Σε συνθήκες… ήπιας αναστάτωσης, η κυβέρνηση και οι άλλες αστικές δυνάμεις επιδιώκουν να αξιοποιήσουν το σύντομο διάλειμμα που τους έδωσαν οι διενέξεις ΗΠΑ- Ευρωπαίων, για να διαμορφώσει ο καθένας για λογαριασμό του, αλλά και συνολικά η αστική τάξη, όρους για το αμέσως επόμενο διάστημα. Βέβαια, καθώς οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις παραμένουν οξείες και η περιοχή ζωσμένη από τις επιδιώξεις τους, ανάλογα πλούσια εξελίσσεται και η ελληνική προσαρμογή σε αυτές, τόσο στα «νότια και ανατολικά» (Κρήτη, Κύπρος) αλλά και στα βόρεια (Βαλκάνια), όπου και πάλι εκδηλώνονται (τριμερής και εκεί!) διαθέσεις και επιδιώξεις ανάληψης ρόλων για λογαριασμό της Δύσης.
Από την άλλη, ούτε οι αντιδραστικές αναμορφώσεις του συστήματος ούτε η ακατάσχετη επίθεσή του πάνε διακοπές! Κυβέρνηση και αντιπολίτευση συγκρουόμενες για τους όρους ελέγχου και κυριαρχίας στους «θεσμούς», στα κόλπα και τους κόλπους του συστήματος (Δικαιοσύνη, ΜΜΕ κλπ), προετοιμάζουν ταυτόχρονα πιο σφιχτά λουριά για τον λαό και τη νεολαία εντείνοντας τους όρους φασιστικοποίησης και τσαλαπατήματος των λαϊκών- εργατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Ας μην ξεχνάμε ότι έρχονται μέσα στο υπόλοιπο του 2017, τα 95 από τα 113 προαπαιτούμενα της τρίτης αξιολόγησης, ανάμεσα στα οποία βρίσκονται το χτύπημα στην απεργία και γενικευμένη επίθεση στην εκπαίδευση. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ εργάζονται για όλα αυτά όσο και όπου μπορούν με διπλό πρόσωπο, επιχειρώντας να κοροϊδέψουν και να κρατήσουν ζωντανές τις (αυτ)απάτες, αλλά βέβαια τις κρίσιμες στιγμές έχουν την υπεύθυνη στάση και επιλογή που αντιστοιχεί στην υπηρέτηση των ξένων και ντόπιων αφεντικών τους. Και η ροή της κατάστασης δείχνει –παρά τα κυβερνητικά κατασκευάσματα και φληναφήματα- πως από Σεπτέμβρη θα είναι υποχρεωμένη να είναι λιγότερη φτιασιδωμένη και πιο ωμή η κυβερνητική γραμμή.
Λαός και νεολαία φορτωμένοι με τεράστια προβλήματα από τη μια στριμώχνονται στις γαλέρες της «τουριστικής βιομηχανίας», ενώ από την άλλη κάποια κομμάτια επιχειρούν να ξεμυτίσουν σε αγώνες και κινητοποιήσεις, συναντώντας σοβαρά προβλήματα από όσα αρνητικά έχουν σωρευτεί στο κίνημα σε πολιτικό, ιδεολογικό και οργανωτικό επίπεδο. Όσο και αν δείχνει –και είναι- δύσκολο, η στήριξη σε κάθε επίπεδο αυτών των τάσεων κίνησης και πάλης είναι ότι πιο ρεαλιστικό και ελπιδοφόρο, είναι η αναγκαία επένδυση για να αποκτήσουν έδαφος και δρόμο οι δυνάμεις και οι ιδέες της αριστεράς των αγώνων και της ανειρήνευτης πάλης, οι δυνάμεις και οι ιδέες της επαναστατικής κομμουνιστικής προοπτικής.
