από τη συμφωνία των «κοινωνικών εταίρων» αλλά και από την έγκριση της «αυξημένης επιτροπείας» της ΕΕ. Η αναμονή της κυβερνητικής αλλαγής που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά σημαίνει την αποδοχή του σημερινού αντεργατικού πλαισίου που έχει διαμορφωθεί σε βάρος της ζωής και των δικαιωμάτων του εργαζόμενου λαού. Σημαίνει την παγίωση των μέτρων για την κατάργηση του 8ωρου, το χτύπημα των συνδικαλιστικών ελευθεριών και την κρατική ποδηγέτηση των σωματείων. Στον βαθμό που αυτή η κατεύθυνση υιοθετηθεί, θα σημάνει ακόμα μεγαλύτερη υποχώρηση από το σημερινό επίπεδο συγκρότησης και διεκδίκησης των εργατικών λαϊκών δυνάμεων, γεγονός που θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο τους ήδη δυσμενείς ταξικούς-πολιτικούς συσχετισμούς και θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο την επίθεση.

Το πλαίσιο των στόχων πάλης της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού είναι δική του υπόθεση και δεν μπορεί να περιμένει την όποια κυβερνητική αλλαγή και πολύ περισσότερο να αναμένει ότι μόνο έτσι μπορεί να σωθεί από τη σημερινή καταβαράθρωση της ζωής του. Η ευκολία με την οποία η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διατυπώνει το πρόγραμμά της για τα εργασιακά ζητήματα και μάλιστα σε μία περίοδο που οι εργαζόμενοι έδειξαν τις αγωνιστικές τους διαθέσεις παρά τα εμπόδια και την απεργοσπασία, δείχνει ότι αυτός ο πολιτικός φορέας θα υιοθετήσει στόχους και αιτήματα με μοναδικό σκοπό να εγκλωβίσει τους εργαζόμενους. Μάλιστα, ακόμα και «προωθημένα» ζητήματα όπως η καθιέρωση του 35ωρου, σε πιλοτική βάση, κάτι που ήδη γίνεται σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες και μονοπωλιακούς ομίλους, για την ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας τους, εντάσσονται και αυτά στην ίδια κατεύθυνση της διεκδίκησης της κυβέρνησης.

Είναι ξεκάθαρο ότι η επόμενη περίοδος για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μία «προεκλογική» περίοδος, όλα θα κεφαλαιοποιούνται σε αυτό το επίπεδο και όλες οι κινήσεις θα έχουν αυτή τη στόχευση. Αυτή η κατεύθυνση από τη μία τον βοηθάει να αποκαταστήσει σε έναν βαθμό την εσωτερική του συγκρότηση, ενώ από την άλλη μεριά θα κάνει συνεχείς προσπάθειες να εκμεταλλευτεί κάθε κίνηση, κάθε διαμαρτυρία, κάθε αγώνα και διεκδίκηση των εργαζομένων. Είναι κάτι που γνωρίζει πολύ καλά να κάνει, το έδειξε και την περίοδο μετά το 2010-2012, όπου μαζί με τους «πρόθυμους» συμμάχους του είχαν κηρύξει «παύση κινήματος» και ως «μητέρα των μαχών» τις κοινοβουλευτικές εκλογές.

Το κατά πόσο θα μπορέσει να το πετύχει ξανά είναι σίγουρο ότι δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά σε μεγάλο βαθμό από το επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού λαϊκού κινήματος και τη δράση των επαναστατικών κομμουνιστικών δυνάμεων μέσα σε αυτό.

Αναζήτηση
Κατηγορίες
Βιβλιοπωλείο-Καφέ

Γραβιάς 10-12 - Εξάρχεια
Τηλ. 210-3303348
E-mail: ett.books@yahoo.com
Site: ektostonteixon.gr