Είναι αναμφισβήτητο γεγονός των τελευταίων δεκαετιών. Όλες μα όλες οι προκηρύξεις θέσεων επισφαλούς εργασίας στο Δημόσιο αλλά και οι εργολαβίες βασίζονται πάνω σ’ ένα ψεύτικο κατασκεύασμα. Στην (ξαφνική, υποτίθεται) ύπαρξη δήθεν έκτακτων, απρόβλεπτων κι επειγουσών αναγκών. Η φύλαξη δημοσίων κτιρίων, η καθαριότητά τους, η τεχνική υποστήριξή τους, η σίτιση ασθενών στα νοσοκομεία, η εκπαίδευση των μαθητών στα σχολειά όλων των βαθμίδων, η αποκομιδή των σκουπιδιών, η «αξιοποίηση» διαφόρων προγραμμάτων, ακόμη και αμιγώς διοικητικά κομμάτια στην κεντρική διοίκηση (Υπουργεία), τα ΝΠΔΔ και τους ΟΤΑ βαφτίζονται μ’ αυτό τον τρόπο.
Αφήνοντας στην άκρη τις ρουσφετολογικές αλληλοκατηγορίες πρώην και νυν κυβερνητικών διαχειριστών και τη διαχρονική ομηρία αυτών των εργαζομένων, ας επικεντρώσουμε στην ουσία. Και αυτή δεν είναι άλλη από την στρατηγική επιδίωξη του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού να ελαχιστοποιήσει-καταργήσει το δικαίωμα κάθε εργαζόμενου στη μόνιμη, πλήρη και σταθερή δουλειά. Αυτό υλοποιούν όλες οι αστικές κυβερνήσεις, κατ’ εξοχήν αρμόδιες για το κράτος και τις λειτουργίες του. Για να μη μιλήσουμε για τη ζούγκλα στον ιδιωτικό τομέα και την προσπάθεια εμπέδωσης του απόλυτου διευθυντικού δικαιώματος της εργοδοσίας.
Και καλά, θα ρωτήσει κάποιος, αποκλείεται να προκύψουν όντως τέτοιου χαρακτήρα ανάγκες, κάποια στιγμή, σε κάποιον κρατικό τομέα; Όχι, φυσικά. Αλλά εδώ μιλάμε γι’ άλλο θέμα, στη βάση του οποίου έχει στηθεί μια ολόκληρη «φάμπρικα», ακριβώς για να μην προσλαμβάνονται εργαζόμενοι με καθεστώς μονιμότητας. Κυβερνητικοί παράγοντες, ελεγκτικοί μηχανισμοί, ακόμη και η «αδέκαστη» δικαιοσύνη κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν παίζοντας με τη νοημοσύνη μας και τις… ζωές των ελαστικά απασχολούμενων.
Κάπως έτσι, ένας αριθμός γύρω στους 82.500 εργαζόμενους δουλεύει αυτή τη στιγμή με ελαστικό καθεστώς στο Δημόσιο καλύπτοντας μόνιμες ανάγκες και υφιστάμενος μια σειρά διακρίσεις επί τα χείρω σε όλα σχεδόν τα εργατικά δικαιώματα, με κορυφαίο το ζήτημα της αβεβαιότητας στην εργασία. Ο στόχος είναι προφανής: μεγαλύτερη εκμετάλλευση αυτών των ίδιων των εργαζομένων, κατάργηση ντε φάκτο της μονιμότητας, πίεση σ’ όσους έχουν ακόμη κάποιες κατακτήσεις να τις απωλέσουν. Να γιατί πρόκειται για σκόπιμη αντεργατική πολιτική και όχι για «παρέκκλιση», ακόμη κι αν κάποιος μπορούσε να τη «δικαιολογήσει» εν τη γενέσει της. Ποιος εμπόδισε το κράτος να «προγραμματίσει» την κάλυψη όλων αυτών των πασιφανών αναγκών με μόνιμο προσωπικό;
Στα νοσοκομεία, φερ’ ειπείν, τόσο οι πάσης φύσης εργολαβίες-αναθέσεις όσο και οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου ή έργου υπογράφουν συμβάσεις το πολύ μέχρι δύο χρόνια, ακριβώς για να μη θεμελιώσουν δικαίωμα μονιμοποίησης. Μάλιστα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ έχει βάλει ως απώτατο όριο κάθε εργασιακής σχέσης τέτοιου τύπου την 31/12/2018! Μετά; Μάλλον και κατ’ αυτήν θα έχουν πάψει να υφίστανται οι ανάγκες. Τι «έκτακτες» θα ήταν, άλλωστε!
Οι εργαζόμενοι με ελαστικές σχέσεις δουλειάς, με εργοδότη το κράτος ή κάποιον «παρένθετο» εργολάβο δίκαια διεκδικούν να μην απολυθούν ούτε πριν ούτε κατά την λήξη των συμβάσεών τους, να πληρώνονται τα δεδουλευμένα στην ώρα τους, να μονιμοποιηθούν, δηλαδή να έχουν μόνιμη και σταθερή δουλειά με δικαιώματα. Με την ιδιαίτερη έμμεση πλευρά αυτού του αγώνα των εργολαβικών που στρέφεται ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των συγκεκριμένων υπηρεσιών-λειτουργιών. Ταυτόχρονα από το μόνιμο προσωπικό πρέπει να ειδωθεί αυτή η διεκδίκηση και ως δικό του αίτημα, αφού «απομακρύνει» την πορεία κατάργησης της δικής του μονιμότητας που αποτελεί διακαή στρατηγικό στόχο του συστήματος για το Δημόσιο.
Το δικαίωμα στην πλήρη, μόνιμη και σταθερή δουλειά είναι θεμελιώδες δικαίωμα κάθε εργαζόμενου και από αυτή την άποψη η πάλη ενάντια στις ελαστικές μορφές εργασίας στο Δημόσιο αποτελεί τμήμα του. Σήμερα που χτυπιούνται ακόμη και οι πιο στοιχειώδεις εργατικές κατακτήσεις, τίποτε πέρα από την πάλη των εργαζομένων δεν μπορεί να διασφαλίσει το παραμικρό. Αυτό είναι που οφείλουμε όλοι μας να κατανοήσουμε και να δράσουμε ανάλογα!