Μνημόνια αμερικανοκρατίας
Καθημερινές σχεδόν είναι οι εξελίξεις που μαρτυρούν την ολοένα μεγαλύτερη πρόσδεση της χώρας στο αμερικάνικο άρμα στο σύνολο των επιδιώξεών του, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου και της Μ.Ανατολής. Για την κυβέρνηση αλλά και συνολικά την αστική τάξη, η επιλογή αυτή μοιάζει με μονόδρομο, με τον οποίο θα «ισορροπήσει» και θα «καλύψει» τα προβλήματα που παρουσιάζει η εξάρτησή της από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα λόγω των τριγμών που αυτό παρουσιάζει. Αλλά είναι βέβαια και η «απάντηση» στον αντιδραστικό ανταγωνισμό της με την τούρκικη αστική τάξη, «απάντηση» με την οποία φιλοδοξεί να κατοχυρώσει λύσεις υπέρ των συμφερόντων της. Για αυτό έσπευσε με φόρα στον Κραν Μοντανά για το Κυπριακό και παρουσιάζεται πρόθυμη να υπηρετήσει την όποια συνέχεια του, αν και εκ των υστέρων ακούστηκαν γκρίνιες για το αν και πώς αξιοποιήθηκε αυτή η προθυμία τους. Για αυτό έχουν ανακηρύξει την Κρήτη σε «αντικαταστάτη» της Κύπρου ως το αβύθιστο αμερικάνικο αεροπλανοφόρο στην περιοχή, ανακήρυξη που δεν μέλλει να αποσυρθεί ακόμα και αν και όταν ευοδωθούν τα αντίστοιχα αμερικανικά σχέδια για την Κύπρο. Γι’ αυτό συγκλήθηκε και η τριμερής με Νετανιάχου και Αναστασιάδη στη Θεσσαλονίκη, για να προωθήσει παραπέρα με συγκεκριμένες δεσμεύσεις στα συμφέροντα των ΗΠΑ, όχι μόνο για τα ζητήματα των εξορύξεων και των δρόμων ελέγχου της ενέργειας, αλλά συνολικά για τις γεωπολιτικές επιδιώξεις των ΗΠΑ και την ανακήρυξή τους ως «προστάτη των ΑΟΖ» και της… εθνικής κυριαρχίας των υποτελών της! Η διαρκώς βαθύτερη αυτή πρόσδεση και εξάρτηση, τα ατελείωτα μνημόνια αμερικανοκρατίας, σε μια περιοχή που φλέγεται ήδη από τον πόλεμο, μεγαλώνει επικίνδυνα το κουβάρι των αντιθέσεων και περιπλοκών για τον λαό μας και τους λαούς της περιοχής. Και προκαλεί μεγάλη ανησυχία για το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τις ΗΠΑ αυτή η «αύξηση των βαθμών ελευθερίας τους» στη χώρα μας το επόμενο διάστημα, σε συνάρτηση με τις επιτυχίες τους στη Συρία (πτώση Μοσούλης), τις «ιδιοτροπίες» και δυσκολίες της τουρκικής πλευράς, που βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την αγορά S-400 από τη Ρωσία(!), και πάντα βέβαια στο φόντο της αντίθεσης και σύγκρουσής τους με την τελευταία.
Η αναβάθμιση της γαλλικής παρουσίας στην Κύπρο και στην περιοχή το τελευταίο διάστημα εκφράζει βέβαια την ανάγκη του γαλλικού ιμπεριαλισμού να αποκτήσει καλύτερες θέσεις συνολικά στα πλαίσια της «νέας ΕΕ» που θέλει να οικοδομήσει με το σύμμαχο-ανταγωνιστή του, τη Γερμανία. Ωστόσο όχι μόνο εξομάλυνση αλλά αντίθετα μεγαλύτερη περιπλοκή μπορεί να φέρει αυτή η παρουσία, που είναι ερώτημα ως πού μπορεί να φτάσει και να μην «ενοχλεί» τις ΗΠΑ. Ίσως η παραίτηση του Γάλλου ΓΕΕΘΑ να αποτελεί μια πρώτη έκφραση τέτοιων ανησυχιών μέσα στους γαλλικούς κόλπους.
Ενώ λοιπόν στο νότο και στα ανατολικά η κυβέρνηση «λύνει» τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα, μετατρέποντας τη χώρα σε ορμητήριο των ΗΠΑ και υποθηκεύοντας σε αυτές κάθε πτυχή των εξελίξεων, δραστηριοποιείται ταυτόχρονα και στο Βαλκανικό πεδίο, πάλι βέβαια μέσα στο ίδιο, αδιέξοδο και αντιδραστικό πλαίσιο του «ανήκουμε στη Δύση». Στην πρόσφατη τριμερή με Σερβία και Βουλγαρία, διακήρυξε τις επιθυμίες της (λύση του ζητήματος με την πΓΔΜ, ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων) τονίζοντας ότι είναι πρόθυμη να υπηρετήσει και εδώ με κάθε τρόπο τη Δύση και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, δηλαδή να συμβάλλει στην απόκρουση -εκδίωξη των ρώσικων ερεισμάτων στην περιοχή. Σα να λέμε, ο καλός στρατιώτης των ΗΠΑ έχει αναλάβει δράση σε όλο το εύρος της περιοχής που του αντιστοιχεί για να τιμήσει το νέο δόγμα Τρούμαν που υπηρετεί!
Ποιος «εγγυάται» τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού;
Είναι στους πάντες γνωστό ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όχι μόνο δεν κατάργησε το αντιδραστικό «αντι»-τρομοκρατικό νομικό πλαίσιο των προηγούμενων κυβερνήσεων, αλλά αντίθετα το εμπλούτισε κιόλας. Είναι επίσης δεδομένο ότι στη διάρκεια της θητείας της διώχθηκαν εκατοντάδες αγωνιστές, συνδικαλιστές, εργαζόμενοι και νέοι, γιατί απήργησαν, διαδήλωσαν, συνθηματογράφησαν, μοίρασαν προκήρυξη, εξέφρασαν αμφισβητήσεις για το σύστημα και την πολιτική του! Είναι ακόμα πιο δεδομένο ότι η κυβέρνηση αυτή εφαρμόζει μια άγρια αντιλαϊκή-αντεργατική πολιτική, ληστεύει τους πολλούς και μεταφέρει τον πλούτο της ληστείας της στους πάνω και στους έξω. Και (πρέπει να) είναι προφανές ότι μια τέτοια πολιτική που συντρίβει τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και του λαού που βάζει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης τους πρόσφυγες, που αναγορεύει τις βάσεις και την κάθε λογής υπηρεσία στις πολεμικές κινήσεις και επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών σε εθνική επιτυχία, υποχρεωτικά συνοδεύεται από ένταση της πολιτικής της καταστολής και τρομοκρατίας των μαζών, από ένταση της φασιστικοποίησης, ακόμα και από την ανοιχτή χρήση της Χ.Α. (Καστελόριζο) για τις «ανάγκες του έθνους». Με δεδομένα όλα αυτά, αποτελεί εξοργιστική πρόκληση να επιχειρούν τα μισά κυβερνητικά στελέχη να εμφανίσουν την κυβέρνηση «ευαίσθητη για τον πολίτη» και να ασκούν «κριτική» στη λεγόμενη δικαιοσύνη για τις αποφάσεις της όπως (ξανά) έγινε με την περίπτωση της Ηριάννας. Μια πρόκληση που έχει διπλό σκοπό. Από τη μια, να υπηρετήσει τους διαγκωνισμούς του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ και τους άλλους παραδοσιακούς του συστήματος, στην προσπάθειά του να αποκτήσει καλύτερους όρους παρουσίας και ελέγχου των κρατικών μηχανισμών. Αυτός ο αντιδραστικός και ξένος με τη λαϊκή υπόθεση ανταγωνισμός εξελίσσεται και θα εξελίσσεται σε πολλά πεδία («σκάνδαλα» κλπ), καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως είναι προφανές, έχει την ανάγκη και την επιδίωξη να γίνει αποδεκτός και να ριζώσει ως δύναμη του συστήματος. Από την άλλη, αυτές οι κυβερνητικές «ευαισθησίες» προβάλλονται για να αναπαράγουν και να ανατροφοδοτούν πολιτικές απάτες και αυταπάτες και κάθε είδους «εξαρτήσεις» και «προσμονές» ενός δυναμικού που το ζήτημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν το αντιλαμβάνεται ως λαϊκό ζήτημα, αλλά το «προσεγγίζει» σε τελείως λάθος, αταξική στην ουσία της βάση. Είτε πρόκειται, για παράδειγμα, για τις απόψεις του α/α χώρου, όπου η «αντικαταστολή» αρχίζει και τελειώνει στους μηχανισμούς και τις δυνάμεις της καταστολής, ξεκομμένη από το σύστημα και την πολιτική του για την υπεράσπιση της οποίας επιστρατεύονται αυτοί οι μηχανισμοί. Είτε πρόκειται για τις απόψεις του «βαθέος ρεφορμισμού-εναλλακτισμού» (που έχουν όμως διαχυθεί και στις λεγόμενες ριζοσπαστικές δυνάμεις της αριστεράς), που λίγο-πολύ θεωρούν τη δημοκρατία «αυταξία» που μπορεί να υπάρχει και να λειτουργεί ικανοποιητικά ανεξάρτητα του ταξικού συσχετισμού και της έντασης της επίθεσης που προωθείται. Δεν είναι καθόλου υπερβολή να επισημάνουμε ότι αυτή τη θεωρία περί «αυταξίας» της δημοκρατίας την υιοθετεί και η ηγεσία του ΚΚΕ, που είναι γαλουχημένη με τα θεωρήματα του «εκδημοκρατισμού των σωμάτων ασφαλείας» και στα οποία επιστρέφει με τις πρόσφατες θέσεις της για τους «αστυνομικούς παιδιά του λαού». Εξάλλου, μια τέτοια θεώρηση είναι συνεπής κατάληξη της θέσης «το κράτος πεδίο ταξικής πάλης» του τελευταίου 20ου συνεδρίου.
Όσον αφορά την ίδια την κυβέρνηση, όπως ήδη αναφέραμε, ξέρει ποια είναι η ροή των εξελίξεων που πρέπει να υπηρετήσει. Οι «αντιφάσεις» που προκαλεί το προσωπείο της ευαισθησίας της θα πρέπει να περιοριστούν, όπως με πάθος απαιτεί η ΝΔ και οι λοιποί της αντιπολίτευσης, που αξιοποιούν αυτές τις αντιφάσεις για να σπρώξουν σε ακόμα πιο αντιδραστική τροχιά τις εξελίξεις. Οι δηλώσεις Τόσκα στις 19/7, για την ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας που «θα επιβάλλει μέτρα», πχ «στους συνδικαλιστές που αγωνίζονται ενάντια στο άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές», δείχνουν την πραγματική κυβερνητική κατεύθυνση. Και για τον λαό και τη νεολαία, πρέπει να είναι παραπάνω από σαφές ότι δεν υπάρχει κανένας έξω από τη δικιά τους μαζική πάλη που μπορεί να υπερασπιστεί και να διεκδικήσει τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες, το δικαίωμά τους τελικά να αγωνίζονται ενάντια στο σύστημα της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης!
Έξοδο στους αγώνες χρειάζεται ο λαός!
Είναι βέβαιο ότι η κυβερνητική αφήγηση περί «εξόδου στις αγορές», που περιβάλλεται με στήριξη και συμπάθεια από όλα τα κόμματα και τις δυνάμεις του συστήματος, δεν είναι ούτε νέα ούτε ελπιδοφόρα για τον λαό. Αποτελεί αντίγραφο της ίδιας αφήγησης της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου, έκφραση των επιθυμιών της αστικής τάξης, που δεν μπορούν ωστόσο να εκπληρωθούν στις σημερινές συνθήκες, και σε κάθε περίπτωση όχι μόνο δεν υπηρετεί αλλά στρέφεται ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα.
Τα λαϊκά συμφέροντα εκφράζονται από την κατεύθυνση της πάλης για τη δημιουργία ρωγμών στη σαρωτική επίθεση, από τη δημιουργία όρων συγκρότησης της εργατικής τάξης και του λαού σε δύναμη αντίστασης και διεκδίκησης και σε πρώτο άμεσο επίπεδο από την οικοδόμηση εστιών αντίστασης και πάλης. Μια τέτοια πορεία, ένας τέτοιος δρόμος που πρέπει να οδηγηθεί στη συγκρότηση του Μετώπου Αντίστασης Διεκδίκησης και στη συγκρότηση μέσα σε αυτό των δυνάμεων της Αναμέτρησης με το σύστημα, όπως ήδη αναφέραμε και είναι φανερό, δεν είναι εύκολη και γρήγορη υπόθεση. Όλες οι τελευταίες μάχες (ΟΤΑ, Κυριακάτικη αργία, απεργία σε επισιτισμό-τουρισμό) από τη μια βεβαίωσαν την ανάγκη αλλά και τη διάθεση πάλης ενός κόσμου, από την άλλη έμειναν στη μέση εξαιτίας των όρων αποσυγκρότησης και υποχώρησης που επικρατούν στα σωματεία και συνολικά στον λαό. Εξάλλου, μια σειρά μάχες σε άλλα κρίσιμα και κεντρικά μέτωπα ανοίχτηκαν μόνο μερικά και «περιφερειακά» ή και καθόλου.
Ωστόσο, η ταξική πάλη είναι εδώ, μπροστά μας, φορτωμένη όλο και περισσότερο με απαιτήσεις και γι’ αυτό δεν μπορεί να υποτιμάται καμιά προσπάθεια που θέτει και ανοίγει ζητήματα έστω και με σχετικά μικρή εμβέλεια, γιατί δημιουργεί όρους και παρακαταθήκες αναγκαίες για τον λαό, αναγκαίες για να δημιουργήσουν προϋποθέσεις οι δυνάμεις της αντίστασης της πάλης και της επαναστατικής προοπτικής. Τα 35χρονα του ΚΚΕ(μ-λ) δικαιώνονται από τη μια με όσα διακριτά και σπουδαία η οργάνωσή μας έχει προσφέρει στο κίνημα, με όσα σε αρνητικές συνθήκες κατάφερε η ίδια να διαμορφώσει και να κατακτήσει στη μέχρι σήμερα πορεία της. Αλλά η δικαίωσή τους κρίνεται και θα κριθεί κυρίως στο παρόν και στη συνέχεια αυτής της πάλης στη βάση των απαιτήσεων που παραπάνω αναφέραμε.
Στις δοσμένες συνθήκες, με ανάλογο πνεύμα πρέπει να κριθεί το «ποια Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ» χρειάζεται ο λαός και το κίνημα. Για μας, είναι προφανές και βέβαιο ότι η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ που χρειάζεται είναι αυτή που δεν θα διστάζει να έχει ανοιχτό κινηματικό χαραχτήρα, να παίρνει ανοιχτές στην κοινή δράση πρωτοβουλίες πάλης και αγώνα, χωρίς βέβαια να ευνοεί ή πολύ περισσότερο να αναπαράγει την πολιτική σύγχυση. Μια τέτοια Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ όχι μόνο δεν πρέπει να υποτιμάται, αλλά αντίθετα θα είναι ικανή να δημιουργεί γεγονότα και να προκαλεί ρωγμές στις γραμμές του κυβερνητισμού και του ρεφορμισμού. Γραμμές που δείχνουν «συμπαγείς» όσο κυριαρχεί η αδράνεια, η «τάξη» και η «κανονικότητα» του εικονικού κινήματος. Αυτά είναι που πρέπει να τολμήσει να αμφισβητήσει και να διαταράξει η Λαϊκή Αντίσταση-ΑΑΣ, με αυτά πρέπει να τα βάλει ο λαός και η νεολαία και να κάνει ξανά και ξανά εξόδους στους μαζικούς αγώνες!